Δεν Υπάρχουν Δικαιολογίες για τον Προδότη!
Σήμερα πολλοί θεωριολογούν για την τύχη τον Ιούδα. Αλλά δεν είναι ανάγκη να γίνεται αυτό, λόγω της ρητής μαρτυρίας της Γραφής, όπως δείχνουν τα κατωτέρω.
ΟΤΑΝ γεννήθηκε ένα αρσενικό βρέφος στον Σίμωνα Ισκαριώτη και τη σύζυγο του, από το Ιουδαϊκό χωρίο Κιριώθ στην αρχή της μ.Χ. χρονολογίας, αυτοί είχαν μεγάλες ελπίδες για το παιδί τους. Ως θεοφοβούμενοι γονείς το ωνόμασαν «Ιούδας», που σημαίνει «Αινούμενος». Τόσο πολύ, όμως, ο Ιούδας υστέρησε από τις προσδοκίες των, ώστε από τότε γονείς, που εγνώρισαν τα της ζωής του, ουδέποτε διελογίσθησαν να ονομάσουν ένα γυιο τους Ιούδα.
Ωστόσο ο Ιούδας έχει πολλούς, οι οποίοι προβάλλουν δικαιολογίες γι’ αυτόν. Χαρακτηριστικό της γνώμης που διακρατείται από πολλούς καθ’ ομολογίαν Χριστιανούς είναι αυτό που βρίσκεται στη Βίβλο του Μεταφραστού. Στο κατά Ιωάννην 18:2 αναφέρει για το «Μυστήριον του Ιούδα» και προχωρεί για να πη ότι «σ’ αυτό το σημείο το Τέταρτο Ευαγγέλιο . . . δεν ικανοποιεί, ιδιαίτερα σχετικά με τον Ιούδα. . . . Δεν υπάρχει ούτε μισή ελπίδα γι’ αυτόν μέσα στην αφόρητη φρίκη του ανθρώπου για τον εαυτό του και την πράξι του;» «Η αγάπη του Χριστού είναι πολύ θαυμαστή. Η δε πείρα μου γι’ αυτήν με κάνει ακόμη να διατρέφω ελπίδες για τον Ιούδα—και για μένα.»—Τόμ. Η΄, σελ. 754-757.
Είναι αληθές ότι το έλεος είναι αρετή, την οποία πρέπει όλοι να την έχωμε και να την δείχνωμε αν θέλωμε να λάβωμε έλεος. (Ματθ. 5:7) Αλλ’ εφόσον ο Ιησούς εχαρακτήρισε τον Ιούδα ‘υιόν της απωλείας,’ και είπε γι’ αυτόν, «καλόν ήτο εις τον άνθρωπον εκείνον, αν δεν ήθελε γεννηθή,» μπορούμε να δικαιολογήσουμε τον Ιούδα; Όχι, δεν μπορούμε, και αν ακόμη χρειαζώμεθα έλεος εμείς οι ίδιοι. Ο Ιησούς, που εννοούσε τις καρδιές των ανθρώπων καλύτερα από κάθε άλλον άνθρωπο που υπήρξε ποτέ στη γη, λύει το ζήτημα για όλους όσοι πιστεύουν στη θεοπνευστία της Γραφής. Μια προσεκτική εξέτασις της μαρτυρίας της θ’ αποκαλύψη ότι ο Ιούδας δεν θέτει κανένα μυστήριο.—Ιωάν. 17:12· Ματθ. 26:24.
