Μια Ευτυχισμένη Οικογενειακή Ζωή—Πώς την Επετύχαμε
Αφήγησις υπό Τζόζεφ Άλλεν
ΥΠΑΡΧΟΥΝ πολλοί άνθρωποι που προσπαθούν να προβλέψουν το μέλλον με ακρίβεια αλλά αποτυγχάνουν. Επί παραδείγματι, αν κάποιος μου έλεγε όταν ήμουν ένα αγόρι που μεγάλωνε στο Μόντρεαλ του Καναδά ότι κάποια μέρα θα γινόμουν πατέρας επτά παιδιών και ότι θ’ απελάμβανα τις ευλογίες και την ειρήνη της διανοίας που απολαμβάνω τώρα, δεν θα τον είχα πιστέψει.
Αλλ’ ας γυρίσωμε λίγο στο παρελθόν, διότι όσα συνέβησαν στα πρώτα χρόνια της ζωής μου με επηρέασαν πολύ αργότερα όταν έγινα πατέρας. Γεννήθηκα το 1923. Η μητέρα μου και ο πατέρας μου είχαν έλθει από την Αγγλία το 1912 και μέχρι την ημέρα της γεννήσεώς μου είχαν ήδη αποκτήσει τέσσερα παιδιά, τρία κορίτσια κι ένα αγόρι. Δυο χρόνια αργότερα, γεννήθηκε ένα αγόρι ακόμη κι έτσι γίναμε έξη παιδιά στην οικογένεια. Όπως βλέπετε, λοιπόν, μεγάλωσα ως μέλος μιας μεγάλης οικογενείας, πράγμα που με βοήθησε να γίνω ικανός να διοικήσω τη δική μου μεγάλη οικογένεια αργότερα.
Έμαθα πόσο αναγκαίο ήταν για έναν πατέρα ν’ ασκή την ηγεσία του αν επρόκειτο ν’ απολαμβάνουν όλοι ειρήνη και αρμονία. Πολλές φορές η πειθαρχία επεβάλλετο όχι μόνο με λόγια, αλλ’ επίσης με χρήσι της κατά γράμμα ‘ράβδου της παιδείας.’ Όταν ο Πατέρας έλειπε στην εργασία, η Μητέρα εξεπλήρωνε τα αναγκαία καθήκοντα για να κρατή την οικογένεια σε τάξι. Είχαμε βαθύ σεβασμό για το δεξί της χέρι, με το οποίο μας χαστούκιζε στο δεξί μάγουλο προτού προλάβωμε να χωθούμε κάτω από το κρεββάτι. Αυτός ήταν ο τόπος του καταφυγίου μας, γιατί η μητέρα ήταν πολύ χοντρή για να μπορέση να μας φθάση εκεί.
Σαν μεγάλη οικογένεια, είχαμε μάθει να εργαζώμεθα μαζί. Σε όλους μας είχαν ανατεθή διάφορες δουλειές του σπιτιού. Η πρώτη μου δουλειά ήταν να χώνωμαι κάτω απ’ όλα τα κρεββάτια—ένα μέρος με το οποίο ήμουν πολύ εξοικειωμένος—και να ξεσκονίζω όλα τα ελατήρια και όλες τις σιδηρογωνιές. Καθώς μεγάλωνα, ανελάμβανα πιο υπεύθυνες δουλειές, όπως να στρώνω το τραπέζι για φαγητό και έπειτα να το καθαρίζω, να πλένω και να σκουπίζω τα πιάτα, να ξεσκονίζω τα έπιπλα, να σκουπίζω τα χαλιά με ηλεκτρική σκούπα, να καθαρίζω και να κάνω παρκέ στα πατώματα και την εσωτερική σκάλα. Εκείνο τον καιρό νόμιζα ότι ήταν πολύ άδικο ν’ αναγκάζεται ένα παιδί να κάνη αυτές τις δουλειές. Αλλά αργότερα κατάλαβα ότι η εκπαίδευσις που είχα λάβει στα πρώτα παιδικά μου χρόνια ήταν ένα μεγάλο ενεργητικό για την εκπαίδευσι που έδωσα στα δικά μου παιδιά.
