Επέζησα από την «Πορεία Θανάτου»
Αφήγησις υπό Λουί Πιεσοτά
ΟΙ ΓΟΝΕΙΣ μου έφθασαν στη βόρεια Γαλλία με πολλούς άλλους Πολωνούς ωρύχους το 1922. Όπως οι περισσότεροι απ’ αυτούς τους μετανάστες, ήταν καλοί Καθολικοί. Ωστόσο, όταν ήμουν ηλικίας 11 ετών, ο πατέρας μου και η μητέρα μου αποσύρθηκαν από την Καθολική Εκκλησία και έγιναν Μάρτυρες του Ιεχωβά, ή Ζλότυ Βικ («Οπαδοί του Χρυσού Αιώνος»), όπως περιφρονητικά τους αποκαλούσαν οι Πολωνοί Καθολικοί. Αυτό έγινε το 1928. Έτσι, από την εποχή της νεότητάς μου, είχα τη χαρά να μεταδίδω σε άλλους το «ευαγγέλιον» που εκτίθεται στις Άγιες Γραφές.
Λίγο πριν την έκρηξι του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, δοκίμασα για πρώτη φορά το έργο σκαπανέως, ή ολοχρονίου κηρύγματος. Οι σύντροφοί μου κι εγώ και οι πέντε μας Πολωνικής καταγωγής—κηρύξαμε το άγγελμα της Βασιλείας σε μικρές πόλεις και χωριά στην παράκτια περιοχή της Νορμανδίας. Τότε, χρησιμοποιούσαμε φωνογράφους και δίσκους Βιβλικών ομιλιών στη Γαλλική.
Όταν ξέσπασαν εχθροπραξίες το 1939 και ο πυρετός του πολέμου αυξήθηκε, εχθρικά άτομα στο χωριό Αρκ λα Μπατάιγ μας κατέδωσαν στην αστυνομία. Οι χωρικοί πήραν τους φωνογράφους μας για φωτοτυπικές μηχανές. Επειδή είχαμε ξενική προφορά, η αστυνομία νόμισε ότι ήμασταν Γερμανικής καταγωγής κι έτσι μας συνέλαβαν και μας φυλάκισαν στη γειτονική λιμενική πόλι Διέππη. Μετά από 24 ημερών κράτησι, μας περιέφεραν στους δρόμους δεμένους μεταξύ μας με χειροπέδες και μας ωδήγησαν στο δικαστήριο. Το εχθρικό πλήθος ήθελε να μάς πετάξη στο λιμάνι. Αλλά ο δικαστής κατάλαβε αμέσως ότι ήμασταν αθώοι και μάς άφησε.
ΚΑΤΩ ΑΠΟ ΑΠΑΓΟΡΕΥΣΙ
Πολύ σύντομα αφότου το έργο των Μαρτύρων του Ιεχωβά ετέθη υπό απαγόρευσι τον Οκτώβριο του 1939, με συνέλαβαν πάλι και με καταδίκασαν σε εξάμηνη φυλάκισι, κατηγορώντας με ότι κήρυττα παράνομα τη βασιλεία του Θεού. Αρχικά, με έβαλαν στην απομόνωσι στη φυλακή Μπετούν, χωρίς να έχω τίποτε για να διαβάζω. Μερικές εβδομάδες αργότερα, όταν νόμιζα ότι θα έχανα το νου μου, ο φρουρός της φυλακής μού έφερε μια Βίβλο. Πόσο ευγνώμων ήμουν στον Ιεχωβά! Αποστήθισα εκατοντάδες εδάφια και αρκετά ολόκληρα κεφάλαια. Αυτά τα εδάφια ήταν μια ενισχυτική βοήθεια για μένα στις ημέρες που ακολούθησαν. Μάλιστα, και τώρα ακόμη μπορώ ν’ αναφέρω εδάφια που απομνημόνευσα στη φυλακή Μπετούν.
