Η Ακεραιότης των Πρώτων Χριστιανών Υπό Δοκιμασίαν
Ο ΙΗΣΟΥΣ εξέθεσε μια αλήθεια, η οποία παρουσιάζετο καθημερινά, όταν είπε: «Εάν ήσθε εκ του κόσμου, ο κόσμος ήθελεν αγαπά το ιδικόν του· επειδή όμως δεν είσθε εκ του κόσμου, αλλ’ εγώ σας εξέλεξα εκ του κόσμου, δια τούτο σας μισεί ο κόσμος.» (Ιωάν. 15:19) Αν και πολλοί καθ’ ομολογίαν Χριστιανοί δεν εκτιμούν τη σημασία των λόγων αυτών, οι αληθινοί Χριστιανοί την εκτιμούν ως τη σημερινή εποχή. (2 Τιμ. 3:12) Ποτέ δεν συνεμερίσθησαν την υλιστική φιλοσοφία που διέπει όχι μόνο την κοινωνική και πολιτική αλλά και τη θρησκευτική ζωή του κόσμου. Αντί να εναποθέσουν την εμπιστοσύνη τους σε ανθρώπους, αποβλέπουν στην «πόλιν την έχουσαν τα θεμέλια, της οποίας τεχνίτης και δημιουργός είναι ο Θεός.» Η λατρεία που αποδίδουν στον Θεό δεν εξαρτάται από την κατοχή ανθρωποποιήτων βοηθημάτων λατρείας, αλλ’ αυτοί ‘προσκυνούν τον Πατέρα εν πνεύματι και αληθεία.’—Εβρ. 11:10· Ιωάν. 4:23.
Η πρώτη Χριστιανοσύνη διεδόθη γοργά, και, καθώς διεδίδετο, ηγείρετο και διωγμός, όπως ακριβώς είχε προείπει ο Ιησούς. «Υπήρχαν πολλοί λόγοι που οδηγούσαν τον όχλο σε μίσος προς τους Χριστιανούς, τους οποίους, πρώτ’ απ’ όλα, θεωρούσαν ως μη πατριώτας. Ενώ μεταξύ των Ρωμαίων εθεωρείτο ως η μεγαλύτερη τιμή το να κατέχουν τα προνόμια του Ρωμαίου πολίτου, οι Χριστιανοί ανήγγελλαν ότι ήσαν πολίται του ουρανού. Απέσχον από δημόσια λειτουργήματα και από στρατιωτική υπηρεσία,»1 τηρώντας την ακεραιότητά των ως στρατιώται του Χριστού. (2 Τιμ. 2:3) Επίσης, οι εχθροί των τους εχαρακτήριζαν ως ‘μισητάς του ανθρωπίνου γένους’ και αναρχικούς επειδή δεν ήθελαν να μετέχουν στις κοινωνικές και πολιτικές ενέργειες της κοινότητος.2 Εγνώριζαν ότι για να είναι η λατρεία των ευπρόσδεκτη στον Θεό έπρεπε να ‘φυλάττουν εαυτούς αμολύντους από του κόσμου.’—Ιακ. 1:27.
