Η Αληθινή Αγάπη Είναι Πρακτική
«Μη αγαπώμεν με λόγον, μηδέ με γλώσσαν, αλλά με έργον και αλήθειαν.»—1 Ιωάν. 3:18.
1. Γιατί η αγάπη είναι μια απόδειξις ότι υπάρχει ο Θεός, και πώς, επομένως, η Αγία Γραφή αποδεικνύεται ότι είναι το Βιβλίο του;
Η ΑΓΑΠΗ υπάρχει, επειδή υπάρχει ο Θεός. Αν δεν υπήρχε αγάπη, δεν θα υπήρχε Θεός. Η ύπαρξις της αγάπης είναι απόδειξις ότι ο Θεός υπάρχει. Η αγάπη θα μπορούσε να προέλθη μόνο από τον Θεό. Ο υλιστικός τρόπος με τον οποίον οι επιστήμονες της σημερινής εποχής προσπαθούν να εξηγήσουν όλη τη δημιουργία, είναι απολύτως χωρίς αγάπη και δεν μπορεί ποτέ να εξηγήση πώς έφθασε να υπάρχη αυτή η υποκινούσα ιδιότης που θερμαίνει την καρδιά. Εκείνο στο οποίο καταλήγουν οι θεωρίες των περί δημιουργίας είναι απλώς ένα ψυχρό σύμπαν, χωρίς αγάπη, χωρίς σκοπό. Η σκληρή, στεγνή, φυσική επιστήμη είναι ο θεός των, το είδωλο της λατρείας των, που δεν απευθύνεται καθόλου στην καρδιά. Όχι ολιγώτερο κενοί αγάπης είναι οι θεοί των ειδωλολατρών. Είναι θεοί πάθους, αλλά το πάθος των, ακόμη και για το αντίθετο φύλον, δεν είναι αληθινή αγάπη. Ένα χαρακτηριστικό αυτών των θεών που τους κάνει να είναι χωρίς αγάπη, είναι η δαιμονική, σαδιστική ευχαρίστησις που λέγεται ότι απολαμβάνουν βασανίζοντας με φρικτό τρόπο πλάσματα σε μια άλλη ζωή επειδή δεν ευαρεστούν τους θεούς αυτούς κατά την τωρινή ζωή στον πονηρό αυτόν κόσμο. Ποιος από τους θεούς αυτούς εκθέτει την αρχή της αγάπης όπως την εκθέτει ο μόνος ζων και αληθινός Θεός στον Λόγο του, την αγία Γραφή; Ανάμεσα σε όλες τις θρησκείες που ιδρύθησαν γύρω στους θεούς αυτούς, ποια δίνει παραδείγματα αγάπης σαν εκείνο του Ιεχωβά Θεού μέσω του Υιού του Ιησού Χριστού; Καμμία! Ναι, καμμία από τις θρησκείες αυτές και τα συγγράμματά της δεν έχει το πνεύμα της αληθινής Θεότητος να ενεργή μέσω αυτής όπως το έχει η Αγία Γραφή. Για τούτο η Βίβλος πρέπει να είναι το Βιβλίο του Θεού, επειδή διδάσκει τη θεία αγάπη και είναι εμποτισμένη απ’ αυτήν.
2. Γιατί ο πρώτος άνδρας και η γυναίκα είχαν αγάπη για τον Θεό, αλλά, τι εμπόδισε την αύξησι της αγάπης των για τον Θεό και του ενός για τον άλλον;
2 Πώς ο άνθρωπος έφθασε να έχη αυτή την ιδιότητα της αγάπης; Επειδή αυτή ήταν αρχικά το δώρον του Δημιουργού, το δώρον του Θεού. Ο Θεός επροίκισε τον άνθρωπο μ’ αυτήν όταν τον έπλασε. Χωρίς αυτήν ο αρχικός, τέλειος άνθρωπος δεν θα μπορούσε να είναι δημιουργημένος κατ’ εικόνα και ομοίωσιν Θεού. Η γυναίκα ήταν ο πρώτος και στενώτατος «πλησίον» του ανδρός, και ο άνδρας ήταν πλασμένος να την αγαπά. Ο πρώτος άνθρωπος έδειξε τη στοργή που είχε για τη γυναίκα του, εξεικονίζοντας τη στοργή που όλοι οι μέλλοντες σύζυγοι έπρεπε να έχουν για τις γυναίκες των, όταν είπε όσον αφορά την ωραία γυναίκα που του έδωκε ο Θεός: «Τούτο είναι τώρα οστούν εκ των οστέων μου, και σαρξ εκ της σαρκός μου· αύτη θέλει ονομασθή ανδρίς, διότι εκ του ανδρός αύτη ελήφθη. Δια τούτο θέλει αφήσει ο άνθρωπος τον πατέρα αυτού και την μητέρα αυτού, και θέλει προσκολληθή εις την γυναίκα αυτού· και θέλουσιν είσθαι οι δύο εις σάρκα μίαν.» (Γεν. 2:23, 24) Ο Αδάμ και η Εύα αρχικά είχαν αγάπη για τον Θεό· αυτή ήταν εμφυτευμένη μέσα τους. Αλλά εμπόδισαν την αύξησι της αγάπης των γι’ αυτόν και της αγάπης του ενός για τον άλλον αφήνοντας να τους καταλάβη ιδιοτελής επιθυμία για κάτι που ο Θεός είχε απαγορεύσει. Αντίθετα προς το θέλημά του και την εντολή του έφαγαν καρπό από το απαγορευμένο δένδρο της γνώσεως του καλού και του κακού. (Γεν. 2:16 έως 3:7) Αυτό ωδήγησε στον θάνατο της αγάπης των για τον Θεό. Τελικά όταν εξετελέσθη η ποινή της αμαρτίας των και επέστρεψαν στο χώμα, δεν μπορούσαν να εξασκήσουν ούτε ίχνος της ιδιότητος αυτής εκεί. (Εκκλησ. 9:5, 6, 10) Επί πλέον, η αμαρτία των εναντίον του Δημιουργού και ουρανίου Πατρός των παρήγαγε έναν άνθρωπον μίσους, έναν φονέα, τον πρώτο τους γυιο, τον Κάιν.—Γέν. 4:1-12.
3. Πώς η Γραφή μιλεί για αγάπη από το πρώτο έως το τελευταίο βιβλίο της;
3 Η αγάπη του Θεού στη γη δεν χάθηκε μαζί με τον Αδάμ και την Εύα. Εξεδηλώθη πάλι με τον δεύτερο γυιο τους Άβελ, που η αποδοχή της θυσίας του από τον Ιεχωβά Θεό διήγειρε τον αδελφό του Κάιν να τον φονεύση. (1 Ιωάν. 3:12, 13) Έπειτα από δύο χιλιάδες περίπου χρόνια, αγάπη περισσότερη για τον Θεό παρά για ένα μονογενή υιό ώθησε τον πιστό Αβραάμ να προσφέρη τον αγαπητό του Ισαάκ για θυσία στον Ιεχωβά Θεό. Η αναγραφή τούτου είναι στο πρώτο ακριβώς βιβλίο της Γραφής, στο εικοστό δεύτερο κεφάλαιο. Τα τελευταία βιβλία που εγράφησαν ως μέρος της Γραφής ήσαν η αφήγησις του αποστόλου Ιωάννου για τη ζωή του Χριστού καθώς και η πρώτη, δευτέρα και τρίτη επιστολή του Ιωάννου προς τους Χριστιανούς, τα τέσσερα δε αυτά βιβλία της Γραφής ειδικά μιλούν γι’ αυτή τη θεία ιδιότητα και για το πώς πρέπει να εκδηλώνεται. Έτσι η Γραφή, από το πρώτο έως το τελευταίο βιβλίο της, μας μιλεί για αγάπη στην πιο αγνή της μορφή.
4. Πώς περιγράφεται σύντομα η ευγενέστερη εκδήλωσις αγάπης, και γιατί αυτή η εκδήλωσις δεν ήταν βαρβαρότης;
4 Η ευγενέστερη εκδήλωσις της ιδιότητος αυτής περιγράφεται από τον Ιησούν στο κατά Ιωάννην 3:16, 17, με τα εξής λόγια: «Διότι τόσον ηγάπησεν ο Θεός τον κόσμον, ώστε έδωκε τον Υιόν αυτού τον μονογενή, δια να μη απολεσθή πας ο πιστεύων εις αυτόν, αλλά να έχη ζωήν αιώνιον. Επειδή δεν απέστειλεν ο Θεός τον Υιόν αυτού εις τον κόσμον, δια να κρίνη τον κόσμον, αλλά δια να σωθή ο κόσμος δι’ αυτού.» Το να αρνηθούμε το δώρον και τη θυσία του μονογενούς Υιού του Θεού σημαίνει ότι αρνούμεθα τον Θεό, ότι αρνούμεθα την πληρότητα της αγάπης του, ότι αρνούμεθα την ικανότητά του να φθάση σε τέτοιο βάθος αγάπης. Η δωρεά του Υιού του για θυσία δεν ήταν μια βαρβαρότης, αλλά ήταν μια εκδήλωσις που δεν θα μπορούσε να υπάρξη πιο μεγάλη και ανιδιοτελής στοργή απ’ αυτήν. Οι γονείς που παραδίδουν τα τέκνα των στον σαρκικό πόλεμο και τους κινδύνους να φονευθούν σ’ αυτόν, δεν θεωρούν τον εαυτό τους βάρβαρο για εγκατάλειψι των τέκνων των, αν αυτά φονευθούν στη μάχη. Καταπνίγοντας τη λύπη των, λέγουν με πατριωτική υπερηφάνεια ότι τα τέκνα των προσέφεραν την υπερτάτη θυσία για τη χώρα των. Τι θα πούμε, λοιπόν, για τον Θεό; Είδε την ανάγκη μιας ανθρωπίνης θυσίας χάριν των ανθρώπων που θα ήθελαν να ζήσουν για πάντα σ’ ένα νέο κόσμο, αλλά δεν εξηνάγκασε τον Υιό του για μια τέτοια θυσία. Ο Υιός του Θεού εκουσίως κατέθεσε τη ζωή του, και αυτό χωρίς να βάλη εναντίον κανενός, χωρίς να απειλήση κανενός τη ζωή και χωρίς να βλάψη κανένα, αλλά φροντίζοντας μόνο να κάμη καλό στο ανθρώπινο γένος. Οι εχθροί του, όχι ο Πατήρ του, ήσαν οι βάρβαροι. Παρά την αθωότητά του μοχθηρώς τον εφόνευσαν.
5. Πώς αυτή η εκδήλωσις αγάπης ήταν πάρα πολύ πρακτική, και τι σημαίνει το ν’ αρνηθή κανείς τη θυσία του Υιού του Θεού ωσάν να ήταν βαρβαρότης;
5 Μήπως ο Θεός εστράφη εναντίον όλου του ανθρωπίνου γένους επειδή αντιπροσωπευτικά μέλη του εξετέλεσαν αυτή τη βάρβαρη πράξι; Όχι. Απεδέχθη την εκούσια θυσία της ζωής του Υιού του, για να χρησιμοποιηθή προς όφελος εκείνων που θα εκτιμούσαν την αξία της και ό,τι αυτή εσήμαινε από την άποψι του Θεού και του Υιού του. Έτσι η υπέρτατη αγάπη του που εξεδηλώθη με το να δώση τον Υιό του δεν ήταν εις μάτην. Ήταν πάρα πολύ πρακτική. Η πιστή θυσία της ανθρωπίνης ζωής έφερε επίσης στον Υιό την ανταμοιβή αθανάτων προνομίων και τιμών στον ουρανό, και η θυσία του εχρησιμοποιήθη για την κατάθεσι του θεμελίου ενός καθαρού, δικαίου νέου κόσμου. Το ν’ αρνηθή κανείς τη θυσία του Υιού του Θεού ωσάν να ήταν βαρβαρότης σημαίνει άγνοια του Θεού, πραγματικά έλλειψι αγάπης για τον Θεό, επειδή ο Θεός είναι αγάπη. Αυτό σημαίνει ότι ο Θεός διαπεράται εντελώς από την αγάπη και την εκδηλώνει τελείως. «Όστις δεν αγαπά, δεν εγνώρισε τον Θεόν· διότι ο Θεός είναι αγάπη. Εν τούτω εφανερώθη η αγάπη του Θεού προς ημάς, ότι τον Υιόν αυτού τον μονογενή απέστειλεν ο Θεός εις τον κόσμον, δια να ζήσωμεν δι’ αυτού. Εν τούτω είναι η αγάπη, ουχί ότι ημείς ηγαπήσαμεν τον Θεόν, αλλ’ ότι αυτός ηγάπησεν ημάς, και απέστειλε τον Υιόν αυτού ιλασμόν περί των αμαρτιών ημών.»—1 Ιωάν. 4:8-10.
