ΑΝΑΛΗΨΗ
Η επιστροφή του Ιησού Χριστού στον ουρανό 40 ημέρες μετά την ανάστασή του.
Ο τόπος όπου έλαβε χώρα η ανάληψη του Ιησού ήταν το Όρος των Ελαιών (Πρ 1:9, 12) κοντά στη Βηθανία (Λου 24:50), η οποία βρίσκεται στην ανατολική πλευρά του Όρους των Ελαιών. Αυτοί που παρέστησαν μάρτυρες της ανάληψης ήταν μια μικρή ομάδα, οι πιστοί απόστολοί του. (Πρ 1:2, 11-13) Η αφήγηση αναφέρει ότι «ενώ εκείνοι κοίταζαν, ανυψώθηκε και ένα σύννεφο τον άρπαξε προς τα πάνω και τον έκρυψε από τα μάτια τους». Οι απόστολοι συνέχισαν να κοιτάζουν στον ουρανό ωσότου τους είπαν οι άγγελοι να σταματήσουν, πληροφορώντας τους: «Αυτός ο Ιησούς που αναλήφθηκε από εσάς στον ουρανό θα έρθει έτσι, με τον ίδιο τρόπο με τον οποίο τον είδατε να πηγαίνει στον ουρανό».—Πρ 1:9-11.
Ας σημειωθεί ότι οι άγγελοι αναφέρθηκαν στον «τρόπο» με τον οποίο έφυγε ο Ιησούς, όχι στη «μορφή». Καθώς το σύννεφο τον άρπαξε προς τα πάνω, έγινε αόρατος στα ανθρώπινα μάτια. Η αφήγηση των Πράξεων δείχνει ότι η ανάληψή του δεν είχε πομπώδη ή πανηγυρικό χαρακτήρα, εφόσον την είδαν μόνο λίγοι πιστοί ακόλουθοί του, και μάλιστα μόνο στην αρχική της φάση. Ο τρόπος με τον οποίο έλαβε χώρα η ανάληψη του Ιησού ήταν τέτοιος ώστε έδωσε στους αποστόλους τη δυνατότητα να γίνουν μάρτυρες αυτού του γεγονότος, όπως είχαν κατασταθεί μάρτυρες και της ανάστασής του. (Πρ 1:3) Ο Ιησούς, λοιπόν, δεν «εξαφανίστηκε» απλώς από τα μάτια τους, όπως είχε κάνει νωρίτερα με τους δύο μαθητές στο χωριό Εμμαούς ή όπως έκανε ο άγγελος που εμφανίστηκε στον Γεδεών και κατόπιν «εξαφανίστηκε από τα μάτια του». (Λου 24:31· Κρ 6:21, 22) Ως έναν βαθμό, η ανάληψή του έμοιαζε περισσότερο με αυτήν του αγγέλου που εμφανίστηκε στον Μανωέ και στη σύζυγό του. Αυτοί είχαν ετοιμάσει μια θυσία καθ’ υπόδειξη του αγγέλου, και «καθώς . . . η φλόγα ανέβαινε από το θυσιαστήριο προς τον ουρανό, ο άγγελος του Ιεχωβά ανέβηκε μέσα στη φλόγα του θυσιαστηρίου ενώ ο Μανωέ και η σύζυγός του κοίταζαν».—Κρ 13:20.
Εφόσον τα εδάφια Πράξεις 1:3-9 δείχνουν ότι η ανάληψη του Ιησού έλαβε χώρα 40 ημέρες μετά την ανάστασή του, μεσολαβεί κάποιο χρονικό διάστημα ανάμεσα στα γεγονότα που αναφέρονται στα εδάφια Λουκάς 24:1-49, τα οποία συμβαίνουν την ημέρα της ανάστασης του Ιησού, και στην ανάληψη του Ιησού που περιγράφεται στο εδάφιο 51 του ίδιου κεφαλαίου. Ας σημειωθεί επίσης πως τα λόγια «και άρχισε να αναλαμβάνεται στον ουρανό», που εμφανίζονται σε αυτό το εδάφιο, λείπουν από μερικά αρχαία χειρόγραφα και γι’ αυτό παραλείπονται σε μερικές σύγχρονες μεταφράσεις (NE, AT). Ωστόσο, περιέχονται στον Πάπυρο Μπόντμερ (P75), στο Αλεξανδρινό Χειρόγραφο, στο Βατικανό Χειρόγραφο Αρ. 1209 και σε άλλα αρχαία χειρόγραφα.
