Η Χριστιανική Άποψη για τις Εικόνες
«ΕΓΚΑΤΑΛΕΙΨΑΤΕ τα είδωλα . . . δια να δουλεύετε πλέον . . . εις τον Θεόν τον ζωντανόν και αληθινόν», έγραψε ο απόστολος Παύλος στους Χριστιανούς της Θεσσαλονίκης. (1 Θεσσαλονικείς 1:9, Απόδοση Ι. Θ. Κολιτσάρα) Ναι, πολλοί από τους πρώτους Χριστιανούς ήταν κάποτε παγανιστές ειδωλολάτρες. (1 Κορινθίους 6:9-11) Αλλά μόλις έγιναν Χριστιανοί, σταμάτησαν τις ειδωλολατρικές συνήθειες.
Ωστόσο, ήταν τόσο κοινό να υποκλίνονται οι άνθρωποι μπροστά στα είδωλα, που κορόιδευαν τους Χριστιανούς επειδή ασκούσαν τη λατρεία τους χωρίς να χρησιμοποιούν εικόνες. Μερικοί παγανιστές τους κατηγορούσαν ακόμη και ότι ήταν άθεοι! Πώς λοιπόν έγινε αργότερα τόσο διαδεδομένη η προσκύνηση των εικόνων μέσα στο λεγόμενο Χριστιανικό κόσμο;
Οι Εικόνες του Λεγόμενου Χριστιανικού Κόσμου—Ποια Είναι η Προέλευσή τους;
Πολλές παγανιστικές συνήθειες διείσδυσαν στους «Χριστιανούς» μετά τη λεγόμενη μεταστροφή του Ρωμαίου αυτοκράτορα Κωνσταντίνου. «Από τον καιρό του Κωνσταντίνου», δηλώνει ο θρησκευτικός ιστορικός Έντουιν Μπίβαν στο βιβλίο του Holy Images (Άγιες Εικόνες), «έγινε συνηθισμένη η χρήση του Σταυρού ως συμβόλου, απ’ άκρη σ’ άκρη του Χριστιανικού κόσμου, και σύντομα άρχισε να του αποδίδεται σεβασμός με διάφορους τρόπους». Αυτό άνοιξε το δρόμο για να εμφανιστούν άλλες μορφές λατρείας των εικόνων. Το ίδιο βιβλίο παρατηρεί: «Φαίνεται πιθανό ότι πριν από την απόδοση σεβασμού σε ζωγραφιές και εικόνες, είχε εμφανιστεί η συνήθεια να αποδίδεται σεβασμός στο σύμβολο του Σταυρού, το οποίο αυτό καθαυτό . . . δεν εμφανίζεται στα Χριστιανικά μνημεία ή στα αντικείμενα θρησκευτικής τέχνης, πριν από τον καιρό που ο Κωνσταντίνος έθεσε το πρότυπο με τα λάβαρα [στρατιωτικά εμβλήματα τα οποία έφεραν το σταυρό]».
Αυτή η κατάσταση συνέχισε να αναπτύσσεται. Τον όγδοο αιώνα μ.Χ. ο Ιωάννης ο Δαμασκηνός, ο οποίος θεωρείται «άγιος» από τις Ρωμαιοκαθολικές καθώς και από τις Ανατολικές Ορθόδοξες εκκλησίες, έγραψε: «Όπως οι άγιοι Πατέρες κατέστρεφαν τους ναούς και τους βωμούς των δαιμόνων και ανήγειραν στη θέση τους παρεκκλήσια με τα ονόματα των αγίων, και εμείς τους λατρεύουμε, έτσι κατέστρεφαν επίσης και τις εικόνες των δαιμόνων και ανύψωναν στη θέση τους εικόνες του Χριστού, της Μητέρας του Θεού και των Αγίων».
