ΣΟΚΧΩΘ-ΒΕΝΩΘ
(Σοκχώθ-βενώθ) [Σκηνές Βενώθ].
Θεότητα των Βαβυλωνίων τους οποίους έφερε ο βασιλιάς της Ασσυρίας στις πόλεις της Σαμάρειας αφού πήρε εξόριστους τους Ισραηλίτες του δεκάφυλου βασιλείου. (2Βα 17:30) Μερικοί λόγιοι προβάλλουν την άποψη ότι το όνομα «Σοκχώθ-βενώθ» είναι ο εβραϊκός τύπος του ονόματος της συζύγου του Μερωδάχ (Μαρντούκ), της Σαρπανιτού. Άλλοι υποστηρίζουν ότι η θεότητα αυτή ταυτίζεται με τον Μερωδάχ, ή αλλιώς Μαρντούκ, με βάση ότι το όνομα «Σοκχώθ-βενώθ» ίσως αντιστοιχεί στο Σακουτ(θ)μπαν’βατ(θ), που σημαίνει «ο Σύμβουλος, ο Δημιουργός του Τόπου». Ο τίτλος αυτός θεωρείται ότι εφαρμόζεται στον Μερωδάχ που για τους Βαβυλωνίους ήταν ο δημιουργός του κόσμου.