Το Πνεύμα του Θεού Ουσιώδες για Ωριμότητα
«Πόσω μάλλον ο Πατήρ ο ουράνιος θέλει δώσει Πνεύμα άγιον εις τους αιτούντας παρ’ αυτού;» «Ας ζητή παρά του Θεού του δίδοντος εις πάντας πλουσίως, και μη ονειδίζοντος.»—Λουκάς 11:13· Ιάκωβος 1:5.
1. Υπάρχει Γραφική μαρτυρία που να δείχνη ότι η λατρεία ή προσκύνησις του Ιεχωβά είναι μια πρωταρχική απαίτησις;
Η ΛΑΤΡΕΙΑ ή προσκύνησις του Ιεχωβά είναι μια ζωτική ανάγκη για όλους όσοι θα ήθελαν ν’ απολαύσουν την εύνοια του Ιεχωβά και ν’ αποκτήσουν ατελεύτητη ζωή στη βασιλεία του. Τώρα, ενώ ο αφωσιωμένος λαός του υπακούει στην εντολή, «Είπατε εν τοις έθνεσιν, Ο Ιεχωβά εβασίλευσε,» συγχρόνως απαντά επίσης στην κλήσι, «Ω λατρεύσατε τον Ιεχωβά εν αγία παρατάξει.» (Ψαλμός 96ος 9, 10, AS) Πραγματικά, λατρεία θα είναι η διακυβέρνησις και η δοκιμασία της Βασιλείας, διότι «πας . . . θέλει αναβαίνει κατ’ έτος δια να προσκυνή τον Βασιλέα, τον Ιεχωβά των δυνάμεων, και να εορτάζη την εορτήν της σκηνοπηγίας. Και όσοι εκ των οικογενειών της γης δεν αναβώσιν εις Ιερουσαλήμ, δια να προσκυνήσωσι τον Βασιλέα, τον Ιεχωβά των δυνάμεων, εις αυτούς δεν θέλει είσθαι βροχή.» (Ζαχαρίας 14:16, 17, AS) Ο Ιησούς ομοίως ετόνισε τη σπουδαιότητα της λατρείας ή προσκυνήσεως ως μιας πρωταρχικής απαιτήσεως, ενσωματωμένης στο νόμο που εδόθη στον Ισραήλ, όταν αντέκρουσε τον πειρασμό του Σατανά: «Ύπαγε, Σατανά· διότι είναι γεγραμμένον, “Ιεχωβά τον Θεόν σου θέλεις προσκυνήσει, και αυτόν μόνον θέλεις λατρεύσει”.»—Ματθαίος 4:10, NW.
2. Διακρατούσε ο Ιησούς μια διαφορετική αντίληψι λατρείας εν συγκρίσει με τη λατρεία των Ιουδαίων, και από ποια ιδιαίτερη άποψι;
2 Οι Ιουδαίοι ενόμιζαν ότι η μορφή της λατρείας των ήταν εντελώς ικανοποιητική και ισχυρίζοντο ότι ήταν σύμφωνη με την αρχική κατεύθυνσι του Θεού. Αλλά ο Ιησούς έκαμε διαφορετική δήλωσι όταν η Σαμαρείτις γυναίκα στο φρέαρ προέβαλε το ερώτημα λέγοντας: «Οι πατέρες ημών εις τούτο το όρος προσεκύνησαν· και σεις λέγετε ότι εν τοις Ιερουσαλύμοις είναι ο τόπος, όπου πρέπει να προσκυνώμεν.» Ο Ιησούς απήντησε ότι στο επίμαχο σημείο καθώς το εξέφρασε η Σαμαρείτις, οι Ιουδαίοι ήσαν σε πλεονεκτική θέσι, επειδή «ημείς προσκυνούμεν εκείνο το οποίον εξεύρομεν· διότι η σωτηρία είναι εκ των Ιουδαίων» αλλά «σεις προσκυνείτε εκείνο το οποίον δεν εξεύρετε». Αλλ’ αν και οι Ιουδαίοι είχαν καλύτερη κατανόησι από τους Σαμαρείτες ως προς τις απαιτήσεις του Θεού σχετικά με τη λατρεία, ο Ιησούς προχώρησε τότε να δώση μια πολύ βαθύτερη και εντελώς διαφορετική άποψι όσον αφορά τη λατρεία. Είπε: «Έρχεται ώρα, και ήδη είναι, ότε οι αληθινοί προσκυνηταί θέλουσι προσκυνήσει τον Πατέρα εν πνεύματι και αληθεία· διότι ο Πατήρ τοιούτους ζητεί τους προσκυνούντας αυτόν.» Τι αντίθεσις με οποιαδήποτε προηγούμενη αντίληψι! Στη μορφή της λατρείας των οι Ιουδαίοι ενδιεφέροντο κυρίως για τα εξωτερικά πράγματα του καιρού και του τόπου και του τρόπου τηρήσεως· αλλά τώρα ο Ιησούς έλεγε ότι η αληθινή λατρεία ή προσκύνησις πήγαινε βαθύτερα από τα βλεπόμενα πράγματα, και έπρεπε να είναι «εν πνεύματι και αληθεία»· το οποίον σημαίνει όχι μόνο καθαρή, αλλά και ώριμη, λατρεία.—Ιωάννης 4:20-24.
3. Ποιοι τρεις λόγοι μπορούν να δοθούν για να καταδειχθή η σπουδαιότης τού να κατανοήσωμε τη σημασία της λατρείας «εν πνεύματι και αληθεία»;
3 Ασφαλώς είναι εξαιρετικά σπουδαίο να κατανοήσουμε όσο το δυνατόν σαφέστερα την πλήρη σημασία της λατρείας μέσω εκείνου που είναι αόρατο στον εξωτερικό οφθαλμό, δηλαδή, «εν πνεύματι και αληθεία»! Σπουδαίο για δύο λόγους: Πρώτον, επειδή «τα βλεπόμενα είναι πρόσκαιρα, τα δε μη βλεπόμενα αιώνια.» (2 Κορινθίους 4:18) Δεύτερον, επειδή τα μη βλεπόμενα δεν κατανοούνται και δεν εκτιμούνται τόσο εύκολα όσο τα βλεπόμενα. Και, από μια άλλη πλευρά, θα μπορούσαμε να προσθέσουμε ένα τρίτον ισχυρόν λόγον· διότι αν έχωμε έλλειψι σοφίας και κατανοήσεως, θα είμεθα ασταθείς στην πορεία μας, καθώς υποστηρίζει ο Ιάκωβος στην επιστολή του 1:5-8. Θα βρισκόμαστε επίσης σε σοβαρό κίνδυνο να απατηθούμε σ’ αυτό το ζωτικό ζήτημα της αληθινής, ευπρόσδεκτης λατρείας του αληθούς και ζώντος Θεού, διότι, «μη γνωρίζοντες τον Θεόν, εδουλεύσατε εις τους μη φύσει όντας θεούς.» (Γαλάτας 4:8) Βλέποντας, λοιπόν, καθαρά τον σπουδαίο ρόλο που παίζει το πνεύμα του Θεού, τόσο στο ζήτημα της λατρείας, όσο και στην απόκτησι ώριμης κατανοήσεως, ας εξετάσωμε πρώτα, Γραφικώς, το ερώτημα, γιατί το πνεύμα του Θεού είναι ουσιώδες για την απόκτησι ωριμότητος στην κατανόησι.