Το Φεβρουάριο του 1940, με μετέφεραν από τη Μπετούν στο στρατόπεδο Λε Βερνέ, στα νότια της Γαλλίας, όπου οι Γαλλικές αρχές έκλειναν τους δήθεν «επικίνδυνους» αλλοδαπούς.
Την άνοιξι του 1941, μια Γερμανική αποστολή ήλθε στο στρατόπεδο και με ζήτησε. Μ’ έστειλαν πίσω στην πατρίδα μου, στην κατεχόμενη ζώνη της βόρειας Γαλλίας, για να εργασθώ σαν ανθρακωρύχος. Φυσικά, χρησιμοποίησα την καινούργια ελευθερία μου για να κηρύξω τα αγαθά νέα της βασιλείας του Θεού. Αλλά όταν συνελήφθη μια νέα Μάρτυς και είπε ασύνετα στη Γαλλική αστυνομία ότι την είχα εφοδιάσει με Βιβλικά έντυπα, με συνέλαβαν πάλι και με καταδίκασαν σε φυλάκισι 40 ημερών στη φυλακή Μπετούν.
Όταν με άφησαν, άρχισα πάλι να δίνω μαρτυρία. Ενώ το έκανα αυτό στη μικρή πόλι των ανθρακωρύχων Καλόν-Ρικουάρ με συνέλαβαν για τέταρτη φορά και με έστειλαν στη φυλακή Μπετούν. Εκεί, οι Γερμανοί ήλθαν να με συλλάβουν επειδή είχα αρνηθή να εργασθώ υπερωρίες και Κυριακές στο ανθρακωρυχείο για να υποστηρίξω τις πολεμικές προσπάθειες των Ναζί.
ΦΥΛΑΚΙΣΜΕΝΟΣ ΣΤΟ ΒΕΛΓΙΟ, ΣΤΗΝ ΟΛΛΑΝΔΙΑ ΚΑΙ ΣΤΗ ΓΕΡΜΑΝΙΑ
Οι Γερμανοί με μετέφεραν στη Φυλακή Λόος, κοντά στη Λιλ, και λίγες εβδομάδες αργότερα στη φυλακή Σεν-Ζιλ, στις Βρυξέλλες του Βελγίου.
Μετά απ’ αυτό, με φυλάκισαν στο Φρούριο Χούυ, κοντά στη Λιέγη του Βελγίου, μέχρις ότου τελικά μ’ έστειλαν στο στρατόπεδο συγκεντρώσεως Σ’ Χέρτογκενμπος ή Βουχτ στην Ολλανδία. Εκεί έγινα ένα νούμερο—το 7045—και μου έδωσαν τη φόρμα του στρατοπέδου με το μωβ τρίγωνο που με προσδιώριζε σαν Μπίμπελφορσερ, ή μάρτυρα του Ιεχωβά. Με τοποθέτησαν στην Πτέρυγα 17-Α.
Δυσκολευόμουν πραγματικά να συνηθίσω να περπατώ ξυπόλυτος με τα Ολλανδικά ξυλοπάπουτσα. Τα πόδια μου ήσαν πληγιασμένα με σπασμένες φουσκάλες. Στο παραμικρό παραπάτημα, υπήρχε ο κίνδυνος να με κλωτσήση στους αστραγάλους ο φρουρός των Ες-Ες. Γρήγορα το δέρμα στα πόδια μου σκλήρυνε και μπορούσα να βαδίζω τόσο γρήγορα όσο και οι υπόλοιποι.
Υπήρχαν άλλοι 15 Μάρτυρες σ’ αυτό το στρατόπεδο. Μας πρόσφεραν άμεση απελευθέρωσι, υπό τον όρο να υπογράψωμε ένα χαρτί αποκηρύσσοντας την πίστι μας. Κανένας μας δεν ενέδωσε.
