ΡΩΜΗ
Η άλλοτε μικρή πόλη του Λατίου η οποία εξελίχθηκε σε έδρα της μεγαλύτερης παγκόσμιας αυτοκρατορίας των αρχαίων Βιβλικών χρόνων. Σήμερα είναι η πρωτεύουσα της Ιταλίας. Η Ρώμη βρίσκεται στην ενδοχώρα, σε απόσταση περίπου 25 χλμ. από τις εκβολές του ποταμού Τίβερη, χτισμένη και στις δύο όχθες του, περίπου στο μέσο της δυτικής πλευράς της ιταλικής χερσονήσου που έχει μήκος 1.130 χλμ.
Το πότε και από ποιον ιδρύθηκε η Ρώμη περιβάλλεται από θρύλους και μύθους. Η παράδοση λέει ότι την ίδρυσε το 753 Π.Κ.Χ. ο Ρωμύλος, ο πρώτος βασιλιάς της, αλλά υπάρχουν τάφοι και άλλα στοιχεία που υποδεικνύουν ότι η περιοχή είχε κατοικηθεί πολύ νωρίτερα.
Οι πρώτοι γνωστοί οικισμοί χτίστηκαν σε εφτά λόφους της ανατολικής πλευράς του ποταμού Τίβερη. Κατά την παράδοση, ο παλαιότερος οικισμός δημιουργήθηκε στον Παλατίνο λόφο. Οι άλλοι έξι λόφοι γύρω από τον Παλατίνο (ξεκινώντας από το Β και ακολουθώντας τη φορά των δεικτών του ρολογιού) ήταν ο Κυρινάλιος, ο Βιμινάλιος, ο Εσκυλίνος, ο Καίλιος, ο Αβεντίνος και ο Καπιτωλίνος. Με την πάροδο του χρόνου αποξηράνθηκαν οι ελώδεις κοιλάδες ανάμεσα στους λόφους, και σε αυτές τις πολύτιμες περιοχές χτίστηκαν κατοικίες, αγορές και ιππόδρομοι. Σύμφωνα με τον Πλίνιο τον Πρεσβύτερο, το 73 Κ.Χ. τα τείχη της πόλης είχαν μήκος περίπου 21 χλμ. Με τον καιρό ενσωματώθηκαν σε αυτήν οι λόφοι και οι κοιλάδες της δυτικής πλευράς του Τίβερη, μεταξύ των οποίων τα 400 στρ. και πλέον που καταλαμβάνει σήμερα το Βατικανό. Πριν από τη μεγάλη φωτιά των ημερών του Νέρωνα, σύμφωνα με συντηρητικούς υπολογισμούς, ο πληθυσμός της πόλης ξεπερνούσε κατά πολύ το ένα εκατομμύριο.
Η Πολιτική Φυσιογνωμία της Ρώμης. Ανά τους αιώνες η Ρώμη πειραματίστηκε με πολλά είδη πολιτικής διακυβέρνησης. Ορισμένους θεσμούς τούς υιοθέτησε από άλλα έθνη κατόπιν διαφόρων προσαρμογών, ενώ άλλοι θεσμοί υπήρξαν δικές της επινοήσεις. Στο έργο του Συνοπτική Ιστορία του Κόσμου (Pocket History of the World), ο Χ. Τζ. Ουέλς έκανε την εξής παρατήρηση: «Αυτή η νέα ρωμαϊκή δύναμη η οποία ήρθε στο προσκήνιο και κυριάρχησε στο δυτικό κόσμο το δεύτερο και τον πρώτο αιώνα π.Χ. ήταν, από αρκετές απόψεις, κάτι το διαφορετικό από οποιαδήποτε άλλη μεγάλη αυτοκρατορία που είχε επικρατήσει μέχρι τότε στον πολιτισμένο κόσμο». (1943, σ. 149) Ο πολιτικός χαρακτήρας της Ρώμης εξακολούθησε να αλλάζει καθώς διάφορα συστήματα διακυβέρνησης έρχονταν και παρέρχονταν. Σε αυτά περιλαμβάνονταν συνασπισμοί πατριαρχών, βασιλείες, κυβερνήσεις στις οποίες την εξουσία κατείχαν λίγες αριστοκρατικές οικογένειες, δικτατορίες, καθώς επίσης ποικίλες μορφές δημοκρατίας στις οποίες διέφερε ο βαθμός εξουσίας που παραχωρούνταν σε συγκλητικούς, υπάτους και τριανδρίες, ενώ παράλληλα υπήρχαν οι συνηθισμένες πολιτικές συγκρούσεις μεταξύ τάξεων και φατριών. Στα μεταγενέστερα χρόνια της αυτοκρατορίας κυβέρνησε μια σειρά αυτοκρατόρων. Όπως συμβαίνει συνήθως με τις ανθρώπινες κυβερνήσεις, η πολιτική ιστορία της Ρώμης είναι στιγματισμένη από μίση, ζήλιες, ραδιουργίες και δολοφονίες, με πλείστες συνωμοσίες και αντισυνωμοσίες που πυροδοτούνταν από εσωτερικές διαμάχες και εξωτερικούς πολέμους.