6. Γιατί είναι λογικό να μας προστάζη ο Θεός ν’ αγαπούμε αυτόν, και ο ένας τον άλλον, και ποιους πρέπει να περιλαμβάνωμε στην αγάπη μας;
6 Αφού ο Θεός έκαμε τέτοια θυσία για να εκδηλώση αυτή την ιδιότητα σ’ εμάς, είναι μόνο λογικό το ότι μας προστάζει να την εκδηλώνωμε σ’ αυτόν, και ο ένας στον άλλον. Ανάμεσα σε όλες τις θρησκείες του κόσμου τούτου, ποια υπάρχει που ο θεός της να μας προστάζη ν’ αγαπούμε όπως αγαπά αυτός; Στο τρίτο βιβλίο της Γραφής, στο Λευιτικό 19:18 (ΜΝΚ), διαβάζομε: «Δεν θέλεις εκδικείσθαι, ουδέ θέλεις μνησικακεί κατά των υιών του λαού σου· αλλά θέλεις αγαπά τον πλησίον σου ως σεαυτόν. Εγώ είμαι ο Ιεχωβά.» Όχι μόνο οι αδελφοί, αλλά και οι ξένοι πρέπει να τυγχάνουν αυτής της αβρής μεταχειρίσεως, επειδή η εντολή του Θεού προς τον λαό του ήταν: «Ποιών κρίσιν εις τον ορφανόν και εις την χήραν, και αγαπών τον ξένον, δίδων εις αυτόν τροφήν και ενδύματα. Αγαπάτε λοιπόν τον ξένον· διότι σεις ξένοι εστάθητε εν τη γη της Αιγύπτου.» (Δευτ. 10:18, 19) Ο Θεός θέλει ακόμη και στους εχθρούς να καταδειχθή ότι η απόδοσις κακού αντί κακού δεν είναι η πιο καλή μέθοδος, επειδή προστάζει: «Εάν πεινά ο εχθρός σου, δος εις αυτόν άρτον να φάγη· και εάν διψά, πότισον αυτόν ύδωρ· διότι θέλεις σωρεύσει άνθρακας πυρός επί την κεφαλήν αυτού, και ο Ιεχωβά θέλει σε ανταμείψει.» (Παροιμ. 25:21, 22, ΑΣ) Ακόμη και αν ο εχθρός που τυγχάνει τέτοιας μεταχειρίσεως δεν αισθανθή θερμή τύψι στην καρδιά του ώστε να γίνη φίλος σας, όμως ο Ιεχωβά θα σας ανταμείψη επειδή υπακούσατε στην εντολή του.
7. Γιατί έχομε μεγάλη ανάγκη αυτών των οδηγιών του Θεού;
7 Έχομε μεγάλη ανάγκη αυτών των θείων οδηγιών, διότι δεν αποτελούν μέρος των θρησκειών του κόσμου τούτου, μέσω δε κληρονομικότητος τείνομε να είμεθα ιδιοτελείς, άπληστοι, αδιάφοροι για τα δικαιώματα των άλλων, φθονεροί, ζηλότυποι, γεμάτοι μίσος, μη συγχωρητικοί, εκδικητικοί, και ο πρωτουργός του μίσους προσπαθεί να μας κάμη να έχωμε σε μεγαλύτερο βαθμό αυτές τις ιδιότητες. «Ο Θεός είναι αγάπη.» Σατανάς ο Διάβολος είναι μίσος. Προσπαθεί να μας κάμη ‘κατ’ εικόνα’ του ως τέκνα του, όπως ακριβώς έκαμε τον Κάιν. «Εν τούτω γνωρίζονται τα τέκνα του Θεού και τα τέκνα του διαβόλου. Πας όστις δεν πράττει δικαιοσύνην, δεν είναι εκ του Θεού, ουδέ όστις δεν αγαπά τον αδελφόν αυτού. Διότι αύτη είναι η παραγγελία την οποίαν ηκούσατε απ’ αρχής, να αγαπώμεν αλλήλους· ουχί καθώς ο Κάιν ήτο εκ του πονηρού, και έσφαξε τον αδελφόν αυτού. Και δια τι έσφαξεν αυτόν; διότι τα έργα αυτού ήσαν πονηρά, τα δε του αδελφού αυτού δίκαια.»—1 Ιωάν. 3:10-12.
8. Ποιον νόμο παραβιάζει η προσωποληψία σε μια εκκλησία, και γιατί;
8 Ο Κάιν, μολονότι ήταν αδελφός του Άβελ και επομένως στενός «πλησίον» του, έφθασε να τον μισήση. Σ’ αυτόν τον κόσμο δεν είναι ασυνήθιστο για ένα άτομο να μην έχη τα καλύτερα αισθήματα απέναντι του πλησίον του, ακόμη και αν αυτός είναι στην ίδια οικογένεια ή εκκλησία. Προσωποληψία για μερικούς «πλησίον» και αλαζονική περιφρόνησις για άλλους μπορεί να υπάρχη ή να αναφανή λόγω ιδιοτελείας. Αυτό είναι αντίθετο προς έναν από τους δύο μεγίστους νόμους. Ο μαθητής Ιάκωβος, συνιστώντας σε χαλαρούς Χριστιανούς να παύσουν να παραβιάζουν τον νόμον αυτόν μέσω προσωποληψίας, λέγει: «Εάν μεν εκτελήτε τον νόμον τον βασιλικόν, κατά την γραφήν, “Θέλεις αγαπά τον πλησίον σου ως σεαυτόν,” καλώς ποιείτε.» (Ιάκ. 2:1-8) Αυτό σημαίνει να αγαπάτε τους πτωχούς «πλησίον» καθώς και τους πλουσίους, χωρίς προσωποληψία από μέρους σας με την ελπίδα ν’ αποκτήσετε ιδιοτελές κέρδος ή με τη σκέψι ότι οι πλούσιοι είναι άξιοι καλυτέρας μεταχειρίσεως. Δεν αγαπούμε τον εαυτό μας ολιγώτερο από τους πλουσίους επειδή μπορεί να είμεθα πτωχοί. Ο νόμος ν’ αγαπούμε τον πλησίον μας σαν τον εαυτό μας είναι «βασιλικός». Τι είναι, λοιπόν, ο μέγιστος νόμος, ο νόμος ν’ αγαπούμε τον Θεόν με κάθε τι που είμεθα και έχομε; Σ’ αυτές τις εντολές που περιλαμβάνουν τα πάντα, κρέμαται ολόκληρη η Γραφή. (Ματθ. 22:35-40· Ρωμ. 13:8· Γαλ. 5:14) Το υπόλοιπο της Βίβλου δείχνει πώς πρέπει να θέτωμε σε ενέργεια την αγάπη προς τον Θεό και την αγάπη προς τον πλησίον. «Πάντα τα έργα υμών ας γίνωνται εν αγάπη.» (1 Κορ. 16:14) Το να δείχνωμε μεροληψία που κάνει δυσμενή διάκρισι εις βάρος του πτωχού δεν είναι υπακοή στον βασιλικό νόμο. Δεν οδηγεί στα καλύτερα αποτελέσματα, και επομένως δεν είναι πρακτικό.
9. Γιατί δεν μπορούμε, όταν έτσι παραβαίνωμε τον νόμο της προς τον πλησίον αγάπης, να αγαπούμε τον Θεό μ’ ένα πρακτικό τρόπο;
9 Ο Θεός θέλει να είναι η αγάπη μας προς αυτόν όχι κάτι το αισθηματικό και τυπικό, αλλά κάτι το πρακτικό που εκδηλώνεται προς τον λαόν του, προς τα τέκνα του, προς τους Χριστιανούς αδελφούς μας. «Εάν τις είπη, Ότι αγαπά τον Θεόν, και μισή τον αδελφόν αυτού, ψεύστης είναι· διότι όστις δεν αγαπά τον αδελφόν αυτού τον οποίον είδε, τον Θεόν, τον οποίον δεν είδε, πώς δύναται να αγαπά; Και ταύτην την εντολήν έχομεν απ’ αυτού, Όστις αγαπά τον Θεόν, να αγαπά και τον αδελφόν αυτού.» (1 Ιωάν. 4:20, 21) Η προσωποληψία εις βάρος πτωχών αδελφών δεν είναι σε αρμονία μ’ αυτή την εντολή. Δεν μπορούμε, λοιπόν, να εκτελούμε την μεγίστη από τις εντολές, ν’ αγαπούμε τον Θεό με κάθε τι που είμεθα και έχομε, και συγχρόνως να παραβαίνωμε την δεύτερη μεγίστη εντολή, την βασιλική εντολή της αγάπης προς τον πλησίον.
‘ΜΗ . . . ΜΕ ΛΟΓΟΝ, ΜΗΔΕ ΜΕ ΓΛΩΣΣΑΝ’
10. Γιατί πρέπει να προφυλαττώμεθα από εκείνους οι οποίοι υποκριτικά εκδηλώνουν αγάπη με λόγο και με τη γλώσσα;
10 Δεν πρέπει ν’ αγαπούμε «με λόγον, μηδέ με γλώσσαν»; Όχι· δηλαδή, δεν πρέπει ν’ αγαπούμε μ’ έναν υποκριτικό τρόπο, μ’ έναν τρόπο που διαψεύδει εκείνο που λέμε. Υπάρχει τόση υποκριτική αγάπη που εκφράζεται με λόγο και με τη γλώσσα. Εκείνοι που ωθούνται στο να κάμουν τέτοιες εκδηλώσεις έχουν συνήθως ένα μυστικό ιδιοτελή σκοπό και ζητούν κάποια ωφέλεια, έστω και αν αυτό σημαίνη διάρρηξι της ενότητος μιας εκκλησίας. Ο απόστολος Παύλος προειδοποιεί: «Δια λόγων καλών και κολακευτικών εξαπατώσι τας καρδίας των ακάκων.» (Ρωμ. 16:18) Αυτός είναι ο τρόπος με τον οποίον εκείνοι που εγκατέλειψαν τη θεοκρατική οργάνωσι πλησιάζουν συνήθως εκείνους που εμμένουν σταθερά σ’ αυτήν. Προδοτικοί είναι οι λόγοι των! Με τον Αχιτόφελ, ο οποίος εγκατέλειψε τον κεχρισμένον βασιλέα του Ιεχωβά για να ζητήση ιδιοτελές όφελος με τον στασιαστήν Αβεσσαλώμ ο Βασιλεύς Δαβίδ είχε μια πείρα τέτοιων λόγων. Όσον αφορά τον άπιστον αυτόν σύμβουλον ο Δαβίδ έγραψε: «Αλλά συ, άνθρωπε ομόψυχε, οδηγέ μου, και γνωστέ μου· οίτινες συνωμιλούμεν μετά γλυκύτητος, συνεπορευόμεθα εις τον οίκον του Θεού. Το στόμα αυτού είναι απαλώτερον βουτύρου, αλλ’ εν τη καρδία αυτού είναι πόλεμος· τα λόγια αυτού είναι μαλακώτερα ελαίου, πλην είναι ξίφη γυμνά.» (Ψαλμ. 55:13, 14, 21) Αν δεν βλέπωμε πίσω από το προσωπείον ενός ατόμου, ο ισχυρισμός του με τα λόγια του ότι μας αγαπά, μας αφοπλίζει από τον φόβο μας για το άτομο αυτό και είμεθα επιρρεπείς στο να μείνωμε απροφύλαχτοι από την υποκριτική, μειλίχια ομιλία. Για την πνευματική μας ασφάλεια χρειάζεται να εκγυμνασθούμε να βλέπωμε δια μέσου της υποκρισίας και να προφυλαττώμεθα από το να αποπλανηθούμε. (Μάρκ. 12:15-17· Λουκ. 20:20-25) Και όπως ακριβώς δεν θέλομε να αποπλανηθούμε εμείς οι ίδιοι, έτσι δεν θέλομε να αποπλανήσωμε άλλους με υποκριτικές εκφράσεις με λόγο ή με τη γλώσσα.
