ΣΑΟΥΛ
(Σαούλ) [Αυτός που Έχει Ζητηθεί [από τον Θεό]· Αυτός για τον Οποίο Έχει Ερωτηθεί [ο Θεός]].
1. Βενιαμίτης απόγονος του Ιεϊήλ (ο οποίος αποκαλείται πιθανότατα και Αβιήλ) μέσω του Νηρ και του Κεις (1Χρ 8:29-33· 9:35-39· βλέπε ΑΒΙΗΛ Αρ. 1), ο πρώτος θεϊκά επιλεγμένος βασιλιάς του Ισραήλ. (1Σα 9:15, 16· 10:1) Ο Σαούλ καταγόταν από πλούσια οικογένεια. Ήταν ωραίος στην εμφάνιση, ψηλότερος κατά ένα κεφάλι από όλους τους άλλους άντρες του έθνους του, και διέθετε μεγάλη σωματική δύναμη και σβελτάδα. (1Σα 9:1, 2· 2Σα 1:23) Η σύζυγός του ονομαζόταν Αχινοάμ. Ο Σαούλ απέκτησε τουλάχιστον εφτά γιους, τον Ιωνάθαν, τον Ισβί, τον Μαλχί-σουά, τον Αβιναδάβ, τον Ις-βοσθέ (Εσβάαλ), τον Αρμονί και τον Μεφιβοσθέ, καθώς και δύο κόρες, τη Μεράβ και τη Μιχάλ. Ο Αβενήρ, που προφανώς ήταν θείος του Βασιλιά Σαούλ (βλέπε ΑΒΕΝΗΡ), ήταν αρχηγός του ισραηλιτικού στρατού.—1Σα 14:49, 50· 2Σα 2:8· 21:8· 1Χρ 8:33.
Ως νεαρός άντρας, ο Σαούλ έζησε σε ταραχώδεις καιρούς της ισραηλιτικής ιστορίας. Εξαιτίας της καταδυνάστευσης των Φιλισταίων, το έθνος ήταν πλέον ανυπεράσπιστο από στρατιωτική άποψη (1Σα 9:16· 13:19, 20), ενώ και οι Αμμωνίτες με βασιλιά τον Νάας εκδήλωναν απειλητικές διαθέσεις. (1Σα 12:12) Μολονότι ο Σαμουήλ είχε κρίνει πιστά τον Ισραήλ, οι γιοι του διέστρεφαν την κρίση. (1Σα 8:1-3) Βλέποντας τα πράγματα από ανθρώπινη σκοπιά με αποτέλεσμα να τους διαφεύγει το γεγονός ότι ο Ιεχωβά ήταν ικανός να προστατέψει το λαό του, οι πρεσβύτεροι του Ισραήλ πήγαν στον Σαμουήλ και του ζήτησαν να διορίσει κάποιον βασιλιά για αυτούς.—1Σα 8:4, 5.
Χρίεται Βασιλιάς. Κατόπιν τούτου, ο Ιεχωβά κατηύθυνε τα ζητήματα έτσι ώστε να δημιουργήσει την κατάλληλη ευκαιρία για να χριστεί ο Σαούλ βασιλιάς. Μαζί με τον υπηρέτη του, ο Σαούλ έψαχνε τα θηλυκά γαϊδούρια του πατέρα του που είχαν χαθεί. Η έρευνα απέβη άκαρπη, και έτσι αποφάσισε να γυρίσει πίσω. Αλλά ο υπηρέτης του πρότεινε να ζητήσουν τη βοήθεια του “ανθρώπου του Θεού” για τον οποίο είχε ακούσει ότι βρισκόταν σε μια κοντινή πόλη. Αυτό οδήγησε στη συνάντηση του Σαούλ με τον Σαμουήλ. (1Σα 9:3-19) Στην πρώτη του συνομιλία με τον Σαμουήλ, ο Σαούλ εκδήλωσε μετριοφροσύνη. (1Σα 9:20, 21) Αφού ο Σαμουήλ συνέφαγε με τον Σαούλ σε ένα γεύμα θυσίας, συνέχισε τη συνομιλία μαζί του. Το επόμενο πρωί ο Σαμουήλ έχρισε τον Σαούλ βασιλιά. Για να επιβεβαιώσει το γεγονός ότι ο Θεός ήταν μαζί με τον Σαούλ, ο Σαμουήλ τού έδωσε τρία προφητικά σημεία, τα οποία εκπληρώθηκαν όλα εκείνη την ημέρα.—1Σα 9:22–10:16.
