ΔΕΚΑΤΟ
Το ένα δέκατο, ή 10 τοις εκατό, το οποίο δινόταν ή καταβαλλόταν ως φόρος, ιδιαίτερα για θρησκευτικούς σκοπούς.
Η Αγία Γραφή αναφέρει δύο περιπτώσεις ατόμων πριν από τη θέσπιση της διαθήκης του Νόμου τα οποία απέδωσαν στον Θεό ή σε έναν εκπρόσωπό του το ένα δέκατο κάποιων αγαθών. Η πρώτη ήταν η περίπτωση που ο Αβραάμ έδωσε στον Μελχισεδέκ το ένα δέκατο από τα λάφυρα που απέσπασε με τη νίκη του επί του Χοδολλογομόρ και των συμμάχων του. (Γε 14:18-20) Ο απόστολος Παύλος αναφέρει αυτό το περιστατικό ως απόδειξη του ότι η ιεροσύνη του Χριστού σύμφωνα με τον τρόπο του Μελχισεδέκ είναι ανώτερη από την ιεροσύνη του Λευί, εφόσον ο Λευί, όντας στην οσφύ του Αβραάμ, έδωσε στην ουσία δέκατα στον Μελχισεδέκ. (Εβρ 7:4-10) Η δεύτερη περίπτωση αφορούσε τον Ιακώβ, ο οποίος έκανε ευχή στη Βαιθήλ να δώσει το ένα δέκατο της περιουσίας του στον Θεό.—Γε 28:20-22.
Ωστόσο, αυτές οι δύο αφηγήσεις είναι περιπτώσεις εθελοντικής προσφοράς δεκάτων. Δεν υπάρχει κανένα στοιχείο που να δείχνει ότι ο Αβραάμ ή ο Ιακώβ διέταξαν τους απογόνους τους να ακολουθήσουν το παράδειγμά τους, καθιερώνοντας έτσι κάποια θρησκευτική συνήθεια, έθιμο ή νόμο. Θα ήταν περιττό να κάνει ο Ιακώβ τη συγκεκριμένη ευχή αν υπόκειτο ήδη αναγκαστικά στην υποχρέωση να καταβάλλει δέκατα. Επομένως, είναι φανερό ότι η διευθέτηση των δεκάτων δεν ήταν έθιμο ή νόμος μεταξύ των αρχαίων Εβραίων. Θεσπίστηκε με την εγκαινίαση της διαθήκης του Νόμου, όχι νωρίτερα.
Διατάξεις του Μωσαϊκού Νόμου για το Δέκατο. Ο Ιεχωβά έδωσε στον Ισραήλ νόμους αναφορικά με το δέκατο για την εξυπηρέτηση συγκεκριμένων σκοπών, και αυτοί οι νόμοι περιλάμβαναν προφανώς τη χρήση δύο δεκάτων από το ετήσιο εισόδημά τους, με εξαίρεση τα σαββατιαία έτη στη διάρκεια των οποίων δεν έδιναν δέκατα, εφόσον δεν επρόκειτο να έχουν κανένα εισόδημα. (Λευ 25:1-12) Ωστόσο, μερικοί λόγιοι πιστεύουν ότι υπήρχε μόνο ένα δέκατο. Τα δέκατα ήταν κάτι επιπρόσθετο από τους πρώτους καρπούς τους οποίους υποχρεούνταν να προσφέρουν στον Ιεχωβά.—Εξ 23:19· 34:26.
Το πρώτο δέκατο, που συνίστατο στο ένα δέκατο της παραγωγής της γης και των καρποφόρων δέντρων και (προφανώς της αύξησης) των βοδιών και των ποιμνίων, το έφερναν στο θυσιαστήριο και το έδιναν στους Λευίτες, επειδή αυτοί δεν είχαν καθόλου κληρονομιά στη γη, αλλά ήταν αφιερωμένοι στην υπηρεσία του αγιαστηρίου. (Λευ 27:30-32· Αρ 18:21, 24) Οι Λευίτες με τη σειρά τους έδιναν το ένα δέκατο από ό,τι λάβαιναν στο Ααρωνικό ιερατείο για τη συντήρησή του.—Αρ 18:25-29.