Ανατρέχοντας στο παρελθόν τώρα που είμαι υποχρεωμένος να προμηθεύω τ’ αναγκαία στη δική μου οικογένεια, καταλαβαίνω πόσο δύσκολους καιρούς πέρασαν οι γονείς μου σ’ όλα εκείνα τα χρόνια της οικονομικής κρίσεως για να μας εξασφαλίζουν τα αναγκαία για τη ζωή. Ο πατέρας μου ήταν εργάτης—παρέδιδε το ψωμί από σπίτι σε σπίτι—κι έτσι κατώρθωνε πάντοτε να προμηθεύη τρία υγιεινά γεύματα για το τραπέζι. Ήταν πάντοτε άγρυπνος και για τις πνευματικές μας ανάγκες φροντίζοντας να πηγαίνωμε όλοι στην εκκλησία κάθε Κυριακή.
Τα μεγαλύτερα αδέλφια μου μπορούσαν να παρακολουθούν τη λειτουργία, ενώ εμείς οι πιο μικροί πηγαίναμε στο κατηχητικό. Ένα πράγμα που πάντοτε με προβλημάτιζε ήταν γιατί ο Πατέρας και η Μητέρα δεν ήρχοντο ποτέ μαζί μας στην εκκλησία. Μια μέρα πήρα το θάρρος να ρωτήσω τον Πατέρα τι τον εμπόδιζε κι εκείνος απήντησε ότι είχε βαρεθή να πηγαίνη στην εκκλησία και ότι δεν χρειαζόταν πια τέτοιου είδους εκπαίδευσι. Αυτό με είχε κάμει ν’ απορώ για χρόνια, αλλά τώρα καταλαβαίνω πολύ καλά.
ΦΕΥΓΩ ΑΠΟ ΤΟ ΣΠΙΤΙ: ΑΠΟΚΤΩ ΔΙΚΗ ΜΟΥ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑ
Σύντομα μεγάλωσα. Ήμουν έτοιμος ν’ αρχίσω τη ζωή μου μέσα στον μεγάλο και ελκυστικό κόσμο. Τι μπορούσα να κάμω; Το άμεσο μέλλον μου ήταν ήδη αποφασισμένο, διότι ο Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος βρισκόταν στο αποκορύφωμά του. Θυμάμαι ακόμη πολύ καθαρά τα γεμάτα δάκρυα πρόσωπα της οικογενείας μου και τον φόβο που αισθάνθηκα καθώς το τραίνο με τους στρατιώτες με χώρισε από την οικογένειά μου για πρώτη φορά.
Ήμουν τότε δεκαεπτά ετών και τα τέσσερα χρόνια που ήμουν στο ναυτικό φάνηκαν να περνούν πολύ γρήγορα. Τον Δεκέμβριο του 1945 απολύθηκα. Ευτυχώς είχα ακόμη καλή υγεία. Ήμουν λίγο μεγαλύτερος και πιο πεπειραμένος. Για να εορτάσωμε την επιστροφή μου στην οικογένεια, αποφασίσαμε να παρακολουθήσωμε όλοι τη λειτουργία των Χριστουγέννων, περιλαμβανομένων και των γονέων μας.
Τα τελευταία λίγα χρόνια είχα αλλάξει την άποψί μου απέναντι της θρησκείας—δεν ήθελα να έχω κανένα μέρος σ’ αυτήν. Αισθανόμουν σαν να ήμουν φωτισμένος, όπως ο πατέρας μου στα προηγούμενα χρόνια, και δεν είχα την ανάγκη της. Η οικογένειά μου δεν μπορούσε να το καταλάβη αυτό, αφού είχα λάβει τόσο ενεργό μέρος στην εκκλησία σαν νεαρός, ακόμη μέχρι του σημείου να βοηθώ τον κληρικό στην αγία τράπεζα και να προσφέρω τον άρτο και τον οίνο σ’ εκείνους που μετελάμβαναν. Εν τούτοις, για να ευχαριστήσω τη μητέρα μου πήγα. Πραγματικά ήμουν ευτυχής που πήγα, διότι εκείνο ακριβώς το βράδυ στην εκκλησία γνωρίσθηκα μ’ εκείνη που επρόκειτο να παίξη ένα μεγάλο ρόλο στη ζωή μου—την μελλοντική μου σύζυγο.
