ΓΑΛΒΑΝΟ
Κιτρινωπή ή καστανωπή κομμεορρητίνη που εκκρίνεται από ορισμένα ασιατικά φυτά της οικογένειας Σκιαδοφόρα. Είναι αβέβαιο ποιο ακριβώς ήταν το είδος του φυτού από το οποίο προερχόταν το γάλβανο που χρησιμοποιούσαν οι Ισραηλίτες.
Το γαλακτώδες υγρό, το οποίο όταν στερεοποιείται μετατρέπεται σε γάλβανο, εκκρίνεται είτε με φυσικό τρόπο από το βλαστό του φυτού είτε με εντομή. Το γάλβανο ήταν ένα από τα συστατικά του θυμιάματος που έπρεπε να χρησιμοποιείται αποκλειστικά στο αγιαστήριο. (Εξ 30:34-38) Λέγεται πως, όταν καίγεται μόνο του, το γάλβανο αναδίδει δυσάρεστη μυρωδιά, αλλά όταν συνδυάζεται με άλλες αρωματικές ουσίες, κάνει το άρωμά τους εντονότερο και διαρκέστερο.