ΣΤΗΝ ΚΑΤΑΝΟΗΣΙ
4. (α) Δείχνει ο Ψαλμός 147 ότι η εκπλήρωσίς του είναι στον καιρό μας; (β) Πώς τονίζει την ουσιώδη διάθεσι της καρδιάς για ν’ αποκτήση κανείς ωριμότητα κατανοήσεως;
4 Όλο το πνεύμα και η κατανόησις προέρχονται από τον Ιεχωβά, «εξ ου τα πάντα.» Δεν υπάρχει, μέτρον είτε στο πνεύμα είτε στην κατανόησι όσον αφορά αυτόν. «Μέγας ο Κύριος ημών, και μεγάλη η δύναμις αυτού· η σύνεσις αυτού αμέτρητος.» Και καθώς παραθέτομε το πέμπτο εδάφιο του Ψαλμού 147, θα μας ικανοποιήση να κυττάξωμε σύντομα τα συμφραζόμενα στον προφητικό αυτό Ψαλμό επειδή έχουν άμεση σχέσι μ’ αυτό το θέμα. Ο Ψαλμός αρχίζει με μια πρόσκλησι αίνου στον Ιεχωβά, πράγμα που είναι «ωραίο» επειδή ο αίνος είναι μια έκφρασις λατρείας. Κατόπιν, τα εδάφια 2 και 3 δείχνουν ότι έχει την εκπλήρωσί του στον καιρό μας, οπότε ο Ιεχωβά οικοδομεί την οργάνωσι της βασιλείας του (την Ιερουσαλήμ) και συναθροίζει εκεί, τόσο το υπόλοιπο του «μικρού ποιμνίου» του, όσο και όλα του τα «άλλα πρόβατα», για να γίνουν «μία ποίμνη», και φιλάγαθα τους θεραπεύει τελείως από την προηγούμενη άρρωστη πνευματική τους κατάστασι. Πιο κάτω, τα εδάφια 10 και 11 δημιουργούν μια αντίθεσι ανάμεσα σε δυο ειδών ανθρώπους: τον άνθρωπο του κόσμου στον οποίον δεν ευαρεστείται ο Ιεχωβά, αλλ’ ο οποίος εμπιστεύεται στη δική του δύναμι και κατανόησι, που συμβολίζεται από τον ίππον και τον αναβάτην του, και τον άνθρωπον που φοβείται τον Ιεχωβά και κατανοεί την τελεία του εξάρτησι από τη στοργική του αγαθότητα. Κατόπιν έρχεται μια διεγερτική περιγραφή του πλούτου της ευλογίας και προμηθείας που γίνεται για τα ‘τέκνα της Σιών’, που βρίσκουν καταφύγιο στην οργάνωσί του και στα οποία ευαρεστείται πολύ καθώς αποδίδουν ευπρόσδεκτον αίνο και λατρεία. ‘Χορταίνονται με το πάχος του σίτου’, δηλαδή, μιας πνευματικής τροφής και κατανοήσεως όλως εξαιρετικής. Πράγματι, σ’ αυτούς μόνο αποκαλύπτει ο Ιεχωβά και «αναγγέλλει τον λόγον αυτού» και την απόκρυφη σημασία του. Αληθινά «δεν έκαμεν ούτως εις ουδέν [άλλο] έθνος». (Ψαλμός 147:20) Έτσι ο Ψαλμός αυτός αποκαλύπτει την ουσιώδη διάθεσι της καρδιάς για ν’ αποκτήση κανείς κατανόησι με το πνεύμα του Θεού. Αποκαλύπτει επίσης τον ένα και μόνο αγωγό μέσω του οποίου δίδονται το πνεύμα και η κατανόησις, δηλαδή, την οργάνωσι του Κυρίου, την «Σιών», υπό την ηγεσία του Χριστού Ιησού, «δι’ ου τα πάντα.»—1 Κορινθίους 8:6.
5. Πώς το 1 Κορινθίους 2:6-10 δείχνει ότι το πνεύμα του Θεού είναι ουσιώδες για την απόκτησι κατανοήσεως, περιλαμβανομένων ποιων δύο απαραιτήτων πραγμάτων;
5 Ερχόμεθα τώρα στο κύριο μέρος της Γραφής που δείχνει γιατί το πνεύμα του Θεού είναι ουσιώδες για κατανόησι. Ο απόστολος Παύλος εξηγεί εις 1 Κορινθίους 2:6-10 ότι οι θησαυροί της σοφίας του Θεού, που εκφράζονται στον αιώνιο σκοπό του, είναι περικαλυμμένοι «εν μυστηρίω» (Κείμενον), είναι ‘αποκεκρυμμένη σοφία’, την οποίαν «ουδείς των αρχόντων του αιώνος τούτου εγνώρισε» ή κατενόησε. Πράγματι, οι θησαυροί αυτοί είναι κρυμμένοι τόσο ασφαλώς που είναι εντελώς αδύνατο για τον άνθρωπο να «συλλάβη» με τη δική του σοφία αυτά τα πράγματα. Κατόπιν ο Παύλος εξηγεί γιατί: «Εις ημάς δε ο Θεός απεκάλυψεν αυτά δια του Πνεύματος αυτού· επειδή το Πνεύμα ερευνά τα πάντα, και τα βάθη του Θεού.» Α ναι! Τα πλούτη της σοφίας και της γνώσεως του Θεού έχουν μεγάλο βάθος. (Ρωμαίους 11:33) Δύο πράγματα είναι απαραίτητα αν πρόκειται ν’ αποκτήσωμε κατανόησι και εκτίμησι: Πρώτον, ο Θεός πρέπει να δώση αποκάλυψι, και, δεύτερον, πρέπει να είμεθα σε επαφή και σε αρμονία με τον αγωγόν τού πνεύματός του, ο οποίος μεταδίδει και διανοίγει την αποκάλυψι που δίδεται από τον Θεό στο λαό του. Εμείς μόνοι μας δεν μπορούμε να ερευνήσωμε τα βάθη του Θεού· μόνο το πνεύμα του Θεού μπορεί να το κάμη αυτό. Εδώ σημειώνομε τρεις αποδείξεις από τη δήλωσι του αποστόλου.
