Επιθυμητές Τάσεις—Χριστιανική Υποταγή
«Υπακούετε . . . εκπληρούντες το θέλημα του Θεού εκ ψυχής.»—Εφεσ. 6:5, 6.
1. Πώς καταδεικνύεται τελεία υποταγή από το παράδειγμα που έδωσε ο Ιησούς;
ΟΤΑΝ ανασκοπούμε τα τραγικά αποτελέσματα του καθορισμού της πορείας του ανθρώπου στη ζωή του από τον ίδιον τον εαυτό του, συμπεραίνομε ότι ένα άλλο υπόδειγμα πρέπει να εκλεγή που έχει διαρκή οφέλη. Αντί να ενεργή κανείς σύμφωνα με τις παρορμήσεις του, γιατί να μην εξετάση την ανιδιοτελή εισήγησι που γίνεται στα λόγια του Ιησού τα σχετικά με τις δύο μεγάλες εντολές; Ο Ιησούς είπε: «“Θέλεις αγαπά Ιεχωβά τον Θεόν σου εξ όλης της καρδίας σου, και εξ όλης της ψυχής σου, και εξ όλης της διανοίας σου.” Αύτη είναι πρώτη και μεγάλη εντολή. Δευτέρα δε ομοία αυτής, “Θέλεις αγαπά τον πλησίον σου ως σεαυτόν”.» Τα λόγια αυτά, αντί να δίδουν ελευθερία εκλογής περιορίζουν στο έπακρον την πορεία ενεργείας που θα μπορούσε να ευαρεστή τον Ιεχωβά. Η εντολή αυτή αποκλείει τελείως την αυτοεκλογή. Πραγματικά, αυτά τα λόγια βγάζουν έξω από τη ζωή ενός ατόμου κάθε άλλη επιθυμία από εκείνην της τελείας υπακοής και υποταγής στον Ιεχωβά.—Ματθ. 22:37, 38.
2, 3. (α) Τι σημαίνει αφιέρωσις; (β) Από ποια δουλεία έχει ελευθερωθή ένας Χριστιανός; (γ) Ποια δουλεία είναι επιθυμητή;
2 Αυτό ήταν το σχεδιάγραμμα της ζωής για τον Ιησούν και τους ακολούθους του. Όταν, δι’ εκλογής, ένας Χριστιανός αφιερώνη τη ζωή του στον Ιεχωβά Θεό, υπόσχεται ότι θ’ ακολουθή τα ίχνη που εχάραξε ο Κύριος Δούλος· πραγματικά, αυτό σημαίνει ότι το άτομο θα είναι δούλος του Κυρίου του. Αλλά, κατόπιν, αναλύοντας το ζήτημα, θα βρούμε ότι ένα άτομο θα είναι δούλος ή σκλάβος ενός κυρίου ή ενός άλλου, καθώς μας λέγει ο Παύλος στην προς Ρωμαίους επιστολή 6:16: «Δεν εξεύρετε ότι εις όντινα παριστάνετε εαυτούς δούλους προς υπακοήν, είσθε δούλοι εκείνου εις τον οποίον υπακούετε, ή της αμαρτίας προς θάνατον, ή της υπακοής προς δικαιοσύνην;» Κατόπιν ο Παύλος αναφωνεί: «Χάρις όμως εις τον Θεόν, διότι υπήρχετε δούλοι της αμαρτίας, πλην υπηκούσατε εκ καρδίας εις τον τύπον της διδαχής εις τον οποίον παρεδόθητε. Ελευθερωθέντες δε από της αμαρτίας, εδουλώθητε εις την δικαιοσύνην. . . . ούτω τώρα παραστήσατε τα μέλη σας δούλα εις την δικαιοσύνην προς αγιασμόν.» (Εδάφια 17-19) Αυτά τα λόγια δεν αφήνουν άλλη εκλογή για τον αληθινό Χριστιανό παρά το να διαμορφώση τη ζωή του ως δούλος των επιθυμιών του Κυρίου του. Φυσικά, μια τέτοια δίκαιη πορεία δείχνει ότι ο Ιεχωβά είναι ο Κύριος, στον οποίον εκλέγει κανείς ν’ αποδώση υπακοή και πιστή υπηρεσία. Η θέσις της δουλείας αναφέρεται κατάλληλα από τον Παύλο στην προς Εφεσίους επιστολή 6:5, 6 (ΜΝΚ): «Οι δούλοι, υπακούετε εις τους . . . κυρίους σας . . . ως δούλοι του Χριστού· εκπληρούντες το θέλημα του Θεού εκ ψυχής, μετ’ ευνοίας δουλεύοντες ως εις τον Ιεχωβά, και ουχί εις ανθρώπους.» Η ανταμοιβή για μια τέτοια πορεία περιγράφεται για μας στην προς Κολοσσαείς επιστολή 3:24 (ΜΝΚ) με τα εξής λόγια: «Εξεύροντες ότι από του Ιεχωβά θέλετε λάβει την ανταπόδοσιν της κληρονομίας· διότι εις τον Κύριον Χριστόν δουλεύετε.»