Επίδραση στους Μαθητές. Μέχρι και την ημέρα της ανάληψης του Ιησού, φαίνεται ότι οι μαθητές εξακολουθούσαν να οραματίζονται μια επίγεια βασιλεία υπό τη διακυβέρνησή του, όπως προκύπτει από τη δήλωσή τους στο εδάφιο Πράξεις 1:6. Αρχίζοντας την ανάληψή του με ορατό τρόπο και επιτρέποντας στους μαθητές του να παραστούν μάρτυρες της αρχικής φάσης της, ο Ιησούς τούς κατέστησε σαφές ότι η Βασιλεία του ήταν ουράνια και ότι, σε αντίθεση με τον Δαβίδ ο οποίος «δεν ανέβηκε στους ουρανούς», η θέση του Ιησού από τότε και στο εξής θα ήταν στα «δεξιά του Θεού», όπως δήλωσε με παρρησία ο Πέτρος την ημέρα της Πεντηκοστής.—Πρ 2:32-36.
Επιπλέον, αυτή η ενέργεια πρέπει να θύμισε στους μαθητές πολλές παλαιότερες δηλώσεις του Ιησού οι οποίες υποδείκνυαν μια τέτοια ουράνια θέση και πρέπει να τους βοήθησε να τις κατανοήσουν. Ο Ιησούς είχε συνταράξει μερικούς λέγοντας: «Τότε τι θα γίνει αν δείτε τον Γιο του ανθρώπου να ανεβαίνει εκεί που ήταν πριν;» (Ιωα 6:62) Επίσης, είπε στους Ιουδαίους: «Εσείς είστε από τα κάτω μέρη· εγώ είμαι από τα πάνω μέρη». (Ιωα 8:23) Το βράδυ που συναντήθηκε για τελευταία φορά με τους αποστόλους του, τους είπε πως “πήγαινε στον Πατέρα να τους ετοιμάσει τόπο”. (Ιωα 14:2, 28) Ενόσω ήταν ακόμη ανάμεσά τους το τελευταίο βράδυ που έζησε ως άνθρωπος, δήλωσε στον Πατέρα του ότι είχε “τελειώσει το έργο στη γη” που του είχε ανατεθεί και προσευχήθηκε, λέγοντας: «Δόξασέ με . . . δίπλα σε εσένα με τη δόξα που είχα δίπλα σου προτού υπάρξει ο κόσμος», και επίσης: «Εγώ έρχομαι σε εσένα». (Ιωα 17:4, 5, 11) Όταν συνελήφθη, άφησε να εννοηθεί κάτι παρόμοιο ενώπιον του Σάνχεδριν. (Ματ 26:64) Αφού αναστήθηκε, είπε στη Μαρία τη Μαγδαληνή: «Μη γαντζώνεσαι πάνω μου. Διότι δεν έχω ανεβεί ακόμη στον Πατέρα. Πήγαινε, όμως, στους αδελφούς μου και πες τους: “Ανεβαίνω στον Πατέρα μου και Πατέρα σας και στον Θεό μου και Θεό σας”». (Ιωα 20:17) Παρ’ όλα αυτά, όμως, είναι προφανές ότι οι μαθητές κατανόησαν τις παραπάνω δηλώσεις μόνο όταν έγινε η ανάληψη. Αργότερα, ο Στέφανος είδε σε όραμα τον Ιησού στα δεξιά του Θεού (Πρ 7:55, 56), και ο Παύλος ένιωσε την επίδραση της ουράνιας δόξας του Ιησού.—Πρ 9:3-5.
