Φυτεύοντας και Ποτίζοντας τον Αγρόν του Θεού
Όπως αφηγείται ο ΟΤΤΟ ΕΣΤΕΛΜΑΝ
ΕΜΕΓΑΛΩΣΑ σ’ ένα μικρό αγρόκτημα της Βαυαρίας, στη νότιο Γερμανία. Ήταν πραγματική ευχαρίστησις να καλλιεργώ τη γη με άλογα, βόδια και μερικά μηχανήματα, αλλά, τότε, δεν είχα ιδέα ότι το έργον της ζωής μου θα ήταν το φύτευμα και πότισμα ενός διαφορετικού είδους αγρού.
Οι γονείς μου ήσαν Λουθηρανοί. Στο σπίτι μας είχαμε μια μεγάλη Αγία Γραφή, η οποία ποτέ δεν ανεγινώσκετο ούτε ηνοίγετο, παρά μόνο για να καταχωρούνται γεννήσεις, γάμοι, θάνατοι ή άλλα εξέχοντα γεγονότα. Επίσης είχαμε ένα προσευχητάριο, το οποίον η μητέρα μου ήθελε να διαβάζη σε ειδικές περιπτώσεις. Μολονότι παρακολουθούσα Κυριακό σχολείο και μια γεωργική σχολή, δεν έμαθα τίποτα για τους σκοπούς του Θεού.
Ήμουν δεκαεννέα ετών, όταν εξέσπασε ο Πρώτος Παγκόσμιος Πόλεμος. Μαζί με χιλιάδες άλλους αθώους νεαρούς άνδρες βρέθηκα κι εγώ σύντομα σε μαχητικό σχηματισμό στο μέτωπο του πολέμου. Καθόσον περνούσα μέσ’ από καμμένες, βομβαρδισμένες πόλεις και χωριά, μου κατέθλιβε την καρδιά να βλέπω ξαπλωμένα κατά μήκος των δημοσίων οδών πολλά άταφα πτώματα. Πόσο εθλιβόμουν για τα πολλά παιδιά, τις χήρες, τα μνηστευμένα κορίτσια, τις νύμφες του πολέμου, τους πατέρες και τις μητέρες, που μάταια ανέμεναν ειδήσεις από τους προσφιλείς των, οι οποίοι έκειντο νεκροί!
Στη διάρκεια μιας μάχης μου προξενήθηκαν τραύματα, που επέβαλαν την απομάκρυνσί μου από το μέτωπο του πολέμου επί ένα έτος σχεδόν. Ξαφνικά, στις 11 Νοεμβρίου 1918, ήλθαν τ’ αγαθά νέα: «Ο πόλεμος ετελείωσε!» Ο Αυτοκράτωρ Γουλιέλμος 2 κατέφυγε στην Ολλανδία. Επανάστασις στη Γερμανία! Και τώρα, οι Καθολικοί και οι Διαμαρτυρόμενοι ιερείς έπαυσαν να προσεύχωνται δημοσία, «Θεέ, προστάτευσε τον Γερμανόν Αυτοκράτορα και με την χάρι σου προστάτευσε το Γερμανικό Κράτος».
ΦΥΤΕΥΣΙΣ ΠΟΛΥΤΙΜΟΥ ΣΠΟΡΟΥ
Ένα απόγευμα του Νοεμβρίου του 1919, ένας εκπρόσωπος των Διεθνών Σπουδαστών της Γραφής, όπως ελέγοντο τότε οι μάρτυρες του Ιεχωβά, επεσκέφθη μια γειτονική οικογένεια, προσεκλήθην δε κι εγώ να πάω ν’ ακούσω την ομιλία του. Άκουσα προσεκτικά την πείρα του με τον ιερέα σε μια παρακείμενη πόλι, οπότε αυτός κι επτά μέλη της οικογενείας του εγκατέλειψαν τη Λουθηρανή Εκκλησία. Η τελική συμβουλή του κληρικού του ήταν: «Αλλά, Κε Γ. . . ., σεις κι η οικογένεια σας μπορείτε να διαβάζετε τα βιβλία του Ρώσσελ, αλλά δεν είναι ανάγκη να εγκαταλείψετε την εκκλησία μας. Γιατί να προξενήσετε μια τόσο μεγάλη αναταραχή;» Ο Σπουδαστής της Γραφής διέκρινε αμέσως την υποκριτική αυτή συμβουλή και παρητήθη.
Η πρώτη αυτή συνάντησις μ’ ένα μάρτυρα του Ιεχωβά μ’ έπεισε ότι υπάρχουν δύο διάφορες πλευρές του θρησκευτικού ζητήματος. Η μία είναι αλήθεια και ζωή· η άλλη, ψεύδη και θάνατος. Εδώ έγινε ένα θαύμα ‘διανοίξεως των οφθαλμών του τυφλού’ με τη σπορά του σπόρου της αληθείας της Βασιλείας. Από τότε άρχισα μια συστηματική μελέτη της Γραφής με τα βοηθήματα Γραφικής μελέτης της Εταιρίας Σκοπιά. Ενίοτε μελετούσα όλη τη νύχτα. Πολλά είχα να μάθω.