Στην αρχή οι εκρήξεις εναντιώσεως υπεκινήθησαν από τους κατά τόπους θρησκευτικούς ποιμένας, οι οποίοι εφοβούντο απώλειαν της επιρροής και των εσόδων των. «Οι Χριστιανοί εμισούντο από τους ειδωλολάτρας, και υφίσταντο αναρίθμητα αδικήματα και καθυβρίσεις από τα χέρια του όχλου και όταν ακόμη δεν υφίστατο κρατικός διωγμός. . . . Απλώς το γεγονός ότι ένας ήταν Χριστιανός, οσοδήποτε αγνός κι αν ήταν ο χαρακτήρ του, όσο υποδειγματική κι αν ήταν η ζωή του, τον εξέθετε σε κάθε προσβολή, που μπορεί να φαντασθή κανείς, από τον ειδωλολατρικό όχλο. Οι κατά τόπους δημόσιοι λειτουργοί, ενδίδοντας στις φωνασκίες του όχλου, δεν ήθελαν να παράσχουν προστασία σ’ εκείνους που κατηγορούντο ότι ήσαν μαθηταί του Ιησού.»3 Και όπως τονίζεται στην Εκκλησιαστική Ιστορία του Μοσχάιμ, συνήθως οι θρησκευτικοί ηγέται ήσαν εκείνοι που τηρούσαν τον λέβητα του διωγμού στο σημείο του βρασμού. «Είχε καταστή ένα κοινό έθιμο το να διώκονται οι Χριστιανοί, ακόμη δε και να θανατώνωνται όσες φορές οι ειδωλολάτραι ιερείς, ή ο όχλος υποκινούμενος από τους ιερείς, ζητούσαν την καταστροφή τους.»4
Οι ηγέται δεν εδυσκολεύοντο να εξεγείρουν το λαό του οποίου η διάνοια ήταν διαποτισμένη από δεισιδαιμονίες. Το βιβλίο Η Χριστιανοσύνη και η Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία αναγράφει για την πίστι των τα εξής: «Αν αυτός αμελούσε τη λατρεία των κατά τόπους θεοτήτων, και—πολύ περισσότερο—αν ήταν ανευλαβής προς αυτές σε πράξι και σε λόγο, ο θεός ωργίζετο, και η κατάρα του θα έπληττε όχι μόνο τον άμεσο παραβάτη, αλλά κι εκείνους που τον ηνείχοντο. Πάλι κάθε μέλος της κυβερνήσεως υπεχρεούτο να προάγη την ευημερία του με την τήρησι των θρησκευτικών του καθηκόντων. Δεν είχε το δικαίωμα ν’ απέχη από την τέλεσι των θρησκευτικών του καθηκόντων, όπως δεν είχε το δικαίωμα ν’ αρνήται την πληρωμή φόρων.»5 Έτσι εσκέπτοντο οι Ρωμαίοι. Με δεισιδαίμονα τρόπον επίστευαν ότι ήταν ουσιώδες να επιβάλλεται η συμμόρφωσις σε θρησκευτικά ζητήματα ή να εξοντώνωνται οι παραβάται. «Αν η αυτοκρατορία εμαστίζετο από καμμιά πρόσφατη συμφορά, από λοιμό, ή λιμό, ή ατυχή πόλεμο· αν ο Τίβερις ανοιψώνετο, ή ο Νείλος δεν ανυψώνετο, πέρα από τις όχθες του, αν η γη εσείετο, ή αν η εύκρατη τάξις της εποχής διεκόπτετο, οι δεισιδαίμονες ειδωλολάτραι επείθοντο ότι τα εγκλήματα και η ανευλάβεια των Χριστιανών, που διεσώζοντο από την υπερβολική ηπιότητα του κράτους, προεκάλεσαν στο τέλος τη θεία δικαιοσύνη.»6 Έτσι, η λαϊκή κατακραυγή έκανε πολλούς δημοσίους λειτουργούς να ενδίδουν στην απαίτησι: «Οι Χριστιανοί στα λιοντάρια!»
ΟΙ ΕΠΙΣΗΜΟΙ ΕΝΩΝΟΝΤΑΙ ΣΤΟΝ ΔΙΩΓΜΟ
Όταν ο Ιησούς είπε: «Απόδοτε λοιπόν τα του Καίσαρος εις τον Καίσαρα, και τα του Θεού εις τον Θεόν,» εξέθεσε σαφώς την αρχή που έπρεπε να διέπη τη σχέσι των Χριστιανών με τις πολιτικές εξουσίες. Οι Χριστιανοί είναι ουδέτεροι. Δεν εγείρονται στασιαστικά εναντίον των κυβερνήσεων, ακόμη και όταν διώκωνται άδικα. Δίνουν, όμως, ενεργό υποστήριξι στην ουράνια βασιλεία του Θεού. Συνεπώς, όταν ο Ιησούς εξήγησε στον Πιλάτο: «Η βασιλεία η εμή δεν είναι εκ του κόσμου τούτου», ο Πιλάτος δεν μπορούσε να του εύρη σφάλμα.—Ματθ. 22:21· Ιωάν. 18:36.
