Τι Σημαίνει Αποκοπή από την Επικοινωνία
ΕΝΑΣ στοργικός πατέρας ενδιαφέρεται για τα παιδιά του. Τα καθοδηγεί με τον ορθό τρόπο και, όταν είναι ανάγκη, τα υποβάλλει σε πειθαρχία για να επανορθώση σφάλματά των.
Ο Ιεχωβά έχει μεγάλη αγάπη για τα τέκνα του, τους δούλους του. Τους καθοδηγεί μ’ έναν τρόπο που σ’ Αυτόν θα είναι ευάρεστος και που θα φέρη σε κείνους τη μεγαλύτερη ευτυχία. Ως ο Μέγας Πατήρ, ο Ιεχωβά, επίσης, προνοεί και για τη διαπαιδαγώγησι των δούλων του που παραπλανώνται. Αυτό το πράττει, όχι διότι τους μισεί, αλλά διότι τους αγαπά και θέλει να τους τηρήση στην οδό της αιωνίου ζωής. «Υιέ μου, μη καταφρονής την παιδείαν του Ιεχωβά· μηδέ αθυμής ελεγχόμενος υπ’ αυτού. Διότι όντινα αγαπά ο Ιεχωβά παιδεύει.»—Εβρ. 12:5, 6, ΜΝΚ.
Ο Ιεχωβά επιβάλλει διόρθωσι σ’ όποιον διαπράττει αδικία μέσω της ορατής του οργανώσεως. (Ησ. 32:1· Ματθ. 24:45-47) Τα πειθαρχικά μέτρα που λαμβάνονται εξαρτώνται από το μέγεθος του αμαρτήματος κι από τη στάσι του παραβάτου.
Εν τούτοις, τα μικρά παραπτώματα που μπορεί να διαπράξη ένα άτομο εναντίον άλλου συχνά λύονται με την παράβλεψι των παραβάσεων του άλλου. Όπως είπε ο απόστολος Πέτρος: «Η αγάπη θέλει καλύψει πλήθος αμαρτιών.» (1 Πέτρ. 4:8) Επανειλημμένη συγχώρησις είναι αναγκαία λόγω της ανθρωπίνης ατελείας, και αυτό ετονίσθη από τον Ιησούν σε απάντησι της ερωτήσεως του Πέτρου περί του πόσες φορές πρέπει ένας να συγχωρή. Ο Ιησούς είπε: «Δεν σοι λέγω, έως επτάκις, αλλ’ έως εβδομηκοντάκις επτά.»—Ματθ. 18:22.
Αν ένας φρονή ότι δεν μπορεί να παραβλέψη τη δυσχέρεια που επροξενήθη από το παράπτωμα του άλλου, τότε μπορεί να λυθή, το ζήτημα με στοργική εξέτασί του μ’ εκείνον που είναι ο πταίστης. Αυτό είναι το πρώτο βήμα που πρέπει να γίνη· όπως είπε ο Ιησούς: «Εάν δε αμαρτήση εις σε ο αδελφός σου, ύπαγε, και έλεγξον αυτόν μεταξύ σου και αυτού μόνου· εάν σου ακούση, εκέρδησας τον αδελφόν σου.» (Ματθ. 18:15) Αν το ζήτημα δεν μπορή να λυθή έτσι, τότε μπορούν να παρακληθούν άλλοι ώριμοι δούλοι του Θεού να δώσουν συμβουλή. Ο Ιησούς ώρισε αυτό ως δεύτερο βήμα: «Παράλαβε μετά σου έτι ένα ή δύο, δια να βεβαιωθή πας λόγος επί στόματος δύο μαρτύρων ή τριών.» (Ματθ. 18:16) Αν αυτό δεν λύη τη δυσκολία, ή όταν το αμάρτημα είναι πολύ σοβαρής φύσεως, τότε «ειπέ τούτο προς την εκκλησίαν», συνεβούλευσε ο Ιησούς· δηλαδή, φέρ’ το ενώπιον εκείνων που είναι σε θέσεις εξουσίας στην εκκλησία.—Ματθ. 18:17.