Σχετικά μ’ αυτό ο Θωμάς Ακινάτης, ο οποίος έζησε τον 13ο αιώνα και θεωρείται «άγιος» από τους Ρωμαιοκαθολικούς, πρόσθεσε: «Πρέπει να δείχνουμε την ίδια ευλάβεια σε μια εικόνα του Χριστού μ’ εκείνη που δείχνουμε στον ίδιο τον Χριστό . . . Πρέπει να αποδίδουμε στο Σταυρό τον ίδιο λατρευτικό σεβασμό μ’ εκείνον που αποδίδουμε στον Χριστό· ο σεβασμός αυτός πρέπει να ισοδυναμεί με λατρεία [Η συγκεκριμένη λέξη χρησιμοποιείται από τους Καθολικούς για να υποδηλώσει την υψηλότερη μορφή λατρείας], και γι’ αυτό το λόγο απευθυνόμαστε στο Σταυρό και τον ικετεύουμε ακριβώς όπως κάνουμε και προς τον Ίδιο τον Εσταυρωμένο».
Ο Ακινάτης θεωρείται ακόμη ως άτομο που έκανε πάρα πολλά για το δόγμα της «προσκύνησης των εικόνων». Σύμφωνα με τη New Catholic Encyclopedia (Νέα Καθολική Εγκυκλοπαίδεια), η «προσκύνηση των εικόνων» έπρεπε να περιμένει μέχρι τον καιρό που θα ερχόταν ο Ακινάτης «για να βρει την πλήρη της διασαφήνιση». Παρ’ όλα αυτά είναι φανερό ότι το μόνο που έκανε η «Χριστιανική» λατρεία των εικόνων, ήταν να αντικαταστήσει την παγανιστική λατρεία των εικόνων.
Δικαιολόγηση της Χρήσης Θρησκευτικών Εικόνων
Πολλοί που αποδίδουν σήμερα προσκύνηση στις θρησκευτικές εικόνες θα είχαν αντίρρηση να αποκαλούνται εικονολάτρες. Ωστόσο, οι αντιρρήσεις τους για έναν τέτοιο χαρακτηρισμό δεν είναι καινούριες. Τον τέταρτο αιώνα ο αποκαλούμενος Άγιος Αυγουστίνος χλεύασε τον τρόπο λογίκευσης των μη Χριστιανών ειδωλολατρών, λέγοντας: «Υπάρχει κάποιος συγκεκριμένος επιχειρηματολόγος που θεωρεί τον εαυτό του μορφωμένο και ο οποίος λέει, δεν λατρεύω εκείνη την πέτρα, ούτε εκείνη την εικόνα, η οποία δεν έχει αισθήσεις· . . . Δεν λατρεύω αυτή την εικόνα· αλλά αποδίδω λατρευτικό σεβασμό σ’ αυτό που βλέπω και υπηρετώ εκείνον τον οποίο δεν βλέπω». Με άλλα λόγια, ισχυρίζονταν ότι λάτρευαν μόνο το αόρατο πρόσωπο που αναπαριστούσαν τα είδωλά τους. «Δίνοντας αυτή την εξήγηση για τις εικόνες τους», πρόσθεσε ο Αυγουστίνος, «φαίνεται ότι θεωρούν τον εαυτό τους ικανό επιχειρηματολόγο, επειδή δεν λατρεύουν είδωλα· λατρεύουν όμως δαίμονες».—Expositions on the Book of Psalms (Ανάλυση του Βιβλίου των Ψαλμών) του Αυγουστίνου, Ψαλμός xcvii 9.
Μολονότι οι Ρωμαιοκαθολικοί θεολόγοι καταδικάζουν άμεσα την παγανιστική ειδωλολατρία, όταν πρόκειται για τη δική τους χρήση των εικόνων, συχνά καταφεύγουν στις ίδιες ακριβώς δικαιολογίες στις οποίες κατέφυγε και ο αποκαλούμενος παγανιστής. Για παράδειγμα, η Σύνοδος του Τριδέντου τον 16ο αιώνα, διακήρυξε σχετικά με τις εικόνες του Χριστού, της Μαρίας και των «αγίων»: «Πρέπει να αποδίδουμε σ’ αυτές την απαιτούμενη τιμή και προσκύνηση· χωρίς να θεωρείται όμως ότι έχουν μέσα τους κάποια θεία φύση ή κάποια αρετή, λόγω της οποίας πρέπει να αποδίδεται προσκύνηση». Γιατί τότε να τους αποδίδεται προσκύνηση; «Γιατί η τιμή που τους δείχνεται», εξήγησε η σύνοδος, «αποδίδεται στο πρόσωπο το οποίο αναπαριστούν, ώστε μέσω των εικόνων—τις οποίες φιλάμε και μπροστά από τις οποίες βγάζουμε το κάλυμμα του κεφαλιού μας και υποκλινόμαστε—αποδίδουμε λατρευτικό σεβασμό στον Χριστό και προσκύνηση στους αγίους, των οποίων τη μορφή φέρουν αυτές».