Παρά το γεγονός ότι οι Χριστιανοί ήσαν νομοταγείς άνθρωποι, ήλθε καιρός που κι ο αυτοκράτωρ ακόμη ενώθηκε με τους άλλους στη συσσώρευσι βιαιοπραγιών εναντίον των Χριστιανών. Διεδόθη η φήμη ότι ο Νέρων ήταν υπαίτιος του εμπρησμού της Ρώμης. Ο Νέρων, χρησιμοποιώντας διαβολικά τη λαϊκή δυσαρέσκεια προς τους Χριστιανούς, τους κατέστησε αποδιοπομπαίους τράγους για ν’ αποσπάση την προσοχή από τον εαυτό του. Ο Τάκιτος εγράφη ότι είπε τα ακόλουθα: «Διάφορες μορφές εμπαιγμού προσετέθησαν για ν’ αυξηθή η αγωνία του θανάτου των. Σκεπασμένοι με δέρματα αγρίων θηρίων, κατεδικάζαντο να πεθάνουν από το ξέσχισμα των σκύλων, ή να καρφωθούν σε σταυρούς, ή να εμπρησθούν και καούν μετά το λυκόφως, σαν ένα είδος νυκτερινής φωταψίας. Ο Νέρων είχε προσφέρει τον ίδιο του κήπο γι’ αυτό το θέαμα,. . . ένα αίσθημα συμπαθείας προς αυτούς άρχισε να εγείρεται, καθόσον οι άνθρωποι ησθάνοντο ότι αυτοί εθυσιάζοντο όχι για κανένα όφελος της Κοινοπολιτείας, αλλά για να κορεσθή η θηριωδία ενός μόνον ανθρώπου.»1
Στη διάρκεια της βασιλείας του Βεσπασιανού και του Τίτου η επίσημη εναντίωσις εκόπασε, αλλά για να ανανεωθή καθ’ υποκίνησιν του Δομιτιανού προς το τέλος του πρώτου αιώνος.7 Λέγεται ότι έφθασε ως αυτόν η διάδοσις σχετικά με τη Χριστιανική πίστι στην επάνοδο του Χριστού με Βασιλική εξουσία. Όπως και ο Ηρώδης στη γέννησι του Χριστού, και αυτός εθεώρησε την πίστι αυτή ως απειλήν, φοβούμενος ότι κάποιος θα αξιούσε ότι είναι κληρονόμος του θρόνου, και γι’ αυτό διεξήγαγε ανακρίσεις γι’ αυτό το ζήτημα. Αν και μερικοί εμαρτύρησαν, γενικό διάταγμα δεν εξεδόθη.3, 5
Εν τούτοις, μέσα σε λίγα χρόνια η γοργή ανάπτυξις της Χριστιανοσύνης στη Μικρά Ασία είλκυσε περισσότερο την προσοχή των επισήμων. Ο Πλίνιος ο Νεώτερος, ανθύπατος της περιφερείας εκείνης, ανέφερε το ζήτημα στον Αυτοκράτορα Τραϊανό. Αυτή η αναφορά προεκάλεσε επίσημη νομοθεσία υπό μορφήν επιστολής του Τραϊανού, το έτος 112 μ.Χ., η οποία έλεγε για τους Χριστιανούς τα εξής: «Αυτοί δεν πρέπει ν’ αναζητούνται. Αν, πράγματι, κατηγορούνται και καταδικάζωνται, πρέπει να τιμωρούνται, με αυτόν, όμως, τον περιορισμόν ότι όταν το άτομον εκείνο κάμη απάρνησιν του εαυτού του ότι είναι Χριστιανός, και καταδείξη ότι δεν είναι, επικαλούμενος τους δικούς μας θεούς, ας . . . συγχωρηθή για τη μετάνοιά του. Ανώνυμες κατηγορίες δεν πρέπει να γίνωνται δεκτές σε ποινικές διώξεις οποιουδήποτε είδους.»