11. Πώς μπορούμε, όπως ο Παύλος, να συνιστούμε τους εαυτούς μας στους άλλους, και γιατί η αγάπη δεν μας κάνει να είμεθα κάτι όταν είναι υποκριτική;
11 Η αγάπη που πρέπει να καλλιεργήσωμε πρέπει να είναι «αγάπη εκ καθαράς καρδίας και συνειδήσεως αγαθής, και πίστεως ανυποκρίτου.» (1 Τιμ. 1:5) Η εντολή είναι: «Η αγάπη ας ήναι ανυπόκριτος.» Δεν πρέπει να φθείρωμε την αγνότητα της αδελφικής μας στοργής: «Καθαρίσαντες λοιπόν τας ψυχάς σας με την υπακοήν της αληθείας δια του Πνεύματος, προς φιλαδελφίαν ανυπόκριτον, αγαπήσατε ενθέρμως αλλήλους εκ καθαράς καρδίας.» (Ρωμ. 12:9· 1 Πέτρ. 1:22) Με αγνότητα και ειλικρίνεια από αυτή την άποψι, μπορούμε να συστήσωμε τους εαυτούς μας στους άλλους, ώστε να μην έχουν φόβο κακών ελατηρίων από μέρους μας. Ο Παύλος το έκαμε αυτό. Έγραψε: «Αλλ’ εν παντί συνιστώντες εαυτούς ως υπηρέται Θεού, . . . εν χρηστότητι, εν Πνεύματι Αγίω, εν αγάπη ανυποκρίτω· εν λόγω αληθείας.» (2 Κορ. 6:4, 6, 7) Η υποκριτική αγάπη κάνει τον κάτοχο της, όχι κάτι, αλλά μηδέν. Δεν είναι η μεγίστη ιδιότης όταν κατατάσσεται με την πίστι και την ελπίδα. Είναι το χειρότερο πράγμα, επειδή είναι μια παραποίησις του μεγίστου πράγματος. Εντελώς κατάλληλα οι υποκριταί εισέρχονται στην κρίσι της Γεέννης. Η τάξις του «κακού δούλου» η οποία κακομεταχειρίζεται τους αδελφούς της ρίπτεται από τον Κύριο έξω, για να έχη το μέρος της με τους υποκριτάς.—Ματθ. 24:48-51· 23:3, 29, 33· 1 Κορ. 13:2, 13.
12, 13. Ενώ αποφεύγομε την υποκρισία, τι όμως πρέπει να προσπαθούμε να μην κάμωμε με λόγο και με τη γλώσσα, και πώς, επομένως, θα μπορούσαν οι παρατηρήσεις μας να είναι πρακτικές;
12 Αλλά ενώ αποφεύγομε την υποκρισία με λόγο και με τη γλώσσα, πρέπει να προσπαθούμε να αποφεύγωμε, χωρίς να υπάρχη ανάγκη, να πληγώνωμε και προσβάλλωμε άλλους με λόγο και με τη γλώσσα με την ίδια την ειλικρίνειά μας. Παραδείγματος χάριν, μια εκκλησία προσκαλεί έναν ομιλητή από άλλη εκκλησία για να δώση μια δημοσία ομιλία. Όταν ο ομιλητής φθάνη για να εκπληρώση την αποστολή του, ο υπηρέτης ή εισηγητής της εκκλησίας μαθαίνει ότι έχει την ομιλία του γραμμένη και ότι θα την αναγνώση. Εξαιτίας τούτου ο υπηρέτης ή εισηγητής θα μπορούσε να πη: «Μια γραμμένη ομιλία! Α, το κοινόν εδώ δεν θέλει ν’ ακούση μια ομιλία που διαβάζεται. Θέλουν ν’ ακούσουν μια ρέουσα ελεύθερη ομιλία.» Ή, θα μπορούσε να πη: «Πιστεύω ότι εδαπανήσατε πολύν καιρό για να συντάξετε την ομιλία αυτή και ότι θα είναι καλή. Αναμένομε ότι θα την αναγνώσετε με τον καλύτερο τρόπο και θα δώσετε ζωή στο χειρόγραφο σας με την έξοχη απόδοσι του περιεχομένου του.»
13 Υπό τις περιστάσεις αυτές η πρώτη παρατήρησις θα έτεινε να αποθαρρύνη τον δημόσιο ομιλητή προτού καν αρχίση να διαβάζη την ομιλία του, αφαιρώντας τη φωτιά και τον ενθουσιασμό που αισθάνθηκε με τη σκέψι ακριβώς ότι θα εδιάβαζε την επιμελώς προετοιμασμένη ομιλία του. Έτσι αυτό θα κατέληγε στο να την διαβάση μ’ ένα δειλό, απολογητικό, κατώτερο, μη εμπνευσμένο τρόπο. Η δεύτερη παρατήρησις θα έδειχνε ότι η προετοιμασία που είχε κάμει ο αδελφός συντάσσοντας την ομιλία και προπαρασκευάζοντας τον εαυτό του να την εκφωνήση, εξετιμήθη και αυτό θα τον ενεθάρρυνε για την πιο καλή του παρουσίασι σε τρόπο που το ακροατήριο δύσκολα θα ενόμιζε ότι πρόκειται για μια ανάγνωσι και θα ελάμβανε το πλήρες όφελος απ’ αυτήν και θα την απελάμβανε εξόχως. Αφού θα ετελείωνε η ανάγνωσις, ο υπηρέτης ή εισηγητής θα μπορούσε να εκφράση την δική του γνησία εκτίμησι και να κάμη την εξής εισήγησι: «Αδελφέ, θα επιθυμούσαμε επίσης να σας ακούσωμε να δίδετε κάποια φορά μια όχι από χειρογράφου ελεύθερη ομιλία. Χρειάζεται λίγο περισσότερο θάρρος για να το κάμετε αυτό, αλλά με το να πληρωθήτε μέχρις υπερχειλίσεως από την ύλη σας και να την κατέχετε καλά, γνωρίζομε ότι μπορείτε να το κάμετε. Θα χαρούμε να δοκιμάσετε τη μέθοδο αυτή εδώ σ’ εμάς.» Ο δεύτερος τύπος παρατηρήσεως είναι, επομένως, ο πρακτικός, ο διακριτικός.
14. Ενώπιον άλλων, πώς θα μπορούσαν να λεχθούν ασύνετα λόγια και πώς ενθαρρυντικά λόγια όσον αφορά μια πενιχρή ανταπόκρισι εθελοντών για υπηρεσία;
14 Σε μια άλλη περίπτωσι, ένας από τους υπηρέτας μιας εκκλησίας μπορεί να μιλή σε μια συνάθροισι υπηρεσίας, την Πέμπτη ή την Παρασκευή βράδυ. Κάνει διευθετήσεις υπηρεσίας του αγρού για την ερχόμενη εβδομάδα. Προτείνει έναν ωρισμένο τύπο υπηρεσίας του αγρού για ένα ωρισμένο ελεύθερο βράδυ. «Τώρα, πόσοι από την εκκλησία θα λάβουν μέρος σ’ αυτή τη δράσι το βράδυ εκείνο; Ας σηκώσουν, παρακαλώ, το χέρι.» Υψώνονται τέσσερα χέρια μέσα σ’ ένα ακροατήριο από πενήντα και πλέον. Νομίζοντας ότι θα κάμη την πλειονότητα να αισθανθή ντροπή και να παρακινηθή για μια ευρύτερη συμμετοχή στη δράσι, ο υπηρέτης μπορεί να πη: «Ώστε μόνο τέσσερες υποστηρίζουν την οργάνωσι;» Μια τέτοια παρατήρησις θα ήταν ασύνετη. Θα προκαλούσε δυσαρέσκεια επειδή ακριβώς θα έλειπε απ’ αυτήν η ορθή κρίσις. Η υποστήριξις της οργανώσεως στη δράσι της δεν μετράται με τη συμμετοχή σε μια ειδική δράσι που φέρεται ξαφνικά ενώπιον της εκκλησίας κάποιο βράδυ. Τι θα κάνουν οι άλλοι, εκτός από τους τέσσερες που εσήκωσαν το χέρι, στο υπόλοιπο της εβδομάδος προς την κατεύθυνσι της τακτικής δράσεως του αγρού; Αυτό πρέπει να λαμβάνεται υπ’ όψιν. Η σοφώτερη, επομένως, παρατήρησις θα ήταν η εξής: «Λοιπόν, είμαστε χαρούμενοι που τέσσερες μπορούν να προσφερθούν αμέσως. Αν υπάρχουν άλλοι που θα διαπιστώσουν αργότερα ότι μπορούν να ενωθούν με τους τέσσερες σ’ αυτή τη δράσι το ειδικό εκείνο βράδυ, θα χαρώ πολύ να το ακούσω. Και ας εξακολουθήσουν με πιστότητα οι υπόλοιποι από μας την τακτική τους δράσι αυτή την ερχόμενη εβδομάδα.» Με μια τέτοια παρατήρησι θα απεφεύγετο το να προσκόψωμε σε λόγο και κανείς ακροατής δεν θα εθίγετο και δεν θα επληγώνετο, αλλά θα ενεθαρρύνοντο όλοι.