Τα προηγούμενα τέσσερα χρόνια στρατιωτικής εκπαιδεύσεως με είχαν διδάξει ν’ ανταποκρίνωμαι γρήγορα στις καταστάσεις. Το έκαμα αυτό και σ’ αυτή την περίπτωσι, και παντρευθήκαμε πέντε μήνες αργότερα, τον Μάιο του 1946. Η μέρα του γάμου μου ήταν μια από τις λίγες φορές που πήγα στην εκκλησία από τότε που έφθασα στην ανδρική ηλικία.
Εγκατασταθήκαμε μακρυά από το Μόντρεαλ σε μια άλλη περιοχή της χώρας. Εκεί με τη βοήθεια της Κτηματικής Επιτροπής Παλαιμάχων αγοράσαμε δύο στρέμματα γης και αρχίσαμε να κτίζωμε «το σπίτι των ονείρων μας.» Εργαζόμουν ως ηλεκτρολόγος σ’ ένα εργοστάσιο χάρτου, αλλά τον υπόλοιπο χρόνο μου ήμουν πλήρως απασχολημένος στο κτίσιμο του σπιτιού μας. Η σύζυγός μου ήθελε να πηγαίνη στην εκκλησία, πράγμα που το έκανε κατά καιρούς. Προσπάθησε πολλές φορές να ενθαρρύνη κι εμένα να πάω. Καθώς το σπίτι μας έπαιρνε σχήμα, συζητήσαμε για τον αριθμό των δωματίων που επρόκειτο να χτίσωμε και τον αριθμό των παιδιών που θέλαμε ν’ αποκτήσωμε. Αποφασίσαμε ν’ αποκτήσωμε τέσσερα παιδιά, όχι επτά: δυο αγόρια και δυο κορίτσια. Αλλά τα πράγματα δεν έγιναν όπως τα θέλαμε. Το τρίτο έτος του γάμου μας, γεννήθηκε ο πρώτος μας γυιος και δυο χρόνια αργότερα ο δεύτερος. Τώρα ήταν καιρός για μια κόρη, αλλά προς έκπληξί μας γεννήθηκε ένας τρίτος γυιος.
Ήταν τώρα το έτος 1952, και το μέλλον στη μικρή πόλι του Γαλλικού Κουεμπέκ για μια οικογένεια Άγγλων Διαμαρτυρομένων δεν φαινόταν πολύ λαμπρό ούτε πολύ ενθαρρυντικό εκείνον τον καιρό. Αυτό μου το έδειξαν καθαρά οι συνάδελφοί μου. Σχεδόν όλοι ήσαν Ρωμαιοκαθολικοί, ενώ εμείς ήμεθα Αγγλικανοί. Έτσι, διεπιστώσαμε ότι ήταν καλύτερα να πουλήσωμε το κτήμα μας και να πάμε στο Βανκούβερ, όπου έμενε μια από τις παντρεμένες αδελφές μου, την οποία δεν είχαμε δει αρκετά χρόνια. Τον Ιούνιο του 1952 με όλα τα πράγματα φορτωμένα στο αυτοκίνητό μας, είπαμε αντίο στο Κουεμπέκ και στον Ανατολικό Καναδά για πάντα—έτσι τουλάχιστον νομίζαμε.
ΑΞΙΟΣΗΜΕΙΩΤΗ ΑΛΛΑΓΗ—ΠΩΣ ΣΥΝΕΒΗ
Μέναμε ήδη στο Βανκούβερ για τρίτο χρόνο, όταν είχε γεννηθή ο τέταρτος γυιος μας, όταν μια μάρτυς του Ιεχωβά χτύπησε την πόρτα μας. Ήταν η πρώτη φορά που μας επεσκέφθη μία μάρτυς του Ιεχωβά. Αυτό τελικά έκαμε την σύζυγό μου κι εμένα να γίνωμε μάρτυρες του Ιεχωβά. Επιτρέψτε μου να σας διηγηθώ πώς συνέβη.