Η Ρώμη έγινε κοσμοκράτειρα σταδιακά. Αρχικά εξέτεινε την επιρροή της σε όλη την Ιταλική Χερσόνησο και τελικά γύρω από τη Μεσόγειο και πολύ μακρύτερα. Το όνομα της πόλης έγινε στην ουσία συνώνυμο του ονόματος της αυτοκρατορίας.
Στο διεθνή χώρο η Ρώμη έφτασε στο απόγειο της δόξας της υπό τους Καίσαρες. Πρώτος από αυτούς ήταν ο Ιούλιος Καίσαρας, ο οποίος διορίστηκε δικτάτορας για δέκα χρόνια το 46 Π.Κ.Χ. αλλά δολοφονήθηκε από συνωμότες το 44 Π.Κ.Χ. Έπειτα από ένα μεσοδιάστημα κατά το οποίο μια τριανδρία επιχείρησε να κρατήσει τα ηνία της εξουσίας, ο Οκταβιανός έγινε τελικά ο μονάρχης της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας (31 Π.Κ.Χ.–14 Κ.Χ.). Το 27 Π.Κ.Χ. κατόρθωσε να γίνει αυτοκράτορας, με την ανακήρυξή του ως «Αυγούστου». Ο Ιησούς γεννήθηκε στη διάρκεια της διακυβέρνησης του Αυγούστου, το 2 Π.Κ.Χ. (Λου 2:1-7) Ο διάδοχος του Αυγούστου, ο Τιβέριος (14-37 Κ.Χ.), κυβέρνησε στη διάρκεια της διακονίας του Ιησού. (Λου 3:1, 2, 21-23) Οι επόμενοι ήταν ο Γάιος (Καλιγούλας) (37-41 Κ.Χ.) και ο Κλαύδιος (41-54 Κ.Χ.), που εξέδωσε ένα διάταγμα με το οποίο αποπέμφθηκαν οι Ιουδαίοι από τη Ρώμη. (Πρ 18:1, 2) Ακολούθησε η διακυβέρνηση του Νέρωνα (54-68 Κ.Χ.), στον οποίο προσέφυγε ο Παύλος.—Πρ 25:11, 12, 21· ΕΙΚΟΝΕΣ, Τόμ. 2, σ. 534.
Οι Ρωμαίοι αυτοκράτορες κατά σειρά διαδοχής μετά τον Νέρωνα (μέχρι το τέλος του πρώτου αιώνα) ήταν: ο Γάλβας (68-69 Κ.Χ.), ο Όθων και ο Βιτέλλιος (69 Κ.Χ.), ο Βεσπασιανός (69-79 Κ.Χ.), κατά τη διακυβέρνηση του οποίου καταστράφηκε η Ιερουσαλήμ, ο Τίτος (79-81 Κ.Χ.), ο οποίος είχε διευθύνει προηγουμένως τη νικηφόρα επίθεση εναντίον της Ιερουσαλήμ, ο Δομιτιανός (81-96 Κ.Χ.), υπό τη διακυβέρνηση του οποίου, σύμφωνα με την παράδοση, ο Ιωάννης εξορίστηκε στην Πάτμο, ένα νησί για καταδίκους, ο Νέρβας (96-98 Κ.Χ.) και ο Τραϊανός (98-117 Κ.Χ.). Υπό τον Τραϊανό η αυτοκρατορία προσέλαβε τις μεγαλύτερες διαστάσεις της, καθώς εκείνη την εποχή τα όριά της εκτείνονταν πολύ μακριά προς όλες τις κατευθύνσεις—ως τον Ρήνο και τη Βόρεια Θάλασσα, τον Δούναβη, τον Ευφράτη, τους καταρράκτες του Νείλου, τη Σαχάρα και τον Ατλαντικό στη Δ.—ΧΑΡΤΗΣ, Τόμ. 2, σ. 533.