15, 16. Πώς πρέπει να γίνεται παρατήρησις σ’ εκείνους που είναι πρεσβύτεροι στην αλήθεια ή στην ηλικία, και πώς ο Παύλος μετεχειρίσθη τον Πέτρο για ασυνεπή διαγωγή;
15 Υπάρχουν κατάλληλοι τρόποι να κάμη κανείς ανθρώπους να αισθανθούν ντροπή, αποβλέποντας στο να λάβουν την ορθή πορεία. (2 Θεσ. 3:14, 15· Τίτον 2:8· 1 Πέτρ. 3:16) Αλλά ποτέ να μην είσθε καυστικοί. Να λαμβάνετε επίσης υπ’ όψι τα χρόνια που έχει το άτομο στην αλήθεια ή και την ηλικία του. «Πρεσβύτερον μη επιπλήξης, αλλά πρότρεπε ως πατέρα· τους νεωτέρους, ως αδελφούς· τας πρεσβυτέρας, ως μητέρας· τας νεωτέρας, ως αδελφάς, μετά πάσης καθαρότητος.» (1 Τιμ. 5:1, 2) Μπορεί να νομίζετε ότι ένας αδελφός, που είναι πρεσβύτερος στα χρόνια ή στην αλήθεια, δείχνει χαλαρότητα ή δεν συμμορφώνεται με τους κανόνας. Μην τον ψέγετε συγκρίνοντάς τον κατά πρόσωπον μ’ ένα απεχθές πράγμα ή μια απεχθή θρησκευτική τάξι νομίζοντας ότι έτσι τον διορθώνετε ή του υπενθυμίζετε τις ελλείψεις του. Με τέτοιες παρατηρήσεις μπορεί να κάμετε αδικία και πιθανόν να πληγώσετε βαθιά και να προσβάλετε οδυνηρά. Η νεανική σπουδή δεν σημαίνει πάντοτε ότι πολλά επιτελούνται, ούτε το βραδύ βήμα ενός ηλικιωμένου σημαίνει ότι ολίγα επιτελούνται όταν υπάρχη ένα υπομονητικό, σταθερό, μολονότι επίμοχθο βάδισμα προς τα εμπρός με τακτικότητα. Μην είσθε, λοιπόν, αυστηροί στην κριτική ή στη συμπαραβολή. Αν φρονήτε ότι πρέπει να γίνη κάποια παρατήρησις, δοκιμάστε να το κάμετε αυτό με λεπτότητα. Παρατηρήστε με πόση διακριτικότητα ο Παύλος μετεχειρίσθη τον Πέτρο (πρεσβύτερον στην αλήθεια) για τη διαγωγή του που δεν συμφωνούσε με τη διαφωτισμένη πίστι του, αλλά επλησίαζε στην υποκρισία λόγω φόβου των περιτετμημένων Ιουδαίων.
16 Ο Παύλος, εκθέτοντας πώς εχρησιμοποίησε διακριτικότητα, λέγει: «Και μετ’ αυτού συνυπεκρίθησαν και οι λοιποί Ιουδαίοι· ώστε και ο Βαρνάβας συμπαρεσύρθη εις την υπόκρισιν αυτών. Αλλ’ ότε εγώ είδον, ότι δεν ορθοποδούσι προς την αλήθειαν του ευαγγελίου, είπον προς τον Πέτρον έμπροσθεν πάντων, Εάν συ Ιουδαίος ων, ζης εθνικώς, και ουχί Ιουδαϊκώς, δια τι αναγκάζεις τους εθνικούς να Ιουδαΐζωσιν;» (Γαλ. 2:11-14) Ο Πέτρος εννόησε το ζήτημα, αλλά δεν επληγώθηκε.
17. Πώς μπορούμε να αποφεύγωμε στενοχώριες για την ψυχή μας από την πορεία μας σε λόγο και με τη γλώσσα;
17 Η παροιμία σοφά λέγει: «Όστις φυλάττει το στόμα αυτού και την γλώσσαν αυτού, φυλάττει την ψυχήν αυτού από στενοχωριών.» (Παροιμ. 21:23) Αυτό περιλαμβάνει το να φυλάττη κανείς το στόμα και τη γλώσσα από το να σπερμολογή εις βάρος άλλων, ιδιαίτερα να κακολογή και να κάνη δυσμενή κριτική για ιδιωτικές, προσωπικές υποθέσεις, συχνά κρίνοντας τους άλλους με τους δικούς του κανόνας μετρήσεως και όχι με την καλύτερη ερμηνεία του Λόγου του Θεού. Μερικοί, επειδή η μάχη του Αρμαγεδδώνος είναι τόσο πλησίον, μπορεί να υψώνουν τα φρύδια των και τα χέρια των σ’ ένα διωγκωμένο κύμα φρίκης επειδή άλλοι αδελφοί και αδελφές νυμφεύονται σ’ αυτές τις ημέρες ή μερικές νυμφευμένες αδελφές γίνονται έγκυοι. Αλλά βασίζεται μήπως η φρίκη αυτή, που εκδηλώνεται φανερά, που εκφράζεται φανερά, στην ορθή άποψι και κατανόησι των Γραφών όσον αφορά τις έσχατες αυτές ημέρες με τον Αρμαγεδδώνα επικείμενον; Όχι. Γενικά ο σπερμολόγος, ο κακολόγος, ο βιαστικός κριτικός βλέπει εκείνο που είπε να επιστρέφη πάλι σ’ αυτόν, και τότε υπάρχει στενοχώρια γι’ αυτόν, στενοχώρια εξηγήσεως, στενοχώρια απολογίας, στενοχώρια και λύπη με το να βλέπη τη βλάβη που έχει κάμει σ’ εκείνους που προσεβλήθησαν από την άποψι της αληθείας του Θεού και της οργανώσεως. Υπάρχει ένας πρακτικός τρόπος αποφυγής τέτοιων στενοχωριών: φύλαττε το στόμα σου και τη γλώσσα σου και την πέννα σου.
18. Πότε μπορεί να δείχνη ελλειψι αγάπης η παράλειψις να χρησιμοποιήσωμε τη γλώσσα;
18 Ασφαλώς, λοιπόν, πρέπει ν’ αγαπούμε με λόγο και με τη γλώσσα. Τώρα, σ’ αυτόν τον καιρό της κρίσεως των εθνών, είναι η εποχή όλων των εποχών που πρέπει να χρησιμοποιούμε το λόγο και τη γλώσσα μ’ έναν ορθό τρόπο και που θα ήταν απείθεια το να κατακρατούμε κατάλληλα λόγια. Δεν είναι μήπως τώρα ο καιρός που ο Θεός μας διατάσσει να κηρύξωμε τα αγαθά νέα της Βασιλείας σε όλη την οικουμένη για μαρτυρία σε όλα τα έθνη; Ο Ιησούς Χριστός λέγει Ναι. (Ματθ. 24:14) Δεν είναι μήπως τώρα η εποχή για να δώσωμε πιστή συμβουλή σ’ εκείνους που βρίσκονται σε κίνδυνο να καταστραφούν σ’ αυτή την ημέρα της κρίσεως και στον Αρμαγεδδώνα; Μάλιστα. Πόσο καλό θ’ αποτυγχάναμε να πράξωμε κατακρατώντας ένα λόγο εν καιρώ και πρεπόντως ειπωμένον, όταν οι γλώσσες μας έχουν τη δύναμι και την ευκαιρία να τον προφέρουν! «Λόγος εν καιρώ, πόσον καλός είναι!» «Λόγος λαληθείς πρεπόντως είναι μήλα χρυσά εις ποικίλματα αργυρά.» (Παροιμ. 15:23· 25:11) Αν πρέπει να δώσωμε μια επίπληξι ‘εν καιρώ’, τότε, για να είναι πρεπόντως ειπωμένη, πρέπει να δοθή με αγάπη. Παράλειψις να επιπλήξωμε εν καιρώ μπορεί να δείχνη έλλειψι αγάπης στη χρήσι του λόγου και της γλώσσης. (Παροιμ. 6:23) «Ο φειδόμενος της ράβδου αυτού, μισεί τον υιόν αυτού· αλλ’ ο αγαπών αυτόν, παιδεύει αυτόν εν καιρώ.» «Διότι όντινα αγαπά ο Ιεχωβά, παιδεύει.»—Παροιμ. 13:24· Εβρ. 12:6, ΜΝΚ· Παροιμ. 3:12· 27:5.
19. Πρέπει, λοιπόν, να αγαπούμε με λόγο και με τη γλώσσα; Αν ναι, πώς:
19 Τα μέλη μιας εκκλησίας πρέπει να μιλούν τον Λόγον του Θεού το ένα προς το άλλο, για να οικοδομούνται πνευματικώς, για να παρηγορούνται και να παρακινούνται να προχωρούν στην ορθή πορεία. Η παρακάτω συμβουλή μάς διδάσκει πώς να χρησιμοποιούμε το λόγο και τη γλώσσα ορθά: «Σεις, όμως, αγαπητοί, εποικοδομούντες εαυτούς επί την αγιωτάτην πίστιν σας, προσευχόμενοι εν Πνεύματι Αγίω, φυλάξατε εαυτούς εις την αγάπην του Θεού.» Επίσης, «Παρηγορείτε αλλήλους με τους λόγους τούτους.» (Ιούδ. 20, 21· 1 Θεσ. 4:18) Ομιληταί διωρισμένοι προς τούτο πρέπει να κηρύττουν τον Λόγον στις εκκλησίες, και όλα τα μέλη των εκκλησιών πρέπει να κηρύττουν τον Λόγον σε όλους τους κατοίκους της χώρας. Όχι μόνο πρέπει να εκδηλώνεται αγάπη με το να μιλούμε σε όλους, αλλά αγάπη πρέπει να εκδηλώνεται και με τη φροντίδα που λαμβάνομε για τα λόγια μας και για τους τρόπους της εκφράσεως και τα παραδείγματα που χρησιμοποιούμε. «Ο λόγος σας ας ήναι πάντοτε με χάριν, ηρτυμένος με άλας, δια να εξεύρητε πώς πρέπει να αποκρίνησθε προς ένα έκαστον.» (Κολ. 4:6) Η γλώσσα πρέπει να χρησιμοποιήται, όχι σαν φωτιά που φλογίζεται από τη Γέεννα για να προξενήση στους ακροατάς μας αιώνια καταστροφή στη συμβολική εκείνη λίμνη του πυρός και του θείου, αλλ’ ως η «γλώσσα του σοφού», που μεταδίδει υγεία διανοητική και πνευματική στους ακροατάς. (Παροιμ. 12:18· Ιάκ. 3:5-8) Οι γλώσσες μας ας είναι το μέσον μεταδόσεως των λόγων της ζωής· η τυπωμένη σελίδα, οι τυπωμένες ομιλίες που δίδομε στους άλλους, ας είναι λόγια ζωής εκφρασμένα με Γραφική γλώσσα και που συντελούν σε σωτηρία. Δεν υπάρχει αμφισβήτησις ως προς τούτο: πρέπει ν’ αγαπούμε με λόγο και με τη γλώσσα, και πρέπει να το κάνωμε αυτό προς τον Θεό καθώς και προς τον πλησίον μας.
«ΜΕ ΕΡΓΟΝ ΚΑΙ ΑΛΗΘΕΙΑΝ»
20. Τι εννοεί; λοιπόν, ο απόστολος στο 1 Ιωάν. 3:18;
20 Εκείνο που εννοεί ο απόστολος Ιωάννης όταν λέγη, «Μη αγαπώμεν με λόγον, μηδέ με γλώσσαν, αλλά με έργον και αλήθειαν,» είναι ότι δεν πρέπει ν’ αγαπούμε με λόγο και με τη γλώσσα μόνο, ιδιαίτερα όταν είναι καιρός για έργα, για δράσι, για να πραγματοποιήσωμε εκείνο που λέμε με λόγο και με τη γλώσσα. (1 Ιωάν. 3:18) Αυτό είναι το συμπέρασμα που συνάγομε από το εδάφιο (17) που προηγείται αμέσως από τα παραπάνω και που λέγει: «Όστις όμως έχη τον βίον του κόσμου, και θεωρή τον αδελφόν αυτού ότι έχει χρείαν, και κλείση τα σπλάγχνα αυτού απ’ αυτού, πώς η αγάπη του Θεού μένει εν αυτώ;» (1 Ιωάν. 3:17) Ό,τι κι αν πη αυτός με λόγο ή με τη γλώσσα δεν θ’ αποκρυβή το γεγονός ότι υστέρησε στην αγάπη του Θεού καθώς και στην αγάπη ενός από τους στενωτέρους πλησίον του, του Χριστιανού αδελφού του.
