ΓΛΑΡΟΣ
[εβρ., σάχαφ].
Ένα από τα αρπακτικά ή νεκροφάγα πουλιά των οποίων η βρώση ήταν απαγορευμένη σύμφωνα με το νόμο του Θεού προς τους Ισραηλίτες.—Λευ 11:13, 16· Δευ 14:12, 15.
Μολονότι η Μετάφραση Βασιλέως Ιακώβου αποδίδει την εβραϊκή ονομασία αυτού του πουλιού ως «κούκος», αυτή η απόδοση έχει γενικά εγκαταλειφθεί και έχει δώσει τη θέση της στην απόδοση «γλάρος». (Βλέπε ΚΟΥΚΟΣ.) Σύμφωνα με την κατανόηση μερικών λεξικογράφων, αυτή η ονομασία παράγεται από μια ρίζα που σημαίνει «είμαι λεπτός, λιγνός ή ισχνός», πράγμα που θα μπορούσε να περιγράφει το γλάρο από την άποψη ότι έχει κομψή εμφάνιση και σχετικά στενό σώμα σε σύγκριση με τις μακριές, αιχμηρές φτερούγες του. Άλλοι πιστεύουν ότι η εβραϊκή ονομασία σάχαφ είναι ηχομιμητική της διαπεραστικής κραυγής που βγάζει αυτό το γενικά θορυβώδες πουλί. Οι παλιότερες μεταφράσεις (Ο΄, Vg) θεώρησαν και αυτές ότι πρόκειται για το γλάρο. Η εβραϊκή λέξη σάχαφ θα μπορούσε να κατανοηθεί ως γενικός όρος που αναφέρεται σε ένα θαλασσοπούλι που έχει νηκτική μεμβράνη στα πόδια και μοιάζει με γλάρο. Αυτή η ομάδα περιλαμβάνει τους γνήσιους γλάρους, τα γλαρόνια, τους ρύγχωπες και τους στερκοράριους.
Οι γλάροι, που ανήκουν στην οικογένεια Λαρίδες, συνήθως χαρακτηρίζονται από μεγάλη αντοχή στην πτήση τους και, όχι μόνο κολυμπούν καλά, αλλά αναπαύονται, ακόμη δε και κοιμούνται πάνω στο νερό. Ο γλάρος διαδοχικά χτυπάει τα φτερά του, αερολισθαίνει, διαγράφει κύκλους και βουτάει προς τα κάτω για να συλλάβει την τροφή του, η οποία περιλαμβάνει ψάρια, έντομα και ουσιαστικά όλων των ειδών τα απόβλητα και τα απορρίμματα (γι’ αυτό, χρησιμεύει ως πολύτιμος καθαριστής στα λιμάνια). Οι ασημόγλαροι μεταφέρουν ψηλά στον αέρα μύδια ή άλλα οστρακόδερμα και κατόπιν τα αφήνουν να πέσουν πάνω στα βράχια για να ανοίξουν και να μπορέσουν να φάνε το περιεχόμενό τους. Παρά την ακόρεστη όρεξή του για θνησιμαία, ο γλάρος είναι εξαιρετικά καθαρός ως προς τις συνήθειές του.
Αρκετές ποικιλίες γλάρων, περιλαμβανομένου του ασημόγλαρου (λάρος ο αργυρόχρους [Larus argentatus]) και διαφόρων τύπων καστανοκέφαλου γλάρου (λάρος ο γελών [Larus ridibundus]), βρίσκονται στην Παλαιστίνη, συγκεκριμένα στα παράλια της Μεσογείου και γύρω από τη Θάλασσα της Γαλιλαίας. Συνήθως έχουν λευκό χρώμα, μολονότι η ράχη και το πάνω μέρος των φτερών τους μπορεί να είναι ασημόγκριζα. Το ράμφος τους είναι ισχυρό και ελαφρώς κυρτό. Συνήθως ζουν κατά αποικίες και φωλιάζουν στις άκρες των βράχων ή στις ακτές. Το μέγεθος του σώματος του γλάρου μπορεί να είναι ίσο με του περιστεριού ή και να φτάνει σε μήκος περίπου τα 76 εκ., ενώ το άνοιγμα των φτερών του μπορεί να είναι μέχρι και 1,5 μ. Ο γλάρος, που είναι αεικίνητο και φαινομενικά ακούραστο πουλί, έχει την ικανότητα να πετάει ασταμάτητα ακόμη και μέσα σε ανεμοθύελλες. Τα άφθονα και επάλληλα πούπουλά του—έχουν μετρηθεί μέχρι και 6.544 σε έναν και μόνο μεγάλο γλάρο—κρατούν το σώμα του ζεστό και στεγνό όταν αναπαύεται στο νερό για παρατεταμένες περιόδους.
Το γλαρόνι, που ανήκει στην οικογένεια Στερνίδες, αφθονεί και αυτό στις ακτές της Παλαιστίνης. Το σώμα του είναι λεπτότερο από του γλάρου, δεν είναι νεκροφάγο και έχει διχαλωτή ουρά και μακριές οξύληκτες φτερούγες, στενότερες από του γλάρου. Τα περισσότερα γλαρόνια είναι λευκά, μολονότι γενικά έχουν ένα μαύρο ή γκρίζο κάλυμμα στο κεφάλι. Το γλαρόνι, που τρέφεται κυρίως με μικρά ψάρια, φτερουγίζει εδώ και εκεί και κατόπιν εφορμά ταχύτατα μέσα στο νερό με το μακρύ, ευθύ και λεπτό ράμφος του στραμμένο προς τα κάτω για να συλλάβει τη λεία του. Από όλα τα αποδημητικά πουλιά, το γλαρόνι καλύπτει τη μεγαλύτερη απόσταση—το αρκτικό γλαρόνι (στέρνη η παραδεισία [Sterna paradisaea]) διανύει ετησίως μέχρι και 35.400 χλμ. Εντούτοις, μερικά γλαρόνια προτιμούν τα παράκτια νερά των θερμότερων περιοχών. Επειδή πετούν με μεγάλη ταχύτητα και χάρη, έχουν ονομαστεί θαλάσσια χελιδόνια.
Όπως το γεράκι και η ίβις, έτσι και ο γλάρος θεωρούνταν ιερό πουλί στην αρχαία Αίγυπτο.