Η Ρωμαιοκαθολική εκκλησία συνεχίζει μέχρι σήμερα να χρησιμοποιεί τους ίδιους λόγους για να δικαιολογεί την ειδωλολατρία: ότι οι εικόνες είναι απλώς ένα μέσο για να συγκεντρώνεται η προσοχή στο ουράνιο πρόσωπο το οποίο αναπαριστάνεται απ’ αυτές και ότι δεν υπάρχει καμιά αρετή ή δύναμη στις εικόνες. Μέχρι ποιο σημείο όμως έχει αποδειχτεί αυτό αληθινό στην πράξη; Πιστεύουν όλοι αυτοί που χρησιμοποιούν εικόνες ότι αυτές δεν έχουν ‘μέσα τους κάποια θεία φύση ή κάποια αρετή’;
Εικόνες—Η Άποψη των Λάτρεων
Στη Σεβίλη της Ισπανίας, επικρατεί ένας φανατικός ανταγωνισμός μεταξύ των οπαδών της Παρθένας λα Μακαρένα και της Παρθένας ντε λα Εσπεράντζα. Στον Καθεδρικό Ναό της Σαρτρ, στη Γαλλία, υπάρχουν τρεις Παρθένες—Η Παναγία της Πιλιέ, Η Παναγία της Κρυπτ και Η Παναγία της «Μπελ Βεριέρ»—και κάθε μια έχει τους δικούς της πιστούς. Προφανώς οι λάτρεις είναι πεπεισμένοι ότι η δική τους εικόνα της Παναγίας είναι κατά κάποιο τρόπο ανώτερη από τις άλλες εικόνες, μολονότι και οι τρεις εικόνες αναπαριστούν το ίδιο πρόσωπο! Φαίνεται καθαρά λοιπόν ότι αποδίδεται σεβασμός, όχι σ’ αυτό που αναπαριστά η εικόνα, αλλά σ’ αυτές καθαυτές τις εικόνες.
Έτσι, αυτό που η Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία δικαιολογεί ως σχετική λατρεία, συχνά αποδεικνύεται ότι είναι πραγματική λατρεία της εικόνας. Οι θεολογικοί ελιγμοί έχουν μικρή μόνο αξία αν συγκριθούν με τους τόσους αιώνες κατά τη διάρκεια των οποίων αποδίδεται πραγματική λατρεία στις εικόνες.
Τι Λέει η Αγία Γραφή;
Η συμβουλή της Αγίας Γραφής έρχεται σε αντίθεση με τις θεωρίες των θεολόγων. Ο Θεός εξήγησε καθαρά στον αρχαίο Ισραήλ ότι η ειδωλολατρία καταδικάζεται απόλυτα. (Έξοδος 20:4, 5· Δευτερονόμιον 4:15-19) Είναι αλήθεια ότι επιτράπηκε να γίνουν ορισμένα ομοιώματα, όπως το χάλκινο φίδι που έφτιαξε ο Μωυσής. Ωστόσο, απαγορευόταν αυστηρά να υποκλιθεί κάποιος, αποδίδοντας λατρεία σ’ αυτά τα αντικείμενα.—Αριθμοί 21:9· 2 Βασιλέων 18:1, 4.