21. Πώς η αγάπη έτσι αντιστοιχεί με την πίστι;
21 Αυτό μας υπενθυμίζει την εξήγησι του Ιακώβου για το τι είναι ζώσα πίστις: «Τι το όφελος, αδελφοί μου, εάν λέγη τις ότι έχει πίστιν, και έργα δεν έχη; μήπως η πίστις δύναται να σώση αυτόν; Εάν δε αδελφός ή αδελφή γυμνοί υπάρχωσι, και στερώνται της καθημερινής τροφής, και είπη τις εξ υμών προς αυτούς, Υπάγετε εν ειρήνη, θερμαίνεσθε και χορτάζεσθε, και δεν δώσητε εις αυτούς τα αναγκαία του σώματος, τι το όφελος; Ούτω και η πίστις, εάν δεν έχη έργα, νεκρά είναι καθ’ εαυτήν.» (Ιάκ. 2:14-17) Η εξήγησις αυτή εφαρμόζεται εξίσου καλά στην αγάπη. Η ζώσα αγάπη πρέπει να έχη έργα. Για να είναι αληθινή, πρέπει να αποδεικνύεται όχι μόνο με λόγια της γλώσσης, όταν μάλιστα αυτά είναι φθηνά και δεν μας στοιχίζουν περισσότερο από μια κίνησι στο στόμα, αλλά με έργα, με ανιδιοτελείς πράξεις, με το να δίδωμε με δαπάνη του εαυτού μας και χωρίς να υπολογίζωμε για κάποια επιστροφή.
22. Τι θα μας παρακινήση η αγάπη να κάμωμε σ’ εκείνους που μας υπηρετούν, και σε τι η αγάπη θα προσπαθήση να προλαμβάνη τους άλλους;
22 Είναι απλό να παραθέτωμε Γραφικά εδάφια για την αγάπη και να μιλούμε γι’ αυτήν ενώπιον ενός ακροατηρίου, αλλά το να την εξασκούμε όταν στοιχίζη κάτι στη σάρκα και στα υπάρχοντά της είναι ένα άλλο πράγμα. Είναι μια ασφαλέστερη δοκιμασία της αληθινότητος της αγάπης που εκφράζομε με λόγια. Ενίοτε μπορεί να απαιτήται να καταβάλωμε λίγη δύναμι για να κάμωμε κάτι για τους άλλους μάλλον παρά να τους αφήσωμε να περιμένουν όλον τον καιρό. Αυτό δεν θα επιτρέψη να είμεθα υπεροπτικοί, επηρμένοι και, λόγω της θέσεώς μας ή της μορφώσεώς μας ή των υλικών μας υπαρχόντων, να αναμένωμε ότι οι άλλοι θα μας περιμένουν, χωρίς να προσφέρωμε ούτε την ελαχίστη ανταποδοτική βοήθεια. Όταν χρειάζεται να κάμωμε κάτι για τους άλλους, πρέπει να προσπαθούμε να είμεθα πρώτοι στο ν’ αποδώσουμε υπηρεσία. «Γίνεσθε προς αλλήλους φιλόστοργοι δια της φιλαδελφίας, προλαμβάνοντες να τιμάτε αλλήλους.» (Ρωμ. 12:10) Ο Ιησούς το έπραξε αυτό. Δεν ήταν αργός λόγος όταν είπε: «Όστις θέλη να γείνη μέγας εν υμίν, ας ήναι υπηρέτης υμών· και όστις θέλη να ήναι πρώτος εν υμίν, ας ήναι δούλος υμών· καθώς ο Υιός του ανθρώπου δεν ήλθε δια να υπηρετηθή, αλλά δια να υπηρετήση, και να δώση την ζωήν αυτού λύτρον αντί πολλών.» (Ματθ. 20:26-28) Το να προλαμβάνωμε να τιμούμε ο ένας τον άλλον ως δούλοι του Θεού θα μας φυλάξη από το να γίνωμε ένα νεκρό βάρος έτσι ώστε οι άνθρωποι να κουράζωνται να μας έχουν ως ξενιζομένους επί μια χρονική περίοδο. Πρέπει να προσπαθούμε να ανακουφίζωμε τους ανθρώπους από τα βάρη των, ώστε να τους ελευθερώνωμε και να τους παραχωρούμε περισσότερον καιρό για πνευματικά ζητήματα, των οποίων αυτοί, όπως κι εμείς, έχουν ανάγκη.
23, 24. Πώς μπορούμε να εκδηλώσωμε αγάπη για ολόκληρη την αδελφότητα, και γιατί η εκζήτησις μονώσεως οδηγεί σε καταστροφή;
23 Μερικές φορές αδελφοί μπορεί να είναι βάρος σ’ εσάς, όχι από οικονομική άποψι ή φυσική άποψι, αλλά με τη διαγωγή των, την αδυναμία των και την έλλειψι Χριστιανικής ωριμότητος. Αλλά η αγάπη πρέπει να είναι ίση προς αυτούς. «Την αδελφότητα [ολόκληρον, ΜΝΚ] αγαπάτε.» (1 Πέτρ. 2:17) Αυτό σημαίνει όχι απλώς να προσευχώμεθα για όλους τους αδελφούς σ’ ολόκληρη τη γη και να προσπαθούμε να τους βοηθήσωμε όταν διέρχωνται θλίψεις. Σημαίνει να υποφέρωμε τους αδελφούς στην ίδια μας την εκκλησία παρά τα σφάλματά των και τις ελλείψεις των, και να μην κουραζώμεθα απ’ αυτά ώστε να χάνωμε την υπομονή μας. Η στενή τακτική επικοινωνία δεν πρέπει να καλλιεργήση περιφρόνησι επειδή φθάνομε να γνωρίσωμε τους συντρόφους μας σαν ένα βιβλίο που διαβάσθηκε και ξαναδιαβάσθηκε. Σε μια εξερεύνησι του Ανταρκτικού (Νοτίου Πόλου) που έγινε στο 1939, ο αρχηγός της αποστολής εξέφρασε την επιθυμία να σταθμεύση μόνος σε μια προχωρημένη προφυλακή για να κάμη επιστημονικές παρατηρήσεις στη διάρκεια της μακράς χειμερινής νυκτός. Γιατί; Διότι, είπε ο αρχηγός αυτός, δύο άνθρωποι μπορεί να είναι οι πιο καλοί φίλοι, βάλτε τους όμως σ’ ένα στενό διαμέρισμα, αναγκάστε τους να καθήσουν ο ένας απέναντι του άλλου και να βλέπουν ο ένας την όψι του άλλου επί πολύν καιρό, και τελικά θα κουρασθούν ο ένας από τον άλλον, θα αηδιάσουν, θα αισθανθούν ως βάρος ο ένας τον άλλον και στο τέλος δεν θα μπορούν να υποφέρουν την όψι και την παρουσία ο ένας του άλλου. Γι’ αυτό, αφήστε με να καταλάβω τον σταθμό παρατηρήσεων μόνος!
24 Αυτό απεδείχθη σχεδόν η καταστροφή του. Κατεβλήθη σχεδόν από τους καπνούς της λάμπας του, και, επειδή δεν ελαμβάνοντο ραδιομηνύματα απ’ αυτόν, απεστάλη μια ομάδα διασώσεως από τη βάσι των επιχειρήσεων και βρήκε τη χιονοσκέπαστη καλύβα του, έσκαψε μέσ’ από το χιόνι και τον έβγαλε ζωντανόν ακριβώς τη στιγμή που ήταν ανάγκη. Δεν είναι ολιγώτερο επικίνδυνο για τους Χριστιανούς να αποχωρίζωνται εκουσίως, να απομονώνωνται, κουρασμένοι, ενωχλημένοι από τη συναναστροφή των αδελφών, και προτιμώντας τη μόνωσι ή τη συντροφιά των ζώων ή, ακόμη χειρότερα, τη συντροφιά του κόσμου τούτου. Μια τέτοια απομόνωσις μπορεί πράγματι να οδηγήση σε παραφροσύνη, παραφροσύνη από μια πνευματική άποψι, επειδή μας αποκόπτει από τη θεοκρατική οργάνωσι, μέσω της οποίας έρχεται η τροφή, η κατεύθυνσις και η προστασία του Ιεχωβά, και έτσι μας οδηγεί στην καταστροφή.
25. Γιατί δεν πρέπει η στενή μας συναναστροφή να καλλιεργή περιφρόνησι, και γιατί αν υπάρχη αγάπη δεν θα μπορούμε να μένωμε χωριστά;
25 Στον κόσμο μπορεί να είναι αληθινό ότι η στενή συναναστροφή και οικειότης καλλιεργούν περιφρόνησι. Αλλά ο κόσμος δεν έχει το πνεύμα του Ιεχωβά. Εμείς που ανήκομε στην κοινωνία του Νέου Κόσμου το έχομε. Ο καρπός του είναι αγάπη από μια αληθινή άποψι. Αν πραγματικά αγαπούμε ολόκληρη την αδελφότητα θα βρούμε τον εαυτό μας ανίκανον ν’ απομονωθή απ’ αυτήν. Η αγάπη πάντοτε ζητεί το αντικείμενον της στοργής της· δεν μπορεί να μείνη μόνη. Αν ένας νέος έχη μεγάλη αγάπη για μια νεάνιδα, τότε μάταια προσπαθείτε να τον κρατήσετε μακριά της. Με τον ένα ή με τον άλλο τρόπο θα πάη σ’ αυτήν και θα της εκδηλώση τη στοργή του. Αυτό, λέγει ο σοφός, ήταν ένα από τα τέσσερα πράγματα τα πολύ θαυμαστά για να τα εννοήση: «η οδός ενός ανθρώπου με μίαν νεάνιδα.» (Παροιμ. 30:19, ΑΣ) Έτσι πρέπει να είμεθα απέναντι των αδελφών μας. Από δική μας προτίμησι δεν μπορούμε να κρατηθούμε μακριά τους, και όχι απλώς επειδή ο Θεός διατάσσει, να μην εγκαταλείπωμε το να ‘συνερχώμεθα ομού’. Πρέπει ν’ αναμιγνυώμεθα μαζί τους, και πρέπει να το κάνωμε αυτό με θετικές ιδέες, για να κάνωμε το καλό στους άλλους, να είμεθα επωφελείς, και όχι απλώς να ευεργετούμεθα προσωπικώς και να βρισκώμαστε μόνο στην πλευρά που λαμβάνει. Οι ιεραπόστολοι που ζουν στον ίδιον ιεραποστολικό οίκο ή εκείνοι που εργάζονται στον ίδιον όμιλο πρέπει ν’ αυξάνουν την εκτίμησί τους ο ένας προς τον άλλον, να υποφέρουν ο ένας τον άλλον όταν υπάρχη κάποια δοκιμασία, και να είναι ενίσχυσις ο ένας στον άλλον, αφού δύο που συνεργάζονται είναι καλύτεροι από τον ένα. (Εκκλησ. 4:9-12) Οι ιεραπόστολοι χρειάζονται ο ένας τον άλλον στη δράσι του αγρού. Πρέπει να προσπαθούν να προστατεύουν ο ένας τον άλλον από τοπικούς κινδύνους. Όλα αυτά, που μπορεί να γίνωνται με κάποια δαπάνη των προσωπικών των προτιμήσεων, πρέπει να τα πράττουν προς το συμφέρον του έργον, για να οικοδομήσουν μια τοπική εκκλησία εντοπίων μαρτύρων του Ιεχωβά.