Είναι ενδιαφέρον το ότι ο Ιούδας ο Ισκαριώτης φαίνεται ότι ήταν ο μόνος από τους δώδεκα αποστόλους που δεν κατήγετο από τη Γαλιλαία· ήταν Ιουδαίος. Στην εποχή του η Παλαιστίνη απετελείτο από την Ιουδαία, τη Γαλιλαία και τη Σαμάρεια. Οι Ιουδαίοι υπέβλεπαν τους Γαλιλαίους, αμφότεροι δε υπέβλεπαν περισσότερο ακόμη τους Σαμαρείτας. Επίσης, οι Γαλιλαίοι είχαν μια μάλλον ακαλλιέργητη διάλεκτο ή προφορά. Γι’ αυτό, μερικοί αμφέβαλλαν για τις αρνήσεις του Πέτρου για τον Ιησούν, διότι η προφορά του τον επρόδιδε ως Γαλιλαίον. Είναι πολύ πιθανόν, λοιπόν, ότι ο Ιούδας θεωρούσε τον εαυτό του καλύτερον από τους άλλους. Το ότι δ’ έγινε και ταμίας μπορεί, επίσης, να υπονοή ότι είχε μια καλύτερη εκπαίδευσι από τους υπολοίπους.—Ματθ. 26:73· Λουκ. 22:59.
Εν τούτοις, ενώ αυτά τα γεγονότα μπορεί να ρίχνουν φως στις διαθέσεις του Ιούδα, δεν δικαιολογούν το να γίνη αυτός ένας προδότης. Οι συγγραφείς των Ευαγγελίων, βέβαια, δεν του αποδίδουν δικαιολογία. Ο Ματθαίος και ο Μάρκος, παραθέτοντας τους δώδεκα αποστόλους, όχι μόνο τελευταίο θέτουν τον Ιούδα, αλλά και προσθέτουν τη φράσι «όστις και παρέδωκεν αυτόν»· ενώ ο Λουκάς το ισχυροποιεί περισσότερο και λέγει «όστις και έγεινε προδότης». Πραγματικά, η δίκαιη αγανάκτησίς των είναι προφανής σε κάθε σχεδόν μνεία που κάνουν γι’ αυτόν.—Ματθ. 10:4· Μάρκ. 3:19· Λουκ. 6:16.
Ο ΙΟΥΔΑΣ ΕΧΕΙΡΟΤΕΡΕΥΕ ΒΑΘΜΙΑΙΩΣ
Ούτε ο Ιησούς εξέφρασε οποιαδήποτε δικαιολογία για τον Ιούδα. Εκτός από τις ανωτέρω, οι μόνες άλλες περιπτώσεις όπου γίνεται μνεία για τον Ιούδα στις αφηγήσεις των Ευαγγελίων, ως την τελευταία εβδομάδα της επιγείου διακονίας του Ιησού, είναι οι αυστηροί λόγοι του Ιησού περί καταδίκης του Ιούδα, όπως αναγράφονται στον Ιωάν. 6:64, 70. «Ήξευρεν εξ αρχής ο Ιησούς, τίνες είναι οι μη πιστεύοντες, και τις είναι ο μέλλων να παραδώση αυτόν.» Όχι ότι ο Ιησούς εσκεμμένως εξέλεξε ένα προδότη, αυτό είναι εντελώς αδιανόητο, αλλά μάλλον ότι μόλις η καρδία του Ιούδα άρχισε να γίνεται κακή, ο Ιησούς το διέγνωσε αυτό. Σχετικά με το ίδιο πράγμα, ο Ιησούς είπε επίσης: «Δεν εξέλεξα εγώ εσάς τους δώδεκα, και είς από σας είναι διάβολος;» Αναμφιβόλως ο Ιούδας κατάλαβε τη δύναμι αυτών των λόγων, έστω κι αν οι λοιποί δεν μπόρεσαν να την καταλάβουν.
