ΑΜΡΑΜ
(Αμράμ) [Λαός Υψηλός (Εξυψωμένος)].
1. Εγγονός του Λευί μέσω του Καάθ. (Εξ 6:16, 18, 20· Αρ 3:19· 26:58· 1Χρ 6:18) Αναφέρεται ότι παντρεύτηκε «την αδελφή του πατέρα του» την Ιωχαβέδ, κάτι που τότε επιτρεπόταν αλλά αργότερα απαγορεύτηκε στο Μωσαϊκό Νόμο. (Λευ 18:12) Μερικές μεταφράσεις, ωστόσο, προσπαθούν να την παρουσιάσουν ως εξαδέλφη του. (Βλέπε ΙΩΧΑΒΕΔ.) Παιδιά του ήταν ο Ααρών, η Μαριάμ και ο Μωυσής.—Εξ 6:20· Αρ 26:59· 1Χρ 6:2, 3· 23:12, 13.
2. Ένας από «τους γιους του Βανί», ο οποίος μαζί με άλλους επαναπατρισμένους εξορίστους ανταποκρίθηκε στην πρόσκληση που τους έγινε να αποβάλουν τις αλλοεθνείς συζύγους τους το 468 Π.Κ.Χ.—Εσδ 10:34, 44.