Η Πίστις στον Θεό με Στήριξε
Αφήγησις υπό Χάραλντ Αμπτ
ΤΟ ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟ του 1940 με έστειλαν στο στρατόπεδο συγκεντρώσεως Ζακσενχάουζεν στη Γερμανία. Οι αξιωματούχοι των Ες-Ες (Φασίστες του Χίτλερ—Επίλεκτη Φρουρά) μου έκαναν μια «θερμή» υποδοχή· με έδειραν επανειλημμένως και με απείλησαν. Ένας αξιωματικός, δείχνοντας την καπνοδόχο του κοντινού αποτεφρωτηρίου, με προειδοποίησε: «Θα βρίσκεσαι εκεί ανεβαίνοντας προς τον Ιεχωβά σου μέσα σε 14 μέρες, αν επιμένης στην πίστι σου.»
Έπειτα, με μετέφεραν εκεί που εκρατούντο οι Χριστιανοί αδελφοί μου, οι Μάρτυρες του Ιεχωβά. Με διέταξαν να καθίσω με τα χέρια μου τεντωμένα μπροστά μου. Έπρεπε να μείνω σ’ αυτή την ενοχλητική θέσι τέσσερις ώρες. Πόσο χάρηκα στις 6 μ.μ. όταν είδα τους Μάρτυρες να επιστρέφουν από τη σκληρή μέρα εργασίας τους!
Αυτοί οι Μάρτυρες—στην αρχή ήσαν περίπου 400—μου είπαν ότι περίπου 130 από τους αδελφούς τους είχαν πεθάνει λόγω απάνθρωπης μεταχειρίσεως τον προηγούμενο χειμώνα. Μήπως αυτό είχε φοβίσει αυτούς που είχαν επιζήσει; Όχι, ήσαν αποφασισμένοι, όπως κι εγώ, επίσης, να διατηρήσουν την πιστότητά τους στον Θεό.
Αλλά προτού σας διηγηθώ περισσότερα για την πενταετή περίπου διαμονή μου στα στρατόπεδα συγκεντρώσεως Ζακσενχάουζεν και Μπούχενβαλντ, θα σας αφηγηθώ με συντομία πώς συνέβη να με στείλουν εκεί.
ΟΙ ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΙ ΣΕ ΤΑΡΑΧΩΔΕΙΣ ΚΑΙΡΟΥΣ
Γεννήθηκα στη νότια Πολωνία, σ’ ένα μέρος που στο παρελθόν ανήκε στην Αυστρία· έτσι, μεγάλωσα μιλώντας Πολωνικά καθώς επίσης και Γερμανικά. Το 1931, σε ηλικία 19 ετών, μπήκα στο Πολυτεχνείο της Ντάντζιγκ (Πολωνικά, Γκντανσκ), η οποία τότε ήταν μια Γερμανόφωνη ‘Ελεύθερη Πόλις’ στη Βαλτική Θάλασσα. Εκεί το 1934 συνάντησα την Έλζα, μια νεαρή γυναίκα η οποία επρόκειτο να επηρεάση βαθιά τη ζωή μου.
Το 1936, ενώ προετοιμαζόμουν για τις τελικές εξετάσεις μου, η Έλζα άρχιζε να πηγαίνη στις συναθροίσεις των Μαρτύρων του Ιεχωβά, που γίνονταν μυστικά, επειδή μερικοί Μάρτυρες είχαν ήδη συλληφθή. Είπα στην Έλζα ότι ήταν ανόητο ν’ αναμιγνύεται με τέτοιους ανθρώπους. Αλλά εκείνη τελικά μ’ έπεισε να πάω μαζί της σε μια συνάθροισι. Αντί να βρω κάποιο λάθος, εντυπωσιάσθηκα από τη Βιβλική γνώσι που είχαν οι Μάρτυρες.