Στα χρόνια της παρακμής της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, αυτοκράτορας ήταν ο Κωνσταντίνος ο Μέγας (306-337 Κ.Χ.). Αυτός, αφού πήρε την εξουσία στα χέρια του, μετέφερε την πρωτεύουσα στο Βυζάντιο (Κωνσταντινούπολη). Τον επόμενο αιώνα, το 476 Κ.Χ., η Ρώμη έπεσε και ο Γερμανός πολέμαρχος Οδόακρος έγινε ο πρώτος «βάρβαρος» βασιλιάς της.
Η Ζωή και οι Συνθήκες Διαβίωσης στην Πόλη. Υπό τον Αύγουστο η πόλη διαιρέθηκε σε 14 διοικητικά διαμερίσματα, στο καθένα από τα οποία ασκούσε εξουσία ένας δήμαρχος που επιλεγόταν κάθε χρόνο με κλήρο. Οργανώθηκαν εφτά πυροσβεστικά σώματα (vigiles), καθένα από τα οποία ήταν υπεύθυνο για δύο διαμερίσματα. Ακριβώς έξω από τα βορειοανατολικά όρια της πόλης στάθμευε μια ειδική δύναμη 10.000 περίπου αντρών γνωστή ως η Πραιτωριανή, ή Αυτοκρατορική, Φρουρά, που είχε σκοπό της την προστασία του αυτοκράτορα. Υπήρχαν επίσης τρεις «αστικές κοόρτεις», ένα είδος δημοτικής αστυνομίας, για τη διατήρηση του νόμου και της τάξης στη Ρώμη.
Οι πλούσιοι και επιφανείς ζούσαν συνήθως σε μεγαλοπρεπείς επαύλεις στους λόφους. Για τη συντήρηση των κατοικιών τους φρόντιζε ένα μεγάλο προσωπικό από οικιακούς υπηρέτες και δούλους το οποίο μερικές φορές αριθμούσε εκατοντάδες μέλη. Κάτω, στις κοιλάδες, ο κοινός λαός συνωστιζόταν σε τεράστιες πολυκατοικίες που ονομάζονταν insulae (οικιστικές νησίδες) και ήταν πολυώροφα κτίρια των οποίων το ύψος ο Αύγουστος περιόρισε στα 21 μ. Αυτές οι πολυκατοικίες χωρίζονταν από στενούς, δαιδαλώδεις, βρώμικους δρόμους στους οποίους επικρατούσε η συνηθισμένη κυκλοφοριακή συμφόρηση και διαφθορά των μεγαλουπόλεων.
Σε αυτές τις φτωχές συνοικίες η ιστορική φωτιά του 64 Κ.Χ. προκάλεσε τις μεγαλύτερες συμφορές και απώλειες σε ζωές. Ο Τάκιτος περιγράφει τη ζοφερή εικόνα «τρομοκρατημένων γυναικών που ούρλιαζαν, ηλικιωμένων και νέων ανθρώπων που έτρεχαν να σωθούν». (Χρονικά [Annales], XV, XXXVIII) Μόνο 4 από τα 14 διοικητικά διαμερίσματα της Ρώμης γλίτωσαν από τη φωτιά.