Κατά καιρούς, ο Ισραήλ παρήκουε αυτή την απαγόρευση σχετικά με την ειδωλολατρία. Για παράδειγμα, ο λαός Ισραήλ έκανε στο Σινά ένα χρυσό μοσχάρι για λατρεία. Πόσο βλάσφημο ήταν από μέρους τους να ‘αντικαταστήσουν τη δόξα του Θεού με το ομοίωμα ενός ταύρου, ενός χορτοφάγου’! (Ψαλμός 106:20, ΜΝΚ) Όμως, παρόμοια με μερικούς θρησκευόμενους σήμερα, εκείνοι ισχυρίζονταν ότι λάτρευαν, όχι τον ταύρο, αλλά τον ίδιο τον Θεό! Οι Ισραηλίτες φώναξαν: «‘Ιδού ο Θεός σου, Ισραήλ, ο οποίος σε εξήγαγεν από την γην της Αιγύπτου!’» (Έξοδος 32:1-5, ΛΧ) Ο Ιεχωβά όμως δεν ανέχτηκε αυτή τη «σχετική» λατρεία, αυτή την κραυγαλέα επιστροφή στην αιγυπτιακή θρησκεία. (Πράξεις 7:39-41) Αυτό που έκαναν εκείνοι παραβίαζε άμεσα τη διαθήκη στην οποία είχαν εισέλθει στο Σινά και έθεσε τον Ισραήλ μπροστά στον κίνδυνο της εξολόθρευσης.—Έξοδος 32:9, 10, 30-35· Δευτερονόμιον 4:23.
Γιατί όμως πήρε ο Ιεχωβά μια τόσο αυστηρή θέση ενάντια στις εικόνες; Πρώτ’ απ’ όλα, γιατί οι εικόνες είναι ανίσχυρες· δεν έχουν καμιά αξία. (Δευτερονόμιον 32:21α, ΛΧ· Ψαλμός 31:6, ΜΝΚ) Ο Ιερεμίας είπε ότι ήταν σαν σκιάχτρα, χωρίς πνοή. (Ιερεμίας 10:5, ΜΝΚ· 10:14) Με παρόμοιο τρόπο ο Ησαΐας γελοιοποίησε αυτούς που χρησιμοποιούν ένα μέρος του δέντρου για να ανάψουν φωτιά και να μαγειρέψουν, και ένα άλλο μέρος για να κάνουν έναν θεό. Ο προφήτης προειδοποιεί ότι τέτοιου είδους ειδωλολάτρες «δεν καταλαμβάνουσιν ουδέ νοούσι· διότι έκλεισε τους οφθαλμούς αυτών δια να μη βλέπωσι, και τας καρδίας αυτών δια να μη νοώσι».—Ησαΐας 44:13-18.
Ένας ιδιαίτερα θανατηφόρος κίνδυνος που συνδέεται με τη λατρεία των εικόνων, είναι η πιθανότητα να παίζει η εικόνα το ρόλο του μέσου επαφής με τις δαιμονικές δυνάμεις. Ο ψαλμωδός είπε για τους Ισραηλίτες: «Ελάτρευσαν τα γλυπτά αυτών, τα οποία έγειναν παγίς εις αυτούς· και εθυσίασαν τους υιούς αυτών και τας θυγατέρας αυτών εις τα δαιμόνια». (Ψαλμός 106:35-37· παράβαλε Λευιτικόν 17:7· Δευτερονόμιον 32:17.) Το αποτέλεσμα ήταν να ανοίξει ο δρόμος και για άλλες δεισιδαιμονικές και πνευματιστικές πράξεις. Ένα άλλο παράδειγμα είναι αυτό του Βασιλιά Μανασσή, ο οποίος έκανε την ειδωλολατρία να αναβιώσει στον Ισραήλ. Στη συνέχεια, «ωκοδόμησε θυσιαστήρια εις πάσαν την στρατιάν του ουρανού, εντός των δύο αυλών του οίκου του Κυρίου» και «προεμάντευε καιρούς, και έκαμνεν οιωνισμούς».—2 Βασιλέων 21:1-6.