Όταν τελείωσα τις σπουδές μου στο πανεπιστήμιο, δεν υπήρχαν καλές ευκαιρίες για εργασία στην Πολωνία. Έτσι, σκέφθηκα να πάω στη Γερμανία για να εργασθώ. Αλλά η Έλζα είπε: «Αν θέλης να πας, τότε μπορείς να πας μόνος σου.» Οι Μάρτυρες του Ιεχωβά διώκοντο σκληρά στη Γερμανία, και η Έλζα δεν ήθελε να εκθέση τον εαυτό της χωρίς λόγο σ’ αυτό το διωγμό. Το γεγονός αυτό μ’ έκανε να σκεφθώ, κι έτσι άρχισα να μελετώ την Αγία Γραφή πιο τακτικά. Τον Ιούνιο του 1938 πανδρευθήκαμε. Έπειτα, στις αρχές του 1939, η Έλζα κι εγώ βαπτισθήκαμε, συμβολίζοντας έτσι την αφιέρωσί μας στον Ιεχωβά Θεό.
Εν τω μεταξύ, είχα βρει μια καλή εργασία σαν μηχανικός στη διοίκησι του λιμανιού της Ντάντζιγκ. Είχαμε ένα όμορφα επιπλωμένο διαμέρισμα και το χρησιμοποιούσαμε για Γραφικές συναθροίσεις. Εκείνο τον καιρό περίπου, δημεύθηκαν στη Ντάντζιγκ τα Βιβλικά έντυπά μας, τα οποία εστέλλοντο από το Πολωνικό τμήμα της Εταιρίας Σκοπιά που βρισκόταν στη Λοντζ. Πεπεισμένος ότι έπρεπε να προσπαθήσω να κάνω κάτι, έγραψα στους Χριστιανούς αδελφούς μας στη Λοντζ, υποδεικνύοντας ν’ αφήνουν τα έντυπα σε μια διεύθυνσι έξω από τη Ντάντζιγκ. Από κει η Έλζα κι εγώ θα τα παίρναμε και θα τα μπάζαμε κρυφά στην πόλι.
Η Έλζα ήταν έγκυος τότε, και μερικές φορές έδενε γύρω της, κάτω από τα ρούχα της, 100 περιοδικά Σκοπιά. Κάποτε, ένας τελωνειακός υπάλληλος είπε αστεία: «Θεέ μου είμαι βέβαιος ότι θα αποκτήσης τρίδυμα!» Αλλά ποτέ δεν την έψαξαν. Εξακολουθήσαμε να μπάζωμε κρυφά τα έντυπα μέχρι τότε που η Γερμανία εισέβαλε στην Πολωνία, την 1η Σεπτεμβρίου 1939, οπότε η ελευθερία μας να μπαίνωμε και να βγαίνωμε από τη Ντάντζιγκ περιωρίσθηκε. Η κόρη μας Γιούττα γεννήθηκε στις 24 Σεπτεμβρίου.
ΤΙΜΗ ΣΤΟΝ ΧΙΤΛΕΡ;
Όταν η Πολωνική φρουρά παραδόθηκε στους Γερμανούς, μπόρεσα να επιστρέψω στην εργασία μου. Ο χαιρετισμός μου, «Καλημέρα,» έκανε τους συναδέλφους μου να με κοιτάξουν ερευνητικά· τώρα υποτίθετο ότι όλοι έπρεπε να λένε, «Χάιλ Χίτλερ.»
Ζήτησα να μιλήσω στον υποδιευθυντή του λιμανιού και του εξήγησα ότι ήμουν Χριστιανός και δεν μπορούσα να πω αυτό το χαιρετισμό. «Μα κι εγώ είμαι Χριστιανός,» απάντησε. Εγώ είπα, ωστόσο, ότι ήμουν Χριστιανός με μια απόλυτη έννοια, και δεν θεωρούσα κατάλληλο ν’ αποδώσω τέτοια δόξα σ’ έναν άνθρωπο. Με απέλυσε επί τόπου και μου είπε ότι θα φυλακιζόμουν αν δεν έλεγα «Χάιλ Χίτλερ».
Προς το τέλος του Σεπτεμβρίου, αφού τα Γερμανικά στρατεύματα κατέλαβαν την Πολωνία, ο Χίτλερ ήλθε στη Ντάντζιγκ. Έβγαλε ένα πύρινο λόγο νίκης στην κύρια πλατεία, κοντά στο κτίριο που μέναμε. Όλοι υποτίθετο ότι έπρεπε να έχουν κρεμασμένη στο παράθυρο μια σημαία, αλλά καμμιά σημαία δεν κρεμόταν από το δικό μας πάτωμα.
