ΤΟΠΑΖΙ
Η ποικιλία που χρησιμοποιείται στην κοσμηματοποιία είναι ένα σκληρό, διαφανές, κρυσταλλικό ορυκτό αποτελούμενο από φθοριοπυριτικό άλας του αργιλίου. Είναι σκληρότερο από το χαλαζία και εμφανίζεται συνήθως σε κοιλότητες γρανιτικών πετρωμάτων. Το τοπάζι μπορεί να είναι άχρωμο, αλλά συναντάται και σε ευρύ φάσμα χρωμάτων, όπως λευκό, κίτρινο, ανοιχτό καστανό, ρόδινο και, μερικές φορές, αχνοπράσινο ή γαλάζιο. Η πιο δημοφιλής απόχρωση είναι το κίτρινο του κρασιού. Η λέξη τοπάζιον παραπέμπει στο νησί Τόπαζος της Ερυθράς Θάλασσας, από όπου οι αρχαίοι Έλληνες προμηθεύονταν τα τοπάζια που ήταν γνωστά στον Πλίνιο τον Πρεσβύτερο και σε άλλους αρχαίους συγγραφείς. Το βιβλίο του Ιώβ συνδέει το τοπάζι με την περιοχή του Χους, η οποία συνόρευε με την Ερυθρά Θάλασσα.
Μια από τις πολύτιμες πέτρες στο «περιστήθιο της κρίσης» που φορούσε ο Αρχιερέας Ααρών ήταν τοπάζι. Είχε τοποθετηθεί ως η μεσαία πέτρα στην πρώτη σειρά διακοσμητικών λίθων, και πάνω της ήταν σκαλισμένο το όνομα μιας από τις 12 φυλές του Ισραήλ. (Εξ 28:2, 15, 17, 21· 39:10) Τα θεμέλια της “άγιας πόλης, της Νέας Ιερουσαλήμ, [που] κατέβαινε από τον ουρανό, από τον Θεό, . . . ήταν στολισμένα με κάθε είδους πολύτιμη πέτρα”, το δε ένατο θεμέλιο ήταν τοπάζι.—Απ 21:2, 19, 20.