Προφανώς, ο Ιούδας, από μέρα σε μέρα, ζούσε με το ψεύδος. Στην αρχή της κλήσεως του έχαιρε με τ’ αγαθά νέα της Βασιλείας που εκήρυττε ο Ιησούς. Όπως δε και οι άλλοι, απέβλεπε κι αυτός σε μια επίγεια βασιλεία. Αλλά σ’ αυτή την περίπτωσι, μέσα στον αγώνα μεταξύ αγάπης της δικαιοσύνης και αγάπης του ιδιοτελούς κέρδους, η αγάπη του ιδιοτελούς κέρδους υπερίσχυσε. Διαπιστώνοντας ο Ιούδας ότι το ν’ ακολουθήση τον Ιησούν ήταν μια στενή και τεθλιμμένη οδός αυταπαρνήσεως, άρχισε να διαπράτη απάτες. Ηρνείτο να πληρώση το τίμημα αλλ’ αντημείβετο από το κοινό ταμείο που του ήταν εμπιστευμένο, γι’ αυτόν δε τον λόγον ο Ιωάννης απερίφραστα τον χαρακτηρίζει ως κλέφτη. Οι προειδοποιήσεις του Ιησού περί πλεονεξίας και αγάπης του χρήματος προσέκρουσαν σε αυτιά κωφού όσον αφορά τον Ιούδα. Ούτε διέκρινε ο Ιούδας τίποτα το ασυνεπές στο να οικειοποιήται χρήμα από το κοινόν ταμείον, το οποίον χρήμα εισεφέρετο από εκτίμησι προς τις πνευματικές και φυσικές θεραπείες που ελαμβάνοντο, ενώ συγχρόνως ο Ιησούς ο Κύριος του ‘δεν είχε πού να κλίνη την κεφαλήν.’ Σ’ αυτό ο Ιούδας μπορεί να παρομοιωθή με τον Γιεζεί, τον υπηρέτη του Ελισσαιέ, ο οποίος επεδίωξε να κερδίση από τη θεραπεία που έκαμε ο κύριος του στον Νεεμάν, και ο οποίος επατάχθη με λέπραν. Η ιδιοτέλεια του Ιούδα τον έκαμε να παταχθή με ανίατη πνευματική λέπρα, με εκούσια αμαρτία.—Ματθ. 8:20· 2 Βασ. 5:1-27· Εβρ. 10:26-29.
Αλλά «δεν υπάρχει κρυπτόν, το οποίον δεν θέλει γείνει φανερόν· ουδέ απόκρυφον, το οποίον δεν θέλει γείνει γνωστόν.» Κι έτσι οι περιστάσεις τελικά διεσαφήνισαν σε όλους ότι μολονότι ο Ιούδας συνανεστρέφετο τον Ιησούν και τους αποστόλους του, κατά την καρδίαν δεν ήταν ένας απ’ αυτούς. Ήταν πάσχα του έτους 33 μ.Χ., «είχον δε δώσει προσταγήν και οι αρχιερείς και οι Φαρισαίοι, εάν τις μάθη πού είναι, να μηνύση, δια να πιάσωσιν αυτόν.» (Λουκ. 8:17· Ιωάν. 11:57) Ο Ιησούς και οι μαθηταί του εφιλοξενούντο στην οικίαν Σίμωνος του λεπρού, οπότε η Μαρία, η αδελφή του Λαζάρου και η Μάρθα, ήλθαν και η Μαρία, αφού έλαβε «μίαν λίτραν μύρου νάρδου καθαράς πολυτίμου, ήλειψε τους πόδας του Ιησού, και με τας τρίχας αυτής εσπόγγισε τους πόδας αυτού.» Από τις αφηγήσεις του Ματθαίου και του Μάρκου διαφαίνεται ότι επέχυσε το μύρον αυτό και στην κεφαλήν του Ιησού.—Ιωάν. 12:1-3.
Αυτό όμως ήταν πάρα πολύ για τον πλεονέκτη, ανειλικρινή και στερούμενον αγάπης Ιούδα. Όπως προχωρεί η αφήγησις και λέγει: «Λέγει λοιπόν είς εκ των μαθητών αυτού, ο Ιούδας Σίμωνος ο Ισκαριώτης, όστις έμελλε να παραδώση αυτόν, Δια τι τούτο το μύρον δεν επωλήθη τριακόσια δηνάρια, και εδόθη εις τους πτωχούς; Είπε δε τούτο, όχι διότι έμελεν αυτόν περί των πτωχών, αλλά διότι ήτο κλέπτης, και είχε το γλωσσόκομον, και εβάσταζε το βαλλόμενα εις αυτό. Είπε λοιπόν ο Ιησούς, Άφες αυτήν· εις την ημέραν του ενταφιασμού μου εφύλαξεν αυτό. Διότι τους πτωχούς πάντοτε έχετε μεθ’ εαυτών, εμέ όμως πάντοτε δεν έχετε.»—Ιωάν. 12:4-8.