Καθώς τα τέσσερα αγόρια μας μεγάλωναν, η σύζυγός μου νόμιζε ότι η εκπαίδευσις και η πειθαρχία που ελάμβαναν στην οικογένεια δεν ήσαν επαρκείς. Πίστευε ότι ήταν ανάγκη να συνδεθούμε με την Αγγλικανική Εκκλησία και να παρακολουθούμε τις λειτουργίες της. Εγώ αντιστάθηκα επίμονα. Δεν ήθελα να έχω σχέσι με καμμιά θρησκεία και πίστευα ότι δεν χρειαζόμουν μια εξωτερική βοήθεια για ν’ αναθρέψω την οικογένειά μου. Ετόνισα με έμφασι ότι η επόμενη επίσκεψίς μου σε μια εκκλησία θα ήταν η ημέρα της κηδείας μου. Εν τούτοις, της είπα, αν ήθελε να πάη στην εκκλησία και να πάρη και τα παιδιά μαζί της, μπορούσε ν’ αποφασίση μόνη της και εγώ δεν θα την εμπόδιζα.
Έκαμε όπως της είπα και πήγαινε. Εγώ έμενα στο σπίτι για να προσέχω τα μικρά μας παιδιά. Καθώς ο καιρός περνούσε, η σύζυγός μου επέστρεφε στο σπίτι κάθε Κυριακή και με πολύ διακριτικότητα μου έλεγε πόσο καλός ήταν ο εφημέριος. Μου εξηγούσε ότι επρόκειτο να έχουν κάρτες συμμετοχής στην εκκλησία και να προσφέρουν γεύματα και να κάνουν κι άλλες εκδηλώσεις, για να εξοικονομούν χρήματα για την εκκλησία. Με παρεκάλεσε να σκεφθώ αν ήθελα να εγγραφώ στην ομάδα των ανδρών, επειδή εκείνη ήθελε να εγγραφή στην ομάδα των γυναικών. Επίσης με παρεκάλεσε ν’ αναθεωρήσω την άποψί μου και να ξαναπάω στην εκκλησία για να κρατήσω την οικογένεια ενωμένη στη Χριστιανική πίστι.
Εξακολούθησα ν’ αντιστέκωμαι σε κάθε είδους πίεσι. Της είπα ότι δεν θα πήγαινα στην εκκλησία αν δεν μου απεδείκνυε ότι υπήρχε κάτι που άξιζε ν’ ακούσω—όχι την ανιαρή λειτουργία που όλοι την είχαν μάθει απ’ έξω. Όσο για το αν η εκκλησία ήταν ένας τόπος όπου μαθαίνει κανείς για τον Θεό, από καιρό είχα πεισθή ότι αυτό δεν συνέβαινε. Ποτέ δεν είχαμε χρησιμοποιήσει την Αγία Γραφή στην εκκλησία. Είναι αλήθεια ότι οι κληρικοί διάβαζαν λίγες περικοπές κάθε Κυριακή, αλλά ποτέ δεν εξηγούσαν τη σημασία τους. Έτσι, ποτέ δεν γνωρίζαμε τι έλεγε η Αγία Γραφή.
Στην οικογένειά μας βρισκόταν μια Γραφή στη Μετάφρασι του Βασιλέως Ιακώβου. Είχαμε προσπαθήσει να την διαβάσωμε, αλλά πάντοτε την παρατούσαμε προτού συμπληρώσωμε μια ολόκληρη σελίδα, επειδή δεν την καταλαβαίναμε. Η Αγία Γραφή τελικά έμενε θαμμένη σ’ έναν ασφαλή τόπο του σπιτιού μας μ’ ένα όμορφο ροδοπέταλο ανάμεσα στις σελίδες της. Ήταν νεκρή!
Η επιμονή όμως της συζύγου μου είχε αποτέλεσμα και τελικά δέχθηκα να πηγαίνω μαζί της στην εκκλησία. Σκεπτόμουν ότι ήταν ευκολώτερο να κάθωμαι στην εκκλησία και ν’ απολαμβάνω τη μουσική του αρμονίου παρά να «αντιμετωπίζω τη μουσική» όταν η σύζυγός μου επέστρεφε από την εκκλησία στο σπίτι κάθε Κυριακή. Πέρασαν περίπου έξη μήνες και όλα πήγαιναν καλά. Ξαφνικά μου ανήγγειλε κάτι που με συνεκλόνισε! Μου είπε ότι δεν επρόκειτο να ξαναπάη στην εκκλησία. «Μπορείς εσύ να πας αν θέλης,» μου είπε, «αλλ’ εγώ δεν πρόκειται να ξαναπάω.»