Αν η στάσις του παραβάτου είναι στάσις ειλικρινούς μετανοίας, ο Ιεχωβά παρέχει έλεος ακόμη και σ’ έναν ο οποίος διαπράττει παραβάσεις των δικαίων αρχών του που είναι σοβαρές αρκετά ώστε να τεθούν υπ’ όψιν της εκκλησίας. Μια πράξις αδικίας, μια αδιακρισία που διεπράχθη σε μια στιγμή αδυναμίας, μολονότι επίμεμπτη, δεν καθιστά έναν άνθρωπο σκληρό αμαρτωλό. Εκείνοι που υποπίπτουν σε σοβαρά αδικήματα αλλά μετανοούν αληθινά και ομολογούν τ’ αμαρτήματά των αυτοπροαιρέτως μπορούν να τύχουν χάριτος και στοργικής βοηθείας από την οργάνωσι του Ιεχωβά. Όπως είπε ο Πέτρος στους Ισραηλίτας: «Μετανοήσατε λοιπόν και επιστρέψατε, δια να εξαλειφθώσιν αι αμαρτίαι σας, δια να έλθωσι καιροί αναψυχής από της παρουσίας του Ιεχωβά.» (Πράξ. 3:19, ΜΝΚ) Έτσι, λοιπόν, σήμερα, όταν εκείνοι που διέπραξαν αδικία δεν ενέμειναν στην αμαρτία, αλλά δείχνουν ότι θλίβονται από καρδιάς και υπόσχονται να μη συνεχίσουν την πορεία της αμαρτίας, τυγχάνουν πολλού ελέους από τον Ιεχωβά και δεν υπάρχει ανάγκη ν’ αποκοπούν από την εκκλησία. Αν το αμάρτημα δεν έχη προκαλέσει δημόσιο θόρυβο και δεν θέτη σε κίνδυνο την εκκλησία, ο υπαίτιος μπορεί να τεθή υπό δοκιμασίαν. Οι οροί της πειθαρχικής διαπαιδαγωγήσεως πρέπει να διευκρινίζωνται και ο υπό επιτήρησιν πρέπει να δίνη αναφορά στον επίσκοπο μια φορά τον μήνα στη διάρκεια του καθωρισμένου χρόνου, πράγμα που είναι μια στοργική διάταξις για να βοηθηθή το άτομο να επανεύρη τον εαυτό του.
ΑΠΟΚΟΠΗ ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑ
Εν τούτοις, υπάρχουν περιπτώσεις κατά τις οποίες παραπτώματα εναντίον Θεού και ανθρώπου δεν μπορούν να παραβλέπονται, ούτε να διευθετούνται με τη ζήτησι συμβουλής, ούτε να λύονται με το να τεθή ο πταίστης υπό δοκιμασίαν. Υπάρχουν παραπτώματα που απαιτούν δραστικώτερη ενέργεια εκ μέρους της ορατής οργανώσεως του Θεού.
Στον αρχαίο Ισραήλ οι νόμοι που εδίδοντο από τον Θεό ώριζαν την επανόρθωσι. Οι παραβάται που υπερέβαιναν τις εξιλεωτικές διατάξεις του νόμου έπρεπε ν’ αποκόπτωνται από τη συναγωγή του Ισραήλ. Πώς; Με τη θανάτωσί των. Αργότερα, στη Χριστιανική εκκλησία, εκείνοι, που ενέμεναν σε παραβάσεις εναντίον των φιλαγάθων διατάξεων του Ιεχωβά και δεν παρείχαν ενδείξεις κατάλληλης μετανοίας, απεκόπτοντο επίσης, μολονότι δεν εθανατώνοντο. Αυτό εγίνετο με την αποκοπή των από την επικοινωνία, ή αφορισμό, από τη Χριστιανική εκκλησία. Η απαίτησις για συμμόρφωσι με τη δικαιοσύνη ήταν δεσμευτική τόσο στον αρχαίο Ισραήλ όσο και στην πρώτη Χριστιανική εκκλησία. Για τον Ισραήλ η εντολή ήταν: «Θέλεις εκβάλει το κακόν εκ μέσου σου.» (Δευτ. 17:7) Για τη Χριστιανική εκκλησία, η αρχή αυτή επεβεβαιώθη και πάλι: «Εκβάλετε τον κακόν εκ μέσου υμών.»—1 Κορ. 5:13.