Τελικά, μας μετέφεραν απ’ αυτό το στρατόπεδο συγκεντρώσεως της Ολλανδίας στη Γερμανία. Στριμωγμένοι σαν ζώα μέσα σε μικρά φορτηγά βαγόνια, 80 στο κάθε ένα, αναγκασθήκαμε να μείνωμε τρία ημερόνυκτα χωρίς τροφή, νερό ή κάποιο μέσο ανακουφίσεως. Τελικά το τραίνο έφθασε στο Οράνιενμπουργκ, περίπου 30 χιλιόμετρα (19 μίλια) βορείως του Βερολίνου. Στη συνέχεια, έπρεπε να διανύσωμε τροχάδην 10 χιλιόμετρα (6 μίλια) μέχρι τα εργοστάσια αεροπλάνων Χάινκελ, και τα σκυλιά των Ες-Ες μας δάγκωναν τις φτέρνες αν μειώναμε την ταχύτητα μας. Εμείς, οι Μάρτυρες, καταφέραμε να μείνωμε μαζί.
Λίγο μετά απ’ αυτό, μας μετέφεραν όλους στο κοντινό στρατόπεδο συγκεντρώσεως Σακσενχάουζεν. Εκεί, το μωβ τρίγωνό μου συνοδευόταν από ένα νέο νούμερο: 98827.
Η ΖΩΗ ΣΤΟ ΣΑΚΣΕΝΧΑΟΥΖΕΝ
Όταν μπήκαμε στο Σακσενχάουζεν, ένοιωσα την πλήρη ειρωνεία του σλόγκαν που ο διοικητής των Ες-Ες είχε διατάξει να αναρτηθή με τεράστια γράμματα μέσα στο στρατόπεδο. Έλεγε: «Άρμπαϊτ μαχτ φράι» (Η εργασία κάνει την ελευθερία). Τι υποκρισία! Φυσικά, εμείς είχαμε μια ελευθερία που οι Ναζί ποτέ δεν εγνώρισαν, την ελευθερία που φέρνει η Χριστιανική αλήθεια. (Ιωάν. 8:31, 32) Από κάθε άλλη άποψι, η ζωή στο Σακσενχάουζεν μπορεί να συνοψισθή σαν δουλική εργασία, αργή λιμοκτονία, ταπείνωσις και υποβιβασμός.
Οι Ναζιστές ήθελαν να τσακίσουν τους Μάρτυρες του Ιεχωβά ή να τους σκοτώσουν, και σκότωσαν πολλούς. Αλλά αυτή ήταν μια ηθική ήττα για τους Ναζιστές, και μια νίκη πίστεως και ακεραιότητας για τους Μάρτυρες που πέθαναν.
Όσον αφορά τους υπόλοιπους από μας, όχι μόνο δεν μας συνέτριψαν πνευματικά, αλλά και δεν επιτρέψαμε στις εξευτελιστικές συνθήκες να μας εμποδίσουν να αποδώσωμε σεβασμό στις υψηλές πνευματικές αξίες. Πάρτε την περίπτωσι του αδελφού Κουρτ Πάπε. Διατάχθηκε να συνεργασθή μ’ ένα κομμάντο (εργοτάξιο) που εργαζόταν σ’ ένα εργοστάσιο όπλων. Αυτός αρνήθηκε, δηλώνοντας ότι είχε διεξαγάγει ένα Χριστιανικό πόλεμο χωρίς σαρκικά όπλα επί 18 χρόνια και δεν επρόκειτο να διαρρήξη την ακεραιότητά του. Φυσικά, η άρνησίς του έφερε σε κίνδυνο τη ζωή του. Παράδοξα όμως, ο διοικητής του στρατοπέδου του επέτρεψε να κάνη κάποια άλλη εργασία. Σε μια άλλη περίπτωση ο αδελφός Πάπε με επέπληξε επειδή είχα πάρει λίγο ψωμί από το αρτοποιείο του στρατοπέδου όπου ήμουν διωρισμένος να εργάζωμαι. Το έκανα αυτό για να έχουν οι αδελφοί λίγο περισσότερο να φάνε, αλλά μου είπε ότι ήταν προτιμότερο να πεινάσωμε μάλλον, παρά να φέρω όνειδος στο όνομα του Ιεχωβά με το να συλληφθώ σαν κλέπτης. Αυτό με εντυπωσίασε πάρα πολύ. Τα απογεύματα της Κυριακής, υπηρετούσα σαν μεταφραστής του αδελφού Πάπε, ο οποίος είχε πετύχει στο να εγείρη ενδιαφέρον για το άγγελμα της Βασιλείας σ’ έναν όμιλο φυλακισμένων, Ρώσων και Ουκρανών. Ναι, ο Αδελφός Πάπε ήταν ένα θαυμάσιο παράδειγμα. Δυστυχώς, σκοτώθηκε στη διάρκεια μιας αεροπορικής επιδρομής των συμμάχων, λίγο πριν από την απελευθέρωσί μας.