Πολύ λίγοι άνθρωποι στη Ρώμη θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν μεσαία τάξη, εφόσον ο πλούτος ήταν συγκεντρωμένος στα χέρια μιας μικρής μειονότητας. Όταν ο Παύλος ήρθε πρώτη φορά στη Ρώμη, ίσως και ο μισός πληθυσμός να ήταν δούλοι που είχαν οδηγηθεί εκεί ως αιχμάλωτοι πολέμου, ως καταδικασμένοι εγκληματίες ή ως παιδιά τα οποία είχαν πουλήσει οι γονείς τους—δούλοι χωρίς νομικά δικαιώματα. Ο υπόλοιπος μισός πληθυσμός—οι ελεύθεροι—αποτελούνταν κυρίως από απόρους που ζούσαν στην ουσία από τις κυβερνητικές παροχές.
Το κράτος χορηγούσε δύο πράγματα, τροφή και ψυχαγωγία, για να αποτρέπει αυτούς τους φτωχούς ανθρώπους από το να εξεγερθούν, εξού και η σατιρική φράση panem et circenses (άρτον και θεάματα), που υπονοεί ότι αυτά και μόνο αρκούσαν για να ικανοποιούνται οι φτωχοί της Ρώμης. Από το 58 Π.Κ.Χ. και έπειτα, γίνονταν γενικά δωρεάν διανομές σιταριού και νερού, το οποίο έφερναν στην πόλη με υδραγωγούς από αποστάσεις πολλών χιλιομέτρων. Το κρασί ήταν φτηνό αγαθό. Υπήρχαν διαθέσιμες βιβλιοθήκες για την τέρψη όσων είχαν ανάλογη κλίση. Για την ψυχαγωγία του ευρύτερου κοινού, υπήρχαν δημόσια λουτρά και γυμναστήρια, καθώς επίσης θέατρα και ιππόδρομοι. Οι θεατρικές παραστάσεις συνίσταντο σε ελληνικά και ρωμαϊκά έργα, χορούς και παντομίμες. Στα μεγάλα αμφιθέατρα και στους ιπποδρόμους διεξάγονταν συναρπαστικοί αγώνες, κυρίως θεαματικές αρματοδρομίες και λυσσαλέες μονομαχίες στις οποίες άνθρωποι και θηρία αναμετρούνταν μέχρι θανάτου. Ο Μεγάλος Ιππόδρομος (Circus Maximus) χωρούσε πάνω από 150.000 θεατές. Η είσοδος στους αγώνες ήταν ελεύθερη.
Το υψηλό κόστος αυτών των κυβερνητικών δαπανών δεν επιβάρυνε τον πληθυσμό της Ρώμης, διότι μετά την κατάκτηση της Μακεδονίας το 168 Π.Κ.Χ., οι Ρωμαίοι πολίτες είχαν φοροαπαλλαγή. Απεναντίας, στις επαρχίες επιβάλλονταν βαρείς φόροι, τόσο άμεσοι όσο και έμμεσοι.—Ματ 22:17-21.
Ξένες Επιδράσεις. Από πολλές απόψεις η Ρώμη υπήρξε μεγάλο χωνευτήρι φυλών, γλωσσών, πολιτισμών και ιδεών. Στο καμίνι της ρωμαϊκής πολιτικής σφυρηλατήθηκε σταδιακά ο κώδικας του ρωμαϊκού δικαίου—νόμοι που καθόριζαν τα δικαιώματα και τους περιορισμούς των κυβερνήσεων, των δικαστηρίων και των δημάρχων και που προέβλεπαν νομικά μέσα, όπως η ιδιότητα του Ρωμαίου πολίτη, για την προστασία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. (Πρ 25:16) Η ιδιότητα αυτή παραχωρήθηκε στους κατοίκους των πόλεων που ήταν συνασπισμένες με τη Ρώμη και στους κατοίκους διαφόρων αποικιών της αυτοκρατορίας και συνεπαγόταν πολλά πλεονεκτήματα. (Πρ 16:37-39· 22:25, 26) Αν κάποιος δεν την αποκτούσε από τη γέννησή του, μπορούσε να την αγοράσει. (Πρ 22:28) Με αυτόν και με άλλους τρόπους, η Ρώμη επιδίωκε τον εκρωμαϊσμό των περιοχών που καταλάμβανε και επομένως την ενίσχυση της κυριαρχίας της στην αυτοκρατορία.