Στην πρώτη περιφερειακή συνέλευσι που παρακολούθησα, παρευρέθησαν χιλιάδες από τον λαό του Ιεχωβά. Άκουσα νεαρά παιδιά ν’ απαντούν σε Γραφικά ερωτήματα, στα οποία εγώ ακόμη δεν μπορούσα ν’ απαντήσω. Αυτή η σκηνή, μαζί μ’ εκείνη του ομαδικού βαπτίσματος, που έγινε την επόμενη μέρα, προεκάλεσαν στη διάνοια μου μια αλησμόνητη εντύπωσι.
ΚΑΡΠΟΦΟΡΙΑ
Σε απόστασι τεσσάρων ωρών ταξιδιού από τα σπίτι μου ήταν ένας διαγγελεύς των αγαθών νέων, ο οποίος εδέχθη να με πάρη μαζί του για πρώτη φορά στο έργον του κηρύγματος από σπίτι σε σπίτι. Στη συμφωνημένη ώρα και θέσι ανέμενα την άφιξί του. Η αμαξοστοιχία ήλθε, αλλ’ αυτός δεν ήλθε. Τώρα τι να έκανα εγώ; Μέσα στη σάκκα μου ήταν μια Αγία Γραφή και μερικά έντυπα. Μπροστά μου ήσαν λίγα σπίτια με κατοίκους. Το μόνο λογικό πράγμα για να κάμω ήταν να πάω και να εργασθώ έστω και χωρίς τον εκπαιδευτή μου.
Προσευχήθηκα με όλη μου την καρδιά στον Ιεχωβά, ο οποίος γνωρίζει πώς να ενδυναμώνη τους αδυνάτους, και σε λίγο χτυπούσα την πρώτη πόρτα. Τα χείλη μου έτρεμαν τόσο, ώστε ν’ αμφιβάλλω αν ο οικοδεσπότης κατάλαβε τίποτε απ’ όσα είπα. Αυτός εμουρμούρισε κάτι ακατάληπτο ως απάντησι, και μου έκλεισε την πόρτα κατά πρόσωπο. Τι να γίνη τώρα; Δεν πειράζει! Θα πάω στην επόμενη πόρτα.
Στην τρίτη πόρτα μια γυναίκα άκουσε προσεκτικά και τα μάτια της γέμισαν δάκρυα. Μου είπε ότι ο μοναχογυιός της εσκοτώθη στον πόλεμο και δεν είχε πια ελπίδα. Πόσο χάρηκα που μπόρεσα ν’ ανοίξω τη Γραφή μου στο κατά Ιωάννην 5:28, 29 και να της αναγνώσω την υπόσχεσι του Ιησού περί αναστάσεως. Κατόπιν της έδειξα την επεξήγησι που δίδεται στο βιβλίο Η Κιθάρα του Θεού. Εσπόγγισε τα δάκρυα της, το πρόσωπο της έλαμψε και με χαρά πήρε το βιβλίο, καταβάλλοντος το αντίτιμό του.
Ύστερ’ από τις πρώτες μου δύο ώρες δημοσίας μαρτυρίας, παρετήρησα κι ενθουσιάσθηκα βλέποντας τον εκπαιδευτή μου να περιφέρεται ανήσυχος με το ποδήλατο του. Έχασε το τραίνο, αλλ’ ωστόσο ετήρησε τον λόγο του. (Ίσαμε σήμερα υπηρετεί πιστά στο γραφείο του Τμήματος Αργεντινής της Εταιρίας.) Εδαπανήσαμε ακόμη μερικές ευτυχισμένες ώρες μαζί εκείνη την ημέρα, φυτεύοντας τον σπόρο της Βασιλείας και παρηγορώντας πολλούς άλλους, που πενθούσαν. Η εκτέλεσις του θελήματος του Ιεχωβά έφερε, μεγάλη ικανοποίησι. Στις 26 Δεκεμβρίου 1920, βαπτίσθηκα σε συμβολισμό της αποδοχής μου να πράττω πάντοτε το θέλημα του Ιεχωβά.