Η «ΠΟΡΕΙΑ ΘΑΝΑΤΟΥ»
Τον Απρίλιο του 1945, οι δυτικοί Σύμμαχοι πίεζαν την περιοχή του Βερολίνου από τη δύσι, και οι Ρώσοι προχωρούσαν από τα ανατολικά. Οι Ναζιστές αρχηγοί μελετούσαν διάφορα μέσα διαλύσεως των τροφίμων των στρατοπέδων συγκεντρώσεως. Αλλά το να σκοτώσουν εκατοντάδες χιλιάδες άτομα και να εξαφανίσουν τα σώματα τους μέσα σε λίγες μέρες, χωρίς να αφήσουν πίσω κανένα ίχνος από τα φριχτά εγκλήματα τους, φαινόταν πολύ δύσκολο γι’ αυτούς τους σατανικούς άνδρες. Έτσι, αποφάσισαν να σκοτώσουν τους ασθενείς και να οδηγήσουν τους υπόλοιπους στο πιο κοντινό λιμάνι, όπου θα τους φόρτωναν σε πλοία που θα τους μετέφεραν στη θάλασσα και θα τους βύθιζαν στέλνοντας έτσι τους φυλακισμένους στον υγρό τάφο.
Από το Σακσενχάουζεν, επρόκειτο να βαδίσωμε περίπου 250 χιλιόμετρα (155 μίλια) μέχρι το Λίμπεκ. Η αναχώρησις σχεδιάσθηκε για το βράδυ 20-21 Απριλίου 1945. Οι φυλακισμένοι επρόκειτο στην αρχή να συγκεντρωθούν κατά εθνικότητες. Πόσο ευγνώμονες ήμαστε στον Ιεχωβά, όμως, όταν όλοι οι Μάρτυρες φυλακισμένοι διατάχθηκαν να συγκεντρωθούν στο ραφείο! Εκεί συγκεντρωθήκαμε 230 από έξι διαφορετικές χώρες. Οι Μάρτυρες που ήσαν ασθενείς στο θεραπευτήριο, τους τροφίμους του οποίου επρόκειτο να σκοτώσουν πριν από την εκκένωσι, σώθηκαν από αδελφούς των οποίων η ζωή κινδύνευσε και μεταφέρθηκαν στο ραφείο.