«Γιατί; Γιατί; Γιατί;» την ρώτησα εμβρόντητος. Τότε μου εξήγησε ότι μελετούσε την Αγία Γραφή με τους μάρτυρας του Ιεχωβά και ότι ήταν κατάπληκτη με όσα μάθαινε όταν τα συνέκρινε μ’ εκείνα που είχε μάθει τόσα χρόνια που ήταν Αγγλικανή. Μου ζήτησε να καθήσω μαζί της και ν’ ακούσω όσα είχε να μου πη από την Αγία Γραφή (που την είχε ξεθάψει εκείνον τον καιρό, διότι είχε γίνει πάλι σπουδαία γι’ αυτήν).
Σύντομα έμαθα ότι το όνομα του Θεού είναι Ιεχωβά (Ψαλμ. 83:18)· ότι η περίοδος του χρόνου που ζούμε τώρα περιγράφεται στην Αγία Γραφή ως «έσχατες ημέρες» (2 Τιμ. 3:1-5)· ότι ο Αρμαγεδδών είναι ο πόλεμος του Παντοκράτορος Θεού εναντίον του ασεβούς συστήματος και ότι είναι πολύ κοντά (Αποκάλ. 16:14-16)· και ότι εμείς, σαν μια οικογενειακή μονάδα, θα είμαστε σε θέσι να ζήσωμε στη γη για πάντα, ευτυχείς και ενωμένοι με ειρήνη και ασφάλεια, απολαμβάνοντας τέλειες συνθήκες κάτω από τη βασιλεία του Ιεχωβά Θεού μέσω του Υιού του Ιησού Χριστού ως Βασιλέως.—Ψαλμ. 37:9-11, 29· Αποκάλ. 11:15, 17· 21:3, 4.
Αλήθεια, ποτέ άλλοτε σ’ ολόκληρη τη ζωή μου δεν είχα ακούσει τόσο θαυμάσια πράγματα. Ήσαν πάρα πολύ ωραία για να τα πιστέψω και λυπούμαι που το λέγω, αλλά δεν τα πίστεψα. Μολονότι δεν εναντιώθηκα βίαια στη σύζυγό μου, εν τούτοις, άρχισα να την περιγελώ. Μέσα στην άγνοιά μου, την αποκαλούσα «Ιεχωβά» και της υπενθύμιζα ότι δεν ήθελα να γίνω μέλος μιας τέτοιας φανατικής θρησκείας. Αν αυτή ήθελε, μπορούσε να γίνη, αλλ’ εγώ όχι.
Αυτή εξακολούθησε ‘ν’ ανοίγη την όρεξί μου’ με πράγματα που μάθαινε από τον Λόγο του Θεού, αλλ’ εγώ προσκολλήθηκα απελπισμένα στην εκκλησία γνωρίζοντας ότι η λαβή μου διαρκώς εξασθενούσε. Η σύζυγός μου χρησιμοποιούσε την «μάχαιρα του πνεύματος,» και τελικά εγώ έχασα τη μάχη. Αλλά στην πραγματικότητα, ποτέ δεν ήμουν τόσο ευτυχής σ’ όλη μου τη ζωή από μια τέτοια ήττα. Εγκατέλειψα την εκκλησία και άρχισα να μελετώ την Αγία Γραφή. Την άνοιξι, όταν όλη η δημιουργία του Θεού επανέρχεται στη ζωή, η σύζυγός μου κι εγώ επανήλθαμε στη ζωή και αρχίσαμε να ζούμε για τον Ιεχωβά και τα συμφέροντα της Βασιλείας του, με το να βαπτισθούμε στην Αίθουσα Βασιλείας του Βορείου Βανκούβερ στις 31 Μαρτίου του 1956.