26, 27. Πώς μπορεί η παρακολούθησις μιας συναθροίσεως να είναι απλώς τυπική αγάπη για τον Θεό, και πώς πρέπει να επωφελούμεθα από το να συναθροιζώμεθα και να είμεθα μαζί;
26 Δεν μπορούμε να αγνοούμε τους αδελφούς μας στην κοινωνία του Νέου Κόσμου. Δεν υπάρχει λόγος ή δικαιολογία για τη διαγωγή που περιγράφεται στην ακόλουθη περικοπή που ελήφθη από μια επιστολή προς την Εταιρία: «Πολύ περισσότερα θα μπορούσα να πω, αλλά πρέπει να φθάσω στην αιτία για την οποία γράφω. Παρακαλώ απαντήστε στη Σκοπιά. Μπορεί να είναι δυνατόν ένας αφιερωμένος μάρτυς του Ιεχωβά να κάθεται μαζί με άλλους μάρτυρας επί χρόνια στην ίδια Αίθουσα Βασιλείας, στην ίδια σειρά καθισμάτων δίπλα ο ένας στον άλλον, περνώντας ο ένας μπροστά στον άλλον, όχι επί μήνες, αλλά επί χρόνια, και ούτε μια φορά να μη μιλήση στην αδελφή του ή στον αδελφό του; Ούτε καν να πη ‘Καλημέρα!’ ή ‘Χαίρετε!’; Και όταν γίνεται προσπάθεια να μιλήση κανείς μαζί του, το άτομο αυτό να στρέφεται αλλού χωρίς απάντησι. Αποδεικνύει μήπως αυτό αγάπη για τον πλησίον; Ο Ιησούς ενουθέτησε, ‘Αγαπάτε αλλήλους’, κλπ. Ανεξαρτήτως φυλής ή χρώματος ο πολύς όχλος δεν είναι διηρημένος.»
27 Εκείνος τον οποίον περιγράφει η επιστολή μπορεί να νομίζη ότι με το να παρακολουθή τη συνάθροισι στην Αίθουσα Βασιλείας δείχνει αγάπη για τον Θεό· αλλ’ αποτυγχάνει να παρατηρήση ότι τέτοια αγάπη για τον Θεό είναι ατελής, είναι απλώς τυπική, επειδή παραλείπομε να τον αγαπούμε με την τήρησι της εντολής του ν’ αγαπούμε τον πλησίον μας όπως τον εαυτό μας. Πρέπει να υποστηρίζωμε τις συναθροίσεις, όχι απλώς με το να παρευρισκώμεθα, αλλά με το να λαμβάνωμε μέρος σ’ αυτές όταν υπάρχη ευκαιρία. Μετά τη συνάθροισι, αναμιχθήτε μ’ εκείνους που είναι στην αίθουσα, δίνοντας προσοχή σ’ αυτούς που φαίνεται ότι είναι παραμελημένοι. Έτσι θ’ αποκομίσετε εξαιρετική ευτυχία από την παρακολούθησι της συναθροίσεως, με το να δίνετε σε άλλους όταν βρίσκεσθε εκεί. Προσπαθήστε να μην προσέρχεσθε αργά στη συνάθροισι και ιδιαίτερα στις δημόσιες ομιλίες. Αν ξένοι βρίσκωνται εκεί στην ώρα τους, δημιουργεί μια κακή εντύπωσι αν βλέπουν πολλά κενά καθίσματα και βλέπουν ότι μέλη της εκκλησίας καθυστερούν στην προσέλευσι. Κενά καθίσματα μπορεί επίσης να μαρτυρούν έντονα σ’ αυτούς ότι τα μέλη της εκκλησίας δεν παρακολουθούν τις συναθροίσεις των. Αν είσθε αναγκασμένοι να πηγαίνετε μόνοι στην υπηρεσία του αγρού, πηγαίνετε. Αλλά, αν είναι δυνατόν, ενωθήτε σε ομαδική υπηρεσία. Οικοδομήστε άλλους που τότε γίνονται σύντροφοί σας, για ν’ αναπτύξουν μεγαλύτερη ικανότητα για το κήρυγμα από θύρα σε θύρα και από κατάστημα σε κατάστημα. Οι αδύνατοι ας απορροφήσουν δύναμι και θέρμη ζήλου από σας τους ισχυροτέρους. Δίδετε και αποκτήσατε περισσότερη ευτυχία.—1 Βασ. 1:1-4.
ΜΕ ΤΗ ΔΙΑΝΟΙΑ, ΕΠΙΣΗΣ
28. Για ποιο πράγμα χρειάζεται να επαγρυπνούμε στην κατάστασι της διανοίας μας, και ποιο είναι ένα αντίδοτο τούτου;
28 Η διάνοια είναι ένας δυναμικός παράγων όσον αφορά την εκδήλωσι ή κατακράτησι αγάπης προς τους άλλους. Χρειάζεται να επαγρυπνούμε στην κατάστασι της διανοίας μας, ώστε να βεβαιωνώμεθα ότι δεν είναι αρνητική, εγωκεντρική, εστραμμένη προς το άτομό μας, εντελώς απορροφημένη από τον εαυτό μας ή επηρεασμένη από τη σκέψι ότι είμεθα ενόχλησις στους άλλους, κι έτσι να μας ωθή στο να θέλωμε να είμεθα μόνοι με τις σκέψεις μας. Το αντίδοτον του αποστόλου για μια τέτοια διανοητική αταξία είναι τούτο: «Μη αποβλέπετε έκαστος τα εαυτού, αλλ’ έκαστος και τα των άλλων. Το αυτό δε φρόνημα έστω εν υμίν το οποίον ήτο και εν τω Χριστώ Ιησού.» (Φιλιππησ. 2:4, 5) Ακολουθώντας αυτό το αντίδοτον θα ωθούμεθα να ενεργούμε ανιδιοτελώς προς τους άλλους στην κοινωνία του Νέου Κόσμου. Αυτό δεν θα είναι πολύ δύσκολο. Αν η επί του όρους ομιλία του Χριστού μάς διατάσση να αγαπούμε ακόμη και τους εχθρούς μας και να κάνουμε καλό σ’ αυτούς, πόσο μάλλον πρέπει να αγαπούμε εκείνους που μας αγαπούν, τους αδελφούς μας στην οικογένεια του Θεού; Να είσθε ένας που έχει τη διάνοια του εστραμμένη προς τα έξω και αγαπά.
29. Τι μας λέγει να μην κρατούμε το 1 Κορινθίους 13:5; Αλλιώς, τι μας προειδοποιεί ότι μπορεί να συμβή το Παροιμίαι 18:19;
29 Περιγράφοντας πώς εργάζεται αυτή η θεία ιδιότης, το 1 Κορινθίους 13:5 λέγει: «Δεν διαλογίζεται το κακόν.» Με άλλα λόγια, μην κρατείτε μνησικακία εναντίον ενός πνευματικού αδελφού. Αν κάποιος πεισμόνως το κάνη αυτό, μπορεί ν’ αποδειχθή ότι είναι τόσο αδιάλλακτος όσο ο «προσβληθείς» αδελφός που περιγράφεται στις Παροιμίες 18:19: «Αδελφός προσβληθείς είναι δυσκολώτερον να κερδηθή παρά οχυρά πόλις· και τοιαύται διαφοραί είναι ως μοχλοί φρουρίου.» (ΑΣ· Νακάρ-Κολούγκα) «Αδελφός αποξενωθείς είναι χειρότερος παρά οχυρά πόλις, και αι φιλονεικίαι είναι ως μοχλός ακροπόλεως.» (ΜΙΡ) «Αδελφός αδικηθείς είναι ως οχυρά πόλις, αι δε φιλονεικίαι είναι ως μοχλός παλατίου.» (ΜΡΓ) Ναι, αντίθετα προς ό,τι μπορεί να αναμένεται, ένας αδελφός θ’ αρνηθή να δείξη οικογενειακή στοργή και να συγχωρήση τον κατά σάρκα και αίμα αδελφόν του, υποστηρίζοντας προφανώς ότι ο αδελφός του δεν έπρεπε να προσβάλη ή αδικήση έναν τόσο οικείον προς αυτόν όσο ο ίδιος ο αδελφός του.
30. Ποια παραδείγματα τούτου βρίσκομε στον Κάιν και στον Ησαύ;
30 Ο Κάιν δεν εσυγχώρησε ποτέ τον αδελφόν του Άβελ επειδή με αθωότητα τον έθεσε στη σκιά όταν έφθασε να κερδίση την εύνοια του Ιεχωβά· αναμφιβόλως αισθάνθηκε ότι είχε γίνει μια προσβολή στη θέσι του ως πρωτοτόκου και εθίγη η υπερηφάνειά του. Ο Ησαύ εμελέτησε φόνο εναντίον του αδελφού του Ιακώβ επειδή έκαμε ενέργειες για να του μεταβιβασθούν από τον πατέρα των Ισαάκ τα πρωτοτόκια που είχε νομίμως αγοράσει, σύμφωνα με την απόφασι του Θεού. Ο Ιακώβ εγκατέλειψε τον τόπο της διαμονής του για ν’ αφήση την οργή του αδελφού του να καταπραϋνθή. Επιστρέφοντας και μάλιστα μετά είκοσι χρόνια απουσίας δεν ήταν βέβαιος για τη συγχώρησι του Ησαύ, αλλά έστειλε αλλεπάλληλα δώρα πριν από την επιστροφή του στον Ησαύ με την ελπίδα ότι τα δώρα αυτά καθώς και η μακρά απουσία μαζί με τη λησμοσύνη θα εμαλάκωναν τον αδελφό του και θα τον έκαναν να ανανήψη. Έτσι έγινε, ευτυχώς, αλλά είχε παρέλθει ένα μακρό χρονικό διάστημα, είκοσι ολόκληρα χρόνια. Τι θα πούμε για την πολιορκία επί τόσον χρόνο μιας οχυράς πόλεως για να κερδηθή ή κυριευθή;—Γεν. 25:20-34· 27:1-45· 31:36-41· 32:3 έως 33:11.
31. (α) Ποια παραδείγματα τούτου βρίσκομε στον Ιωάβ και στον Αβεσσαλώμ; (β) Πώς μπορεί κανείς να χάση έτσι μια ευκαιρία να μιμηθή τον Θεό, και ποιον κανείς βλάπτει έτσι:
31 Ο Στρατηγός Ιωάβ εκράτησε μνησικακία εναντίον του Ισραηλίτου αδελφού του Στρατηγού Αβενήρ, επειδή είχε φονεύσει τον αδελφό του Ασαήλ σε καιρό εμφυλίου πολέμου, και τελικά εφόνευσε με τέχνασμα τον Αβενήρ. (2 Σαμ. 2:18-23· 3:26-39) Ο γυιος του Βασιλέως Δαβίδ Αβεσσαλώμ δεν εσυγχώρησε ποτέ τον ετεροθαλή αδελφό του Αμνών επειδή εβίασε την αδελφή του Θάμαρ, αλλά μετά δύο ετών αναμονή, εσχεδίασε μια ευκαιρία και διέταξε να φονεύσουν τον Αμνών. (2 Σαμ. 13:1-29) Έτσι οι αδελφοί στην κοινωνία του Νέου Κόσμου πρέπει να φυλάγονται από το να υποκρύπτουν δυσαρέσκεια, να σκυθρωπάζουν, να καταλαμβάνονται από αθυμία, να επαναφέρουν κάθε τόσο στο νου πραγματικές ή φανταστικές αδικίες και να γίνωνται μόνο ψυχρότεροι και πιο πικροί εναντίον ενός αδελφού που θεωρείται πταίστης. Ο αδελφός που κατηγορείται για το αδίκημα ή είναι ένοχος τούτου μπορεί ν’ ακολουθήση την πορεία που περιέγραψε ο Ιησούς εις Ματθαίον 18:15-17. Ακόμη ο αδελφός παραμένει ισχυρογνώμων και αρνείται να προβή σε συμφιλίωσι· δεν θέλει να συγχωρήση τον πταίστη πολύ εύκολα, έστω και αν είναι πνευματικός αδελφός του. Προτιμά να κάμη αλύγιστες τις διαφορές σαν τον μοχλό της πύλης ενός φρουρίου. Έτσι χάνει την ευκαιρία να μιμηθή τον Θεό: «Γίνεσθε δε εις αλλήλους χρηστοί, εύσπλαγχνοι, συγχωρούντες αλλήλους, καθώς ο Θεός συνεχώρησεν εσάς δια του Χριστού. Γίνεσθε λοιπόν μιμηταί του Θεού, ως τέκνα αγαπητά.» (Εφεσ. 4:32· 5:1) Εκείνος τον οποίον βλάπτει είναι κυρίως ο εαυτός του.