Απερίγραπτη σύγχυσις βασίλευε ανάμεσα στους άλλους φυλακισμένους. Παρατηρήθηκαν και πολλές κλοπές. Όσο για μας, κάναμε μια «συνέλευσι,» και ενισχυθήκαμε μεταξύ μας πνευματικά. Σύντομα, όμως, ήλθε και η σειρά μας να αρχίσωμε τη μεγάλη πορεία, δήθεν προς να ανασυγκροτημένο στρατόπεδο, αλλά στην πραγματικότητα για τον προσχεδιασμένο υγρό τάφο. Οι διάφορες εθνικότητες έφευγαν κατά ομάδες από 600 φυλακισμένους—πρώτα οι Τσέχοι, έπειτα οι Πολωνοί, και λοιπά—περίπου 26.000 συνολικά. Ο όμιλος των Μαρτύρων του Ιεχωβά επρόκειτο να φύγη τελευταίος. Οι Ες-Ες μας είχαν δώσει να τραβάμε ένα κάρρο. Αργότερα, έμαθα ότι αυτό περιείχε μερικά λάφυρα τα οποία οι Ες-Ες είχαν διαρπάξει από τους φυλακισμένους. Οι Ες-Ες εγνώριζαν ότι οι Μάρτυρες του Ιεχωβά δεν θα έπαιρναν τίποτε απ’ αυτά. Αυτό το κάρρο αποδείχθηκε μια ευλογία, επειδή οι ασθενείς και οι ηλικιωμένοι μπορούσαν να κάθωνται πάνω του και να ξεκουράζωνται για λίγο στη διάρκεια της πορείας. Όταν ο ένας αναλάμβανε τη δύναμί του, κατέβαινε και περπατούσε και κάποιος άλλος Μάρτυς, πολύ εξαντλημένος για να συνεχίση, έπαιρνε τη θέσι του, και αυτό συνεχίσθηκε σ’ όλο το διάστημα των δύο εβδομάδων που διήρκεσε η «πορεία θανάτου.»
Ήταν στην κυριολεξία μια «πορεία θανάτου» επειδή όχι μόνο ο προορισμός μας ήταν ο υγρός τάφος, αλλά επειδή και καθ’ οδόν παραμόνευε ο θάνατος. Αν κάποιος δεν μπορούσε να συνεχίση, σκοτωνόταν ανελέητα με μια σφαίρα από τους Ες-Ες. Περίπου 10.700 επρόκειτο να χάσουν τη ζωή τους μ’ αυτό τον τρόπο, προτού τελειώση η πορεία. Ωστόσο, λόγω της Χριστιανικής αγάπης και αλληλεγγύης, ούτε ένας Μάρτυς δεν αφέθη στο δρόμο για να τον σκοτώσουν οι Ες- Ες.
Τα πρώτα 50 χιλιόμετρα (30 μίλια) ήταν ένας εφιάλτης. Οι Ρώσοι ήσαν τόσο κοντά ώστε ακούγαμε τα όπλα τους. Οι επικεφαλής των Ες-Ες ανησυχούσαν μήπως πέσουν στα χέρια των Σοβιετικών. Έτσι αυτός ο πρώτος γύρος, από το Σακσενχάουζεν ως το Νοϋρούππιν, μετεστράφη σε αναγκαστική πορεία που διήρκεσε 36 ώρες.
Στην αρχή είχα πάρει μαζί μου λίγα πενιχρά πράγματα. Αλλά όταν άρχισα να κουράζωμαι όλο και περισσότερο, πετούσα το ένα κατόπιν του άλλου μέχρις ότου δεν έμεινε τίποτε, εκτός από μια κουβέρτα για να τυλίγωμαι το βράδυ. Τα περισσότερα βράδυα κοιμόμασταν έξω, με κλαδιά και φύλλα μόνο για να μάς προστατεύουν από το υγρό έδαφος. Ένα βράδυ, όμως, μπόρεσα να κοιμηθώ σ’ ένα σταύλο. Φαντασθήτε την έκπληξί μου όταν βρήκα ένα βιβλίο, Διεκδίκησις (έκδοσις της Σκοπιάς) κρυμμένο στο άχυρο! Το άλλο πρωί οι οικοδεσπότες μας μάς έδωσαν κάτι να φάμε. Αλλά αυτό ήταν μια εξαίρεσις. Στη συνέχεια, ολόκληρες ημέρες δεν είχαμε τίποτα να φάμε ή να πιούμε, εκτός από λίγα φυτά που μπορούσαμε να βρούμε και τα χρησιμοποιούσαμε για να φτιάχνωμε ροφήματα το βράδυ, όταν σταματούσαμε για να κοιμηθούμε. Θυμάμαι μερικούς φυλακισμένους (όχι μάρτυρες) που έτρεχαν στο πτώμα ενός αλόγου που ήταν σκοτωμένο κοντά στο δρόμο και καταβρόχθιζαν τη σάρκα του, παρά τα κτυπήματα των φρουρών τους Ες-Ες, οι οποίοι τους χτυπούσαν με τον υποκόπανο των όπλων τους.
