Καϊάφας—Άσπονδος Εχθρός της Αληθινής Λατρείας
«ΕΠΕΙΔΗ τα χείλη του ιερέως θέλουσι φυλάττει γνώσιν, και εκ του στόματος αυτού θέλουσι ζητήσει νόμον.» (Μαλ. 2:7) Αυτά τα θεόπνευστα λόγια δείχνουν ότι οι ιερείς τον Ισραήλ έπρεπε να είναι παραδείγματα αγνής λατρείας. Ιδιαίτερα αυτό έπρεπε να ισχύη για τον αρχιερέα του Ισραήλ. Εν τούτοις, ο Καϊάφας, ένας αρχιερεύς του πρώτου αιώνος μετά Χριστόν, δεν ανταποκρίθηκε σ’ αυτή την απαίτησι. Ήταν ένας από τους πιο άσπονδους εχθρούς της αληθείας.
Ο Βαλέριος Γκράτους που ήταν προκάτοχος του Ρωμαίου κυβερνήτου Ποντίου Πιλάτου, διώρισε τον Καϊάφα στο αξίωμα του αρχιερέως το έτος 18 περίπου μ.Χ. (ή ίσως στο τέλος του 26 μ.Χ.). Η επιθυμία του να διακρατήση αυτό το αξίωμα με κάθε θυσία ήταν ο κύριος παράγων που ώθησε τον Καϊάφα στην άγρια εναντίωσί του εναντίον των πιστών δούλων του Ιεχωβά Θεού.
Η ανάστασις του Λαζάρου, που έγινε δημοσίως γνωστή, υπεκίνησε τον Καϊάφα και τα περισσότερα μέλη του Ιουδαϊκού ανωτάτου δικαστηρίου του Σάνχεδριν να προσπαθήσουν να θανατώσουν τον Ιησού Χριστό. (Ιωάν. 11:43-53) Εκείνο το θαύμα ήταν ένα ισχυρό ράπισμα για την αίρεσι των Σαδδουκαίων, στην οποία ανήκε και η ιερατική οικογένεια, περιλαμβανομένου και του Καϊάφα. (Πράξ. 5:17) Αυτό συνέβαινε διότι οι Σαδδουκαίοι ηρνούντο τη Γραφική διδασκαλία της αναστάσεως.—Πράξ. 23:8.
Εν τούτοις, όταν το θαύμα της αναστάσεως του Λαζάρου εξετάσθηκε από το Σάνχεδριν, η θρησκευτική άποψις των Σαδδουκαίων δεν εφέρθη προς συζήτησι. Το κύριο ενδιαφέρον τους ήταν ο φόβος για τις θέσεις τους. Η Γραφική αφήγησις αναφέρει: «Συνεκρότησαν λοιπόν συνέδριον οι αρχιερείς και οι Φαρισαίοι και έλεγον· Τι κάμνομεν, διότι ούτος ο άνθρωπος πολλά θαύματα κάμνει; εάν αφήσωμεν αυτόν ούτω, πάντες θέλουσι πιστεύσει εις αυτόν, και θέλουσιν ελθεί οι Ρωμαίοι και αφανίσει και τον τόπον ημών και το έθνος. Εις δε τις εξ αυτών, ο Καϊάφας, όστις ήτο αρχιερεύς του ενιαυτού εκείνου, είπε προς αυτούς· Σεις δεν εξεύρετε τίποτε, ουδέ συλλογίζεστε ότι μας συμφέρει να αποθάνη είς άνθρωπος υπέρ του λαού και να μη απολεσθή όλον το έθνος. Τούτο δε αφ’ εαυτού δεν είπεν, αλλ’ αρχιερεύς ων του ενιαυτού εκείνου προεφήτευσεν ότι έμελλεν ο Ιησούς να αποθάνη υπέρ του έθνους, και ουχί μόνον υπέρ του έθνους αλλά και δια να συνάξη εις έν τα τέκνα του Θεού τα διασκορπισμένα. Απ’ εκείνης λοιπόν της ημέρας συνεβουλεύθησαν, δια να θανατώσωσιν αυτόν.»—Ιωάν. 11:47-53.
Όπως τα περισσότερα μέλη του Σάνχεδριν, έτσι και ο Καϊάφας επιθυμούσε να φονευθή ο Ιησούς Χριστός. Εν τούτοις, λόγω του ιερού του καθήκοντος, ο Καϊάφας χρησιμοποιήθηκε από τον Ιεχωβά Θεό για να προφητεύση για τον Ιησού. Αυτό έμοιαζε κάπως μ’ εκείνο που έκαμε ο Ιεχωβά για να αναγκάση τον ψευδοπροφήτη Βαλαάμ, ο οποίος ήθελε να καταρασθή τον Ισραήλ για να εισπράξη μια αμοιβή, να ευλογήση τους Ισραηλίτας και να εκφέρη αληθινές προφητείες σχετικά μ’ αυτούς.—Αριθμ. 23:1-24:24· 2 Πέτρ. 2:15· Ιούδ. 11.