3 Όταν σκέπτεται κανείς ότι έχει την ευκαιρία να διαφύγη από τη δουλεία στον «θεόν του κόσμου τούτου» και από τη δουλεία στον εαυτό του, μεγάλη ευτυχία είναι η μερίδα εκείνων που θ’ ανταποκριθούν στην πρόσκλησι να είναι «δούλοι του Χριστού», και ν’ αποδίδουν ‘ιερή υπηρεσία’ στον Ιεχωβά.—Αποκάλ. 22:3.
ΑΞΙΟΠΙΣΤΟΙ ΔΟΥΛΟΙ
4, 5. Πώς μπορεί ένας κύριος να δοκιμάση την πιστότητα των δούλων του, και ποια ανταμοιβή δίδεται στον εργάτην; Στον οκνηρόν;
4 Οι δούλοι συχνά δοκιμάζονται από τον κύριό των για να προσδιορισθή η ικανότης και η πιστότης. Αυτό διευκρινίζεται καλά για μας στην παραβολή που ένας άνθρωπος επρόκειτο να ταξιδέψη μακριά. Συνήθροισε τους δούλους του μπροστά του και τους έδωσε διάφορα ποσά ταλάντων σ’ έναν πέντε, σε άλλον δύο, και σ’ έναν άλλον ακόμη μόνο ένα. Αφού πέρασε αρκετός καιρός, ο κύριος επέστρεψε και ζήτησε λογαριασμό του τι είχε κάμει κάθε δούλος με τα τάλαντα που του είχαν δοθή. Εκείνος που έλαβε πέντε τάλαντα είχε κερδίσει πέντε και αντημείφθη με το να λάβη ακόμη περισσότερη ευθύνη, λόγω πιστής υπηρεσίας. Το ίδιο ήταν επίσης αληθινό για κείνον που του είχαν δοθή δύο τάλαντα· αυτός, ομοίως, ανταπεκρίθη ευμενώς και επωφελώς. Σ’ αυτόν, λοιπόν, που είχε λάβει δύο τάλαντα ο κύριος είπε, αφού έδειξε ότι είχε κερδίσει δύο πρόσθετα τάλαντα: «Εύγε, δούλε αγαθέ και πιστέ· εις τα ολίγα εστάθης πιστός, επί πολλών θέλω σε καταστήσει· είσελθε εις την χαράν του κυρίου σου.»
5 Αλλά τι έγινε με τον δούλον που είχε λάβει μόνο ένα τάλαντο; Αυτός, αντί να χρησιμοποιήση το τάλαντο στην υπηρεσία του κυρίου του, έκρυψε το τάλαντο. Όταν επέστρεψε ο κύριος, ο δούλος επέστρεψε το ένα τάλαντο στον κύριό του, αλλά δεν είχε τίποτε περισσότερο να δείξη σ’ αυτόν. Η απάντησις σ’ αυτή την περίπτωσι ήταν: «Πονηρέ δούλε και οκνηρέ, ήξευρες ότι θερίζω όπου δεν έσπειρα, και συνάγω όπου δεν διεσκόρπισα· έπρεπε λοιπόν να βάλης το αργύριόν μου εις τους τραπεζίτας· και ελθών εγώ, ήθελον λάβει το εμόν μετά τόκου. Λάβετε λοιπόν απ’ αυτού το τάλαντον, και δότε εις τον έχοντα τα δέκα τάλαντα. Διότι εις πάντα τον έχοντα θέλει δοθή, και περισσευθή· από δε του μη έχοντος, και εκείνο το οποίον έχει, θέλει αφαιρεθή απ’ αυτού. Και τον αχρείον δούλον ρίψατε εις το σκότος το εξώτερον.» Έχοντας αυτή την εικόνα υπ’ όψιν, ένας αληθινός δούλος δεν πρέπει να δοκιμάση καμμιά δυσκολία στο να λάβη την κατάλληλη απόφασι. Θα υποταχθή τελείως και αμετακλήτως στην υπηρεσία του Κυρίου του. Ευλογημένη και ευτυχής θα είναι η μερίδα των δούλων εκείνων του Χριστού Ιησού, επειδή οι ευλογίες του Πατρός θα περιλαμβάνουν την κληρονομία της βασιλείας που έχει προορισθή για τέτοιους πιστούς δούλους. Το να δουλεύη κανείς αυτόν τον δίκαιον Κύριον μπορεί να είναι μια ευτυχισμένη και επιθυμητή θέσις, ακόμη και για τα «άλλα πρόβατά» του.—Ματθ. 25:14-30· Λουκ. 12:32· Ματθ. 25:34.