Όλο αυτό τα διάστημα, οι Ρώσοι προχωρούσαν από τη μια πλευρά και οι Αμερικανοί από την άλλη. Μέχρι τις 25 Απριλίου, η κατάστασις ήταν τόσο συγκεχυμένη, ώστε οι φρουροί μας Ες-Ες δεν γνώριζαν πια που βρίσκονταν τα στρατεύματα της Ρωσίας ή των Η.Π. Έτσι διέταξαν ολόκληρη τη φάλαγγα των φυλακισμένων να στρατοπεδεύση σε μια δασώδη περιοχή επί τέσσερις ημέρες. Όσο μείναμε εκεί, τρώγαμε τσουκνίδες, ρίζες και φλοιούς από δένδρα. Αυτή η καθυστέρησις αποδείχθηκε σαν από τον Θεό, διότι αν εξακολουθούσαμε να βαδίζωμε θα είχαμε φθάσει στο Λίμπεκ προτού τα Γερμανικά στρατεύματα καταρρεύσουν και θα είχαμε καταλήξει στο βυθό του Κόλπου Λίμπεκ.
Η ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΝΥΧΤΑ
Στις 29 Απριλίου, οι Ες-Ες αποφάσισαν να προχωρήσουν οι φυλακισμένοι προς το Λίμπεκ. Έλπιζαν να μας πάνε εκεί προτού συναντηθούν οι Ρωσικές και οι Αμερικανικές δυνάμεις. Η πορεία συνεχίσθηκε επί αρκετές μέρες, και κοντεύαμε να φθάσωμε στο Σβέριν, μια πόλι που απέχει περίπου 50 χιλιόμετρα (30 μίλια) από το Λίμπεκ. Για άλλη μια φορά, οι Ες-Ες μάς διέταξαν να κρυφθούμε στα δάση. Αυτή η νύχτα αποδείχθηκε ότι ήταν η τελευταία νύχτα της αιχμαλωσίας μας. Αλλά τι νύχτα ήταν αυτή!
Οι Ρώσοι και οι Αμερικανοί είχαν περικυκλώσει τα κατάλοιπα των Γερμανικών δυνάμεων και οι οβίδες σφύριζαν πάνω από τα κεφάλια μας και από τις δυο πλευρές. Ένας αξιωματικός των Ες-Ες μάς συμβούλευσε να συνεχίσωμε να περπατούμε αφρούρητοι ως τις γραμμές των Αμερικανών, περίπου έξι χιλιόμετρα (4 μίλια) μακρυά. Αλλά ήμασταν επιφυλακτικοί ως προς αυτό και, αφού προσευχηθήκαμε στον Ιεχωβά για καθοδήγησι, τελικά αποφασίσαμε να περάσωμε τη νύχτα στα δάση. Αργότερα, μάθαμε ότι οι φυλακισμένοι που είχαν δεχθή αυτή την πρότασι του αξιωματικού και είχαν προσπαθήσει να περάσουν ως τις γραμμές των Αμερικανών είχαν πυροβοληθή από τους Ες-Ες. Περίπου 1.000 απ’ αυτούς πέθαναν εκείνο το βράδυ. Πόσο ευγνώμονες ήμασταν για την προστασία του Ιεχωβά!