Ενώ ο Ματθαίος και ά Μάρκος υπονοούν άλλα σ’ αυτή την αντίρρησι, από την αφήγησι του Ιωάννου φαίνεται ότι αυτοί απλώς συνεφώνησαν με τον Ιούδα στο ότι ενόμισαν πώς ήταν ένα λογικό σημείο, χωρίς να υποπτευθούν καμμιά υστεροβουλία. Η νύξις αυτής της επιτιμήσεως με το να κάμη μια φαινομενικά λογική αντίρρησι, όπως σημειώνεται από άλλους που την συμμερίζονται, έκαμε τον Ιούδα ν’ αφήση την πικρία, το μίσος και τον Διάβολο τον ίδιο να μπουν στην καρδιά του. «Τότε, όπως μας λέγει ο Ματθαίος, «υπήγεν. . . . ο Ιούδας Ισκαριώτης προς τους αρχιερείς, και είπε, Τι θέλετε να μοι δώσητε, και εγώ θέλω σας παραδώσει αυτόν; Και εκείνοι έδωκαν εις αυτόν τριάκοντα αργύρια. Και από τότε εζήτει ευκαιρίαν δια να παραδώση αυτόν.»—Ματθ. 26:14-16· Μάρκ. 14:3-11.
Ο ρόλος τον οποίον έπαιξε η απληστία στην πορεία του Ιούδα θα εκτιμηθή καλύτερα αν σημειώσωμε τι ακριβώς ενυπήρχε στο ζήτημα των αξιών. Είναι αληθές ότι τα τριάντα αργύρια ή σίκλοι, το τίμημα ενός δούλου, μπορεί να έφθαναν στο μικρό ποσόν των 360 δραχμών (Έξοδ. 21:32) Τα δε 300 δηνάρια συμποσούνται σε 1.530 δραχμές. Αλλά στην εποχή του Ιησού ένα δηνάριο, κατά τα Ερμηνευτικά Σχόλια του Κλαρκ, ήταν ένα μέσον ποσόν ημερομισθίου. Μ’ αυτόν τον υπολογισμό, το ποσόν που έλαβε ο Ιούδας ανήρχετο σε δυόμισυ μηνών ημερομίσθια, ενώ το πολύτιμο μύρον αντιπροσώπευε μισθόν ολοκλήρου έτους, αν ληφθή υπ’ όψιν ότι δεν ειργάζοντο το σάββατον ή τις εορτάσιμες ημέρες.—Ματθ. 20:2.
Περαιτέρω ενδεικτικόν του βάθους της φαυλότητος του Ιούδα είναι το ότι μπόρεσε να συναντηθή με τους δώδεκα για να συνεορτάση το ετήσιο πάσχα, προσποιούμενος υποκριτικά ότι μπαίνει μέσα στο πνεύμα της εορτής, όπως έκαμαν και οι λοιποί. Σημειώστε επίσης το θράσος του εκείνο το βράδυ να ρωτήση, μετά την αναγγελία του Ιησού ότι ένας απ’ αυτούς θα τον επρόδιδε: «Μήπως εγώ είμαι. Ραββί;» Η απάντησις του Ιησού, «Συ είπας,» μπορεί να φάνηκε συγκαλυμμένη στους λοιπούς, αλλ’ ασφαλώς ά Ιούδας συνέλαβε το πλήρες νόημά της, καθώς και το νόημα των άλλων παρατηρήσεων του Ιησού προς αυτόν, «Ό,τι κάμνεις, κάμε ταχύτερον.»—Ματθ. 26:25· Ιωάν. 13:21-30.