Ένα από τα χαρακτηριστικότερα παραδείγματα των εξωτερικών επιδράσεων που δέχτηκε η Ρώμη αποτελούν τα ερείπια των αρχιτεκτονικών επιτευγμάτων του παρελθόντος. Παντού, ο επισκέπτης αυτής της μουσειακής πόλης βλέπει πόσα δανείστηκε η Ρώμη από τους Έλληνες και από άλλους. Η λεγόμενη ρωμαϊκή αψίδα, την οποία αξιοποίησε η Ρώμη σε μεγάλο βαθμό, δεν ήταν δική της μηχανική επινόηση. Τα οικοδομικά επιτεύγματα της Ρώμης οφείλονταν επίσης κατά μεγάλο μέρος στη χρήση μιας πρωτόγονης μορφής τσιμέντου ως κονιάματος και ως βασικού συστατικού για την κατασκευή τεχνητών δομικών λίθων.
Το οικοδομικό πρόγραμμα της Ρώμης άρχισε να παρουσιάζει έξαρση τον τελευταίο αιώνα της δημοκρατίας, και στη συνέχεια οι αυτοκράτορες του έδωσαν ιδιαίτερη ώθηση. Ο Αύγουστος έλεγε ότι βρήκε τη Ρώμη μια πόλη από πλίθους αλλά την άφησε μια πόλη από μάρμαρο. Το μάρμαρο χρησιμοποιούνταν κυρίως ως επένδυση σε κατασκευές από πλίθους ή τσιμέντο. Μια δεύτερη ανοικοδόμηση της πόλης έλαβε χώρα μετά την πυρκαγιά του 64 Κ.Χ. Ανάμεσα στα σπουδαιότερα ρωμαϊκά οικοδομήματα ήταν οι αγορές, οι ναοί, τα ανάκτορα, τα αμφιθέατρα, τα λουτρά, τα υδραγωγεία, οι υπόνομοι και τα μνημεία. Το φημισμένο Κολοσσαίο και ορισμένα μνημεία, όπως η αψίδα του Τίτου η οποία απεικονίζει την πτώση της Ιερουσαλήμ, σώζονται είτε πλήρως είτε μερικώς. (ΕΙΚΟΝΕΣ, Τόμ. 2, σ. 536) Οι Ρωμαίοι απέκτησαν επίσης φήμη στην οδοποιία και στην κατασκευή γεφυρών σε όλη την αυτοκρατορία.
Η συρροή ξένων ήταν τέτοια ώστε οι Ρωμαίοι παραπονιούνταν ότι η Ρώμη δεν ήταν πια ρωμαϊκή. Εισρέοντας από όλα τα μέρη της αυτοκρατορίας, αυτοί έφερναν μαζί τους τις τέχνες, τα έθιμα, τις παραδόσεις και τις θρησκείες τους. Μολονότι επίσημη γλώσσα ήταν η λατινική, η διεθνής γλώσσα ήταν η Κοινή Ελληνική. Γι’ αυτό, ο απόστολος Παύλος έγραψε την επιστολή του προς τους Ρωμαίους στην ελληνική. Η ελληνική επίδραση είχε επίσης αντίκτυπο στη λογοτεχνία και στις μεθόδους διδασκαλίας. Τα αγόρια—αλλά μερικές φορές και τα κορίτσια—μορφώνονταν επίσημα σύμφωνα με το αθηναϊκό σύστημα, παίρνοντας μαθήματα ελληνικής λογοτεχνίας και ρητορικής, ενώ όσοι είχαν την οικονομική δυνατότητα έστελναν τους γιους τους σε κάποια από τις σχολές φιλοσοφίας στην Αθήνα.
Θρησκεία. Η Ρώμη έγινε επίσης αποδέκτης κάθε είδους ψεύτικης λατρείας. Ο ιστορικός Τζον Λορντ περιέγραψε την κατάσταση ως εξής: «Η δεισιδαιμονία έφτασε στο αποκορύφωμά της στη Ρώμη, διότι εκεί έβλεπε κανείς τους ιερείς και τους πιστούς όλων των χωρών της επικράτειάς της—“μελαμψές κόρες της Ίσιδος με τα τύμπανα και τα ντέφια και τον αισθησιασμό τους, πιστούς του Πέρση Μίθρα, ευνουχισμένους Ασιάτες, ιερείς της Κυβέλης με τους οργιαστικούς χορούς και τις παράφωνες κραυγές τους, λάτρεις της μεγάλης θεάς Ντιάνα, βάρβαρους αιχμαλώτους που τηρούσαν τις τελετουργίες των Τευτόνων ιερέων, Συρίους, Ιουδαίους, Χαλδαίους αστρολόγους και Θεσσαλούς μάγους”».—Φάροι της Ιστορίας (Beacon Lights of History), 1912, Τόμ. 3, σ. 366, 367.