Ωστόσο, αυτή η τελευταία νύχτα στο Δάσος Κρίβιτς ήταν κάθε άλλο παρά ειρηνική. Καθώς η μάχη πλησίαζε περισσότερο, οι φρουροί των Ες-Ες τρομοκρατούντο. Μερικοί απ’ αυτούς το έσκασαν μέσα στη νύχτα, ενώ άλλοι έκρυψαν το όπλα τους και τις φόρμες τους, και φόρεσαν τις ριγέ φόρμες τις οποίες πήραν από νεκρούς φυλακισμένους. Όσοι αναγνωρίσθηκαν σκοτώθηκαν από φυλακισμένους που είχαν βρη το όπλα που είχαν αφήσει πίσω. Η σύγχυσις ήταν απερίγραπτη! Άνδρες έτρεχαν εδώ κι εκεί και βλήματα και σφαίρες πετούσαν παντού. Αλλά εμείς οι Μάρτυρες μείναμε μαζί και αντισταθήκαμε στη θύελλα κάτω από το προστατευτικό χέρι του Ιεχωβά μέχρι το άλλο πρωί.
Εκφράσαμε την ευγνωμοσύνη μας στον Ιεχωβά με μια Διακήρυξι που υιοθετήσαμε στις 3 Μαΐου 1945. Είχαμε βαδίσει περίπου 200 χιλιόμετρα (124 μίλια) σε 12 μέρες. Από τις 26.000 των φυλακισμένων που είχαν φύγει από το στρατόπεδο συγκεντρώσεως στο Σακσενχάουζεν σ’ αυτή την «πορεία θανάτου,» μόλις λίγο περισσότεροι από 15.000 επέζησαν. Ωστόσο, και ο τελευταίος από τους 230 Μάρτυρες που είχαν αφήσει το στρατόπεδο, επέζησε απ’ αυτή τη δοκιμασία. Τι θαυμάσια απελευθέρωσις!
ΣΥΝΕΧΙΖΟΝΤΑΣ ΤΗΝ ΠΟΡΕΙΑ
Στις 5 Μαΐου 1945, ήλθα σ’ επαφή με τις Αμερικανικές δυνάμεις, και στις 21 Μαΐου, επέστρεψα στην Αρν, στη βόρεια Γαλλία. Είχα επιζήσει από την «πορεία θανάτου», και ασφαλώς συναισθανόμουν τα αισθήματα του Δαβίδ που εξέφρασε στον Ψαλμό 23:4: «Και εν κοιλάδι σκιάς θανάτου εάν περιπατήσω, δεν θέλω φοβηθή κακόν διότι συ είσαι μετ’ εμού· η ράβδος σου και η βακτηρία σου, αύται με παρηγορούσιν.»
Η «πορεία θανάτου» από το Σακσενχάουζεν, αποδείχθηκε ότι ήταν απλώς ένας γύρος στο ταξίδι μας μέσα απ’ αυτό το παρόν σύστημα πραγμάτων προς το στόχο της ζωής. Πολλές ήσαν οι χαρές μου στη συμμετοχή του «ευαγγελίου» από τότε. Μάλιστα, αφού ο Ιεχωβά επέτρεψε να επιζήσω απ’ αυτή τη φοβερή πορεία, η προσευχή μου είναι όπως, μαζί με τη σύζυγό μου και τα τρία παιδιά μου, εξακολουθήσω να βαδίζω το στενό δρόμο προς τη ζωή, αποφεύγοντας τις παγίδες δεξιά και αριστερά.—Ματθ. 7:13, 14· Ησ. 30:20, 21
[Χάρτης στη σελίδα 9]
(Για το πλήρως μορφοποιημένο κείμενο, βλέπε έντυπο)
Η ΠΟΡΕΙΑ ΠΡΟΣ ΤΟΝ ΘΑΝΑΤΟ
20, 21 Απριλίου 1945
Εκκένωσις του ΣΤΡΑΤΟΠΕΔΟΥ ΣΑΚΣΕΝΧΑΟΥΖΕΝ και ΧΑΪΝΚΕΛ από τα εργοτάξια
Σβέριν
Δάσος Κρίβιτς
Κρίβιτς
Δάσος Τσάπελ.
Κάτω Δάσος
Ράβενσμπρουκ
Βίττστοκ
Νοϋροούππιν
Οράνιενμπουργκ
Σακσενχάουζεν
Χάινκελ
Βερολίνο