Επομένως, εκείνοι που σκληρύνονται στην αδικοπραγία είναι αυτοί που αποκόπτονται από επικοινωνία. Το μέτρον αυτό λαμβάνεται εκεί όπου σοβαρές παραβάσεις των δικαίων απαιτήσεων του Ιεχωβά κατέστησαν συνήθεια. Η επιστολή 1 Ιωάννου 3:4 λέγει: «Πας όστις πράττει την αμαρτίαν, πράττει και την ανομίαν.» Γι’ αυτό, αφιερωμένοι Χριστιανοί, οι οποίοι πράττουν την ανομία σήμερα στη Χριστιανική εκκλησία, αποκόπτονται από την επικοινωνία.
Ποια παραπτώματα θεωρούνται άξια αποκοπής; Αυτά περιλαμβάνουν εμμονή σε σεξουαλικά παραπτώματα, κλοπές, ψεύδη, ανέντιμες συναλλαγές, στασιασμόν εναντίον της οργανώσεως του Ιεχωβά, συκοφαντία, μέθη, αποστασία, διδασκαλία ψευδών δοξασιών και άλλα αδικήματα. Όπως προειδοποίησε ο απόστολος Παύλος: «Μη πλανάσθε· ούτε πόρνοι, ούτε ειδωλολάτραι, ούτε μοιχοί, ούτε μαλακοί, ούτε αρσενοκοίται, ούτε κλέπται, ούτε πλεονέκται, ούτε μέθυσοι, ούτε λοίδοροι, ούτε άρπαγες, δεν θέλουσι κληρονομήσει την βασιλείαν του Θεού.»—1 Κορ. 6:9, 10.
ΣΚΟΠΟΣ
Ποιος είναι ο σκοπός αυτής της αποκοπής από την εκκλησία του Θεού; Ο σπουδαιότερος σκοπός είναι η διαφύλαξις της αγνής λατρείας του Ιεχωβά. Καμμιά επιρροή προς διαφθοράν δεν επιτρέπεται να παραμένη. Εκείνος, που διαπράττει αδικήματα, πρέπει ν’ αποβάλλεται χάριν της προστασίας και της αγνότητος της εκκλησίας, επειδή «ολίγη ζύμη καθιστά όλον το φύραμα ένζυμον.» (Γαλ. 5:9) Αν δεν εκκαθαρισθή, αυτή η διαφθορά μπορεί να φράξη την ελεύθερη ροή του πνεύματος του Ιεχωβά σε ολόκληρη την εκκλησία. Ο Ιεχωβά δεν θα ευλογήση εκείνο που δεν είναι αγνό, όπως κατεδείχθη στην περίπτωσι του Αχάν. (Ιησ. Ναυή 7:1-26) Οι σοβαρές αυτές παραλείψεις μπορούν να παραβληθούν με καρκίνον. Αν ένα μέλος του σώματος είναι καρκινώδες, ολόκληρο το σώμα κινδυνεύει. Αν παραστή ανάγκη, το άρρωστο μέλος αποκόπτεται για να σωθή το υπόλοιπο σώμα.
Μια άλλη ωφέλεια που αποκομίζεται είναι το ότι οι άλλοι μέσα στην εκκλησία θα έχουν ενισχυμένη την εμπιστοσύνη τους στην ορατή οργάνωσι του Θεού παρατηρώντας τη σταθερή στάσι της υπέρ των δικαίων αρχών. Επίσης, η αποκοπή χρησιμεύει ως ένα ισχυρό προειδοποιητικό παράδειγμα σ’ εκείνους που είναι στην εκκλησία, διότι θα μπορούν να βλέπουν τις καταστρεπτικές συνέπειες της αγνοήσεως των νόμων του Ιεχωβά. Ο Παύλος είπε: «Τους αμαρτάνοντας έλεγχε ενώπιον πάντων, δια να έχωσι φόβον και οι λοιποί.»—1 Τιμ. 5:20.