Εγκαινίαση “Νέας και Ζωντανής Οδού”. Παρ’ όλο που όταν άρχισε η ανάληψη του Ιησού αυτός είχε σάρκινη μορφή, οπότε ήταν ορατός στους μαθητές του που τον παρακολουθούσαν, δεν υπάρχει βάση για να υποθέσουμε ότι διατήρησε την υλική μορφή του και μετά την παρεμβολή του σύννεφου. Ο απόστολος Πέτρος αναφέρει πως ο Ιησούς πέθανε ως σάρκα, αλλά αναστήθηκε «ως πνεύμα». (1Πε 3:18) Ο Παύλος διατύπωσε την αρχή ότι «σάρκα και αίμα δεν μπορούν να κληρονομήσουν τη βασιλεία του Θεού». (1Κο 15:50· παράβαλε επίσης τη δήλωση του Ιησού στα εδάφια Ιωα 12:23, 24 με τα εδάφια 1Κο 15:35-45.) Ο Παύλος παρομοιάζει την ανάληψη του Ιησού στην παρουσία του Θεού στους ουρανούς με την είσοδο του αρχιερέα στα Άγια των Αγίων της σκηνής της μαρτυρίας την Ημέρα της Εξιλέωσης και αναφέρει συγκεκριμένα ότι, σε εκείνη την περίπτωση, ο αρχιερέας μετέφερε μόνο το αίμα (όχι τη σάρκα) των ζώων που είχαν προσφερθεί ως θυσίες. (Εβρ 9:7, 11, 12, 24-26) Στη συνέχεια, ο Παύλος παραβάλλει την κουρτίνα, η οποία χώριζε το πρώτο τμήμα από τα Άγια των Αγίων, με τη σάρκα του Χριστού. Όταν ο αρχιερέας έμπαινε στα Άγια των Αγίων, δηλαδή στην τυπική παρουσία του Θεού, δεν μετέφερε μαζί του την κουρτίνα αλλά περνούσε διαμέσου αυτού του φραγμού και τον προσπερνούσε, τον άφηνε πίσω του. Γι’ αυτό και ο Παύλος αναφέρει ότι «έχουμε τόλμη για την οδό που οδηγεί στον άγιο τόπο μέσω του αίματος του Ιησού, την οποία αυτός εγκαινίασε για εμάς ως νέα και ζωντανή οδό διαμέσου της κουρτίνας, δηλαδή της σάρκας του».—Εβρ 9:3, 24· 10:10, 19, 20· παράβαλε Ιωα 6:51· Εβρ 6:19, 20.
Η ανάληψη του Ιησού στον ουρανό με σκοπό την παρουσίαση της λυτρωτικής αξίας του αίματός του στον Ιεχωβά εγκαινίασε μια «νέα και ζωντανή οδό» προσέγγισης του Θεού με προσευχή. Επίσης διάνοιξε την οδό για την ουράνια ζωή, πράγμα το οποίο εναρμονίζεται με τη δήλωση του ίδιου του Ιησού ότι, πριν από την ανάληψή του, “κανείς δεν ανέβηκε στον ουρανό εκτός από αυτόν που κατέβηκε από τον ουρανό, τον Γιο του ανθρώπου”. (Ιωα 3:13) Συνεπώς, ούτε ο Ενώχ ούτε ο Ηλίας εγκαινίασαν αυτή την οδό, όπως δεν την εγκαινίασε ούτε και ο Δαβίδ. (Γε 5:24· 2Βα 2:11· Πρ 2:34) Όπως αναφέρει ο Παύλος: «Το άγιο πνεύμα δείχνει καθαρά ότι η οδός προς τον άγιο τόπο δεν είχε φανερωθεί ακόμη ενόσω στεκόταν η πρώτη σκηνή».—Εβρ 9:8· βλέπε ΕΝΩΧ Αρ. 2· ΗΛΙΑΣ Αρ. 1.
Ορθότητα του Όρου. Μερικοί προβάλλουν αντιρρήσεις για το υπόμνημα της ανάληψης λέγοντας πως απηχεί την πρωτόγονη αντίληψη ότι ο ουρανός είναι «πάνω» από τη γη και προδίδει έτσι άγνοια για τη δομή του σύμπαντος και την περιστροφή της γης. Εντούτοις, για να ικανοποιηθούν αυτοί οι επικριτές, θα έπρεπε στην ουσία να εξαλειφθούν ολοκληρωτικά οι λέξεις «πάνω», «άνω», και ούτω καθεξής, από το ανθρώπινο λεξιλόγιο. Ακόμη και στη διαστημική αυτή εποχή, εξακολουθούμε να διαβάζουμε ότι οι αστροναύτες «ανέβηκαν» σε «τροχιά ύψους 184 μιλίων [296 χλμ.]» πάνω από τη γη (Δε Νιου Γιορκ Τάιμς [The New York Times], 19 Ιουνίου 1983), ενώ γνωρίζουμε ότι, από τεχνική άποψη, η απόσταση αυτή δείχνει πόσο απομακρύνθηκαν από την επιφάνεια της γης. Αξίζει να σημειωθεί ότι η αφήγηση για τους αγγελικούς εκπροσώπους που ανήγγειλαν εν χορώ τη γέννηση του Ιησού αναφέρει πως, αφού ολοκληρώθηκε η αποστολή τους, «οι άγγελοι έφυγαν από αυτούς για τον ουρανό». (Λου 2:15· παράβαλε Πρ 12:10.) Κατά συνέπεια, η ανάληψη του Ιησού, μολονότι από την οπτική γωνία των μαθητών του ξεκίνησε με ανοδική κίνηση, μπορεί κατόπιν να πήρε οποιαδήποτε κατεύθυνση απαιτούνταν προκειμένου να τον φέρει στην ουράνια παρουσία του Πατέρα του. Επρόκειτο για ανάληψη, όχι μόνο ως προς την κατεύθυνση αλλά, το κυριότερο, ως προς τη σφαίρα δραστηριοτήτων και το επίπεδο υπόστασης στην πνευματική επικράτεια και στην εξυψωμένη παρουσία του Υψίστου Θεού, μια επικράτεια που δεν διέπεται από τις ανθρώπινες διαστάσεις ή κατευθύνσεις.—Παράβαλε Εβρ 2:7, 9.