ΕΥΛΟΓΙΕΣ ΕΡΧΟΝΤΑΙ ΣΤΗΝ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑ
Από τότε απολαμβάνομε ανείπωτες ευλογίες, όχι μόνο πνευματικές, αλλά και υλικές. Αντιληφθήκαμε ότι αυτή δεν ήταν απλώς μια άλλη θρησκεία, αλλ’ ότι οι μάρτυρες του Ιεχωβά χρησιμοποιούνται από τον Ιεχωβά Θεό για να εκτελέσουν το κήρυγμα των αγαθών νέων της Βασιλείας σ’ ολόκληρο τον κόσμο, σύμφωνα με το εδάφιο Ματθαίος 24:14. Θέλαμε να γίνωμε μέρος αυτής της στοργικής Χριστιανικής οικογενείας.
Τα περιοδικά Σκοπιά και Ξύπνα! μάς έδωσαν την αναγκαία βοήθεια για ν’ αναθρέψωμε την οικογένειά μας με επιτυχία, και μας βοήθησαν να καταλαβαίνωμε και να εφαρμόζωμε τις συμβουλές του Λόγου του Θεού στην οικογενειακή ζωή. Επί παραδείγματι, αντιληφθήκαμε την ορθή έννοια της υπακοής και της πειθαρχίας καθώς και το γεγονός ότι ο Ιεχωβά διαπαιδαγωγεί εκείνους που αγαπά. Μάθαμε επίσης πόσο σπουδαίο είναι να διδάσκωμε τα τέκνα μας και να δαπανούμε χρόνο γι’ αυτά.—Εβρ. 12:5-11· Δευτ. 6:4-9.
Το αποτέλεσμα όλων αυτών ήταν να δημιουργήσωμε μια οικογένεια που πάντοτε απελάμβανε να συνεργάζεται. Τα αγόρια ήταν μια μεγάλη βοήθεια για μένα όταν κτίζαμε το σπίτι μας, έστω και αν ήσαν μικρά. Όταν ήσαν πολύ μικρά ακόμη για το σχολείο, τα έπαιρνα συχνά μαζί μου στην εργασία μου. Αργότερα ευλογηθήκαμε με το ν’ αποκτήσωμε δύο κόρες, και η σύζυγός μου χαιρόταν να τις εκπαιδεύη να ράβουν και να μαγειρεύουν και να κάνουν άλλες μικροδουλειές μέσα στο σπίτι. Μη λησμονείτε ότι υπήρχε ακόμη καιρός για να χρησιμοποιούμε την κατά γράμμα ράβδο της παιδείας και αυτό το κάναμε εκεί όπου ο Ιεχωβά έβαλε δύο μαλακά μαξιλαράκια στο ανθρώπινο σώμα.—Παροιμ. 23:13, 14.
ΣΥΝΕΛΕΥΣΕΙΣ—Η ΜΕΓΑΛΥΤΕΡΗ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΚΗ ΑΝΑΨΥΧΗ
Μια άλλη άποψις της Χριστιανικής δραστηριότητος που αγαπούσαμε ιδιαίτερα ήσαν οι συνελεύσεις. Αναμέναμε με ανυπομονησία τον καιρό των περιφερειακών συνελεύσεων των μαρτύρων του Ιεχωβά τις οποίες πάντοτε περιλαμβάναμε στις ετήσιες διακοπές μας. Έχομε ταξιδέψει σε πολλές μεγάλες πόλεις των Ηνωμένων Πολιτειών και του Καναδά, κι έχομε απολαύσει την ποικιλία της δημιουργίας του Ιεχωβά, καθώς και επισκέψεις στα εργοστάσια και στα αγροκτήματα της Εταιρίας Σκοπιά. Όλα αυτά έχουν γίνει ένας πρακτικός τρόπος για να διευρύνωμε την εκπαίδευσι των παιδιών μας.
Μια ιδιαίτερα αξιόλογη συνέλευσις που παρακολουθήσαμε ήταν εκείνη που έγινε στην πόλι της Νέας Υόρκης το 1958. Καθώς ταξιδεύαμε εκεί από το Βανκούβερ, σταματήσαμε το αυτοκίνητο στη Σπόκαιν της Ουάσιγκτον, για να κάμωμε μερικά ψώνια και είπαμε στα παιδιά να μείνουν μέσα στο αυτοκίνητο. Όταν επιστρέψαμε μας είπαν ότι ένας άνδρας τα είχε πλησιάσει για να τους μιλήση. Μας τον έδειξαν, καθώς πλησίαζε σ’ ένα γειτονικό κατάστημα. Αυτός μας χαιρέτησε και ήλθε στο αυτοκίνητο. Μας είπε ότι είχε δει την ετικέττα που είχαμε στο μπροσθινό μέρος του αυτοκινήτου μας που διεφήμιζε την συνέλευσι της Νέας Υόρκης και μας είπε ότι ήταν κι αυτός μάρτυς του Ιεχωβά. Μας προσκάλεσε στο σπίτι του για ένα γεύμα, μετά το οποίο απολαύσαμε μια βραδυά Χριστιανικής συντροφιάς και μια ευχάριστη νυχτερινή ανάπαυσι.