6. Σχετικά με το ότι απαιτείται το πνεύμα του Θεού για να κατανοήσωμε τα «βάθη του Θεού», πώς διασαφηνίζεται αυτό (α) εις Ματθαίον 16:17, (β) εις Εφεσίους 3:5-9, και (γ) εις 1 Πέτρου 1:10-12;
6 (1) Ενθυμούμεθα ότι η βαθιά αλήθεια για την πραγματική ταυτότητα του Υιού του ανθρώπου όταν ήταν στη γη, κατανοήθηκε μόνο με μια ειδική αποκάλυψι που έγινε από τον Θεό στον Πέτρο. Δεν κατανοήθηκε μέσω κάποιας σοφίας έμφυτης στη ‘σάρκα και στο αίμα’. (Ματθαίος 16:17) (2) Εις Εφεσίους 3:5-9 ο Παύλος εξηγεί πώς το μυστήριον ‘το αποκεκρυμμένον από των αιώνων εν τω Θεώ,’ ‘απεκαλύφθη τώρα δια πνεύματος’. Κατόπιν, στο τέλος του κεφαλαίου αυτού, (εδάφ. 18-21), με λαμπρή και υψηλή φρασεολογία, ο Παύλος παριστάνει την ένδοξη προοπτική που πρόκειται ν’ απολαύση η αληθινή εκκλησία όταν φθάση στην ωριμότητα ενώ θα βρίσκεται ακόμη επάνω στη γη, να έχη, δηλαδή, τέτοια πληρότητα κατανοήσεως ώστε να ‘δυνηθή . . . να καταλάβη . . . το πλάτος και μήκος, και βάθος και ύψος· και να γνωρίση την αγάπην του Χριστού, την υπερβαίνουσαν πάσαν γνώσιν’. Ο Παύλος τελειώνει με μια έκφρασι λατρείας προς τον «δυνάμενον υπερεκπερισσού να κάμη υπέρ πάντα όσα ζητούμεν ή νοούμεν, κατά την δύναμιν την ενεργουμένην εν ημίν.» Το πνεύμα του Θεού είναι πράγματι ουσιώδες για τα αφάνταστα αυτά πλούτη ωρίμου κατανοήσεως! (3) Για τελική επιβεβαίωσι, σημειώστε τι λέγει ο Πέτρος για τους αρχαίους προφήτες, και για τους ίδιους τους αγγέλους, ότι δεν ήσαν ικανοί να κατανοήσουν μερικές απόψεις του σκοπού του Θεού, ούτε ακόμη έπειτα από επιμελή ‘εκζήτησι και εξερεύνησι’. Αλλά τα πράγματα αυτά απεκαλύφθησαν τώρα με το πνεύμα και ανηγγέλθησαν «δια των [αποστόλων, μέρους του αγωγού του Θεού] κηρυξάντων το ευαγγέλιον εις εσάς εν Πνεύματι Αγίω τω αποσταλέντι απ’ ουρανού».—1 Πέτρου 1:10-12.
7. Ποιος είναι ο σκοπός των παρατηρήσεων του Παύλου εις 1 Κορινθίους 2:11-16;
7 Επιστρέφοντας εις 1 Κορινθίους, δεύτερο κεφάλαιο, σημειώστε τώρα ότι ο Παύλος κατανοούσε προφανώς ότι η δήλωσίς του στο εδάφιο 10 δεν θα εγίνετο εύκολα αντιληπτή. Εξακολουθεί λοιπόν κάπως εν εκτάσει στα εδάφια 11 έως 16 να εξηγή πώς το πνεύμα φθάνει ως τα βάθη του Θεού, και να δείχνη το μέρος που εμείς εκτελούμε σ’ αυτό. Έτσι μας διαφυλάττει από οποιοδήποτε εσφαλμένο συμπέρασμα ότι, αφού μόνο το πνεύμα του Θεού μπορεί επιτυχώς να ερευνήση, όλο εκείνο που μπορούμε εμείς να κάμωμε είναι να ζητήσωμε και να περιμένωμε να μας διαφωτίση μια άμεση αποκάλυψις από τον Θεό εν σχέσει με τον σκοπό του και το θέλημά του για μας· αυτό δε είναι, πράγματι, εκείνο που κάνουν πολλοί θρησκευόμενοι άνθρωποι.
8, 9. (α) Τι εννοείται με το «πνεύμα» όσον αφορά τον άνθρωπο; (β) Σε ποιο βαθμό και σύμφωνα με ποιες κατευθύνσεις μπορεί να λειτουργήση το πνεύμα του ανθρώπου;
8 Ο Παύλος μάς προσκαλεί να εξετάσωμε τον άνθρωπο για να βοηθηθούμε να κατανοήσωμε τι ακριβώς εννοείται με το «πνεύμα» του Θεού, και πώς αυτό ενεργεί και ερευνά. Πολύ καλά, λοιπόν, ας εξετάσωμε τον άνθρωπο, που αρχικά επλάσθη καθ’ ομοίωσιν του Θεού. Ο άνθρωπος έχει ένα σώμα που μπορεί να το εξασκήση και να το θέση σε ενέργεια για να κάμη ωρισμένα πράγματα. Την ορατή αυτή δραστηριότητα την προσδιορίζομε ως φυσική ενέργεια. Αλλά ο άνθρωπος έχει επίσης και μια διάνοια που μπορεί να την εξασκήση και να την θέση σε ενέργεια. Μπορεί να λογικευθή και να σκεφθή βαθιά, και να διατηρήση ισχυρές επιθυμίες και κλίσεις, και μπορεί να φθάση σε αποφάσεις και να καθορίση μια ωρισμένη πορεία ενεργείας που να διέπεται από κάποια αρχή ή τακτική. Αυτήν ακριβώς την αόρατη ενεργό νοητική δύναμι ονομάζομε «πνεύμα». Αν ένας άνθρωπος δείχνη ότι έχει φθάσει σε πολύ οριστικά συμπεράσματα και αποφάσεις, λέμε ότι έχει «ισχυρό πνεύμα»· ή αν η γενική πορεία του διέπεται από κακές σκέψεις και ελατήρια, λέμε ότι αυτό το άτομο έχει «κακό πνεύμα».
9 Συλλογισθήτε την καταπληκτική επιρροή προς το καλό ή προς το κακό που γίνεται δυνατή με την εξάσκησι του πνεύματος ενός ανθρώπου, δηλαδή της νοητικής του δυνάμεως, ιδιαίτερα αν έχη κάποιο κατάλληλο αντιπροσωπευτικό αξίωμα, όπως σε κάποιου είδους οργάνωσι. Τι δυνατή επιρροή ασκείται από το ισχυρό, άσπλαχνο πνεύμα ενός δικτάτορος που βρίσκεται επί κεφαλής μιας ολοκληρωτικής οργανώσεως, κυριαρχώντας στο πνεύμα εκατομμυρίων ίσως ανθρώπων και ελέγχοντας τη ζωή τους! Πάλι, πόσο οξεία είναι η ερώτησις του αποστόλου στο ενδέκατο εδάφιο!—«Τις των ανθρώπων γινώσκει τα του ανθρώπου, ειμή το πνεύμα του ανθρώπου το εν αυτώ;» Ποιος, λόγου χάριν, μπορεί να παρακολουθήση τα επιχειρήματα και τη λειτουργία τού νου ενός δικηγόρου καθώς το πνεύμα του καταπιάνεται με τις τεχνικές λεπτότητες του νόμου; Μόνο ένας άλλος δικηγόρος.