6. Πώς μπορεί ένας δούλος να συμμερισθή ευτυχία;
6 Γι’ αυτό ακριβώς οι μάρτυρες του Ιεχωβά είναι ευτυχισμένος λαός τώρα. Αναγνωρίζουν ότι βρίσκονται σε σχέσι διαθήκης με τον Ιεχωβά και ότι υπεσχέθησαν υποταγή σε κάθε του εντολή. Αντί να κυττάζουν πώς τα δεσμευτικά όρια που τους εδόθησαν ως δούλους μπορούν να εκταθούν για να ταιριάζουν στις προσωπικές των επιθυμίες, λέγουν: ‘Πώς μπορώ να συμμορφώσω την πορεία της ενεργείας μου για να είναι απόλυτα βέβαιο ότι βρίσκομαι μέσα στους περιορισμούς που ετέθησαν από τον Κύριον;’
7. Ποια άμεση ανταμοιβή δίδεται σ’ εκείνους που ανταποκρίνονται ευνοϊκά στα λόγια του Κυρίου; Σ’ εκείνους που αρνούνται;
7 Εκείνοι που ακούουν τους λόγους της απελευθερώσεως από τη δουλεία του Σατανά θ’ ανταποκριθούν πρόθυμα για να μπορέσουν ν’ αποδώσουν στον Ιεχωβά πιστή, νομοταγή υπηρεσία και θα το πράττουν αυτό διαρκώς. Θα υπάρξη μια άμεση ανταμοιβή γι’ αυτούς, καθώς υπόσχεται ο Ιεχωβά, λέγοντας για τα «άλλα πρόβατά» του: «Δεν θέλουσι πεινάσει πλέον, ουδέ θέλουσι διψήσει πλέον, ουδέ θέλει πέσει επ’ αυτούς ο ήλιος, ουδέ κανέν καύμα· διότι το Αρνίον το αναμέσον του θρόνου θέλει ποιμάνει αυτούς, και οδηγήσει αυτούς εις ζώσας πηγάς υδάτων.» Η υπόσχεσις του Θεού είναι ότι θα εξαλείψη κάθε δάκρυ από τους οφθαλμούς των. Συλλογισθήτε, λοιπόν, αυτή την κατάστασι υποταγής σε αντίθεσι με την αθλία κατάστασι του μεγάλου στασιαστού Σατανά και των πονηρών αοράτων δαιμόνων του, των πονηρών επιγείων στοιχείων του και εκείνων που εξαπατώνται από όλα αυτά. Μέσω γνώσεως του λόγου του Θεού εξακριβώνομε το αγαθό και ευάρεστο και τέλειο θέλημα του Θεού, και κατόπιν ακολουθούμε τις οδηγίες ως ευπειθείς δούλοι του Κυρίου μας. Πράγματι, αν δεν το κάνωμε αυτό, θα είναι μια εκδήλωσις στασιασμού από μέρους μας και θα παρέλθωμε μαζί με αυτόν τον στασιαστικό, καταδικασμένο κόσμο, διότι και αυτός και οι επιθυμίες του παρέρχονται αλλά εκείνος που πράττει το θέλημα του Θεού μένει για πάντα. Η δίκαιη πορεία, απηλλαγμένη από στασιαστικές τάσεις, σημαίνει ζωή αιώνια για τους πιστούς, προθύμους δούλους.—Αποκάλ. 7:15-17· 1 Ιωάν. 2:17.