32. Ποια είναι η καλύτερη πορεία που πρέπει ν’ ακολουθήσωμε απέναντι ενός αδελφού που θεωρείται πταίστης, και ποιον ωφελεί κανείς πρωτίστως έτσι; Γιατί;
32 Μ’ ένα τέτοιο πνεύμα ασυγχωρησίας και αδιαλλαξίας τείνει να κάμη αδύνατον τον αδελφό του, να τον εμποδίση να προοδεύση πνευματικώς. Είναι καλύτερα να συγχωρήση και να θέση τέρμα στις διαφορές και στη φιλονεικία και να βοηθήση τον αδελφό του να είναι σαν μια οχυρή πόλις, όπως μερικοί νεώτεροι μεταφρασταί προτιμούν ν’ αποδίδουν το Παροιμίαι 18:19: «Αδελφός βοηθηθείς είναι ως οχυρά πόλις, αλλ’ η φιλονεικία είναι ως μοχλοί φρουρίου.» (ΑΣΜ) «Αδελφός βοηθηθείς από αδελφόν είναι ως ωχυρωμένη πόλις· μένει στερεός ως μοχλός φρουρίου.» (ΜΑΜ· Μποβέρ-Καντερά) Η ευθύνη μας και το προνόμιό μας είναι να οικοδομούμε τον αδελφό μας παρέχοντας συγχώρησι, αν είναι ανάγκη, και έτσι βοηθώντας τον να γίνη ισχυρός και απόρθητος από τον εχθρό, ικανός να ανθίσταται σαν μοχλός φρουρίου εναντίον όλων των επιθέσεων του κόσμου τούτου. Με τον τρόπον αυτόν ένας Χριστιανός ωφελεί τον εαυτό του καθώς και τον πνευματικόν αδελφό του. «Ο ελεήμων άνθρωπος αγαθοποιεί την ψυχήν αυτού· ο δε ανελεήμων θλίβει την σάρκα αυτού.» (Παροιμ 11:17) Θυμηθήτε ότι ο Ιησούς είπε: «Μακάριοι οι ελεήμονες· διότι αυτοί θέλουσιν ελεηθή. Διότι εάν συγχωρήσητε εις τους ανθρώπους τα πταίσματα αυτών, θέλει συγχωρήσει και εις εσάς ο Πατήρ σας ο ουράνιος. Εάν όμως δεν συγχωρήσητε εις τους ανθρώπους τα πταίσματα αυτών, ουδέ ο Πατήρ σας θέλει συγχωρήσει τα πταίσματά σας.» (Ματθ. 5:7· 6:14, 15) Δεν είναι άξια να την αποκτήσουμε η συγχώρησις του Θεού; Σημαίνει την αιώνια ζωή μας στο νέο κόσμο.
33. Πώς μπορούμε, επίσης, να προφυλαττώμεθα από ενδόμυχο πόνο και δοκιμασία και να μην αφήνωμε να φθαρούν οι καλές μας σχέσεις μ’ έναν άλλον αδελφό;
33 Προφυλάττομε τον εαυτό μας από πολύν ενδόμυχο πόνο και δοκιμασία με το να μην είμεθα εύθικτοι, ευαίσθητοι και να μην προσβαλλώμεθα εύκολα. Να μη φαντάζεσθε ότι εσείς είσθε ο υπονοούμενος στις παρατηρήσεις που γίνονται από άλλους και ότι αδίκως επικρίνεσθε, και έτσι να θίγεσθε και να αισθάνεσθε τον εαυτό σας αδικημένον. Αν αμφιβάλλετε για το ποιος υπονοείται, ερωτήστε τον ομιλητή. Μη σπεύδετε να βγάλετε συμπεράσματα και να κρατήσετε δυσαρέσκεια εναντίον του ομιλητού και να ψυχρανθήτε μαζί του. Αν οι παρατηρήσεις του ταιριάζουν σε σας, μπορεί να ταιριάζουν και σε κάποιους άλλους επίσης, και ο ομιλητής μπορεί να είχε κάποιον άλλον στο νου ως παράδειγμα. Με πραότητα λοιπόν λάβετε την ωφέλεια από τις παρατηρήσεις του μαζί με τους άλλους. Τι θα αισθανόσαστε αν ο ομιλητής ερχόταν απ’ ευθείας σε σας και έλεγε: «Σεις είσθε ο άνθρωπος εκείνος»; Αυτό θα ήταν κάτι που θ’ αφορούσε χωρίς αμφιβολία εσάς, αλλά, εφόσον σας θίγει, θα ήταν κάτι που θα έπρεπε ή να το αναγνωρίσετε ως αληθινό ή, να υπερασπίσετε τον εαυτό σας από την κατηγορία αυτή ως ψευδή. Ένας βασιλικός αξιωματούχος ανώτερος από σας ανεγνώρισε την κατηγορία ως αληθινή—ο Βασιλεύς Δαβίδ. Χωρίς να προσβληθή και να τιμωρήση τον τολμηρόν κατήγορόν του, τον προφήτην Νάθαν, παρεδέχθη ότι ήταν εκείνος που αντιστοιχούσε στην παραβολή του Νάθαν και μετενόησε. Το να ενεργήση έτσι του έκαμε καλό και ωδήγησε στη συμφιλίωσί του με τον Ιεχωβά Θεό. (2 Σαμ. 11:1 έως 12:15· Παροιμ. 28:13) Ταπεινωθήτε, λοιπόν, ώστε να δέχεσθε επίπληξι και διόρθωσι που σας αξίζει και να είσθε ευγνώμονες γι’ αυτό. Αλλά μην αποδίδετε κακή πρόθεσι στον άλλον και μην αφήνετε τη φαντασία σας να αγριεύη και να σας παρακινή να αισθάνεσθε τον εαυτό σας προσβεβλημένον, και να γίνεται νοσηρή. Αυτό θα σας οδηγήση σε έλλειψι ισορροπίας, θα καταστρέψη την ειρήνη και την ευτυχία σας, και θα φθείρη τις ομαλές, καλές σας σχέσεις μ’ έναν αδελφό που δεν γνωρίζει ότι σας έθιξε.
ΕΝΑΣ ΤΕΛΕΙΟΣ ΔΕΣΜΟΣ ΦΙΛΙΚΗΣ ΕΝΟΤΗΤΟΣ
34. Πώς η αγάπη του Θεού ενεργεί θετικά για το αποξενωμένο ανθρώπινο γένος, και τι, επομένως, είμεθα υποχρεωμένοι να κάμωμε για να τον μιμηθούμε;
34 Η αγάπη του Θεού κρατεί ολόκληρο το σύμπαν των αγίων πλασμάτων σε ενότητα μαζί του. Το πολύ στοργικό του δώρο, το δώρο του μονογενούς του Υιού, είναι ένα φιλικό βήμα προς το να φέρη τελικά τους πολλούς αποξενωμένους επάνω στη γη σε αδιάρρηκτη ενότητα μαζί του. Η αγάπη του τον παρεκίνησε να είναι θετικός και να κάμη το πρώτο βήμα προς το να μας ενώση μαζί του, και τούτο με μεγάλη δαπάνη γι’ αυτόν. Ας ακολουθήσωμε κι εμείς με τη σειρά μας και ας είμεθα θετικοί, κάνοντας την πρώτη ενέργεια αγαθότητος και συγχωρήσεως απ’ την καρδιά. Αυτό είναι αγάπη στην πράξι. Στο έργο της μαρτυρίας μας στον αγρό δείχνομε αγαθότητα προς τους εχθρούς μας, εκείνους που μας εναντιώνονται, και προσευχόμεθα γι’ αυτούς, επανερχόμενοι κατ’ επανάληψιν στον τομέα μας μολονότι μπορεί να εδοκιμάσαμε κακομεταχείρισι σ’ αυτόν από εκείνους που βρίσκονται στην άγνοια και στην πλάνη. Πόσο ασυνεπές, λοιπόν, είναι να γινώμεθα άκαμπτοι απέναντι των αδελφών μας στην εκκλησία με την σκληρύνουσα σκέψι ότι μπορούμε να συγχωρούμε τον κόσμο για την άγνοιά του αλλά οι αδελφοί μας έπρεπε να γνωρίζουν τα πράγματα καλύτερα και ότι πρέπει να πολιτευώμεθα μαζί τους με ανάλογη αυστηρότητα για να τους κάνωμε να το κατανοήσουν αυτό και να το αισθανθούν ώσπου να τους πληγώση! Υπό το φως του παραδείγματος του Θεού η υποχρέωσίς μας είναι ν’ αγαπούμε τους αδελφούς μας και έτσι να τους δείχνωμε έναν καλύτερο και ανώτερο δρόμο. Συλλογίζεσθε το καλό για τους αδελφούς. Σχεδιάζετε μόνο το καλό για τους άλλους και θέτετε το σχέδιο σας σε ενέργεια. Καλλιεργήστε αυτόν τον μέγιστον καρπόν του πνεύματος, την αγάπη.
35. Γιατί πρέπει να κάμωμε τον δεσμό της αγάπης ισχυρό στην κοινωνία του Νέου Κόσμου, και γιατί πρέπει ν’ αλλάξωμε διάθεσι πριν από τον Αρμαγεδδώνα;
35 Ας γίνη ισχυρός ο τέλειος δεσμός της ενότητος μέσα στην κοινωνία του Νέου Κόσμου. «Ενδύθητε λοιπόν, ως εκλεκτοί του Θεού άγιοι και ηγαπημένοι, σπλάγχνα οικτιρμών, χρηστότητα, ταπεινοφροσύνην, πραότητα, μακροθυμίαν· υποφέροντες αλλήλους, και συγχωρούντες εις αλλήλους, εάν τις έχη παράπονον κατά τινος· καθώς ο Ιεχωβά συνεχώρησεν εις εσάς, ούτω και σεις. Και εν πάσι τούτοις, ενδύθητε την αγάπην, ήτις είναι ο τέλειος δεσμός της ενότητος.» (Κολ. 3:12-14, ΜΝΚ) Αν είναι δεσμός ενότητος, πρέπει να μας ελκύη και να μας κρατή μαζί, όχι να μας χωρίζη, όχι να μας διασκορπίζη. Τώρα στην αντιτυπική κιβωτό του νέου συστήματος πραγμάτων που θα επιπλεύση των θαλασσών του Αρμαγεδδώνος και θα εισέλθη στο νέο κόσμο, πρέπει να ελκυσθούμε μαζί, όχι να αποφεύγωμε ο ένας τον άλλον. Οι δυσκολίες δεν πρέπει να συνεχίζονται επί πολύ μεταξύ αδελφών, αλλά πρέπει να διευθετούνται όσο το δυνατόν ενωρίτερα προς το συμφέρον όλων όσοι έχουν το ίδιο φρόνημα εν Κυρίω. (Φιλιππησ. 2:1-4· 4:2) Η δημιουργία του Θεού συνδέεται αρμονικά μέσω δυνάμεως που προέρχεται απ’ αυτόν, όπως οι «έλξεις της Πλειάδος.» (Ιώβ 38:31, ΜΡΓ) Ο νέος κόσμος της δικαιοσύνης θα συνδέεται, επίσης, αρμονικά. Είναι ακριβώς μπροστά μας, έτσι ώστε ένα μεγάλο πλήθος αυτής της παρούσης γενεάς δυνατόν να επιζήση στην «κιβωτό» για να εισέλθη σ’ αυτόν από την αρχή του. Τι, λοιπόν; Βέβαια, πρέπει να ζούμε μαζί τώρα, πριν από το νέο κόσμο. Ο Αρμαγεδδών δεν θα μεταβάλη θαυματουργικά τη διάθεσί μας προς τους αδελφούς μας, κάνοντάς την ξαφνικά φιλική. Πρέπει να την αλλάξωμε τώρα. Αληθινά, ο Αρμαγεδδών μπορεί να εξαλείψη διαθέσεις, αλλ’ οι διαθέσεις που θα εξαλείψη θα είναι εκείνων που θα καταστρέψη. Ένα πράγμα είναι βέβαιο: Η αληθινή αγάπη θα επιζήση του Αρμαγεδδώνος και ομοίως θα επιζήσουν εκείνοι που την εξασκούν.