Για την ασφάλειά μας, οι αδελφοί συνέστησαν να μεταφερθούμε στην ανατολική Πολωνία. Αυτό σήμαινε, όμως, να εγκαταλείψωμε όλα τα αποκτήματά μας. Με μια μόνο βαλίτσα, ένα καροτσάκι μωρού και τη Γιούττα χωμένη μέσα σ’ ένα μαξιλάρι, κάναμε αυτό το μεγάλο ταξίδι το Δεκέμβριο. Τα τραίνα ήσαν ασφυκτικά γεμάτα και δεν είχαν τακτική συγκοινωνία.
Τελικά, φθάσαμε στο σπίτι στη Λοντζ όπου στεγαζόταν το γραφείο τμήματος. Η αδελφή που άνοιξε την πόρτα είδε το ακίνητο παιδί στα χέρια της Έλζα και έφυγε τρέχοντας από την πόρτα κλαίγοντας. Μετά από λίγα λεπτά επέστρεψε, είδε το μωρό να κινήται και φώναξε: «Ω! Ζη! Ζη!» Μόνο τότε μας προσκάλεσε μέσα. Πολλά παιδιά είχαν πεθάνει από το κρύο στη διάρκεια των μεταφορών· έτσι, σκέφθηκε ότι και η Γιούττα, επίσης είχε πεθάνει.
ΣΥΛΛΗΨΙΣ ΚΑΙ ΦΥΛΑΚΙΣΙΣ
Ο σύζυγος αυτής της αδελφής ήταν ήδη στη φυλακή. Ήταν ένας σκληρός χειμώνας για μας. Δεν είχαμε καθόλου κάρβουνο για να ζεστάνουμε το σπίτι ή να μαγειρέψουμε τη λίγη τροφή που είχαμε. Τελικά, μπόρεσα να πιάσω μια εργασία. Αλλά μια μέρα τον Ιούλιο του 1940 η Γκεστάπο (η μυστική αστυνομία των Ναζί) μας βρήκε στο σπίτι, ενώ έψαχναν για κάποιον άλλο. Μας διέταξαν, την Έλζα κι εμένα, να παρουσιασθούμε στο γραφείο της Γκεστάπο.
Το άλλο πρωί πήγα στην εργασία μου, μάζεψα τα προσωπικά μου πράγματα, και είπα στο αφεντικό μου ότι έπρεπε να πάω στη Γκεστάπο και δεν θα ξαναγύριζα. «Ω, αυτό είναι ανόητο,» εκείνος απάντησε. «Θα είσαι πίσω στις 12 η ώρα. Μην ανησυχής.» Μετά από λίγα λεπτά συνάντησα την Έλζα μπροστά από το γραφείο της Γκεστάπο, και ανεβήκαμε μαζί επάνω.
«Παρακαλώ, καθίστε,» είπε ο αξιωματικός. «Ξέρομε γιατί είσαστε εδώ.» Έπειτα, μας υπενθύμισε ότι η Πολωνία βρισκόταν κάτω από την κυριαρχία του Τρίτου Ράιχ (τη Ναζιστική Γερμανία), και τι είχε συμβή στους Μάρτυρες του Ιεχωβά στη Γερμανία. «Αν εξακολουθήσετε να μιλάτε για την πίστι σας,» είπε, «θα σας στείλωμε σε στρατόπεδο συγκεντρώσεως.»
Έπειτα, πήγε σε μια γραφομηχανή και άρχισε να γράφη. Όταν επέστρεψε, μου έδωσε το χαρτί. Μερικώς έλεγε: ‘Εγώ, ο Χάραλντ Αμπτ, υπόσχομαι να σταματήσω να μιλώ για τη βασιλεία του Θεού.’ Εγώ του είπα: «Λυπούμαι, δεν μπορώ να το υπογράψω.»
Αφού μου είπε πόσο ανόητος ήμουν που αρνιόμουν να υπογράψω, με συνέλαβαν. Η Έλζα ανακρίθηκε μετά. Καθώς ανακρινόταν, ανέφερε ότι είχαμε ένα μωρό 10 μηνών στο σπίτι. «Κανείς άλλος δεν μπορεί να ταΐση το παιδί,» είπε η Έλζα, «επειδή εγώ το θηλάζω.» Ανησυχώντας για το μωρό, ο αξιωματικός είπε: «Τότε θα είμαι σύντομος.»