Οι Χριστιανικές Ελληνικές Γραφές προειδοποιούν για τους ίδιους κινδύνους. Το The New Bible Dictionary (Νέο Λεξικό της Αγίας Γραφής) λέει: «Η έντονη επίκριση που ασκεί η Παλαιά Διαθήκη ενάντια στην ειδωλολατρία . . . αναγνωρίζει τις δύο ίδιες αλήθειες που ο Παύλος θα πιστοποιούσε αργότερα: ότι το είδωλο ήταν ένα τίποτα, αλλά παρ’ όλα αυτά είχε να κάνει με μια δαιμονική πνευματική δύναμη και ότι κατά συνέπεια αποτελούσε έναν βέβαιο πνευματικό κίνδυνο». Ο Παύλος έγραψε: «Εξεύρομεν ότι το είδωλον είναι ουδέν εν τω κόσμω, και ότι δεν υπάρχει ουδείς άλλος Θεός ειμή εις». Αργότερα όμως προειδοποίησε: «Εκείνα, τα οποία θυσιάζουσι τα έθνη, εις τα δαιμόνια θυσιάζουσι και ουχί εις τον Θεόν· και δεν θέλω εσείς να γίνησθε κοινωνοί των δαιμονίων».—1 Κορινθίους 8:4· 10:19, 20.
Ναι, οι πονηρές πνευματικές δυνάμεις καραδοκούν για να φέρουν τα άτομα κάτω από τον έλεγχό τους. Ο Παύλος έγραψε: «Διότι δεν είναι η πάλη ημών εναντίον εις αίμα και σάρκα, αλλ’ εναντίον εις τας αρχάς, εναντίον εις τας εξουσίας, εναντίον εις τους κοσμοκράτορας του σκότους του αιώνος τούτου, εναντίον εις τα πνεύματα της πονηρίας εν τοις επουρανίοις». (Εφεσίους 6:12) Επομένως, η λατρεία των εικόνων με οποιαδήποτε μορφή, νεκρώνει την πνευματική αντίληψη ενός ατόμου, προωθεί τη δεισιδαιμονία και δημιουργεί τις προϋποθέσεις ώστε να γίνει το άτομο υποχείριο των υπερφυσικών αρχόντων αυτού του σκοτεινού, πονηρού κόσμου.
Απόδοση Λατρείας ‘με Αλήθεια’
Πολλά ειλικρινή άτομα χρησιμοποιούν τις εικόνες για να πλησιάζουν πιο κοντά σ’ Αυτόν που ακούει προσευχές. Το να πλησιάζει κανείς τον Θεό είναι κάτι το επιθυμητό. Αλλά είμαστε ελεύθεροι να διαλέξουμε τη δική μας μέθοδο προσέγγισης; Σίγουρα θα πρέπει να επιζητούμε τη μέθοδο που ευαρεστεί τον Θεό και όχι τη δική μας. Ο Ιησούς είπε: «Εγώ είμαι η οδός και η αλήθεια και η ζωή· ουδείς έρχεται προς τον Πατέρα, ειμή δι’ εμού». (Ιωάννης 14:6) Αυτό αποκλείει τη χρήση ειδωλολατρικών εικόνων. Ο Ιησούς δίδαξε περαιτέρω: ‘Όμως, έρχεται ώρα, και ήδη είναι, όταν οι αληθινοί λάτρεις θα λατρεύουν τον Πατέρα με πνεύμα και αλήθεια, επειδή, πραγματικά, ο Πατέρας ζητάει να τον λατρεύουν τέτοιοι άνθρωποι. Ο Θεός είναι Πνεύμα, και εκείνοι που τον λατρεύουν, πρέπει να τον λατρεύουν με πνεύμα και αλήθεια’.—Ιωάννης 4:23, 24, ΜΝΚ.