Η αφοσίωση σε αυτές τις θρησκείες και η εντρύφηση στα αχαλίνωτα σεξουαλικά τους όργια έδωσαν το έναυσμα για να εγκαταλειφθεί εντελώς η ηθική αρετή και η δικαιοσύνη από τους Ρωμαίους τόσο των χαμηλών όσο και των ανώτερων τάξεων. Σύμφωνα με τον Τάκιτο, παράδειγμα αυτών των τελευταίων είναι η Μεσσαλίνα, η σύζυγος του Αυτοκράτορα Κλαύδιου, η οποία ήταν μοιχαλίδα και δολοφόνος.—Χρονικά, XI, I-XXXIV.
Εξέχουσα θέση ανάμεσα στις θρησκείες της Ρώμης κατείχε η λατρεία του αυτοκράτορα. Ο Ρωμαίος ηγεμόνας θεοποιούνταν. Η λατρεία του αυτοκράτορα είχε ιδιαίτερη απήχηση στις επαρχίες, όπου χτίζονταν ναοί στους οποίους οι άνθρωποι πρόσφεραν θυσίες σε αυτόν ως θεό. (ΕΙΚΟΝΑ, Τόμ. 2, σ. 536) Στο έργο του Ιστορία της Ρώμης (A History of Rome), ο Τζορτζ Μπότσφορντ λέει: «Η λατρεία του αυτοκράτορα έμελλε να είναι η πιο ζωτική δύναμη στη θρησκεία του ρωμαϊκού κόσμου μέχρι την υιοθέτηση του Χριστιανισμού». Μια επιγραφή που βρέθηκε στη Μικρά Ασία λέει σχετικά με τον αυτοκράτορα: «Αυτός είναι ο πατέρας Δίας και ο σωτήρας όλης της ανθρωπότητας, που εκπληρώνει όλες τις προσευχές, μάλιστα περισσότερα από αυτά που ζητάμε. Διότι στεριά και θάλασσα απολαμβάνουν ειρήνη. Οι πόλεις ακμάζουν. Παντού επικρατεί αρμονία και ευημερία και ευτυχία». Αυτή η λατρεία αποδείχτηκε σημαντικό μέσο διωγμού των Χριστιανών, σχετικά με τους οποίους ο ίδιος συγγραφέας λέει: «Η άρνησή τους να λατρέψουν τον Γκένιους (Genius) του αυτοκράτορα, δηλαδή το πνεύμα που τον προστάτευε, ερμηνευόταν, όπως ήταν φυσικό, ως ασέβεια και προδοσία».—1905, σ. 214, 215, 263.
Η Χριστιανοσύνη Φτάνει στη Ρώμη. Την ημέρα της Πεντηκοστής του 33 Κ.Χ., κάποιοι «παρεπίδημοι από τη Ρώμη, τόσο Ιουδαίοι όσο και προσήλυτοι», που ήταν παρόντες έγιναν μάρτυρες των αποτελεσμάτων της έκχυσης του αγίου πνεύματος, και χωρίς αμφιβολία ορισμένοι από αυτούς ήταν ανάμεσα στους 3.000 οι οποίοι βαφτίστηκαν σε εκείνη την περίσταση. (Πρ 2:1, 10, 41) Όταν επέστρεψαν στη Ρώμη, αυτοί ασφαλώς άρχισαν να κηρύττουν, πράγμα που οδήγησε στο σχηματισμό μιας πολύ δυνατής και δραστήριας Χριστιανικής εκκλησίας, για την πίστη της οποίας ο απόστολος Παύλος ανέφερε ότι “συζητιόταν σε ολόκληρο τον κόσμο”. (Ρω 1:7, 8) Τόσο ο Τάκιτος (Χρονικά, XV, XLIV) όσο και ο Σουητώνιος (Οι Βίοι των Καισάρων, Νέρων, XVI, 2) κάνουν λόγο για Χριστιανούς στη Ρώμη.