Στη Χριστιανική εκκλησία υπάρχει και μια άλλη σπουδαία ωφέλεια, αυτή τη φορά για κείνον που αποκόπτεται. Κάτω από το Χριστιανικό σύστημα πραγμάτων, ο παραβάτης δεν θανατώνεται. Με τη δραστική αυτή ενέργεια της αποκοπής από την επικοινωνία, ο παραβάτης μπορεί να δοκιμάση ταραχή και συγκλονισθή κατά τα αισθήματά του και να αισχυνθή για την κακή του πορεία ενεργείας. Αυτό, ως συνέπεια, θα μπορούσε να επιφέρη κατάλληλη μετάνοια και το άτομο αυτό θα μπορούσε να μεταστραφή από την κακή του πορεία και ν’ αρχίση να περιπατή με τον τρόπο που επιδοκιμάζει ο Ιεχωβά. «Διότι η κατά Θεόν λύπη γεννά μετάνοιαν προς σωτηρίαν.» (2 Κορ. 7:10) Έτσι, εν καιρώ ο αποκεκομμένος θα είχε ελπίδες να συνδιαλλαγή με τον Θεό και με την ορατή του οργάνωσι και να συγχωρηθή. Όπως συνεβούλευσε ο απόστολος Παύλος: «Αρκετόν είναι εις τον τοιούτον αυτή η επίπληξις η υπό των πλειοτέρων. Ώστε το εναντίον, πρέπει μάλλον να συγχωρήσητε αυτόν, και να παρηγορήσητε, δια να μη καταποθή ο τοιούτος υπό της υπερβαλλούσης λύπης.»—2 Κορ. 2:6, 7.
Αληθινά, κάτω από το Χριστιανικό σύστημα πραγμάτων, αυτό αποτελεί πραγματικά μια θαυμαστή επίδειξι χάριτος από μέρους του Θεού. «Δεν είσθε υπό νόμον, αλλ’ υπό χάριν.»—Ρωμ. 6:14.
Η ΣΗΜΑΣΙΑ ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΑΠΟΚΟΠΤΟΜΕΝΟΥΣ
Είναι μεγάλη τραγωδία για έναν το ν’ αποκοπή από την επικοινωνία. Διότι αυτό σημαίνει εκκοπήν, όχι μόνο από την ορατή οργάνωσι του Θεού στη γη, αλλά σημαίνει μια αποκοπή κι από τον Ιεχωβά κι από την εύνοιά του. Η πράξις της αποκοπής που γίνεται από την εκκλησία αποτελεί απλώς επιβεβαίωσιν του ό,τι ήδη έγινε στους ουρανούς. Τα ορατά αυτά όργανα του Θεού απλώς αναγνωρίζουν ό,τι έκαμε ήδη ο Ιεχωβά στον ουρανό. Όπως είπε ο Ιησούς: «Όσα εάν δέσητε επί της γης, θέλουσιν είσθαι δεδεμένα εν τω ουρανώ· και όσα εάν λύσητε επί της γης, θέλουσιν είσθαι λελυμένα εν τω ουρανώ.»—Ματθ. 18:18.
Ένα αποκεκομμένο άτομο έχει αφορισθή από την εκκλησία, η δε εκκλησία δεν έχει καμμιά σχέσι με αυτό. Εκείνοι που είναι στην εκκλησία δεν θα τείνουν χέρι συντροφιάς σ’ αυτό, ούτε και θα του λέγουν «Χαίρε» ή «Στο καλό». Δεν είναι ευπρόσδεκτο στα σπίτια των αδελφών, ακόμη κι αν το σπίτι χρησιμεύη ως κέντρο λατρείας για έναν τοπικό όμιλο μαρτύρων του Ιεχωβά. Αυτό εναρμονίζεται με τις Γραφικές αρχές. Η επιστολή 2 Ιωάννου 9, 10 λέγει: «Πας όστις παραβαίνει και δεν μένει εν τη διδαχή του Χριστού, Θεόν δεν έχει· ο μένων εν τη διδαχή του Χριστού, ούτος έχει και τον Πατέρα και τον Υιόν. Εάν τις έρχηται προς εσάς, και δεν φέρη την διδαχήν ταύτην, μη δέχεσθε αυτόν εις οικίαν, και μη λέγετε εις αυτόν το χαίρειν.» Το εδάφιο Ρωμαίους 16:17 συμβουλεύει επίσης: «Σας παρακαλώ δε, αδελφοί, να προσέχητε τους ποιούντας τας διχοστασίας και τα σκάνδαλα εναντίον της διδαχής την οποίαν σεις εμάθετε, και απομακρύνεσθε απ’ αυτών.»