Αργότερα ο Καϊάφας και ο πενθερός του Άννας, ήσαν χωρίς αμφιβολία οι αρχιερείς που εσχεδίαζαν να φονεύσουν τον Λάζαρο. Ήθελαν να θέσουν ένα τέρμα στην ισχυρή επίδρασι που είχε το θαύμα της αναστάσεως του Λαζάρου και το οποίο υποκινούσε πολλούς ανθρώπους να πιστεύσουν στον Ιησού Χριστό.—Ιωάν. 12:10,11.
ΕΚΟΥΣΙΑ ΠΑΡΑΒΙΑΣΙΣ ΤΟΥ ΝΟΜΟΥ ΤΟΥ ΘΕΟΥ
Αργότερα, ο Καϊάφας και ο Άννας συνεργάσθηκαν με άλλους προκειμένου να επιφέρουν τον θάνατο του Ιησού Χριστού. Σύντομα μετά το Πάσχα του 33 μ.Χ., ο Καϊάφας και άλλα μέλη του Σάνχεδριν «συνεβουλεύθησαν να συλλάβωσι τον Ιησούν με δόλον και να θανατώσωσιν.» (Ματθ. 26:3, 4) Με τη συνεργασία του Ιούδα του Ισκαριώτου, τον οποίο δωροδόκησαν, επέτυχαν τον σκοπό τους. (Λουκ. 22:2-6, 47-53) Αφού συνέλαβαν τον Ιησού κάτω από το κάλυμμα του σκότους στον κήπο της Γεθσημανή, ένα ωπλισμένο πλήθος τον έφερε κατ’ αρχήν στο σπίτι του Άννα. (Ιωάν. 18:13) Κατόπιν, ο Ιησούς εστάλη στον Καϊάφα όπου παρουσιάσθηκαν ψευδομάρτυρες και κατέθεσαν αντιφατικές μαρτυρίες. Τελικά ο Καϊάφας ώρκισε τον Ιησού να του απαντήση αν ήταν ο Χριστός ο Υιός του Θεού. Όταν άκουσε την καταφατική απάντησι του Ιησού, ο Καϊάφας έσχισε τα ιμάτιά του και συνεκάλεσε το συνέδριο για να τον καταδικάση ως βλάσφημο. Αυτό έκαμε το δικαστήριο, καταδικάζοντας τον Ιησού σε θάνατο.—Ματθ. 26:59-66.
Μετά την παράνομη νυχτερινή δίκη, το Σάνχεδριν συνεκλήθη νωρίς το επόμενο πρωί για να επιβεβαιώση τη κρίσι του. (Μάρκ. 15:1) Χωρίς αμφιβολία, ο Καϊάφας ήταν μεταξύ εκείνων οι οποίοι τότε έφεραν τον Ιησού ενώπιον του Πιλάτου κατηγορώντας τον ότι ‘εμποδίζει την πληρωμή των φόρων και λέγει εαυτόν ότι είναι Χριστός βασιλεύς,’ (Λουκ. 23:2) Κατόπιν, όταν ο Πιλάτος προσπάθησε ν’ απελευθερώση τον Ιησού, ο Καϊάφας χωρίς αμφιβολία ήταν ένας από τους αρχιερείς οι οποίοι εφώναζαν: «Σταύρωσον, σταύρωσον αυτόν.» (Ιωάν. 19:6, 11) Προφανώς χρησιμοποίησε την επιρροή του για να πείση το πλήθος να ζητήση την απόλυσι του Βαραββά, ενός ληστού στασιαστού και δολοφόνου, αντί του Ιησού. (Ματθ. 27:20, 21· Μάρκ. 15:11) Ο Καϊάφας είναι επίσης πιθανόν να εφώναξε: «Δεν έχομεν βασιλέα ειμή Καίσαρα.»—Ιωάν. 19:15.
Έχοντας επιτύχει τον σκοπό των να καταδικάσουν τον Ιησού σε θάνατο, οι αρχιερείς δεν ήσαν ακόμη ευχαριστημένοι με την κατηγορία που επρόκειτο να τοποθετηθή επάνω στο εκτελεστικό ξύλο. Διαμαρτυρήθηκαν λέγοντας στον Πιλάτο: «Μη γράφε, Ο βασιλεύς των Ιουδαίων Αλλ’ ότι εκείνος είπε, Βασιλεύς είμαι των Ιουδαίων.» Αλλά ο Πιλάτος δεν συνεργάσθηκε μαζί τους σ’ αυτό το ζήτημα.—Ιωάν. 19:21, 22.