Γιατί Ήταν Απαραίτητη. Η ανάληψη του Ιησού στην ουράνια επικράτεια ήταν απαραίτητη για αρκετούς λόγους ή σκοπούς. Ο Ιησούς είχε δηλώσει ότι ήταν ανάγκη να “φύγει”, προκειμένου να στείλει το άγιο πνεύμα του Θεού ως βοηθό στους μαθητές του. (Ιωα 16:7-14) Η έκχυση αυτού του πνεύματος από τον Ιησού την ημέρα της Πεντηκοστής ήταν για τους μαθητές ολοφάνερη απόδειξη του γεγονότος ότι ο Ιησούς είχε φτάσει στην παρουσία του Θεού και ότι είχε παρουσιάσει σε Εκείνον την αξία της λυτρωτικής του θυσίας. (Πρ 2:33, 38) Η παρουσίαση της αξίας του αίματός του καθιστούσε επίσης ζωτική την ανάληψή του, διότι αυτή η παρουσίαση δεν επρόκειτο να λάβει χώρα στη γη, στα Άγια των Αγίων του ναού της Ιερουσαλήμ, αλλά μόνο στον «ίδιο τον ουρανό . . . μπροστά στο πρόσωπο του Θεού». (Εβρ 9:24) Επιπλέον, την κατέστησε αναγκαία το γεγονός ότι ο Ιησούς διορίστηκε και δοξάστηκε ως ο “μεγάλος αρχιερέας ο οποίος έχει διαβεί τους ουρανούς”. (Εβρ 4:14· 5:1-6) Ο Παύλος εξηγεί πως «αν, βέβαια, ήταν πάνω στη γη, δεν θα ήταν ιερέας» αλλά εφόσον «έχει καθήσει στα δεξιά του θρόνου της Μεγαλειότητας στους ουρανούς», ο Ιησούς έχει πια «αποκτήσει εξοχότερη δημόσια υπηρεσία, ώστε είναι επίσης ο μεσίτης μιας αντίστοιχα καλύτερης διαθήκης». (Εβρ 8:1-6) Λόγω αυτού, οι Χριστιανοί, αν και υπόκεινται στην κληρονομημένη αμαρτία, παρηγορούνται με τη σκέψη ότι “έχουν βοηθό που είναι μαζί με τον Πατέρα, τον Ιησού Χριστό, που είναι δίκαιος”.—1Ιω 2:1· Ρω 8:34· Εβρ 7:25.
Τελικά, η ανάληψη ήταν απαραίτητη προκειμένου να αναλάβει ο Ιησούς τη διαχείριση της Βασιλείας της οποίας έγινε κληρονόμος, καθώς “άγγελοι και εξουσίες και δυνάμεις . . . υποτάχθηκαν σε αυτόν”. (1Πε 3:22· Φλπ 2:6-11· 1Κο 15:25· Εβρ 10:12, 13· παράβαλε Δα 7:14.) Έχοντας «νικήσει τον κόσμο» (Ιωα 16:33), ο Ιησούς έλαβε μέρος στην εκπλήρωση της προφητείας που αναφέρεται στο εδάφιο Ψαλμός 68:18, “με το να ανεβεί στα ύψη και να πάρει αιχμάλωτους”, όπως εξηγεί ο Παύλος στα εδάφια Εφεσίους 4:8-12.