Ο παραβάτης χάνει επίσης κι άλλα πολύτιμα προνόμια. Του αφαιρούνται οποιεσδήποτε θέσεις ειδικής υπηρεσίας μέσα στην εκκλησία. Μολονότι μπορεί να παρακολουθή όλες τις συναθροίσεις στην Αίθουσα Βασιλείας που είναι ελεύθερες για το κοινόν, δεν θα του επιτρέπεται να ομιλή σε άτομα, ν’ απευθύνεται στην εκκλησία από το βήμα, ούτε θα μετέχη σε εξέτασι θεμάτων δίνοντας σχόλια από το κάθισμά του. Ενόσω συμπεριφέρεται κατάλληλα μπορεί να έρχεται και να κάθεται, αλλ’ αν γίνη άτακτος θα κληθή ν’ αποχωρήση. Επίσης, δεν θα εκπροσωπή πια την οργάνωσι του Ιεχωβά στη διακονία του αγρού. Η δράσις του δεν θ’ αναγνωρίζεται από την εκκλησία, και αν υποβάλη δελτίο για οποιαδήποτε δράσι, δεν θα γίνεται δεκτό, ούτε θα καταχωρήται.
Το αποκεκομμένο άτομο μπορεί ν’ αγοράζη έντυπα όπως κάθε άλλος από το κοινόν, αλλά δεν θα του δίδεται η μηνιαία Διακονία της Βασιλείας, αφού δεν είναι πια διάκονος των αγαθών νέων της Βασιλείας. Ούτε μπορεί αυτός να νομίζη ότι μεταβαίνοντας σε άλλη εκκλησία μπορεί ν’ απαλλαγή από τις κυρώσεις που του έχουν επιβληθή. Η τοπική εκκλησία θα ειδοποιηθή και θα γίνη δημοσία αναγγελία της αποκοπής του για την προστασία της εκεί εκκλησίας.
Εν τούτοις, ένας που είναι αποκεκομμένος μπορεί να συνδιαλλαγή με τον Ιεχωβά και την οργάνωσί του εν καιρώ και ν’ αποκατασταθή ως αδελφός, εφόσον μετανοήση, αλλάξη πορεία, εκδηλώση ταπεινή στάσι και αποδείξη επί ένα χρονικό διάστημα ότι επιθυμεί ζωηρά να ζήση σύμφωνα με τον λόγον του Θεού. Εν τούτοις, και μετά την επανένταξί του, η θέσις του ποτέ δεν μπορεί και πάλι να είναι εντελώς η ίδια. Παρέβη μια πολύτιμη εμπιστοσύνη και δεν μπορεί να του δοθή επισκόπησις της εκκλησίας. Γι’ αυτό, υφίσταται αμετάκλητα την απώλεια των προνομίων υπηρέτου επάνω στη γη.
Η αρχή ενταύθα είναι όμοια με την περίπτωσι του Ρουβήν, πρωτοτόκου γυιού του Ιακώβ. Επειδή ο Ρουβήν διέπραξε αιμομικτική ανηθικότητα με την παλλακή του πατρός του, απώλεσε το δικαίωμα του πρωτοτόκου. Δεν επρόκειτο να εγγραφή γενεαλογικά ως τοιούτος, ούτε η φυλή του Ρουβήν επρόκειτο ν’ ασκή τα προνόμια επισκοπείας στο έθνος Ισραήλ, είτε ως κυβερνήται είτε ως ιερείς. (Γεν. 49:3, 4· 1 Χρον. 5:1) Ομοίως και σήμερα, υπηρέται που έχουν αποκοπή από την ορατή οργάνωσι του Ιεχωβά δεν έχουν ποτέ πλέον τα προσόντα ν’ αναλάβουν και πάλι μια θέσι εποπτείας μεταξύ του λαού του Ιεχωβά. Αν ένα επανενταγμένο άτομο διεξήγε Γραφικές μελέτες μ’ ένα μεμονωμένον όμιλο, ο δε όμιλος αυτός ωργανώθη κατόπιν σε εκκλησία, ένας άλλος αφιερωμένος αδελφός θα διορισθή ως υπηρέτης. Εν τούτοις, ώσπου να σχηματισθή η εκκλησία και χρειασθούν υπηρέται, μπορεί να εξακολουθήση αυτός να διεξάγη μελέτες με τον όμιλο, αφού μπορεί να μετέχη στη διακονία του αγρού, διαδίδοντας τ’ αγαθά νέα της Βασιλείας.