Η δήλωσις που έγραψε βιαστικά ήταν διαφορετική από κείνη που είχα αρνηθή να υπογράψω. Απλώς έλεγε ότι η Έλζα εγνώριζε ότι αν εξακολουθούσε ν’ ακολουθή τη θρησκεία της θα εστέλλετο σε στρατόπεδο συγκεντρώσεως. Η Έλζα αισθάνθηκε ότι μπορούσε να υπογράψη, επειδή πράγματι γνώριζε αυτό το πράγμα. Αλλά όταν υπέγραψε φοβήθηκε. Γιατί; Επειδή αν την άφηναν ελεύθερη, θα μπορούσα εγώ να σκεφθώ ότι είχε συμβιβάσει την πίστι της. Έτσι, όταν έφυγε από το γραφείο, φώναξε δυνατά σ’ εμένα από το άλλο άκρο της αίθουσας: «Δεν συμβιβάσθηκα! Δεν συμβιβάσθηκα!»
Αφού με κράτησαν λίγες βδομάδες, με έστειλαν σε μια φυλακή στο Βερολίνο και από κει με ωδήγησαν στο Ζακσενχάουζεν.
Η ΖΩΗ ΣΤΟ ΖΑΚΣΕΝΧΑΟΥΖΕΝ
Μετά τη «θερμή» υποδοχή, οι αξιωματικοί των Ες-Ες μάς έδωσαν τα ρούχα της φυλακής. Μας ξύρισαν το κεφάλι κι έπειτα μάς έδωσαν τους καθωρισμένους αριθμούς μας—εγώ ήμουν ο αριθμός 32.771. Μου έδωσαν να ράψω στα ρούχα μου ένα μενεξεδί τρίγωνο, δηλαδή την ταυτότητα των Μαρτύρων του Ιεχωβά. Οι υπόλοιποι αναγνωρίζονταν από τρίγωνα άλλων χρωμάτων—οι πολιτικοί κρατούμενοι φορούσαν κόκκινα, οι Ιουδαίοι κίτρινα, οι εγκληματίες πράσινα, οι ομοφυλόφιλοι ροζ, και ούτω καθ’ εξής. Εγώ ήμουν ο μόνος Μάρτυς σ’ αυτή την ομάδα.
Οι Μάρτυρες του Ιεχωβά τοποθετούντο σε παραπήγματα μόνοι τους. Τα παραπήγματα του Ζακσενχάουζεν βρίσκονταν σ’ ένα ημικύκλιο γύρω από τη μεγάλη πλατεία όπου εγίνοντο οι ονομαστικές κλήσεις. Στο αέτωμα των παραπηγμάτων που έβλεπαν προς την πλατεία υπήρχε ένα γραπτό ρητό που έλεγε κάτι σαν κι αυτό: ‘Μια οδός υπάρχει προς την ελευθερία: Πιστότητα, επιμέλεια, εργατικότητα και αγάπη για την Πατρίδα.’ Σε κάθε παράπηγμα υπήρχε μια ή δυο λέξεις απ’ αυτό το ρητό. Η λέξις ΑΓΑΠΗ βρισκόταν στο παράπηγμα των Μαρτύρων. Εδώ ήταν που κάθισα στο κρύο επί τέσσερις ώρες.
Αυτά τα πελώρια παραπήγματα—υπήρχαν περισσότερα από 60—διαιρούντο το καθένα σε δύο κοιτώνες. Στο μέσον υπήρχε η τραπεζαρία, οι τουαλέττες και οι εγκαταστάσεις πλυσίματος. Οι κοιτώνες και στις δυο πλευρές δεν είχαν θέρμανσι· τα κρεββάτια ήσαν τριώροφα. Το χειμώνα η θερμοκρασία έπεφτε κάτω από τους -18 βαθμούς Κελσίου (-4° Φαρενάιτ), και είχαμε μόνο δυο λεπτές κουβέρτες. Ο αέρας που έβγαζαν από την αναπνοή τους οι άνδρες υγροποιείτο στο ταβάνι και στη συνέχεια το νερό έπεφτε και πάγωνε πάνω στις κουβέρτες εκείνων που κοιμούντο στο κρεββάτι που βρισκόταν στην κορυφή.