Μπορεί μια εικόνα, η οποία είναι ύλη, να αναπαριστά κάποιον που είναι πνεύμα; Όχι. Άσχετα με το πόσο επιβλητική μπορεί να είναι μια εικόνα, δεν μπορεί να παραβληθεί με τη δόξα του Θεού. Έτσι μια εικόνα του Θεού δεν θα μπορούσε ποτέ να ανταποκρίνεται στην αλήθεια. (Παράβαλε Ρωμαίους 1:22, 23.) Επομένως, θα ‘λάτρευε κάποιος με αλήθεια’ αν πλησίαζε τον Θεό μέσω μιας απατηλής εικόνας;
Οι Μάρτυρες του Ιεχωβά έχουν βοηθήσει χιλιάδες άτομα να εγκαταλείψουν τις ειδωλολατρικές συνήθειες και να γίνουν ‘τέτοιοι άνθρωποι τους οποίους ο Πατέρας ζητάει να τον λατρεύουν’. Πολλά άτομα, αφού δουν από την Αγία Γραφή πώς θεωρεί ο Θεός τις εικόνες, υποκινούνται να εξαφανίσουν τις εικόνες από τα σπιτικά τους και από τη μορφή της λατρείας που ακολουθούν. (Παράβαλε Δευτερονόμιον 7:25.) Είναι αλήθεια πως δεν είναι πάντοτε εύκολο για τέτοια άτομα να το κάνουν αυτό. Υποκινούνται όμως από μια ειλικρινή επιθυμία να προσκολληθούν πιστά στο Λόγο του Θεού, την Αγία Γραφή, που προτρέπει τους Χριστιανούς: «Τεκνία, φυλάξατε εαυτούς από των ειδώλων».—1 Ιωάννου 5:21.
[Πλαίσιο στη σελίδα 7]
Αληθεύει πως ‘Τα Εικονίσματα δεν Γίνονται Ποτέ Είδωλα’;
Η λέξη «εικόνισμα» αναφέρεται σ’ ένα συγκεκριμένο είδος εικόνων, τους θρησκευτικούς ζωγραφικούς πίνακες, στους οποίους αποδίδουν προσκύνηση τα μέλη της Ανατολικής Ορθόδοξης Εκκλησίας. Μερικοί απ’ αυτούς απεικονίζουν τον Χριστό· άλλοι απεικονίζουν την Τριάδα, τη Μαρία, τους «αγίους» ή διάφορους αγγέλους. Παρόμοια με τους Ρωμαιοκαθολικούς, οι Ορθόδοξοι θεολόγοι δικαιολογούν την προσκύνηση των εικονισμάτων λέγοντας ότι είναι μια σχετική πράξη η οποία μεταβιβάζει την ευλάβεια στο ουράνιο πρόσωπο που απεικονίζεται. «Το εικόνισμα», ισχυρίζεται ο Ρώσος θεολόγος Σεργκέι Μπουλγκάκοφ, «παραμένει απλώς ένα αντικείμενο και ποτέ δεν γίνεται είδωλο ή φετίχ».
Παράλληλα όμως, η Ανατολική Ορθόδοξη Εκκλησία διδάσκει ότι το εικόνισμα μπορεί να φέρει ειδικά οφέλη σε κάποιον λάτρη ο οποίος προσεύχεται μπροστά του, με την προϋπόθεση ότι το εικόνισμα έχει «καθαγιαστεί» από την εκκλησία. «Η τελετή ευλογίας ενός εικονίσματος», δηλώνει ο Μπουλγκάκοφ στο βιβλίο του The Orthodox Church (Η Ορθόδοξη Εκκλησία), «δημιουργεί μια σύνδεση μεταξύ του εικονίσματος και του προσώπου που αυτό παριστάνει, μεταξύ αυτού που απεικονίζεται και της ίδιας της απεικόνισης. Με την ευλογία του εικονίσματος του Χριστού, γίνεται δυνατή μια μυστικιστική συνάντηση του πιστού με τον Χριστό. Το ίδιο συμβαίνει και με τα εικονίσματα της Παρθένου και των Αγίων· τα εικονίσματά τους, θα μπορούσε να πει κανείς, ότι επεκτείνουν την ύπαρξή τους εδώ κάτω».
Επιπρόσθετα, πολλά εικονίσματα της Μαρίας πιστεύεται ότι έχουν θαυματουργικές δυνάμεις. «Αυτή, αν και παραμένει στον ουρανό», προσθέτει ο Μπουλγκάκοφ, «ζει ακόμη μαζί μας τη ζωή του δικού μας κόσμου, πάσχει με τα παθήματά του και κλαίει με τα δάκρυά του. Μεσολαβεί υπέρ του κόσμου μπροστά στο θρόνο του Θεού. Αποκαλύπτεται στον κόσμο μέσω των θαυματουργικών της εικονισμάτων».