Ο Ιησούς, αφού απέλυσε τον Ιούδα ως ανάξιον να παρευρίσκεται, εγκαινίασε την ανάμνησι του θανάτου του, ή «δείπνον του Κυρίου,» όπως κοινότερα λέγεται. Μετά το γεύμα εκείνο και την αποχαιρετιστήριο συμβουλή του σ’ αυτούς, ο Ιησούς και οι ένδεκα βγήκαν στον κήπο της Γεθσημανή, όπου προσηυχήθη ο Ιησούς. Μετά από λίγη ώρα, ο Ιούδας «ήλθε· και μετ’ αυτού όχλος πολύς μετά μαχαιρών και ξύλων, παρά των αρχιερέων και πρεσβυτέρων του λαού. Και ευθύς πλησιάσας προς τον Ιησούν, είπε, Χαίρε, Ραββί· και κατεφίλησεν αυτόν. Ο δε Ιησούς είπε προς αυτόν, Φίλε, δια τι ήλθες» «Ιούδα, με φίλημα παραδίδεις τον Υιόν του ανθρώπου;»—Ματθ. 26:47, 49, 50· Λουκ. 22:48.
ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΑΞΙΟΣ ΟΙΚΤΟΥ
Ένας φονεύς μπορεί να φονεύση ψύχραιμα, και κατόπιν, βλέποντας τ’ αποτελέσματα του εγκλήματός του, να αισθανθή τύψιν συνειδήσεως Αυτό συνέβη με τον Ιούδα. Η πράξις του δεν ήταν πράξις που έγινε σε μια ώθησι της στιγμής λόγω πιέσεως και σαρκικής αδυναμίας, όπως ήταν η περίπτωσις του Πέτρου που αρνήθηκε τρεις φορές τον Κύριό του. Όχι, ο Ιούδας ενέκλειε κακεντρέχεια, υπερηφάνεια, υποκρισία, δολοπλοκία κι εμμονή σε μια προαποφασισμένη πορεία. Είναι, επίσης, ανάγκη να έχωμε υπ’ όψιν ότι λόγω της κακής καταστάσεως της καρδιάς του, ο Σατανάς μπόρεσε να μπη μέσα του και να τον υποκινήση. Το ότι κατόπιν ησθάνθη τύψεις συνειδήσεως λόγω του βάρους της ενοχής του ή της ποινής αυτής δεν τον δικαιολογεί. Σαν τον Ησαύ, ματαίως έχυσε δάκρυα. Ο ίδιος κατενόησε αυτό το γεγονός, κι επειδή δεν μπορούσε πια να ζήση με τον εαυτό του ηυτοκτόνησε, ομολογώντας την ηθική χρεωκοπία του. Αναγινώσκομε λοιπόν τα εξής: «Τότε ιδών Ιούδας ο παραδόσας αυτόν, ότι κατεδικάσθη, μεταμεληθείς επέστρεψε τα τριάκοντα αργύρια.» Αφού οι ιερείς αρνήθηκαν να λάβουν τα χρήματα, τότε ο Ιούδας «ρίψας τα αργύρια εν τω ναώ, ανεχώρησε· και απελθών εκρεμάσθη.»—Ματθ. 27:3-10.
Ας σημειωθή ενταύθα ότι ενώ οι κριτικοί της Βίβλου υπολογίζουν πολύ το γεγονός ότι η ανωτέρω αφήγησις του Ματθαίου διαφέρει από ό,τι είπε ο Πέτρος για τον Ιούδα ότι «πεσών πρόμυττα εσχίσθη εις τα μέσον, και εξεχύθησαν όλα τα εντόσθια αυτού,» αυτά δεν αντιφάσκουν μεταξύ των. Διετυπώθη η γνώμη ότι ο Ιούδας κρεμάσθηκε από ένα δένδρο πάνω από ένα βραχώδες έδαφος. Επειδή έσπασε το σχοινί ή το κλαδί, τα τέλος του Ιούδα θα ήταν ακριβώς όπως περιγράφεται από τον Πέτρο.—Πράξ. 1:16-18.