Ως επί το πλείστον, τα γεύματά μας αποτελούντο από γογγύλια υπό μορφή σούπας, μερικές φορές με κεφάλια αλόγου βρασμένα μέσα σ’ αυτή. Κάπου-κάπου, είχαμε ψαρόσουπα που μύριζε τόσο άσχημα ώστε ολόκληρο το στρατόπεδο βρωμούσε! Το βράδυ μάς έδιναν λίγο ψωμί. Επειδή το πρόγευμα αποτελείτο μόνο από κάποια απομίμησι καφέ, πάντα κρατούσα λίγο ψωμί για το πρωί, επειδή ήμουν ευαίσθητος στους πόνους της πείνας.
Έπρεπε να σηκωνώμαστε στις έξη το πρωί, να φτιάχνωμε τα κρεββάτια μας, να πλενώμαστε και να ντυνώμαστε· έπειτα, έπρεπε να πάμε στην πλατεία για την ονομαστική κλήσι και να ξεκινήσωμε για δουλειά. Η περισσότερη εργασία γινόταν έξω από το στρατόπεδο. Ο πρώτος μου διορισμός ήταν η κατασκευή δρόμων. Αργότερα, λόγω της εκπαιδεύσεώς μου σαν μηχανικός, μου έδωσαν την τεχνική επόπτευσι της κατασκευής νέων εργαστηρίων.
Πολλοί αξιωματικοί των Ες-Ες ήσαν σκληροί, ψάχνοντας συχνά να βρουν τρόπους για να μας βασανίζουν. Μερικές φορές ερχόταν κάποιος την ώρα που εμείς εργαζόμασταν και έψαχνε για σκόνη στα παραπήγματα. Συνήθως, έβρισκε λίγη σκόνη στα δοκάρια, πράγμα καθόλου εκπληκτικό αφού υπήρχαν περίπου 80 αχυροστρώματα σε κάθε δωμάτιο. Όταν γυρίζαμε από την εργασία, μας ανήγγειλε τα εξής: «Βρήκα σκόνη στα παραπήγματά σας σήμερα το πρωί, γι’ αυτό δεν θα φάτε σήμερα.» Στη συνέχεια, έβγαζαν τα καπάκια, έτσι ώστε όλοι να μπορούν να μυρίσουν την τροφή, και έπαιρναν τις κατσαρόλες. Οποιοδήποτε παράπονο θα μπορούσε να οδηγήση σε θανατική ποινή.
Ποτέ δεν ήσασταν σίγουρος για τη ζωή σας στο Ζακσενχάουζεν. Αν ελκύατε την προσοχή των φρουρών με κάποιο μικρό τρόπο, αυτό θα σήμαινε τιμωρία. Ένα άτομο θα μπορούσε να εξαναγκασθή να σταθή μπροστά από το παράπηγμα όλη τη μέρα στην παγωνιά του χειμώνα. Αν έκανε πυρετό—πολλοί πάθαιναν πνευμονία—και δεν μπορούσε να πάη να εργασθή, ο φρουρός των Ες-Ες μπορούσε να πη: «Ω, έχει πυρετό! Πολύ καλά, ας σταθή έξω στο κρύο τότε και θα δροσισθή.» Πολλοί πέθαναν εξ αιτίας αυτής της μεταχειρίσεως.
Άλλοι πέθαναν ως εξής: Διατάσσονταν να καθίσουν σε μια μεγάλη λεκάνη με κρύο νερό στην καρδιά του χειμώνα, και μια ανάβρα με κρύο νερό έριχνε νερό ακριβώς στην περιοχή της καρδίας τους. Λόγω αυτής της απάνθρωπης μεταχειρίσεως, ποτέ δεν ξέραμε αν θα επιζούσαμε ως την επόμενη άνοιξι.