ΜΕΓΑΛΥΤΕΡΗ ΔΡΑΣΤΗΡΙΟΤΗΣ
Κατά το έτος 1924, υπήρχε μια μικρή ομάδα, η οποία περιελάμβανε σαράντα περίπου από μας, που εκάναμε συναθροίσεις στην πλησιέστερη πόλι προς το χωριό που κατοικούσα. Την άνοιξι του έτους εκείνου έλαβα μια απροσδόκητη πρόσκλησι από το τμήμα της Εταιρίας για ν’ αναλάβω μεγαλύτερη δραστηριότητα ως ένας ολοχρόνιος «πίλγκριμ», επισκεπτόμενος κι άλλες εκκλησίες. Τα επόμενα πέντε χρόνια ήσαν γεμάτα από έργον, τα εδαπάνησα δε στη Γερμανία, εκπαιδεύοντας νέους ευαγγελιζομένους, ενισχύοντας τις νέες και αδύνατες εκκλησίες κι επιμελούμενος τον αγρόν του Θεού υπό καλλιέργειαν.—1 Κορ. 3:6-9.
Στο έτος 1929 ωρίσθην να μεταβώ στην Τσεχοσλοβακία για να προβάλω εκ μέρους της Εταιρίας το «Φωτό-Δραμα της Δημιουργίας», που αποτελείται από διάφορα φιλμ και εκατοντάδες ωραίες έγχρωμες φωτεινές εικόνες με κατάλληλες επεξηγήσεις. Κάθε προβολή ήταν διαιρεμένη σε τέσσερα μέρη από τρείς ώρες το καθένα σχεδόν. Μεταξύ των προβολών εκάναμε πολλές επισκέψεις σε ενδιαφερόμενα άτομα καθώς και διεξήγαμε Γραφικές μελέτες. Ήταν μια χαρά να παρατηρούμε πώς ηύξανε ο αριθμός των παρόντων από βράδυ σε βράδυ. Οι αδύνατες ομάδες, που ηγωνίζοντο, ενισχύθησαν και νέες εκκλησίες ωργανώθησαν. Φυσικά, μαζί με αυτή την ανάπτυξι της οργανώσεως ήλθε κι εναντίωσις. Το 1934, στη διάρκεια μιας επισκέψεως σε μια μικρή εκκλησία, ήλθε η αστυνομία και με ωδήγησε στο κρατητήριο. Η κατηγορία ήταν: «Ναζιστής κατάσκοπος»! Οι κατήγοροι μου δεν μπορούσαν να προσαγάγουν ούτ’ ένα μάρτυρα, κι έτσι μετά από επτά εβδομάδες αφέθηκα ελεύθερος.
Μέρη της Τσεχοσλοβακίας κατελήφθησαν ήδη από τους Ναζιστάς ως την άνοιξι του 1938. Αυτό έγινε όταν έλαβα ένα τηλεγράφημα από το γραφείο του τμήματος της Εταιρίας που είναι στην Ελβετία και το οποίο μου έδινε οδηγίες να μεταφέρω εκεί χωρίς καθυστέρησι τα διάφορα αρχεία του πρώην Τσεχοσλοβακικού τμήματος. Για να διαβώ τα σύνορα, έπρεπε να λάβω άδεια από τη μυστική αστυνομία των Ναζί, που ήσαν τότε οργανωμένοι στη χώρα. Κατώρθωσα να λάβω την άδεια κι επωφελήθηκα από την ευκαιρία αυτή για να κάμω μια σύντομη επίσκεψι στη μητέρα μου και σε άλλους συγγενείς καθ’ οδόν. Φθάνοντας κι αναχωρώντας στη διάρκεια της νύχτας, συνέχισα το ταξίδι μου στην Ελβετία. Την άλλη ακριβώς ημέρα ένα απόσπασμα της μυστικής αστυνομίας μπήκε στο οικογενειακό μου σπίτι και το διερεύνησε από πάνω ως κάτω, αναζητώντας με. Βέβαια, ο Ιεχωβά Θεός μ’ ελύτρωσε «εκ της παγίδος των κυνηγών.»—Ψαλμ. 91:3.
Σ’ ΕΝΑ ΜΑΚΡΙΝΟ ΑΓΡΟ
Το έτος 1939 διωρίσθηκα στη Βραζιλία, μακριά, πέρ’ από τον Ατλαντικό. Τρεις άλλοι αδελφοί από την Τσεχοσλοβακία συνεταξίδεψαν μαζί μου στον νέο αγρό της υπηρεσίας. Στον λιμένα του Σάντος ήμεθα ευτυχείς βλέποντας τέσσερες από τους αδελφούς, οι οποίοι ειργάζοντο στο τμήμα της Βραζιλίας. Ένας απ’ αυτούς μιλούσε τη γλώσσα μας, κι αυτό μας εξυπηρέτησε πολύ. Αφού εγώ δεν ήξερα Πορτογαλικά, πώς θα μπορούσα να υποβοηθήσω στο φύτευμα και στο πότισμα που εχρειάζετο ο αγρός του Θεού εδώ; Οι αδελφοί στοργικά μου επρομήθευσαν ένα δελτάριο, που περιείχε μια βραχεία δακτυλογραφημένη ομιλία. Ο,τι είχα να πω σε κάθε πόρτα ήταν, «Παρακαλώ, διαβάστε αυτό!» Μολονότι δυσκολεύθηκα στα Πορτογαλικά, άρχισα να εγείρω ενδιαφέρον για τη βασιλεία του Θεού με τα έντυπα της Εταιρίας. Κρατούσα σημείωσι των περισσότερο ενδιαφερομένων, έκανα επανεπισκέψεις κι άρχισα οικιακές Γραφικές μελέτες.