10. Ποια διαφορά υπάρχει μεταξύ του πνεύματος του Ιεχωβά και του πνεύματος του ανθρώπου; και ποιο ερώτημα εγείρει η διαφορά αυτή;
10 Εξετάζοντας, λοιπόν, το παράδειγμα του ανθρώπου και του πνεύματός του, με όλες τις πολλαπλές του δυνατότητες, βοηθούμεθα να εννοήσωμε πόσο απείρως μεγαλύτερο πρέπει να είναι το πνεύμα του Ιεχωβά με την απεριόριστη ποικιλία των λειτουργιών του και την ισχυρή επιρροή του. Βλέποντας την καταπληκτική απόστασι μεταξύ του πλάσματος και του Δημιουργού, πώς, ερωτούμε, γεφυρώνεται το χάσμα ώστε να μπορούμε να φθάσωμε σε κατανόησι των βαθέων πραγμάτων που είναι αποταμιευμένα στη διάνοια του Δημιουργού;
ΟΙΚΟΔΟΜΗΣΙΣ ΤΗΣ «ΓΕΦΥΡΑΣ»
11, 12. (α) Ποιο παράδειγμα χρησιμοποιείται για να δείξη πώς μπορεί να γεφυρωθή το χάσμα; (β) Στην εφαρμογή του, πώς φαίνεται ότι είναι κατάλληλο;
11 Αφού τα μη βλεπόμενα πράγματα δεν εκτιμώνται τόσο εύκολα όσο τα βλεπόμενα, στρεφόμεθα πάλι σ’ ένα ανθρώπινο παράδειγμα για να βοηθηθούμε να σχηματίσωμε μια διανοητική εικόνα που μπορούμε να τη συγκρατήσωμε. Ένας μουσικοσυνθέτης συλλαμβάνει στο νου του ένα αριστούργημα, μια συμφωνία, με τα διάφορα μέρη της, τις βαθιές αρμονίες της και θέματα, που φθάνουν σ’ ένα ένδοξο κορύφωμα. Αλλά πώς πρόκειται να μεταδώση το άγγελμα αυτής της συμφωνίας σ’ εκείνους που επιθυμούν να το ακούσουν; Πώς θα γεφυρώση το χάσμα; Πρώτα, γράφει ολόκληρη τη σύνθεσι, τα μουσικό κείμενο. Κατόπιν κανονίζει για τον διορισμό ενός διευθυντού ορχήστρας, ο οποίος ο ίδιος πρέπει να έχη το πνεύμα της μουσικής και πρέπει να είναι καλά εξησκημένος, έτσι ώστε, έπειτα από μια πλήρη μελέτη του μουσικού κειμένου, κάθε νότας του και διαστήματος, να μπορή να μπη εντελώς στη διάνοια του συνθέτου και να συλλάβη το πνεύμα του και να είναι, συνεπώς, ικανός να ερμηνεύση πιστά κάθε μέρος αυτής της συμφωνίας. Ακόμη το χάσμα δεν γεφυρώθηκε! Υπό τη διεύθυνσι του αρχιμουσικού και οδηγού έρχεται η ορχήστρα, αυτό το εκλεκτό και πολύ εξησκημένο και ωργανωμένο σώμα μουσικών, που ο καθένας τους έχει το όργανό του (μια ορχήστρα είναι ανωφελής χωρίς όργανα) και ο καθένας τους είναι τέλειος γνώστης της μουσικής έπειτα από επιμελή σπουδή και εξάσκησι. Τέλος έρχεται το βράδυ της συναυλίας. Βλέπομε τη λαμπρά φωτισμένη αίθουσα συναυλιών εντελώς γεμάτη και το ακροατήριο να περιμένη εκεί, σιωπηλό, σε έντασι και προσδοκία. Και καθώς ξεχύνεται η μουσική και τελικά φθάνει σε μια συναρπαστική, συγκινητική ανύψωσι ευφραντικής μελωδίας, το πνεύμα ολοκλήρου του ακροατηρίου υψώνεται σε πλήρη ανταπόκρισι προς το πνεύμα του συνθέτου. Το χάσμα εγέφυρώθη!
12 Στην εφαρμογή αυτής της εξεικονίσεως, ο Δημιουργός συνέλαβε στη διάνοιά του έναν ένδοξο σκοπό, που κατηύθυνε, προς όφελός μας, να καταγραφή ως ο γραπτός λόγος του. Διώρισε έναν Οδηγό, ο οποίος, με επιμελή μελέτη και εξάσκησι στην υπακοή υπό δοκιμασίαν, έχει πλήρως τα προσόντα να είναι «ερμηνευτής, είς μεταξύ χιλίων»· αυτός είναι ο αγαπητός του Υιός, ο οποίος έχει ειδικώς ευλογηθή με «πνεύμα σοφίας και κατανοήσεως». (Ιώβ 33:23· Ησαΐας 11:2, AS) Κάτω από αυτόν τον Ερμηνευτήν και Ηγέτην, έχει οικοδομηθή ένα ωργανωμένο σώμα αφωσιωμένων ακολούθων, οι οποίοι με πλήρη αφιέρωσι του εαυτού των στον Ιεχωβά, έχουν ευλογηθή με το πνεύμα του και οι οποίοι, με μελέτη και εξάσκησι, μαθαίνουν να έχουν τον «νουν του Χριστού». (1 Κορινθίους 2:16) Αυτοί αποτελούνται κυρίως από το «μικρόν ποίμνιον». Αλλά σ’ αυτές τις ημέρες, έχουν αυξηθή με χιλιάδες από τα «άλλα πρόβατα» του Κυρίου, σαν με πλήθος χορωδών που προστίθενται σε μια ορχήστρα για να δώσουν επαρκή έκφρασι σε κάποιο μεγάλο έργο. Όλοι είναι εφωδιασμένοι με όργανα, αν θέλωμε να θεωρήσωμε ως τέτοια τα διάφορα είδη εντύπων. Εν πάση περιπτώσει, ο καθένας έχει εκείνο το πιο θαυμαστό από όλα τα όργανα, την ανθρώπινη φωνή, που μπορεί να είναι εξαιρετικά αποτελεσματική αν ‘καταγινώμεθα εις την [δημοσίαν] ανάγνωσιν’, ώστε να κάμωμε τον γραπτόν λόγον να «ζη». (1 Τιμόθεον 4:13) Όπως και με τη μουσική, μπορούμε να κρατούμε περισσότερο το ενδιαφέρον του ακροατηρίου μας με το να κάνωμε το όργανό μας να «μιλή» μάλλον παρά με το να βασιζώμεθα μόνο σε μια τεχνική λαμπρότητα. Έτσι, όπως η ορχήστρα που μαθαίνει πώς να ερμηνεύη το γραπτό μουσικό κείμενο με τους κατάλληλους μουσικούς ήχους και αρμονίες, κι εμείς επίσης, ως «διδακτοί του πνεύματος», μαθαίνομε πώς να ‘συγκρίνωμε τα πνευματικά με τα πνευματικά’. (1 Κορινθίους 2:13) Μ’ αυτό τον τρόπο το χάσμα γεφυρώνεται μέσω των τριών απαραιτήτων πραγμάτων: του πνεύματος, του λόγου και της οργανώσεως.