Πολλοί μ’ έχουν ρωτήσει, «Δεν φοβήθηκες;» Όχι· όταν βρίσκεσαι σ’ αυτή την κατάστασι, αποκτάς δύναμι μέσω της πίστεώς σου. Ο Ιεχωβά σε βοηθεί. Στην τραπεζαρία, όταν οι άλλοι ήσαν μακρυά ώστε να μην ακούν, προσευχόμασταν μαζί και ακόμη ψάλλαμε σε χαμηλό τόνο. Παραδείγματος χάρι, όταν ακούγαμε ότι ένας από τους αδελφούς μας είχε πεθάνει μέσω βιαιοτήτων ή στερήσεων, λέγαμε έναν ύμνο με μαχητικό πνεύμα. Η στάσις μας ήταν: Μείνε ισχυρός! Γίνε θαρραλέος! Γνωρίζαμε ότι σύντομα μπορεί να πεθαίναμε κι εμείς, επίσης, και θέλαμε να εκφράσωμε τη σταθερή μας αποφασιστικότητα να παραμείνωμε πιστοί.
ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΗ ΤΡΟΦΗ ΚΑΙ ΚΗΡΥΓΜΑ
Τα πράγματα βελτιώθηκαν λίγο για μας το 1942. Ένας νέος διοικητής ανέλαβε υπηρεσία στο στρατόπεδο, και είχαμε λίγο περισσότερη ελευθερία. Δεν μας ανάγκαζαν πια να εργαζώμαστε τις Κυριακές. Επίσης, τότε ήταν που επτά τεύχη του περιοδικού Η Σκοπιά σχετικά με τις προφητείες του Δανιήλ μπήκαν κρυφά στο στρατόπεδο. Και πήραμε επίσης και λίγες Γραφές. Έτσι, την Κυριακή το απόγευμα μαζευόμαστε μαζί σε μια πτέρυγα των παραπηγμάτων για Γραφική μελέτη· υπήρχαν περίπου 200 από μας. Μερικοί κάθονταν έξω για να ειδοποιήσουν αν πλησίαζε κάποιος φρουρός των Ες-Ες. Αυτές οι συναθροίσεις ήσαν για μένα αξέχαστες και ενισχυτικές για την πίστι.
‘Λαθραίες Σκοπιές;’ ίσως διερωτηθήτε. Πρόκειται, στην πραγματικότητα, για μια ιστορία πίστεως και θάρρους. Μερικοί Μάρτυρες φυλακισμένοι εργάζονταν έξω από το στρατόπεδο και ήλθαν σ’ επαφή με αδελφούς που δεν είχαν ακόμη συλληφθή. Έτσι, μπόρεσαν κρυφά να πάρουν μερικά έντυπα και να τα μπάσουν κρυφά στο στρατόπεδο. Ο αδελφός Ζέλιγκερ, ο οποίος ήταν κάτι σαν επίσκοπός μας στο στρατόπεδο, εργαζόταν στο ιατρείο της φυλακής, και έκρυβε τα λαθραία Γραφικά έντυπα πίσω από ένα κεραμίδι στο μπάνιο που βρισκόταν εκεί.
Με τον καιρό, όμως, ανακαλύφθηκε πόσο καλά ωργανωμένοι ήμαστε. Επίσης, βρέθηκαν και μερικές Γραφές στα παραπήγματά μας. Έτσι, περίπου 80 αδελφοί τοποθετήθηκαν σ’ ένα συνεργείο εργασίας και έφυγαν από το Ζακσενχάουζεν. Οι Μάρτυρες που έμειναν διαμοιράσθηκαν στα πολλά διαφορετικά παραπήγματα του στρατοπέδου. Μολονότι το γεγονός αυτό διέκοψε τις μεγάλες μας συγκεντρώσεις, παρείχε πολύ περισσότερες ευκαιρίες να κηρύξουμε στους συγκρατουμένους μας.
Αρκετοί νεαροί Ρώσοι, Ουκρανοί και Πολωνοί ανταποκρίθηκαν κι έγιναν Μάρτυρες. Μερικοί βαπτίσθηκαν κρυφά μέσα στο στρατόπεδο—στη μπανιέρα του ιατρείου του στρατοπέδου. Θυμάμαι ιδιαίτερα δυο νεαρούς Ουκρανούς. Μια μέρα άκουσαν ένα αδελφό να σφυρίζη έναν ύμνο της Βασιλείας, και ρώτησαν σχετικά μ’ αυτό. «Είναι μια θρησκευτική μελωδία,» είπε ο αδελφός. Εντυπωσιάσθηκαν όταν έμαθαν ότι έκλειναν στα στρατόπεδα ανθρώπους εξ αιτίας των θρησκευτικών τους πεποιθήσεων. Μετά την απελευθέρωσι, ένας απ’ αυτούς τους νεαρούς ανέλαβε την ηγεσία στο έργο μαρτυρίας σ’ ένα μέρος της ανατολικής Πολωνίας. Φονεύθηκε από εχθρούς των Μαρτύρων του Ιεχωβά καθώς πήγαινε να διεξάγη μια Χριστιανική συνάθροισι.