Ο Παύλος έγραψε στη Χριστιανική εκκλησία της Ρώμης γύρω στο 56 Κ.Χ., και περίπου έπειτα από τρία χρόνια έφτασε στη Ρώμη ως κρατούμενος. Μολονότι έλπιζε ότι θα επισκεπτόταν τη Ρώμη νωρίτερα και κάτω από διαφορετικές περιστάσεις (Πρ 19:21· Ρω 1:15· 15:22-24), ωστόσο, έστω και κρατούμενος, μπόρεσε να δώσει πλήρη μαρτυρία δεχόμενος ανθρώπους στο σπίτι του. Επί δύο χρόνια, υπό αυτές τις συνθήκες, συνέχισε να “κηρύττει τη βασιλεία του Θεού σε αυτούς και να διδάσκει τα σχετικά με τον Κύριο Ιησού Χριστό με τη μεγαλύτερη παρρησία, ανεμπόδιστα”. (Πρ 28:14-31) Ακόμη και η Πραιτωριανή Φρουρά του αυτοκράτορα έλαβε γνώση του αγγέλματος της Βασιλείας. (Φλπ 1:12, 13) Έτσι λοιπόν, όπως είχε προλεχθεί για αυτόν, ο Παύλος “έδωσε πλήρη μαρτυρία ακόμη και στη Ρώμη”.—Πρ 23:11.
Κατά τη διετή κράτησή του στη Ρώμη, ο Παύλος βρήκε χρόνο να γράψει επιστολές—προς τους Εφεσίους, τους Φιλιππησίους, τους Κολοσσαείς και τον Φιλήμονα. Προφανώς το ίδιο περίπου διάστημα, ο Μάρκος έγραψε την αφήγηση του Ευαγγελίου του στη Ρώμη. Λίγο πριν ή αμέσως μετά την αποφυλάκισή του, ο Παύλος έγραψε την επιστολή του προς τους Εβραίους γύρω στο 61 Κ.Χ. (Εβρ 13:23, 24) Στη διάρκεια της δεύτερης φυλάκισής του στη Ρώμη, περίπου το 65 Κ.Χ., τον επισκέφτηκε ο Ονησίφορος, και εκείνο το διάστημα ο Παύλος έγραψε τη δεύτερη επιστολή του προς τον Τιμόθεο.—2Τι 1:15-17.
Μολονότι ο Παύλος, ο Λουκάς, ο Μάρκος, ο Τιμόθεος και άλλοι Χριστιανοί του πρώτου αιώνα επισκέφτηκαν τη Ρώμη (Φλπ 1:1· Κολ 4:10, 14), δεν υπάρχουν αδιαμφισβήτητες αποδείξεις ότι ο Πέτρος βρέθηκε ποτέ εκεί, όπως υποστηρίζουν ορισμένες παραδόσεις. Οι ιστορίες για το μαρτυρικό θάνατο του Πέτρου στη Ρώμη βασίζονται στην παράδοση.—Βλέπε ΠΕΤΡΟΥ (ΕΠΙΣΤΟΛΕΣ).
Η πόλη της Ρώμης έγινε διαβόητη για τους διωγμούς της εναντίον των Χριστιανών, ιδιαίτερα στις ημέρες των αυτοκρατόρων Νέρωνα και Δομιτιανού. Αυτοί οι διωγμοί οφείλονταν σε δύο λόγους: (1) στο μεγάλο ευαγγελιστικό ζήλο που επιδείκνυαν οι Χριστιανοί στο να μεταστρέφουν άλλους και (2) στην ασυμβίβαστη στάση που διακρατούσαν αποδίδοντας στον Θεό αυτά που είναι του Θεού αντί να τα αποδίδουν στον Καίσαρα.—Μαρ 12:17.
[Εικόνα στη σελίδα 852]
Η Αππία Οδός, την οποία ακολούθησε ο Παύλος πηγαίνοντας στη Ρώμη