Οι δικαστικοί συχνά παρείχαν στους φυλακισμένους την ελευθερία των με τη φαινομενικά απλή απαίτησι να «ρίξουν λίγα σπυριά θυμιάματος επάνω στο βωμό.» Οι Χριστιανοί, ακολουθώντας το παράδειγμα του Χριστού, ο οποίος δεν ήθελε να κάμη πράξι λατρείας του Διαβόλου για προσωπική ωφέλεια, ετήρησαν σταθερά την ακεραιότητά των. Όταν αυτή η προσπάθεια του δικαστηρίου έμενε ατελεσφόρητη, χρησιμοποιούσαν δωροδοκία, και κατόπιν το θύμα ετίθετο σε βασανισμό, στον οποίον «εχρησιμοποιείτο κάθε είδος ωμότητος για να καταβληθή αυτή η άκαμπτη και, όπως εφαίνετο στους Ειδωλολάτρας, εγκληματική ισχυρογνωμοσύνη.»6 Ενώ η επίσημη αυτή ενέργεια συνεχίζετο επί πολλά έτη, δεν πρέπει να υποτεθή ότι όλες τις περιπτώσεις εχειρίζοντο τα δικαστήρια και ότι ησκείτο πλήρης συγκράτησις των ιερέων, οι οποίοι ήθελαν να καταθλίψουν τους Χριστιανούς. Τουναντίον, στα δημόσια αγωνίσματα κατώρθωναν ακόμη και να διεγείρουν τα πλήθη ν’ απαιτούν τη θανάτωσι των Χριστιανών. Επίσης, «ήταν στην εξουσία των προέδρων το να διώκουν τους Χριστιανούς ατιμωρητί όποτε ήθελαν.»4
Οι πιστοί Χριστιανοί διεκράτησαν σταθερά την ακεραιότητά των, ουδέτεροι στις υποθέσεις του κόσμου, υπακούοντας σε όλους τους καταλλήλους νόμους, αλλά επιφυλάσσοντας τη λατρεία των αποκλειστικά για τον Ιεχωβά Θεό. Η Ρώμη προώθησε το ζήτημα απαιτώντας να τεθή το κράτος υπεράνω του Θεού. Οι Χριστιανοί υπέκειντο στις ποινές της ιεροσυλίας και της εσχάτης προδοσίας, ιεροσυλίας λόγω αρνήσεως λατρείας των θεών του κράτους, και εσχάτης προδοσίας λόγω αρνήσεώς των να λατρεύσουν τη μεγαλοφυΐα του Αυτοκράτορος—στον οποίον ήταν ενσωματωμένο το μεγαλείο του κράτους—με τις εθιμοτυπικές προσφορές οίνου και θυμιάματος.»5 Αλλ’ οι Χριστιανοί, με πλήρη εμπιστοσύνη στον Ιεχωβά Θεό που κρατεί τη δύναμι της ζωής, εδήλωσαν σταθερά: «Πρέπει να πειθαρχώμεν εις τον Θεόν μάλλον παρά εις τους ανθρώπους.» (Πράξ. 5:29) Οι αληθινοί Χριστιανοί, επειδή δεν αποτελούν μέρος του κόσμου, μισούνται από τον κόσμο. Επειδή όμως διακρατούν ακεραιότητα στον Ζώντα Θεό, αυτός θα δείξη την αγάπη του σ’ αυτούς δίνοντάς τους αιωνιότητα ζωής στην οποία να τον υπηρετούν.
ΠΑΡΑΠΟΜΠΕΣ
1 Τα Μεγάλα Γεγονότα από Φημισμένους Ιστορικούς, Τόμος 3 Φ. Π. Γ. Γκιζώ, σελίς 246· Φ. Γ. Φαρράρ, σελίς 142.
2 Στο Δρόμο προς τον Πολιτισμό, μια Παγκόσμια Ιστορία, 1937, Χέκελ και Σίγκμαν, σελίδες 237, 238.
3 Η Ιστορία της Χριστιανοσύνης, υπό Ι. Σ. Κ. Άμποτ, σελίδες 238, 239, 255, 256.
4 Μοσχάιμ, Θεσπίσματα Εκκλησιαστικής Ιστορίας, Δωδεκάτη Έκδοσις, σελίδες 55-57.
5 Η Χριστιανοσύνη και η Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία, υπό Γ. Ε. Άντις, σελίδες 54, 55, 59, 69.
6 Ιστορία της Χριστιανοσύνης, υπό Έντουαρντ Γκίμπων, σελίδες 233-235.,
7 Βιβλιοθήκη Γραφικής και Θεολογικής Φιλολογίας, Ιστορία της Χριστιανικής Εκκλησίας, υπό Γ. Κρουξ και Ι. Χουρστ, σελίδες 165 - 168.