Προφανώς το αλώνισμα των σιτηρών και η παραγωγή του κρασιού και του λαδιού από τον καρπό του αμπελιού και του ελαιόδεντρου αντίστοιχα προηγούνταν της προσφοράς του δεκάτου. (Αρ 18:27, 30· Νε 10:37) Αν ένας Ισραηλίτης επιθυμούσε να δώσει χρήματα αντί για αυτά τα προϊόντα, μπορούσε να κάνει κάτι τέτοιο με την προϋπόθεση ότι θα κατέβαλλε επιπρόσθετα το ένα πέμπτο της υπολογισμένης αξίας. (Λευ 27:31) Ωστόσο με το ποίμνιο και τα βόδια ακολουθούνταν διαφορετική διαδικασία. Καθώς τα ζώα έβγαιναν ένα ένα από την πόρτα του μαντριού, ο ιδιοκτήτης στεκόταν δίπλα στην πόρτα με ένα ραβδί και ξεχώριζε κάθε δέκατο ζώο ως μέρος του δεκάτου, χωρίς να τα εξετάζει ή να τα διαλέγει.—Λευ 27:32, 33.
Φαίνεται ότι υπήρχε και ένα επιπρόσθετο δέκατο, ένα δεύτερο δέκατο, που έβαζαν στην άκρη κάθε έτος και το οποίο προοριζόταν για άλλους σκοπούς πέραν της άμεσης υποστήριξης του Λευιτικού ιερατείου, αν και οι Λευίτες είχαν μερίδιο από αυτό. Κανονικά αυτό το δέκατο το κατανάλωνε και το απολάμβανε ως επί το πλείστον η ισραηλιτική οικογένεια όταν συγκεντρωνόταν όλη μαζί στις εθνικές γιορτές. Αν η απόσταση από την Ιερουσαλήμ ήταν τόσο μεγάλη ώστε η μεταφορά αυτού του δεκάτου δεν ήταν εύκολη, τότε μετέτρεπαν το προϊόν σε χρήματα τα οποία χρησιμοποιούσαν κατόπιν στην Ιερουσαλήμ για να τραφεί και να ευφρανθεί το σπιτικό τους στη διάρκεια της άγιας συνέλευσης εκεί. (Δευ 12:4-7, 11, 17, 18· 14:22-27) Έπειτα, στο τέλος κάθε τρίτου και έκτου έτους του εφταετούς σαββατιαίου κύκλου, αντί να χρησιμοποιούν αυτό το δέκατο για την κάλυψη των εξόδων τους στις εθνικές συνάξεις, το έβαζαν στην άκρη για τους Λευίτες, τους πάροικους, τις χήρες και τα ορφανά από πατέρα αγόρια που υπήρχαν στην τοπική κοινωνία.—Δευ 14:28, 29· 26:12.
Αυτοί οι νόμοι για τα δέκατα που είχαν δεσμευτικό χαρακτήρα για τον Ισραήλ δεν ήταν υπερβολικοί. Εξάλλου, δεν πρέπει να παραβλέπεται το γεγονός ότι ο Θεός είχε υποσχεθεί πως θα χάριζε ευημερία στον Ισραήλ, ανοίγοντας «τις πύλες των υδάτων των ουρανών», αν τηρούνταν οι νόμοι Του για τα δέκατα. (Μαλ 3:10· Δευ 28:1, 2, 11-14) Όταν ο λαός αμελούσε την προσφορά των δεκάτων, το ιερατείο υπέφερε, γιατί οι ιερείς και οι Λευίτες αναγκάζονταν να αφιερώνουν το χρόνο τους για να εργάζονται, με συνέπεια να παραμελούν τις διακονικές τους υπηρεσίες. (Νε 13:10) Αυτή η απιστία συντελούσε στην παρακμή της αληθινής λατρείας. Δυστυχώς, όταν οι δέκα φυλές παρέκκλιναν υιοθετώντας τη μοσχολατρία, χρησιμοποιούσαν τα δέκατα για να υποστηρίξουν εκείνη την ψεύτικη θρησκεία. (Αμ 4:4, 5) Από την άλλη πλευρά, όταν ο Ισραήλ ήταν πιστός στον Ιεχωβά και υπόκειτο στην εξουσία δίκαιων διαχειριστών, η καταβολή δεκάτων στους Λευίτες αποκαθίστατο και, σε επαλήθευση της υπόσχεσης του Ιεχωβά, δεν υπήρχαν καθόλου ελλείψεις.—2Χρ 31:4-12· Νε 10:37, 38· 12:44· 13:11-13.
Ο Νόμος δεν προέβλεπε κάποια ποινή για όποιον δεν έδινε το δέκατο. Ο Ιεχωβά τούς είχε θέσει όλους κάτω από την ισχυρή ηθική υποχρέωση να δίνουν το δέκατο. Στο τέλος κάθε τριετούς κύκλου δεκάτων, έπρεπε να δηλώνουν ενώπιόν του ότι είχαν καταβάλει τα δέκατα στο πλήρες. (Δευ 26:12-15) Οτιδήποτε είχαν παρακρατήσει αθέμιτα ήταν σαν να το είχαν κλέψει από τον Θεό.—Μαλ 3:7-9.