ΣΤΑΣΙΣ ΤΩΝ ΕΝ ΤΗ ΕΚΚΛΗΣΙΑ
Κάτω από τη νομική διάταξι του Ιεχωβά για τον αρχαίο Ισραήλ, εκείνοι που αποτελούσαν τη συναγωγή εκτελούσαν τη θανατική καταδίκη εκείνων που ήσαν άξιοι αυτής. Στο Δευτερονόμιο 17:6, 7 αναγινώσκομε: «Επί στόματος δύο μαρτύρων, ή τριών μαρτύρων, θέλει θάνατονεσθαι ο άξιος θανάτου· επί στόματος ενός μάρτυρος δεν θέλει θανατόνεσθαι. Αι χείρες των μαρτύρων θέλουσιν είσθαι αι πρώται επ’ αυτόν, εις το να θανατώσωσιν αυτόν, και έπειτα αι χείρες παντός του λαού. Ούτω θέλεις εκβάλει το κακόν εκ μέσου σου.»
Στη Χριστιανική εκκλησία βρίσκεται μια όμοια αρχή συνεργασίας και συμμετοχής. Μολονότι εκείνος που σφάλλει δεν θανατώνεται, η αποκοπή του παρατηρείται και ενεργείται απ’ όλους όσοι είναι μέσα στην εκκλησία. Ο Γραφικός αυτός τρόπος ενεργείας περιγράφεται στην επιστολή 1 Κορινθίους 5:11: «Αλλά τώρα σας έγραψα, να μη συναναστρέφησθε, εάν τις, αδελφός ονομαζόμενος, ήναι πόρνος, ή πλεονέκτης, ή ειδωλολάτρης, ή λοίδορος, ή μέθυσος, ή άρπαξ· με τον τοιούτον μηδέ να συντρώγητε.»
Επομένως, τα μέλη της εκκλησίας δεν θα συναναστρέφονται τον αποκεκομμένον, είτε στην Αίθουσα Βασιλείας, είτε αλλού. Δεν θα συνομιλούν με αυτόν ούτε θα τον αναγνωρίζουν με οποιοδήποτε τρόπο. Αν το αποκεκομμένο άτομο επιχειρή να μιλήση στους άλλους μέσα στην εκκλησία, εκείνοι πρέπει ν’ απομακρύνονται απ’ αυτόν. Μ’ αυτόν τον τρόπο θα καταλάβη την πλήρη έννοια της αμαρτίας του. Αλλιώς, αν όλοι επικοινωνούσαν ελεύθερα με τον παραβάτη, αυτός θα εδελεάζετο να νομίζη ότι η παράβασίς του δεν ήταν ένα τόσο φοβερό πράγμα. Αν συμβή κάποιος που επισκέπτεται την εκκλησία ή μια μεγαλύτερη συνέλευσι, να μη γνωρίζη το άτομο που απεκόπη κι επιχειρή να του μιλήση, οι άλλοι αδελφοί που τον βλέπουν θα τον πληροφορήσουν ευγενικά περί του πράγματος. Επίσης, το αποκεκομμένο άτομο, που θέλει να πράξη εκείνο που είναι ορθόν, πρέπει να πληροφορή τον οποιονδήποτε ο οποίος τον πλησιάζει ανύποπτος, ότι είναι αποκεκομμένος και ότι δεν πρέπει να του μιλούν οι άλλοι.