Μια μέρα του 1944, καθώς βάδιζα με το συνεργείο μου για το μεσημεριανό γεύμα, είδα τους αδελφούς μου να στέκωνται στην αυλή. Με ανεγνώρισαν σαν Μάρτυρα, και μου είπαν να πάω κι εγώ εκεί. Με κάποιο τρόπο, οι αξιωματικοί των Ες-Ες είχαν μάθει για τη μυστική μας ταχυδρομική υπηρεσία μέσα κι έξω από το στρατόπεδο (και από το ένα στρατόπεδο στο άλλο), καθώς επίσης και ότι συγκεντρωνόμαστε σε μικρές ομάδες δυο ή τριών ατόμων στην πλατεία ονομαστικών προσκλήσεων και συζητούσαμε ένα Γραφικό εδάφιο κάθε μέρα. Μας διέταξαν να σταματήσωμε αυτή την παράνομη δραστηριότητα, αλλά παραμείναμε ενωμένοι στην απόφασί μας να εξακολουθήσωμε να ενισχύωμε ο ένας τον άλλον πνευματικά. Όταν ο Αδελφός Ζέλιγκερ, ο οποίος ήταν ο κύριος κρίκος στη μυστική ταχυδρομική υπηρεσία, ρωτήθηκε αν πρόκειτο να εξακολουθήση να κηρύττη στο στρατόπεδο, είπε: «Ναι, αυτό ακριβώς πρόκειται να κάνω, και όχι μόνο εγώ, αλλά και όλοι οι αδελφοί μου επίσης.» Το πνεύμα πίστεως και θάρρους που είχαν οι Μάρτυρες του Ιεχωβά σαφώς δεν διεσπάσθη, και οι Ναζί είδαν για μια φορά ακόμη ότι δεν υπήρχε τίποτε που θα μπορούσε να διαρρήξη την ακεραιότητά μας στο Θεό.
ΤΟ ΜΠΟΥΧΕΝΒΑΛΝΤ ΚΑΙ Η ΑΠΕΛΕΥΘΕΡΩΣΙΣ
Προς το τέλος του Οκτωβρίου 1944 μ’ έστειλαν στο στρατόπεδο συγκεντρώσεως του Μπούχενβαλντ, μαζί μ’ ένα συνεργείο ειδικών στις κατασκευές. Έπρεπε να ανακατασκευάσωμε μερικά εργαστήρια που είχαν βομβαρδισθή από Αμερικανικά αεροπλάνα. Οι αδελφοί στο Μπούχενβαλντ σύντομα επικοινώνησαν μαζί μου και με δέχθηκαν θερμά στην πνευματική αδελφότητά τους. Εδώ είχα τον αριθμό 76.667.
Αλλά στις αρχές του 1945 ήταν φανερό ότι το Ναζιστικό καθεστώς πλησίαζε στην κατάρρευσι. Όταν Αγγλικά καταδιωκτικά αεροπλάνα πετούσαν πάνω από το στρατόπεδο μας χαιρετούσαν γέρνοντας τα φτερά τους από τη μια πλευρά στην άλλη, προσπαθώντας να μας ενθαρρύνουν. Τις τελευταίες δύο βδομάδες περίπου πριν από την απελευθέρωσί μας, οι φυλακισμένοι δεν πήγαιναν πια για δουλειά.