Ο Καϊάφας πραγματικά απέτυχε στην ευθύνη του να κρατήση ψηλά τον Νόμο τον οποίο είχε υποχρέωσι να τηρή και να διδάσκη ως αρχιερεύς. Συνεργάσθηκε για να παραβιάση τον νόμο χρησιμοποιώντας δωροδοκία (Δευτ. 16:19), συνωμοσία και παραποίησι της δικαιοσύνης (Έξοδ. 23:1, 6, 7), ψευδομαρτυρία (Έξοδ. 20:16), απελευθέρωσι ενός εγκληματίου (Αριθμ. 35:31-34), εξέγερσι του όχλου (Έξοδ. 23:2), τήρησι των νόμων άλλων εθνών (Λευιτ. 18:3-5), αποδοχή ως βασιλέως κάποιου που δεν ήταν εκ του έθνους των (Δευτ. 17:14, 15) και δολοφονία.—Έξοδ. 20:13.
ΕΝΑΝΤΙΩΣΙΣ ΣΤΗΝ ΑΛΗΘΙΝΗ ΛΑΤΡΕΙΑ ΑΚΟΜΗ ΚΑΙ ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΑΝΑΣΤΑΣΙ
Μετά τον θάνατο του Ιησού, ο Καϊάφας και άλλοι ιερείς εζήτησαν να κάνη ο Πιλάτος κάτι για να περιφρουρήση τον τάφο. Αλλά ο Πιλάτος απήντησε: «Έχετε φύλακας· υπάγετε, ασφαλίσατε καθώς εξεύρετε.» (Ματθ. 27:62-65) Όταν ο Ιησούς αναστήθηκε και μερικοί από τους φύλακες το ανέφεραν στους αρχιερείς, ο Καϊάφας και οι άλλοι δεν υποκινήθησαν να μετανοήσουν. Αντιθέτως, δωροδόκησαν τους στρατιώτες και τους καθωδήγησαν να πουν: «Είπατε ότι οι μαθηταί αυτού ελθόντες δια νυκτός έκλεψαν αυτόν, ενώ ημείς εκοιμώμεθα. Και εάν ακουσθή τούτο ενώπιον του ηγεμόνος, ημείς θέλομεν πείσει αυτόν και εσάς θέλομεν κάμει αμερίμνους.»—Ματθ. 28:11-14.
Ο Καϊάφας κατόπιν προσπάθησε απελπισμένα να θέση ένα τέρμα στη διδασκαλία και στο κήρυγμα των μαθητών του Ιησού. Σχετικά με τη θεραπεία ενός ανθρώπου που ήταν χωλός εκ γενετής, ο Πέτρος και ο Ιωάννης φυλακίσθησαν και έτσι την επομένη ημέρα ωδηγήθηκαν ενώπιον του Καϊάφα και του υπολοίπου Σάνχεδριν. Σ’ εκείνη την περίπτωσι το Σάνχεδριν εζήτησε απ’ αυτούς να σταματήσουν να μιλούν με βάσι το όνομα του Ιησού, αλλά ο Πέτρος και ο Ιωάννης ήσαν αποφασισμένοι να εξακολουθήσουν να λέγουν την αλήθεια άσχετα με το τι έλεγε ο Καϊάφας. (Πράξ. 4:1-20) Σε κάποια άλλη περίπτωσι, ο Καϊάφας ανέκρινε όλους τους αποστόλους και τους επέστησε την προσοχή στη διαταγή του Σάνχεδριν να σταματήσουν να κηρύττουν στο όνομα του Ιησού. Αλλ’ οι απόστολοι εδήλωσαν τη σταθερή τους απόφασι να εξακολουθήσουν να υπακούουν «εις τον Θεόν μάλλον παρά εις τους ανθρώπους.»—Πράξ. 5:27-29.
Ο Καϊάφας πάλι ήταν εκείνος που αργότερα συμμετείχε στην απόφασι λιθοβολισμού του πιστού δούλου του Θεού του Στεφάνου. (Πράξ. 6:11-7:60) Αυτός επίσης έδωσε εξουσία στον Σαούλ (τον Παύλο, ο οποίος αργότερα έγινε πιστός απόστολος του Ιησού Χριστού) να συλλάβη τους μαθητάς του Ιησού στη Δαμασκό και να τους φέρη δεσμίους στην Ιερουσαλήμ για κρίσι.—Πράξ. 9:1, 2.
Εν τούτοις, η σταδιοδρομία του Καϊάφα επρόκειτο να τελειώση γρήγορα. Το 36 ή 37 μ.Χ. ο Βιτέλιος, ένας Ρωμαίος αξιωματούχος τον απέλυσε από το αξίωμά του. Ταπεινωμένος και ανίκανος να φέρη τη μομφή, λέγεται ότι αυτοκτόνησε.
Πραγματικά, οι προσπάθειες του Καϊάφα εναντίον της αληθινής λατρείας δεν είχαν αποτέλεσμα. Εκείνο ακριβώς το πράγμα για το οποίο ενδιαφερόταν περισσότερο—τη θέσι του, την εξουσία του και τη φήμη του—τα έχασε. Μολονότι ως αρχιερεύς μπορούσε να χρησιμοποιήση την επίδρασί του για το καλό, πέθανε σαν ένας άσπονδος εχθρός του Θεού.—Πράξ. 5:39.