13. Πώς καθίσταται δυνατή μια συνάντησις των διανοιών μεταξύ του Δημιουργού και του πλάσματος;
13 Ασφαλώς μπορούμε τώρα καλύτερα να εκτιμήσουμε ότι, όταν ο απόστολος λέγη πώς το πνεύμα τού Θεού μόνο μπορεί να ερευνήση τα «βάθη του Θεού», δεν εννοεί ότι αφηνόμεθα αδρανείς. Κάθε άλλο! Στην πραγματικότητα, εμείς πρέπει να κάμωμε την έρευνα, αλλά πρέπει να είμεθα προσεκτικοί να μην το επιχειρήσουμε ποτέ με το δικό μας πνεύμα ανθρωπίνης σοφίας. Αλλά, κάνοντας τα αναγκαία προκαταρκτικά βήματα, που θα εξετασθούν αργότερα, μαθαίνομε πώς ν’ αποκτήσωμε την «άνωθεν σοφίαν» (Ιάκωβος 3:17), μένοντας σ’ όλο το διάστημα κοντά σ’ αυτή τη γέφυρα—το πνεύμα, τον λόγον και την οργάνωσι. Μ’ αυτό τον τρόπο μπορεί να υπάρξη συνάντησις των διανοιών, της διανοίας μας με τη διάνοια του Δημιουργού· και αυτός φιλάγαθα κατήλθε στο επίπεδό μας, να το πούμε έτσι, ώστε το πνεύμα μας να υποτάσσεται στο δικό του και να συνεργάζεται με το δικό του. Έτσι ακριβώς το περιγράφει το εδάφιο, όταν, αναφέροντας πώς μια ωρισμένη ανάγκη ικανοποιείται από τον Θεό, λέγει: «Αυτό το Πνεύμα [το πνεύμα του Θεού] συμμαρτυρεί με το πνεύμα ημών.» (Ρωμαίους 8:16) Επίσης, όταν έχωμε συναίσθησι του πόσο ανεπαρκής είναι η λειτουργία του νου μας, ή πνεύματος, όταν ζητούμε να εκφρασθούμε κατάλληλα στην προσευχή, το πνεύμα του Θεού «συμβοηθεί εις τας ασθενείας ημών».—Ρωμαίους 8:26.
14. Εν σχέσει με την έρευνα των ‘βαθέων πραγμάτων’, ποια Γραφική καθοδηγία και ενθάρρυνσις δίδεται;
14 Λέμε, λοιπόν, πάλι, εμείς πρέπει να κάμωμε την έρευνα, αλλά μόνο επειδή «δεν ελάβομεν το πνεύμα του κόσμου, αλλά το Πνεύμα το εκ του Θεού, δια να γνωρίσωμεν τα υπό του Θεού χαρισθέντα εις ημάς». Για τούτο ο Παύλος λέγει: «Ο δε πνευματικός [άνθρωπος] ανακρίνει [ερευνά] μεν πάντα,» «και τα βάθη του Θεού». (1 Κορινθίους 2:10, 12, 15) Αυτό είναι σε αρμονία με τις πολλές εκείνες νουθεσίες που βρίσκονται σε όλον τον λόγον του Θεού, να ζητούμε και να ερευνούμε και να μελετούμε και να εξιχνιάζουμε. Και θυμούμενοι τον λόγον του Κυρίου: «Πόσω μάλλον ο Πατήρ ο ουράνιος θέλει δώσει Πνεύμα άγιον εις τους αιτούντας παρ’ αυτού;» ας ‘ζητώμεν παρά του Θεού του δίδοντος εις πάντας πλουσίως, και μη ονειδίζοντος’.—Λουκάς 11:13· Ιάκωβος 1:5.
15. Ζητώντας να αποκτήσωμε κατανόησι μέσω μελέτης της Γραφής, ποια νουθεσία πρέπει να προσέξουμε;
15 Δυο λόγια νουθεσίας γι’ αυτή τη γέφυρα. Μην επιχειρήσετε να συνδέσετε το χάσμα οικοδομώντας μια δική σας ιδιωτική γέφυρα! Όπως όταν δίδεται αρχικά η προφητεία, «ουδεμία προφητεία της γραφής, γίνεται εξ ιδίας του προφητεύοντος διασαφήσεως», έτσι ομοίως, για την απόκτησι της κατάλληλης κατανοήσεως της προφητείας κατά την εκπλήρωσί της, χρειάζεται να υποταχθούμε, και στο πνεύμα του Θεού, και στην οργάνωσί του, τη Σιών· διότι μόνο οι ‘υιοί της Σιών’ είναι «διδακτοί του Ιεχωβά». (2 Πέτρου 1:20· Ησαΐας 54:13· 30:20, 21, AS) Δεν είναι αρκετό να κατέχωμε μια Αγία Γραφή και να τη μελετούμε, ή να ενωθούμε με κάποιο θρησκευτικό σώμα που πιστεύει στην ελεύθερη μελέτη της Γραφής. Αδιάφορο πόσο σκληρά και σοβαρά και με προσευχή μελετούμε, δεν μπορούμε να λάβωμε την αληθινή κατανόησι ξεχωριστά από την οργάνωσι και το πνεύμα. Μην εμπιστεύεσθε λοιπόν και μην αποδίδετε βαρύτητα σε οποιαδήποτε ερμηνεία που εκάματε μόνος σας. Μην επιστηρίζεσθε ακόμη σ’ αυτήν, αλλά «εμπιστεύου εις τον Ιεχωβά εξ όλης σου της καρδίας και μη επιστηρίζεσαι εις την κατανόησίν σου· εν πάσαις ταις οδοίς σου αυτόν γνώριζε, και αυτός θέλει διευθύνει τα διαβήματά σου. Μη φαντάζεσαι σεαυτόν σοφόν· φοβού τον Ιεχωβά, και έκκλινον από κακού». (Παροιμίαι 3:5-7, AS) Προσωπική μελέτη της Γραφής, μάλιστα! Φυλαχθήτε, όμως, από ανεξάρτητη μελέτη της Γραφής!