Υπάρχει κι άλλη άποψις της ανάγκης που έχουν όσοι είναι στην εκκλησία να συνεργάζονται με την επιτροπή που ευθύνεται για την εκτέλεσι της αποκοπής. Αυτό μας το διευκρινίζει το εδάφιο 2 Ιωάννου 11: «Διότι ο λέγων εις αυτόν το χαίρειν, γίνεται κοινωνός εις τα πονηρά αυτού έργα.» Ναι, η στάσις του καθενός απέναντι κάποιου αποκεκομμένου από την εκκλησία δείχνει τη στάσι του απέναντι των δικαίων αρχών του Ιεχωβά. Όταν ένας αδιαφορήση για την πράξι της αποκοπής και συνεχίζη τη συναναστροφή του με το αποκεκομμένο άτομο, τότε δείχνει μια κακή στάσι απέναντι των νόμων του Ιεχωβά. Αυτός, πραγματικά δείχνει ότι υποστηρίζει τον παραβάτη και νομίζει ότι οι δίκαιοι νόμοι του Ιεχωβά δεν έχουν σημασία. Η σοβαρότης της μη συμμορφώσεως με την ενέργεια της αποκοπής μπορεί να παρατηρηθή όταν αυτός αποκαλήται «κοινωνός» των πονηρών έργων του αποκεκομμένου. Πραγματικά, εκείνος ο οποίος εσκεμμένα δεν συμμορφώνεται με την απόφασι της εκκλησίας προορίζει τον εαυτό του για αποκοπή λόγω συνεχίσεως της συναναστροφής του με αυτόν. Εφόσον ο «κοινωνός» κατατάσσεται στην ίδια θέσι με τον αποκεκομμένο, είναι λογικό να γίνη η ίδια ενέργεια εναντίον αυτού που διαφωνεί. Κι αυτός, επίσης, μπορεί ν’ αποκοπή από την εύνοια του Ιεχωβά κι από την ορατή του οργάνωσι.
Τι θα γίνη αν ένα αποκεκομμένο άτομο κι ένα μέλος της εκκλησίας εργάζωνται και οι δύο στον ίδιο τόπο κοσμικής εργασίας; Θα μπορούσαν τότε να έχουν συναναστροφή, εφόσον η εργασία των μπορεί ν’ απαιτή να επικοινωνούν μεταξύ των; Κι εδώ πάλι πρόκειται περί αναγνωρίσεως της αλλαγμένης καταστάσεως του αποκεκομμένου. Ενώ είναι επιτρεπτή η συνομιλία στον αναγκαίο βαθμό για τη διεξαγωγή της λειτουργίας της εργασίας, δεν θα ήταν κατάλληλο να γίνεται συναναστροφή με την έννοια της ελευθέρας επικοινωνίας, αδιακρίτως της καταστάσεώς του. Μόνον η αναγκαία εργασία θα συζητήται, ποτέ όμως πνευματικά ζητήματα ή κάποιο άλλο ζήτημα που δεν υπάγεται στην κατηγορία της αναγκαίας εργασίας που σχετίζεται με το κοσμικό επάγγελμα. Αν η απαιτούμενη επαφή είναι πολύ συχνή και στενή, ο Χριστιανός θα μπορούσε να φροντίση ν’ αλλάξη θέσι εργασίας για να μην παραβιάζη τη συνείδησί του.
Εν τούτοις, ποια είναι η θέσις εκείνων που σχετίζονται με δεσμούς εξ αίματος με τον αποκεκομμένο; Τι αρχές εμπερικλείονται σχετικά, με την κεφαλή της οικογενείας και τη διδασκαλία των τέκνων στο σπίτι; Πώς είναι δυνατή η επανένταξις εν καιρώ; Επιπρόσθετα, εφόσον επακολουθούν τόσο σοβαρές συνέπειες, πρέπει ένας να υποκύψη στον πειρασμό να μην εξομολογηθή μια κακή του πράξι, αν δεν θα την εγνώριζε αυτή αλλιώς κανείς; Και, τελικά, πώς μπορεί ένας να φυλαχθή από μια πορεία που θα οδηγήση στην αποκοπή του; Για να πληροφορηθούμε πάνω σ’ αυτά τα ζωτικά ζητήματα, αναμένομε τα επόμενα τεύχη του περιοδικού Η Σκοπιά.