Τον πρώτο αιώνα Κ.Χ., οι Ιουδαίοι θρησκευτικοί ηγέτες, ιδιαίτερα οι γραμματείς και οι Φαρισαίοι, έκαναν με προσποιητή ευλάβεια επίδειξη της προσφοράς των δεκάτων καθώς και άλλων έργων που έβλεπαν οι άνθρωποι, αλλά οι καρδιές τους ήταν πολύ απομακρυσμένες από τον Θεό. (Ματ 15:1-9) Ο Ιησούς τούς έλεγξε για την εγωιστική, υποκριτική στάση τους, εφιστώντας την προσοχή στο γεγονός ότι έδιναν με σχολαστικότητα το δέκατο ακόμη και από «το δυόσμο και τον άνηθο και το κύμινο»—κάτι που έπρεπε να κάνουν—αλλά ταυτόχρονα αδιαφορούσαν για «τα πιο βαρυσήμαντα ζητήματα του Νόμου, δηλαδή τη δικαιοσύνη και το έλεος και την πιστότητα». (Ματ 23:23· Λου 11:42) Σε μια παραβολή, ο Ιησούς αντιπαρέβαλε τον καυχησιολόγο Φαρισαίο που αυτοδικαιωνόταν για τις νηστείες και τις προσφορές δεκάτων που έδινε με τον εισπράκτορα φόρων ο οποίος, αν και θεωρούνταν μηδαμινός από τον Φαρισαίο, ταπεινώθηκε, ομολόγησε τις αμαρτίες του στον Θεό και εκλιπαρούσε για το θεϊκό έλεος.—Λου 18:9-14.
Οι Χριστιανοί Δεν Δίνουν Δέκατα. Οι Χριστιανοί του πρώτου αιώνα δεν έλαβαν ποτέ την εντολή να δίνουν δέκατα. Ο πρωταρχικός σκοπός της διευθέτησης περί δεκάτων που προβλεπόταν από το Νόμο ήταν η υποστήριξη του ναού του Ισραήλ και του ιερατείου. Συνεπώς, η υποχρέωση για την καταβολή δεκάτων θα έπαυε όταν θα τερματιζόταν εκείνη η διαθήκη του Μωσαϊκού Νόμου εφόσον θα είχε εκπληρωθεί με το θάνατο του Χριστού στο ξύλο του βασανισμού. (Εφ 2:15· Κολ 2:13, 14) Είναι αλήθεια ότι οι Λευίτες ιερείς εξακολουθούσαν να υπηρετούν στο ναό της Ιερουσαλήμ μέχρι την καταστροφή αυτού του ναού το 70 Κ.Χ., αλλά οι Χριστιανοί από το 33 Κ.Χ. και έπειτα αποτέλεσαν μέρος ενός νέου πνευματικού ιερατείου, το οποίο δεν συντηρούνταν με δέκατα.—Ρω 6:14· Εβρ 7:12· 1Πε 2:9.
Ως Χριστιανοί, αυτοί παροτρύνονταν να υποστηρίζουν τη Χριστιανική διακονία τόσο με τη δική τους διακονική δραστηριότητα όσο και με υλικές συνεισφορές. Αντί να καταβάλλουν πάγια, καθορισμένα ποσά για την κάλυψη των εκκλησιαστικών εξόδων, έπρεπε ο καθένας να συνεισφέρει «σύμφωνα με ό,τι έχει», δίνοντας «όπως έχει αποφασίσει στην καρδιά του, όχι απρόθυμα ή αναγκαστικά, γιατί ο Θεός αγαπάει το χαρωπό δότη». (2Κο 8:12· 9:7) Παροτρύνονταν να ακολουθούν την αρχή: «Οι πρεσβύτεροι, που προΐστανται με καλό τρόπο, ας θεωρούνται άξιοι διπλής τιμής, ειδικά εκείνοι που εργάζονται σκληρά στην ομιλία και στη διδασκαλία. Διότι η γραφή λέει: “Δεν πρέπει να φιμώσεις ταύρο όταν αλωνίζει”· επίσης: “Ο εργάτης είναι άξιος του μισθού του”». (1Τι 5:17, 18) Ωστόσο, ο απόστολος Παύλος έθεσε το παράδειγμα αποφεύγοντας να προξενήσει αδικαιολόγητη οικονομική επιβάρυνση στην εκκλησία.—Πρ 18:3· 1Θε 2:9.