ΚΟΥΚΟΣ
[εβρ., πληθυντικός, μπαρμπουρίμ].
Στην Αγία Γραφή, αυτή η ονομασία εμφανίζεται μόνο μία φορά, στο εδάφιο 1 Βασιλέων 4:23, όπου ο κατάλογος με τις καθημερινές προμήθειες τροφής για την αυλή του Σολομώντα περιλαμβάνει και “κούκους [μπαρμπουρίμ]”. (JB· ΜΝΚ) Μολονότι άλλες μεταφράσεις (KJ, RS, ΒΑΜ) χρησιμοποιούν σε αυτό το εδάφιο τη λέξη “πτηνά”, φαίνεται ότι η λέξη μπαρμπουρίμ υποδηλώνει ένα συγκεκριμένο είδος πουλιού και δεν αποτελεί απλώς γενικό όρο. Αν και ορισμένοι έχουν ταυτίσει αυτή τη λέξη με το καπόνι, τη φραγκόκοτα ή τη χήνα, ο λεξικογράφος Β. Μπαουμγκάρτνερ (Εβραϊκό και Αραμαϊκό Λεξικό της Παλαιάς Διαθήκης [Hebräisches und Aramäisches Lexikon zum Alten Testament], Λέιντεν, 1967, σ. 147) προτείνει την απόδοση «κούκος», που φαίνεται πως υποστηρίζεται και από την αραβική ονομασία αυτού του πουλιού—άμπου μπούρμπουρ.
Ο κοινός κούκος (κόκκυξ ο ωδικός [Cuculus canorus]) και ο κισσόκουκος (κοκκυστής ο βαλανοφάγος [Clamator glandarius]), όταν μεταναστεύουν προς το Β, περνούν και οι δύο από την Παλαιστίνη, όπου φτάνουν στις αρχές Μαρτίου. Ο κούκος είναι πουλί μετρίου μεγέθους που μοιάζει με ξεφτέρι και έχει ελαφρώς κυρτό, κοφτερό και αιχμηρό ράμφος. Συνήθως, οι κούκοι έχουν άτονα χρώματα, όπως ανοιχτό γκρίζο ή ανοιχτό καστανό μέχρι καστανοκόκκινο ή μαύρο. Το κάτω μέρος τους είναι συχνά υπόλευκο με στενές μαύρες λωρίδες.
Μολονότι ορισμένοι θεωρούν ότι, λόγω του σχετικά μικρού μεγέθους του, ο κούκος δεν θα μπορούσε να περιλαμβάνεται στα εδέσματα του Σολομώντα, πρέπει να παρατηρήσουμε ότι στην αρχαιότητα πουλιούνταν στις αγορές της Μέσης Ανατολής ακόμη και μαδημένα σπουργίτια. (Ματ 10:29) Επιπλέον, οι συγκεκριμένοι κούκοι ήταν «θρεμμένοι», και σχετικά με τέτοιου είδους κούκους Η Εγκυκλοπαίδεια της Αμερικής (The American Cyclopædia) αναφέρει: «Το φθινόπωρο είναι παχείς και θεωρούνται πολύ καλή τροφή. Οι αρχαίοι τούς προτιμούσαν ιδιαίτερα και πίστευαν ότι το κρέας τους είχε πολύτιμες ιαματικές ιδιότητες».—1883, Τόμ. 5, σ. 557.
Ο κούκος δεν είναι ούτε νεκροφάγο ούτε αρπακτικό πουλί, αλλά πολύτιμο εντομοφάγο. Σύμφωνα με το νόμο, ήταν «καθαρός» και κατάλληλος για να σερβίρεται στο βασιλικό τραπέζι του Σολομώντα. Μολονότι η Μετάφραση Βασιλέως Ιακώβου, στα εδάφια Λευιτικό 11:16 και Δευτερονόμιο 14:15, συγκαταλέγει τον κούκο στα ακάθαρτα πουλιά, αυτή η απόδοση (της εβραϊκής λέξης σάχαφ) δεν θεωρείται πια αποδεκτή.—Βλέπε ΓΛΑΡΟΣ.