Αργότερα στο Λασκ και στο Γουαϊόμιγκ, η ετικέττα μάς έφερε μια άλλη ευλογία πολύ όμοια με την πείρα που απολαύσαμε στη Σπόκαιν. Η μηχανή του αυτοκινήτου μου έκανε ένα δυνατό κρότο στη διάρκεια της ημέρας. Ένας Μάρτυς σ’ εκείνη τη μικρή πόλι πρόσεξε την ετικέττα μας που διεφήμιζε τη συνέλευσι, και πρότεινε να διανυκτερεύσωμε στο σπίτι του, ενώ εκείνος θα επεσκεύαζε τη μηχανή. Κατά καλή σύμπτωσι αυτός ήταν ο μηχανικός της κομητείας και μπορούσε να χρησιμοποιήση ένα μεγάλο γκαράζ που είχε όλα τα αναγκαία εργαλεία για να κάμη την επισκευή. Το επόμενο πρωί συνεχίσαμε τον δρόμο μας, ευγνώμονες και πάλι για την αγάπη και τη φιλοξενία που οι δούλοι του Ιεχωβά δείχνουν ο ένας στον άλλον. Αυτό έγινε ακόμη πιο φανερό ανάμεσα στους 250.000 Μάρτυρες απ’ όλες τις χώρες που ήσαν στο Στάδιο Γιάνκη και στο Πόλο Γκράουντς της Νέας Υόρκης.
ΣΥΜΜΕΤΟΧΗ ΣΤΗΝ ΕΠΕΚΤΑΣΙ ΤΟΥ ΑΓΓΕΛΜΑΤΟΣ
Όταν επιστρέψαμε στο σπίτι, ένας περίεργος συνάδελφος με ρώτησε πώς μπορούσα ν’ αντιμετωπίσω τόσα έξοδα και να ταξιδεύωμε τόσο μακρυά για να παρακολουθούμε μια από τις θρησκευτικές μας συνελεύσεις. Όταν του εξήγησα τη σπουδαιότητα των συνελεύσεων και την ευχάριστη επικοινωνία που απολαμβάνομε εκεί ανάμεσα σε τόσους πολλούς καθαρούς και θεοφοβούμενους ανθρώπους, είχε φυσικά πολλές ερωτήσεις σχετικά με την Αγία Γραφή. Του απήντησα, χρησιμοποιώντας μαζί με την Αγία Γραφή διάφορες εκδόσεις που μας παρέχει η Εταιρία Σκοπιά. Εντυπωσιάσθηκε τόσο πολύ με τη βιβλιοθήκη του σπιτιού μας ώστε θέλησε ν’ αγοράση όλες αυτές τις εκδόσεις και μια Γραφική μελέτη άρχισε μ’ αυτόν. Δεν πέρασε πολύς καιρός και σύντομα έγινε ένας πνευματικός μας αδελφός. Τον ίδιο περίπου καιρό η πεθερά μου άρχισε να δείχνη ενδιαφέρον και τελικά έγινε επίσης κι αυτή μια μάρτυς του Ιεχωβά.
Στα είκοσι χρόνια που είμεθα μάρτυρες του Ιεχωβά έχομε δει μια τεραστία αύξησι των διαγγελέων της Βασιλείας. Αυτή η αύξησις ωδήγησε στην κατασκευή πολλών νέων Αιθουσών Βασιλείας. Εμείς, σαν μια οικογένεια, βοηθήσαμε στην κατασκευή τουλάχιστον τεσσάρων αιθουσών καθώς και δύο μεγάλων κινητών μαγειρείων που χρησιμοποιούνται στις συνελεύσεις περιοχής στην περιοχή του Βανκούβερ. Από τότε που επιστρέψαμε στον ανατολικό Καναδά, η συμμετοχή μας στα συμφέροντα της Βασιλείας αυξήθηκε.