Αφού παρέμεινα στη Βραζιλία επί ένα μήνα, έλαβα διορισμό να υπηρετήσω στο Πόρτο Αλέγκρε, πολύ νότια της χώρας. Με συνώδευσαν ένα ζεύγος, που μόλις είχε αφιχθή από την Ελβετία κι ένας άλλος αδελφός, που είχε εργασθή στην Τσεχοσλοβακία. Ωστόσο, ηγέρθησαν προβλήματα. Λόγω εναντιώσεως, ο ανεφοδιασμός μας σε έντυπα ανεκόπη. Αλλά με μόνη τη Γραφή μου μπορούσα να προχωρήσω μιλώντας για τη βασιλεία του Ιεχωβά μέσω του Χριστού. Καθόσον συνεχίζαμε να φυτεύωμε και να ποτίζωμε, ο Θεός έδινε την αύξησι. Δύο εκκλησίες εβλάστησαν σ’ εκείνο το μέρος, η μία στη Βραζιλιανή πόλι Λιβραμέντο και η άλλη στη Ριβέρα, μια πόλι ακριβώς απέναντι των συνόρων της Ουρουγουάης.
Ύστερ’ από είκοσι πέντε μηνών περιορισμό, ο Ιεχωβά μού άνοιξε τη θύρα να παραμείνω στο ευλογητό προνόμιο της ολοχρονίου υπηρεσίας. Όταν ο Αδελφός Νορρ, ο πρόεδρος της Εταιρίας, επεσκέφθη τη Βραζιλία το 1945, μου εζητήθη να παρουσιασθώ στο γραφείο του τμήματος διότι επρόκειτο να υπηρετήσω ως ειδικός σκαπανεύς διάκονος στο Ρίο Ιανέιρο. Με την πώλησι μερικών πραγμάτων αξίας, συνέλεξα το απαιτούμενο ποσόν για το εισιτήριό μου και σε λίγο έφθασα σώος και αβλαβής στον νέο μου τόπο διορισμού. Μετά από έξη μήνες κατώρθωσα να επιτύχω θεώρησι μονίμου διαμονής, κι είχα έτσι την εγγύησι παραμονής στη Βραζιλία. Μπορούσα τότε να διεξάγω τη διακονία μου από σπίτι, σε σπίτι μ’ ένα καλύτερα ωργανωμένο τρόπο απ’ ό,τι στο 1939.
Ο Ιεχωβά εξακολουθούσε να διευρύνη τα προνόμιά μου καθότι ανέλαβα το 1949 έργον υπηρέτου περιοχής. Στο 1955 εκλήθηκα να υπηρετήσω στο γραφείο του τμήματος της Βραζιλίας, όπου, με την παρ’ αξίαν αγαθότητα του Θεού, απολαμβάνω τη συντροφιά είκοσι πέντε και πλέον αδελφών, οι οποίοι είναι ανεπιφύλακτα αφιερωμένοι να πράττουν το θείον θέλημα. Εκτός από τα προνόμιά μου εδώ βρίσκω μεγάλη ευτυχία συνεργαζόμενος στενά με την τοπική εκκλησία του λαού του Ιεχωβά.
ΠΟΛΥΣ Ο ΘΕΡΙΣΜΟΣ
Είμαι πολύ ευγνώμων στον Ιεχωβά, που το έργον της σποράς απέδωσε καλούς καρπούς εδώ στη Βραζιλία. Στο έτος 1939 υπήρχαν μόνο 114 διαγγελείς της Βασιλείας στη χώρα. Σήμερα 26.000 και πλέον ευαγγελιζόμενοι μετέχουν στο φύτευμα και στο πότισμα!
Αναπολώ τα περασμένα σαράντα δύο χρόνια υπηρεσίας στον Ιεχωβά και χαίρω που απεδεχόμουν πάντοτε κάθε διορισμό μου μ’ ευγνωμοσύνη. Ένα φυσικό ελάττωμα μ’ εμποδίζει να κάμω όλα όσα θα επιθυμούσα και τώρα αμέσως, αλλά η σταθερή μου πεποίθησις είναι ότι το μόνο που θέλω να πράττω είναι να υπηρετώ τον Ιεχωβά και τον Βασιλέα του, Χριστόν Ιησούν, για πάντα.