ΣΜΥΡΝΗ
(Σμύρνη) [Σμύρνα (Αρωματική Ουσία)].
Αρχαία πόλη στη δυτική ακτή της Μικράς Ασίας. (ΕΙΚΟΝΑ, Τόμ. 2, σ. 946) Αποικίστηκε αρχικά από τους Έλληνες, αλλά καταστράφηκε γύρω στο 580 Π.Κ.Χ. από τον Λυδό Βασιλιά Αλυάττη. Δύο και πλέον αιώνες αργότερα, ο Μέγας Αλέξανδρος σχεδίαζε να την ανοικοδομήσει ως ελληνική πόλη, πράγμα που έκαναν οι διάδοχοί του σε άλλη τοποθεσία. Κατόπιν τούτου, η πόλη της Σμύρνης έγινε σημαντικό κέντρο εμπορίου. Όταν περιλήφθηκε στη ρωμαϊκή επαρχία της Ασίας, η Σμύρνη, με τα υπέροχα δημόσια κτίριά της, ήταν ξακουστή για το κάλλος της. Είχε έναν ναό του Τιβέριου Καίσαρα και ως εκ τούτου προωθούσε τη λατρεία του αυτοκράτορα.
Η Σμύρνη ήταν η δεύτερη από τις εφτά Χριστιανικές εκκλησίες της Μικράς Ασίας προς τις οποίες έγραψε ο απόστολος Ιωάννης ένα άγγελμα, υπό την κατεύθυνση του ενδοξασμένου Ιησού Χριστού. (Απ 1:11) Αναφέρεται ότι η εκκλησία ήταν φτωχή από υλική άποψη αλλά πλούσια από πνευματική άποψη. Δοκιμάστηκε από θλίψη, προφανώς διωγμό, και έγινε αντικείμενο βλασφημίας από μερικούς οι οποίοι αυτοαποκαλούνταν Ιουδαίοι αλλά στην πραγματικότητα ήταν «συναγωγή του Σατανά». Ωστόσο, παρά τη φτώχεια τους και τη θλίψη τους, οι Χριστιανοί της εκκλησίας στη Σμύρνη έλαβαν ενθάρρυνση να μη φοβούνται αυτά που επρόκειτο ακόμη να πάθουν αλλά να είναι “πιστοί μέχρι θανάτου” ώστε να τους δοθεί «το στεφάνι της ζωής».—Απ 2:8-11.