Τώρα είναι ανάγκη να εργάζωμαι μόνο λίγες ώρες σε μια κοσμική εργασία, και είμαι ευτυχής που έχω το προνόμιο να εργάζωμαι στη νέα Αίθουσα Συνελεύσεων κοντά στο Τορόντο. Επίσης, πέρυσι με εκάλεσαν να εργασθώ στο Μπέθελ του Τορόντο επί τέσσερις περίπου μήνες βοηθώντας σε μια μεγάλη επέκτασι του εργοστασίου και μια νέα Αίθουσα Βασιλείας. Σε όλα αυτά τα διάφορα κτίρια που εργάσθηκα διεπίστωσα πόσο ευχάριστο ήταν να συνεργάζωμαι με άνδρες και γυναίκες οι οποίοι εθελοντικώς προσφέρουν την δύναμί τους και τον χρόνο τους, όλοι από αγάπη για τον Θεό τους και τους συνανθρώπους των. Αυτό για μένα είναι μια πρόγευσις της ζωής στο υποσχεμένο Νέο Σύστημα που πλησιάζει.
Η ΠΡΟΣΤΑΤΕΥΜΕΝΗ ΜΑΣ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑ
Καθώς οι συνθήκες του κόσμου χειροτερεύουν κι αυτό το σύστημα φθείρεται γοργά, η οικογενειακή ζωή πολλών ανθρώπων επηρεάζεται δυσμενώς. Αλλά με τη χάρι του Ιεχωβά και της Χριστιανικής του οργανώσεως, η οικογένειά μας έχει προστατευθή. Με το να εφαρμόζωμε τις αρχές και τις συμβουλές της Αγίας Γραφής έχομε απαλλαγή από τις πολλές παγίδες του κόσμου. Το αποτέλεσμα είναι ότι ολόκληρη η οικογένειά μας είναι πραγματικά ευτυχισμένη και συμμετέχει πλήρως στην υπηρεσία του Θεού.
Οι τέσσερις μεγάλοι γυιοι μας έχουν νυμφευθή ζηλώτριες Χριστιανές γυναίκες και διεξάγουν τα καθήκοντά των ως πρεσβύτεροι και διακονικοί υπηρέται στις Χριστιανικές εκκλησίες. Ο μεγαλύτερος γυιος μας, με την βοήθεια της συζύγου του, απολαμβάνει την ολοχρόνια υπηρεσία σκαπανέως εδώ στο Οντάριο. Ο δεύτερος γυιος μας και η σύζυγός του υπηρετούν εκεί όπου η ανάγκη για κήρυκες της Βασιλείας είναι πιο μεγάλη στην Επαρχία του Κουεμπέκ. Οι δύο νεώτεροι γυιοι μας έχουν παντρευτή και ζουν στη Δύσι. Έχομε ακόμη τις δυο μας κόρες και τον πιο μικρό γυιο μαζί μας και, όπως και οι μεγαλύτεροι αδελφοί τους, δείχνουν μεγάλη αγάπη και εκτίμησι για τον Λόγο του Θεού. Οι δύο απ’ αυτούς το έχουν ήδη δείξει δημοσίως με το να βαπτισθούν.
Μολονότι μερικά μέλη της οικογενείας μας βρίσκονται μίλια μακρυά, η ενότης της οργανώσεως του Ιεχωβά μάς κάνει να αισθανώμεθα πάντοτε κοντά ο ένας τον άλλον. Ειδικά είμεθα ενωμένοι από τη Γραφικά βασισμένη ελπίδα να ζήσωμε πάνω σε μια γη αιωνίως με ειρήνη και ασφάλεια, απολαμβάνοντας τέλειες συνθήκες κάτω από τη Βασιλεία του Ιεχωβά Θεού. Πράγματι, τα λόγια του Ψαλμού 37:37 έχουν μια ειδική σημασία για την οικογένειά μου και για μένα: «Παρατηρεί τον άκακον, και βλέπε τον ευθύν, διότι το μέλλον του ανθρώπου εκείνου θέλει είσθαι ειρηνικόν.» ΜΝΚ.