16. Ποιον κίνδυνον υποδεικνύει ο Παύλος εις 2 Κορινθίους 11:13-15;
16 Ούτε, βέβαια, πρέπει να θέσωμε την εμπιστοσύνη μας σε κάποιον άλλον αρκετά παράτολμον και εγωιστήν ώστε να ισχυρίζεται ότι είναι ατομικώς διωρισμένος «κατασκευαστής γεφύρας», το οποίον είναι εκείνο που σημαίνει η Λατινική λέξις ποντίφηξ. Ακόμη αν ένας υπήρξε στην οργάνωσι του Κυρίου κατά το παρελθόν και απελάμβανε σαφούς κατανοήσεως και είχε το προνόμιο να βοηθή άλλους, και κατόπιν απέκοψε τη σχέσι του με την οργάνωσι, είναι αδύνατον αυτός να διατηρήση μια αληθή κατανόησι, και ιδιαίτερα αδύνατον ν’ αποκτήση περαιτέρω διαφώτισι. Είναι, εν τούτοις, πιθανόν ότι αυτός θα εξαπατηθή ο ίδιος σ’ αυτό το ζήτημα και θα επιχειρήση ν’ απατήση άλλους, εξαιτίας του Σατανά, ο οποίος ‘μετασχηματίζεται εις άγγελον φωτός’.—2 Κορινθίους 11:13-15.
17. Από ποιες απόψεις βλέπομε ότι το θέμα της ωριμότητος είναι σπουδαίο;
17 Προσέχοντας, λοιπόν, σ’ αυτή τη νουθεσία, ας προχωρήσωμε σε ωριμότητα κατανοήσεως, η οποία οδηγεί σε ώριμη λατρεία, στην πλήρωσί μας ‘με πνεύμα και αλήθειαν’, και η οποία, περαιτέρω, εκφράζεται με ώριμη, ιερή υπηρεσία. Ναι, η ωριμότης είναι το κύριο θέμα που εκτείνεται σε όλη τη μελέτη μας εδώ. Για να χρησιμοποιήσουμε ένα πολύ γνωστό ρητό, «Η ποιότης είναι καλύτερη από την ποσότητα.» Τα πλούτη της κατανοήσεως εξαρτώνται από την ειλικρίνεια και το βάθος της εκτιμήσεως μάλλον παρά από το ποσόν της εγκεφαλικής γνώσεως της αληθείας. Ο Παύλος δεν εκραύγασε για όλες τις αλήθειες που είχε μάθει, ότι ήσαν επισωρευμένες ως τον ουρανό ψηλά, αλλά ανεφώνησε: «Ω βάθος πλούτου και σοφίας και γνώσεως Θεού!» (Ρωμαίους 11:33) Η ποιότης μιας ορχήστρας δεν εξαρτάται από τον αριθμό των οργάνων, αλλά από τον πλούτον του τόνου.
18. Γιατί η ωριμότης είναι τόσο ουσιώδης, όπως εξετάζεται εις 1 Κορινθίους 3:1-4;
18 Αυτό το ζήτημα της ωριμότητος της κατανοήσεως ακολουθεί αμέσως την εξήγησι του Παύλου για το πώς ο πνευματικός άνθρωπος μπορεί να εξετάση και να ερευνήση τα πάντα. Διότι προχωρεί και λέγει, εις 1 Κορινθίους 3:1-4, ότι οι αδελφοί στην Κόρινθο δεν ήσαν ακόμη «πνευματικοί», αλλά είχαν «σαρκικό» φρόνημα, ήσαν ελλιπή ωριμότητος νήπια εν Χριστώ, κατάλληλα ακόμη μόνο για δίαιτα γάλακτος και επομένως βρίσκονταν σε ασθενική κατάστασι και δεν ήσαν αρκετά ισχυροί για ν’ αντισταθούν στις σαρκικές ωθήσεις του φθόνου και της διχονοίας και της δημιουργίας αιρέσεων. Από φυσική άποψι, τα νήπια μπορεί να είναι τα πιο άξια αντικείμενα αγάπης και ασφαλώς τέτοια είναι στα μάτια των γονέων των· αλλά αυτό δεν εφαρμόζεται πνευματικώς.
19. Πώς ορίζεται η ωριμότης κατανοήσεως, και προορίζεται μόνο για ολίγους;
19 Εκτός από το ότι η ωριμότης της κατανοήσεως είναι αναγκαία για να μάθωμε πώς να υπερνικούμε επιτυχώς τις σαρκικές ωθήσεις, ο Παύλος δείχνει εις Εβραίους 5:11-6:3 (NW) μια άλλη αιτία για την οποία η ωριμότης αυτή είναι τόσο ουσιώδης. Αφού λέγει ότι ένα νήπιο που περιορίζεται σε γαλακτώδη τροφή εξεικονίζει έναν που είναι «άπειρος του λόγου της δικαιοσύνης», που ικανοποιείται με την κατανόησι απλώς των ‘αρχικών διδασκαλιών’, κατόπιν ο Παύλος τονίζει ότι «των ωρίμων είναι η στερεά τροφή, οίτινες δια την έξιν έχουσι τα αισθητήρια γεγυμνασμένα εις το να διακρίνωσι το καλόν και το κακόν». Τι έξοχος ορισμός τού τι σημαίνει ώριμη κατανόησις! Για τούτο με κάθε τρόπο «ας φερώμεθα προς την ωριμότητα». Αφού πρώτα ‘εγεύθημεν ότι χρηστός [αγαθός] ο Κύριος’, δεν πρέπει να μείνωμε ήσυχοι, αλλά πρέπει να ‘αυξηθώμεν εις σωτηρίαν’. (1 Πέτρου 2:2, 3, Κείμενον) Η έμφασις δίδεται στην ανάγκη για συνεχή, σταθερή πρόοδο. Δεν σημαίνει κάτι τρομερά περιπεπλεγμένο, κάτι δυνατόν μόνο σε ολίγους εκλεκτούς που υπήρξαν επί έτη στην αλήθεια και απήλαυσαν καλής εκπαιδεύσεως. Εδώ το φυσικό παράδειγμα δεν εφαρμόζεται. Διότι ενώ ο χρόνος που χρειάζεται για ανάπτυξι από τη νηπιακή ηλικία στην ωριμότητα μένει μέσα σε ωρισμένα όρια, η πνευματική αύξησις δεν ρυθμίζεται έτσι. Ο κύριος αποφασιστικός παράγων είναι το βάθος της εγκάρδιας αφοσιώσεως και εκτιμήσεως. Αυτό καθορίζει την ποιότητα της κατανοήσεώς μας.