Την Τετάρτη, 11 Απριλίου 1945, συγκεντρωθήκαμε για ν’ ακούσωμε έναν αδελφό που θα έδινε μια ομιλία καλύπτοντας όλα τα εδάφια του έτους από το 1939, όταν ο Χίτλερ ανήλθε στην εξουσία, ως το 1945. Καθώς η συνάθροισις συνεχιζόταν ακούγαμε τον ήχο της μάχης να πλησιάζη όλο και περισσότερο. Έπειτα, ακριβώς στο μέσον της ομιλίας, έναν φυλακισμένος άνοιξε πλατειά την πόρτα και φώναξε: «Είμαστε ελεύθεροι! Είμαστε ελεύθεροι!» Δημιουργήθηκε χάος στο στρατόπεδο, αλλά εμείς απευθύναμε μια ευχαριστήριο προσευχή στον Ιεχωβά και συνεχίσαμε τη συνάθροισί μας.
Υπήρχαν ακόμη πάνω από 20.000 φυλακισμένοι στο Μπούχενβαλντ. Οι φρουροί των Ες-Ες έβγαλαν τις στολές τους και προσπάθησαν να δραπετεύσουν, ενώ πολλοί φυλακισμένοι τους εκδικούντο. Αργότερα, ένας φυλακισμένος μού είπε πως είχε καρφώσει ένα μαχαίρι στην κοιλιά ενός από τους Ες-Ες. Αλλά, φυσικά, οι Μάρτυρες του Ιεχωβά δεν έλαβαν μέρος στις βιαιότητες.
Ένα μήνα περίπου αργότερα βρήκα τελικά την Έλζα. Είχε επιζήσει από το Άουσβιτς και άλλα στρατόπεδα συγκεντρώσεως. Τον Αύγουστο του 1945 επιστρέψαμε στο σπίτι και βρήκαμε την κόρη μας μαζί με άλλους αδελφούς που την φρόντιζαν. Τότε, ήταν περίπου έξη ετών και δεν μας αναγνώρισε.
ΠΟΤΕ ΔΕΝ ΣΥΜΒΙΒΑΣΘΗΚΑΜΕ
Μετά την απελευθέρωσι από την κατοχή στο Γερμανικό στρατό, η Πολωνία έγινε Λαϊκή Δημοκρατία. Αμέσως η Έλζα κι εγώ κάναμε αίτησι για υπηρεσία στο γραφείο τμήματος της Εταιρίας Σκοπιά στη Λοντζ. Επί πέντε χρόνια εργασθήκαμε εκεί και χαιρόμαστε να βλέπωμε τον αριθμό των Μαρτύρων του Ιεχωβά να αυξάνη από 2.000 περίπου που ήσαν το 1945 σε 18.000 περίπου το 1950. Στη διάρκεια των ετών από το 1950, εξακολουθήσαμε να υπηρετούμε σε διάφορους διορισμούς που μας ανέθετε η οργάνωσις του Ιεχωβά, αποφασισμένοι πάντα να παραμείνωμε στερεοί στην πίστι.
Συνολικά, δαπάνησα 14 χρόνια της ζωής μου σε στρατόπεδα συγκεντρώσεως και φυλακές λόγω της πίστεώς μου στο Θεό. Με είχαν ρωτήσει: «Σε βοήθησε η σύζυγός σου να υπομείνης σ’ όλα αυτά;» Ναι, πράγματι με βοήθησε! Ήξερα από την αρχή ότι ποτέ δεν συμβίβασε την πίστι της, και η γνώσις αυτή με στήριξε. Γνώριζα ότι θα προτιμούσε να με δη νεκρό πάνω σ’ ένα ράντσο παρά να μάθη ότι είχα ελευθερωθή επειδή συμβιβάσθηκα. Είναι μια πραγματική βοήθεια να έχης μια θαρραλέα σύντροφο σαν κι αυτή. Η Έλζα υπέμεινε πολλές δοκιμασίες στη διάρκεια των ετών που έμεινε στα στρατόπεδα συγκεντρώσεως στη Γερμανία, και είμαι βέβαιος ότι όταν διαβάσετε μερικές από τις πείρες της θα ενθαρρυνθήτε κι εσείς.
[Εικόνα στη σελίδα 9]
Στρατόπεδο Συγκεντρώσεως Ζακσενχάουζεν
Παραπήγματα των Ες-Ες
Πλατεία Ονομαστικών κλήσεων
Θάλαμος Αερίων
Κρατητήριο
Απομόνωσις
Σταθμός Αποφθειριάσεως
Τόπος Εκτελέσεως