36. Με ποια ιδιότητα κάνομε τον κόσμο να γνωρίση ότι είμεθα ακόλουθοι του Χριστού, και πώς ο Ψαλμός 133 περιγράφει την ενότητα που η ιδιότης αυτή παράγει;
36 Ας είμεθα φίλοι. Εκείνος που έχει φίλους πρέπει να κάνη κάτι: πρέπει να φέρεται φιλικά. (Παροιμ. 18:24) «Εν παντί καιρώ αγαπά ο φίλος, και ο αδελφός γεννάται δια καιρόν ανάγκης.» (Παροιμ. 17:17) Με τέτοια διαρκή φιλία γίνεται φανερό σ’ αυτόν τον κόσμο ότι είμεθα μαθηταί του Χριστού, αληθινοί Χριστιανοί. (Ιωάν. 13:34, 35) Η αγάπη καθιστά δυνατή αυτή τη διαρκή φιλία. «Η αγάπη καλύπτει πάντα τα σφάλματα.» Η αγάπη είναι ένας αδιάλυτος δεσμός, αν είναι πραγματική. Η ενότης στην οποία κρατεί σφιχτά μαζί τους αδελφούς εικονίζεται θελκτικά στον Ψαλμό 133:1-3: «Ιδού, τι καλόν και τι τερπνόν, να συγκατοικώσιν εν ομονοία αδελφοί! Είναι ως το πολύτιμον μύρον επί την κεφαλήν, το καταβαίνον επί τον πώγωνα, τον πώγωνα του Ααρών· το καταβαίνον επί το στόμιον του ενδύματος αυτού· ως η δρόσος του Αερμών, η καταβαίνουσα επί τα όρη της Σιών διότι εκεί διώρισεν ο Κύριος [Ιεχωβά] την ευλογίαν, ζωήν έως του αιώνος.»
37. Πώς η ένότης αυτή είναι όμοια με το μύρον επάνω στην κεφαλή του “Ααρών:
37 Το έλαιον, με το οποίον ο αδελφός του Μωυσέως Ααρών εχρίσθη και καθιερώθη ως αρχιερεύς του Ισραήλ, όχι μόνο έρρεε απαλά, αλλά ήταν και πολύ ευώδες, αναδίδοντας ένα ευχάριστο μύρο σε όλους τριγύρω και καθιστώντας τερπνό το να βρίσκεται κανείς κοντά στον αρχιερέα. Ήταν μια ευωδία που δεν την είχε κανένα άλλο παρασκεύασμα, επειδή ο Θεός δεν επέτρεπε σε κανένα άλλον να κάμη χριστήριον έλαιον της συνθέσεως αυτής. Με τον ίδιο τρόπο η ευωδία της ενότητος της κοινωνίας του Νέου Κόσμου μάς δίνει την ευχάριστη αίσθησι μιας ατμοσφαίρας αγάπης, τέτοιας που καμμιά άλλη οργάνωσις του κόσμου τούτου δεν αποπνέει. Απολαμβάνομε να είμεθα σ’ αυτή την ατμόσφαιρα· είναι καλό για μας. Προέρχεται από τον Θεό μέσω του μεγάλου Αρχιερέως του Ιησού Χριστού. Είναι η πνοή του πνεύματός Του.—Έξοδ. 30:22-33· Πράξ. 10:38.
38. Με τι άλλο παραβάλλει ο Ψαλμός 133 την αδελφική ενότητα, και γιατί αυτό ήταν ένας σπουδαίος παράγων στην περιοχή γύρω από τα όρη της Σιών;
38 Το να συγκατοικούμε με ενότητα ως αδελφοί στην κοινωνία του Νέου Κόσμου μάς αναψύχει επίσης, μας αναζωογονεί, όπως η δρόσος του Όρους Αερμών της υψηλής οροσειράς του Λιβάνου. Η διαρκώς χιονοσκέπαστη κορυφή του Αερμών έκανε τους νυκτερινούς ατμούς να συμπυκνώνονται επάνω στα όρη της Σιών μακριά προς νότον, όπου ο Ιεχωβά είχε θέσει το όνομά του. Η δροσιά που έπεφτε έτσι ήταν ένας σωστικός παράγων για τη βλάστησι της Γης της Επαγγελίας στη διάρκεια της θερμής, δίχως βροχές εποχής από τον Μάιο ως τον Σεπτέμβριο. Πώς; Τελευταίως ανεκαλύφθηa ότι όταν τα φυτά εμαραίνοντο από την ξερή ζέστη, ανελάμβαναν από το μαρασμό πιο γρήγορα όταν τη νύχτα εσχηματίζετο δροσιά επάνω στα φύλλα των παρά όταν το έδαφος εποτίζετο, και ότι ελαμβάνετο τόση δροσιά ώστε τα φυτά συνέχιζαν τη φυσιολογική τους λειτουργία κατά την επομένη ημέρα χωρίς πότισμα του εδάφους. Κανείς δεν είχε υποψιασθή πόσο μεγάλη ποσότης νερού απερροφάτο από τη δροσιά και αργότερα έβγαινε μέσα από τις ρίζες στο έδαφος και απεθηκεύετο εκεί χωρίς απώλεια μέσω εξατμίσεως. Η ποσότης του νερού που ετίθετο έτσι σε υπόγεια αποθήκευσι από το φυτό, ευρέθη να μετράται σε χιλιοστά της λίτρας ακόμη και στην περίπτωσι μικρών φυτών και κατά περιστάσεις να είναι ίση με ολόκληρο το βάρος του ίδιου του φυτού. Χωρίς αμφιβολία αυτός ήταν ο τρόπος που το μεγαλύτερο μέρος της βλαστήσεως της γης εποτίζετο από την τρίτη δημιουργική ημέρα ως τον κατακλυσμό της εποχής του Νώε, όταν δεν είχε ακόμη βρέξει ο Θεός επάνω στη γη, αλλά ατμός ανέβαινε συνεχώς από τη γη και επότιζε ολόκληρη την επιφάνεια του εδάφους. (Γέν. 2:5, 6) Έτσι η δροσιά που η χιονισμένη κορυφή του Όρους Αερμών έκανε να πέφτη επάνω στα ιερά όρη της Σιών ήταν σαν αναψυκτική υγρασία που υποβοηθούσε τη ζωή, διατηρώντας τα πάντα πράσινα, ελκυστικά.—Κριτ. 6:36-40.
39. Πώς η συγκατοίκησίς μας με ενότητα είναι σαν τέτοια δρόσος, και γιατί κατεβαίνει επάνω μας από ψηλά;
39 Όπως συνέβαινε με την τυπική Σιών στην Παλαιστίνη, έτσι συμβαίνει και με την αντιτυπική Σιών, τη βασιλεία του Θεού. Επειδή ο Θεός είχε καθορίσει ότι εκεί, στη Βασιλεία, θα ευρίσκετο για μας η ευλογία, μάλιστα ζωή για πάντα, έκαμε ώστε η τυπική Σιών των αρχαίων χρόνων να λούζεται καθημερινά με δροσιά στη διάρκεια της θερμής, ξηρής εποχής, ως μια προφητική εικόνα. Η συγκατοίκησίς μας ως αδελφών με φιλική ενότητα είναι σαν την άφθονη αυτή δροσιά, αναψύχοντάς μας μέσα στον καύσωνα του διωγμού του κόσμου τούτου και οδηγώντας τη ζωή μας για πάντα στο νέο κόσμο του Θεού. Αυτό γίνεται επειδή η συγκατοίκησίς μας έτσι αποκτά την εύνοια του ανάσσοντος Βασιλέως μας Ιησού Χριστού. «Η οργή του βασιλέως είναι ως βρυχηθμός λέοντος· η δε εύνοια αυτού, ως δρόσος επί τον χόρτον.» (Παροιμ. 19:12) Σ’ αυτόν τον αποκαταστημένον πνευματικόν Ισραήλ ο Ιεχωβά Θεός έχει υποσχεθή: «Θέλω είσθαι ως δρόσος εις τον Ισραήλ»· και κάνει ο λόγος του να σταλάζη σαν δρόσος επάνω τους για την ασφαλή ανάψυξί τους.—Ωσηέ 14:4, 5· Δευτ. 32:2.
40. Για να είμεθα όμοιοι με τι ανάμεσα στους ανθρώπους καλής θελήσεως πρέπει να έχωμε αυτή την αναψυχή, και τι είναι εξαιρετικά ουσιώδες για τον σκοπόν αυτόν;
40 Εγκαταλείποντας το να ‘συνερχώμεθα ομού’ και αποτυγχάνοντας να παραμένωμε σε ενότητα ως κοινωνία του Νέου Κόσμου θ’ αποστερηθούμε από αυτή τη δροσιά που διατηρεί τη ζωή. Μπορούμε τάχα να είμεθα χωρίς αυτή την αναψυχή της οποίας έχομε μεγάλη ανάγκη ανάμεσα σ’ αυτόν τον εχθρικό παλαιό κόσμο; Όχι! Την χρειαζόμεθα για να είμεθα πάντοτε δροσεροί για το προειπωμένο έργο μας μεταξύ των ανθρώπων καλής θελήσεως· καθώς είναι γραμμένο: «Και το υπόλοιπον του Ιακώβ [πνευματικού Ισραήλ] θέλει είσθαι εν μέσω λαών πολλών ως δρόσος από του Ιεχωβά, ως ρανίδες επί χόρτον, όστις δεν προσμένει παρά ανθρώπου, ουδέ ελπίζει επί υιούς ανθρώπων.» (Μιχ. 5:7, ΑΣ) Δεν θα είμεθα κατάλληλοι για να είμεθα σαν δρόσος στον αποξηραμμένο λαό εκτός αν εμείς οι ίδιοι έχωμε αυτή την πνευματική αναψυχή πρώτα. Το να παραμένωμε ενωμένοι ως κοινωνία του Νέου Κόσμου θα μας την προμηθεύση, διατηρώντας μας δροσερούς και ηπίους και ευχάριστους για τον Θεό καθώς και για τον λαό του. Το πιο ουσιώδες πράγμα για να διατηρούμεθα έτσι ενωμένοι είναι ο καρπός εκείνος του θείου πνεύματος, η αγάπη. Είναι μια αγάπη όχι απλώς με λόγο και με τη γλώσσα, αλλά με έργο και αλήθεια, επειδή η αληθινή αγάπη είναι πρακτική.
[Υποσημειώσεις]
a Στο Εργαστήριον Φυτικών Ερευνών Έρχαρτ, του Ινστιτούτου Τεχνολογίας της Καλιφορνίας, Πασαντένα, Καλιφ., Η.Π.Α.—Βλέπε Τάιμς της Νέας Υόρκης, σελ. Ε 11, 17 Μαΐου 1953.