20. Με ποια πορεία ενεργείας γίνεται πρόοδος προς την ωριμότητα;
20 Δεν υπάρχει σ’ αυτές τις ημέρες έλλειψις στερεάς τροφής που προμηθεύεται στην τράπεζα του Κυρίου, λαμβάνεται από τον λόγον του και παρασκευάζεται κατάλληλα για αφομοίωσι από τη θεοκρατική οργάνωσι, με τη βοήθεια του πνεύματος. Αν είσθε ειλικρινής και πράος και ευδίδακτος, έχετε μήπως ανάγκη να δαπανήσετε πολύν χρόνον για να κατανοήσετε τις στοιχειώδεις διδασκαλίες; Γιατί να μην προχωρήσετε γρήγορα στη στερεά τροφή; Το ζήτημα είναι να μη σταματάτε ποτέ να προοδεύετε, είτε λόγω αποθαρρύνσεως, είτε λόγω επάρσεως. Γιατί να μην ακολουθήσετε τη νουθεσία του Παύλου, ο οποίος, αφού μίλησε για τη δική του απόφασι να συνεχίση ‘τρέχων προς τον σκοπόν’, είπε: «Όσοι λοιπόν είμεθα ώριμοι, τούτο ας φρονώμεν· . . . Πλην εις εκείνο εις το οποίον εφθάσαμεν, ας περιπατώμεν κατά τον αυτόν κανόνα.» Από την πρώτη σας επαφή με την οργάνωσι του Θεού εδιδαχθήκατε μ’ ένα πρακτικό τρόπο μέσω των διαφόρων συναθροίσεων μελέτης και των μαθημάτων διακονίας, πώς να προοδεύετε στην κατανόησι. Συνεχίστε, λοιπόν, με τον ίδιο ακριβώς εύτακτο τρόπο, ακολουθώντας τον «αυτόν κανόνα», και «παρατηρείτε τους όσοι περιπατούσιν ούτω, καθώς έχετε τύπον ημάς [τους αποστόλους]». Μ’ αυτό τον τρόπο μπορούμε να είμεθα πάντοτε βέβαιοι για την εύνοια του Ιεχωβά, συγκοινωνώντας εξακολουθητικά και συμβαδίζοντας με τους ‘αληθινούς προσκυνητάς’ οι οποίοι ‘προσκυνούσι τον Πατέρα εν πνεύματι και αληθεία’.—Φιλιππησίους 3:14-17, NW· Ιωάννης 4:23.
ΠΟΙΟΙ ΕΧΟΥΝ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΟ ΦΡΟΝΗΜΑ;
21. Ποιο σχετικό ερώτημα εγείρεται όσον αφορά τα «άλλα πρόβατα» του Κυρίου;
21 Μερικοί, ίσως πολλοί, από τους αναγνώστας μας περίμεναν να ερωτήσουν, λέγοντας: Δεν είναι γεγονός ότι τα προηγούμενα εδάφια απευθύνονται μόνο σ’ εκείνους που ανήκουν στο «μικρό ποίμνιο» με την ουράνια ελπίδα μπροστά τους; Και δεν είναι μόνον αυτοί, οι αποκυημένοι από το πνεύμα του Θεού, που μπορεί να λεχθή ότι είναι «πνευματικοί άνθρωποι», που τους καθιστά ικανούς το πνεύμα του Θεού να κατανοούν τα «βάθη του Θεού»; Με συντομία, είναι Γραφικό να πούμε ότι εκείνοι που αποτελούν τα «άλλα πρόβατα» του Κυρίου έχουν πνευματικό φρόνημα;
22. Σε ποια ασυνήθιστη περίπτωσι ανέπτυξε ο Ιησούς το ζήτημα της λατρείας ή προσκυνήσεως;
22 Για ν’ απαντήσουμε, ας υποβάλουμε εμείς μια ερώτησι που μπορεί να βάλη τις διάνοιές μας στην ορθή κατεύθυνσι. Σε ποιόν απηύθυνε ο Ιησούς τα φιλάγαθα εκείνα λόγια ζωής και έδωσε τη διεισδυτική και νέα εκείνη αντίληψι λατρείας «εν πνεύματι και αληθεία»; Στους αμέσους ακολούθους του που επρόκειτο να δεχθούν σε λίγο την έκχυσι του αγίου πνεύματος κατά την Πεντηκοστή; Όχι· ούτε καν σ’ ένα Ισραηλίτη· αλλά σ’ έναν ξένο· μια γυναίκα από τη Σαμάρεια. Εκπληκτικό! Ναι, οι μαθηταί εξεπλάγησαν. Εξεπλάγησαν περισσότερο ακόμη, αναμφιβόλως, όταν έμαθαν ότι έπειτα από μια διήμερη, απλή επίσκεψι του Ιησού, πολύ περισσότεροι Σαμαρείτες επίστευσαν και ωμολόγησαν: «Γνωρίζομεν ότι ούτος είναι αληθώς ο Σωτήρ του κόσμου.»—Ιωάννης 4:27, 42.
23. Δίδουν ευκαιρία για έκπληξι τα «άλλα πρόβατα» στην εποχή αυτή; και με ποια Γραφική εγγύησι;
23 Ο Ιωάννης, που είχε την ευχαρίστησι να αναγράψη αυτό το περιστατικό, εξεπλάγη εκ νέου πολλά χρόνια αργότερα, όταν, σε όρασι, αφού άκουσε μια λεπτομερή αρίθμησι των 144.000 εσφραγισμένων δούλων που αποτελούν τον πνευματικόν Ισραήλ, είδε κατόπιν ότι «όχλος πολύς, τον οποίον ουδείς ηδύνατο να αριθμήση, απέδιδε σωτηρία στον Θεόν και στο Αρνίον, και χρειάσθηκε να ομολογήση την άγνοιά του όσον αφορά την ταυτότητά των. Δεν υπαινισσόμεθα ότι οι Σαμαρείτες εκείνοι ήσαν από την ίδια ομάδα με τον «πολύν όχλον» του εβδόμου κεφαλαίου της Αποκαλύψεως, τα «άλλα πρόβατα» του Κυρίου. Η πιθανότης μάλλον είναι ότι αν οι Σαμαρείτες εκείνοι ενέμειναν στην πίστι των προς τον Ιησούν, θα ενώθηκαν με τους Εθνικούς εκείνους πιστούς που προσετέθησαν στον δέοντα καιρό στην εκκλησία, στο «μικρόν ποίμνιον». Αλλά το στοιχείο της εκπλήξεως είναι το ίδιο και υπαινίσσεται ότι και εμείς, επίσης, πρέπει να είμεθα έτοιμοι για όμοιες εκπλήξεις, ειδικά όσον αφορά εκείνους που απροσδόκητα έρχονται κατ’ ευθείαν στην εύνοια του Κυρίου σ’ αυτή τη μεταγενέστερη εποχή. Ποιος, ανάμεσα στους αναγνώστας μας που ήσαν παρόντες στην πόλι της Νέας Υόρκης, δεν θυμάται εκείνο το εξαιρετικά έντονο ξέσπασμα ευχάριστης εκπλήξεως που ήρχετο από το απέραντο, σχεδόν αόρατο, ακροατήριο που είχε γεμίσει το Στάδιο Γιάγκη κατά την θερμή εκείνη θερινή νύχτα του Αυγούστου 1950, όταν ο ομιλητής ανήγγειλε ότι μερικοί από τους πιθανούς «άρχοντας» της νέας γης ήσαν παρόντες;—Ψαλμός 45:16.