Τα γεγονότα, λοιπόν, όπως αναγράφονται στις Γραφές, μας βοηθούν να καταλάβωμε γιατί ο Ιησούς εχαρακτήρισε τον Ιούδαν ως ‘υιόν της απωλείας’ και γιατί είπε γι’ αυτόν ότι «καλόν ήτο εις τον άνθρωπον εκείνον, αν δεν ήθελε γεννηθή.» Δεν υπάρχει δικαιολογία για να θεωριολογήσωμε γύρω από τα «μυστήριον του Ιούδα»· το να προσπαθήσωμε δε να βρούμε ελαφρυντικά γι’ αυτόν θα μας ωδηγούσε στη διπλή παγίδα της αποστασίας και της αφροντισίας.
Αφού η Θεία κρίσις αφαιρεί την ελπίδα στην περίπτωσι του Ιούδα, αποτελεί ανταρσίαν από μέρους μας να του αποδώσωμε συμπάθεια. Αυτόν τον κανόνα ο Θεός κατ’ επανάληψιν εδήλωσε στην πολιτεία του με τον λαό Ισραήλ. Έτσι, όταν οι Ναδάβ και Αβιούδ εθανατώθησαν από τον Ιεχωβά επειδή προσέφεραν αθέμιτον πυρ, ο Ιεχωβά προειδοποίησε ότι ο Ααρών και οι λοιποί γυιοι του δεν έπρεπε να πενθήσουν γι’ αυτούς. Όταν ο Σαμουήλ επένθησε για την απόρριψι του Σαούλ ως βασιλέως, ο Θεός τον επετίμησε γι’ αυτό. Επανειλημμένως δε αναγινώσκομε ότι ελέχθη στον Ιερεμία για τον εκούσια πονηρό του λαό: «Συ μη προσεύχου υπέρ του λαού τούτου, και μη ύψονε φωνήν ή δέησιν υπέρ αυτών μηδέ μεσίτευε προς εμέ· διότι δεν θέλω σου εισακούσει.» Η στάσις μας πάντοτε πρέπει να είναι αυτή: «Μεγάλα και θαυμαστά τα έργα σου, Ιεχωβά Θεέ Παντοκράτωρ· δίκαιαι και αληθιναί αι οδοί σου, βασιλεύ των αγίων.»—Ιερεμ. 7:16· Αποκάλ. 15:3, ΜΝΚ.
Το να τρέφωμε εμείς ελπίδες για τον Ιούδα θα μας ενεθάρρυνε να γίνωμε απρόσεκτοι. Αν υπάρχη ελπίδα για τον αρχιπροδότη, τον προδότη του Υιού του Θεού, θα υπάρξη ελπίδα και για μας άσχετα με το τι μπορεί να κάνωμε, αφού εμείς απλώς δεν θα μπορούσαμε να κατεβούμε τόσο χαμηλά, επειδή ο Υιός του Θεού ποτέ πια δεν θα έλθη στη γη ως άνθρωπος. Αλλ’ όχι, πρέπει να κατανοήσωμε ότι ο Ιούδας πρέπει να ξεκίνησε ορθά, αλλιώς ο Ιησούς δεν θα τον εξέλεγε. Αλλ’ επέτρεψε στην ιδιοτέλεια να υπερισχύση και τελικά παρεδόθη στον Διάβολο. Τα τέλος του λοιπόν μας κάνει κατ’ ανάγκην να εννοήσωμε τη συμβουλή που βρίσκεται στις Παροιμίες 4:23: «Μετά πάσης φυλάξεως φύλαττε την καρδίαν σου· διότι εκ ταύτης προέρχονται αι εκβάσεις της ζωής.»