24. Για ποιους λόγους νομίζομε ότι αυτά τα «άλλα πρόβατα» χρειάζονται ώριμη πνευματική κατανόησι;
24 Αυτά τα «άλλα πρόβατα» σήμερα δεν τα βλέπει κανείς έξω από την αυλή του ναού, αλλ’ ακριβώς μέσα· διότι εκεί ο Ιωάννης είδε τον «πολύν όχλον», να στέκη «ενώπιον του θρόνου του Θεού» και ν’ αποδίδη «ιεράν υπηρεσίαν ημέραν και νύκτα εν τω ναώ αυτού.» (Αποκάλυψις 7:9-15, NW) Αυτοί δεν είναι οι «ζώντες λίθοι», με τους οποίους οικοδομείται αυτός ο «πνευματικός οίκος». (1 Πέτρου 2:5) Λόγω, όμως, της στενής των σχέσεως με τον Θεόν και το Αρνίον και της αποδοχής των απ’ αυτούς, καθώς και λόγω της καθαρής των λατρείας με το να έχουν ‘πλύνει τας στολάς αυτών’ και με το ν’ αποδίδουν ιερή υπηρεσία σ’ αυτόν τον πνευματικόν οίκον, ποιος θ’ αρνηθή ότι αυτοί είναι ανάμεσα στους «αληθινούς προσκυνητάς» που προσκυνούν «εν πνεύματι και αληθεία», και που έχουν πνευματικό φρόνημα «φρονούντες τα του πνεύματος»; Διότι βέβαια δεν «φρονούσι τα της σαρκός». Και ασφαλώς εκείνοι που υπηρετούν σε προνομιακές θέσεις ευθύνης ως «άρχοντες» χρειάζεται να έχουν ώριμη κατανόησι, η οποία μπορεί ν’ αποκτηθή μόνο με τη βοήθεια του αγίου πνεύματος.
25. Πώς το Εβραίους 11 ρίχνει φως σ’ αυτό το θέμα όσον αφορά τη διάθεσι και ελπίδα εκείνων που απεδείχθησαν πιστοί πριν από την εποχή του Χριστού;
25 Ο αποφασιστικός παράγων φαίνεται να είναι, Πού είναι προσηλωμένες οι διάνοιές των και οι καρδιές των και πού έχουν συγκεντρωθή οι ελπίδες των; Αποταμιεύουν για τον εαυτό τους θησαυρούς επί της γης, μετέχοντας στο πνεύμα αυτού του κόσμου, ή βρίσκονται στην ίδια ευτυχισμένη θέσι μ’ εκείνους που περιγράφονται εις Εβραίους κεφάλαιον 11; Η έκφρασις κι εδώ επίσης είναι εκπληκτική, όταν θυμηθούμε ότι αυτό το κεφάλαιο μιλεί για κείνους τους άνδρες και τις γυναίκες ισχυρής πίστεως και αφοσιώσεως που έζησαν και πέθαναν πριν από την εποχή του Χριστού. Αναφέρεται, «Επιθυμούσι καλητέραν [πατρίδα], τουτέστιν επουράνιον,» και ότι για τούτο ο Θεός «ητοίμασε δι’ αυτούς πόλιν»· και ότι το αποτέλεσμα της προμηθείας και υποσχέσεως αυτής ήταν να τους κάμη να είναι «ξένοι και παρεπίδημοι επί της γης» όπου κατοικούσαν. Με άλλα λόγια, αυτό τους έκαμε να στραφούν μακριά από τον κόσμο και από το «πνεύμα του κόσμου», και αντί τούτου να θέσουν το πρόσωπό τους σε μια ενατένισι προς τη θεοκρατική εκείνη βασιλεία και κυβέρνησι που είναι ουσιωδώς πνευματική, προς τη «Νέα Ιερουσαλήμ», η οποία καταβαίνει «εκ του ουρανού». Δεν είχαν καμμιά σκέψι ή ελπίδα να μεταβούν στον ουρανό, αλλ’ απέβλεπαν προς τα εμπρός στο να είναι μέρος της κοινωνίας εκείνης του νέου κόσμου που ανήκει στον ουρανό, και ήσαν διανοητικά πλήρως συντονισμένοι μαζί της, αν και ζούσαν τόσο μακρό διάστημα πριν από τον καιρό της. Σημειώστε επίσης την εκπληκτική εκείνη έκφρασι για το ότι ο Μωυσής είχε το ίδιο φρόνημα ή διανοητική διάθεσι με τον Χριστό «προκρίνας μάλλον να κακουχήται με τον λαόν του Θεού, παρά να έχη πρόσκαιρον απόλαυσιν αμαρτίας» μαζί με τους «εν Αιγύπτω θησαυρούς».—Εβραίους 11:13-16, 25, 26· Αποκάλυψις 21:2.
26. Πρέπει να συμπεράνωμε ότι όλος ο λαός του Θεού χρειάζεται να έχη πνευματικό φρόνημα, και με ποιες προσδοκίες όπως εκφράζεται στον Ψαλμό 23;
26 Συνεπώς, το βάρος της Γραφικής μαρτυρίας φαίνεται να είναι συντριπτικά υπέρ του συμπεράσματος ότι όλα τα πρόβατα του Κυρίου πρέπει να έχουν όμοιο φρόνημα, πνευματικό φρόνημα, προσκαλούμε δε και ενθαρρύνομε όλους εκείνους που αναγνωρίζουν ότι έχουν φερθή στη «μία ποίμνη» υπό τον «ένα ποιμένα» (μολονότι όχι όλοι από την ίδια «αυλή»), να ενωθούν για να τραφούν μαζί στις πλούσιες «χλοερές βοσκές». Αναψυχθήτε από τα ζωντανά «ύδατα αναπαύσεως» και οδηγηθήτε «εις τας τρίβους της δικαιοσύνης» προς μια ώριμη κατανόησι «ένεκεν του ονόματος αυτού», αναγνωρίζοντας ότι μπορούμε να αποδώσωμε ευπρόσδεκτη και αληθινή προσκύνησι μόνο αν είμεθα γεμάτοι από το πνεύμα του και την αλήθειά του.—Ιωάννης 10:16· Ψαλμός 23:2, 3.