Αργότερα, στη Μισπά, όταν επιλέχθηκε με κλήρο ως βασιλιάς (1Σα 10:20, 21, JB, NE, ΛΧ, ΜΠΚ), ο Σαούλ ντράπηκε και κρύφτηκε ανάμεσα στις αποσκευές. Αφού τον βρήκαν, τον παρουσίασαν ως το βασιλιά, και ο λαός φώναξε επευφημώντας: «Είθε να ζει ο βασιλιάς!» Με τη συνοδεία γενναίων αντρών, ο Σαούλ επέστρεψε στη Γαβαά. Αν και κάποιοι άχρηστοι άντρες μίλησαν υποτιμητικά για αυτόν και τον καταφρόνησαν, ο Σαούλ δεν είπε τίποτα.—1Σα 10:17-27.
Οι Πρώτες Νίκες. Έναν περίπου μήνα αργότερα (σύμφωνα με την απόδοση που έχει η Μετάφραση των Εβδομήκοντα και ο Ρόλος της Νεκράς Θαλάσσης 4QSama στο εδ. 1Σα 11:1), ο Αμμωνίτης Βασιλιάς Νάας απαίτησε την παράδοση της Ιαβείς που βρισκόταν στη Γαλαάδ. (Βλέπε ΝΑΑΣ Αρ. 1.) Όταν οι αγγελιοφόροι ανέφεραν το γεγονός στον Σαούλ, το πνεύμα του Θεού άρχισε να επενεργεί σε αυτόν. Μέσα σε λίγο χρόνο, συγκέντρωσε ένα στράτευμα 330.000 αντρών και τους οδήγησε στη νίκη. Αυτό ενίσχυσε τη θέση του Σαούλ ως βασιλιά, και μάλιστα ο λαός ζήτησε να θανατωθούν όσοι τον είχαν κακολογήσει. Αλλά ο Σαούλ, αναγνωρίζοντας ότι αυτή τη νίκη τούς την είχε χαρίσει ο Ιεχωβά, δεν συναίνεσε σε αυτό. Κατόπιν τούτου, στα Γάλγαλα επικυρώθηκε εκ νέου η βασιλεία του Σαούλ.—1Σα 11:1-15.
Στη συνέχεια, ο Σαούλ έκανε ενέργειες για να τερματίσει την καταδυνάστευση του Ισραήλ από τους Φιλισταίους. Διάλεξε 3.000 Ισραηλίτες και έθεσε τους 2.000 υπό τις διαταγές του, ενώ τους υπόλοιπους τους έθεσε υπό τις διαταγές του γιου του, του Ιωνάθαν. Ακολουθώντας, προφανώς, εντολές του πατέρα του, «ο Ιωνάθαν πάταξε τη φρουρά των Φιλισταίων η οποία ήταν στη Γααβά». Για αντίποινα, οι Φιλισταίοι συγκέντρωσαν μια μεγάλη δύναμη και στρατοπέδευσαν στη Μιχμάς.—1Σα 13:3, 5.
Αμαρτάνει με Αυθάδεια. Στο μεταξύ ο Σαούλ είχε αποσυρθεί από τη Μιχμάς και είχε στρατοπεδεύσει στα Γάλγαλα, στην Κοιλάδα του Ιορδάνη. Εκεί περίμενε τον Σαμουήλ εφτά ημέρες. Αλλά ο Σαμουήλ δεν ήρθε στον προσδιορισμένο χρόνο. Ο Σαούλ, φοβούμενος αφενός ότι ο εχθρός θα εφορμούσε πριν προλάβει ο ίδιος να εξασφαλίσει τη βοήθεια του Ιεχωβά, και αφετέρου ότι οποιαδήποτε επιπρόσθετη καθυστέρηση θα είχε ως αποτέλεσμα να χάσει το στράτευμά του, “πίεσε τον εαυτό του” για να προσφέρει το ολοκαύτωμα. Όταν έφτασε ο Σαμουήλ, καταδίκασε την “ανόητη ενέργεια” του Σαούλ επειδή ήταν αμαρτωλή. Προφανώς, το αμάρτημα του Σαούλ συνίστατο στο ότι προέβη με αυθάδεια στην προσφορά της θυσίας και δεν υπάκουσε στην εντολή του Ιεχωβά, η οποία είχε δοθεί μέσω του εκπροσώπου του, του Σαμουήλ, και σύμφωνα με την οποία έπρεπε να περιμένει τον Σαμουήλ για να προσφέρει εκείνος τη θυσία. (Παράβαλε 1Σα 10:8.) Ως συνέπεια αυτής της ενέργειας, η βασιλεία του Σαούλ δεν επρόκειτο να διαρκέσει.—1Σα 13:1-14.
Ενώ η εκστρατεία κατά των Φιλισταίων βρισκόταν σε εξέλιξη, ο Σαούλ εξήγγειλε κατάρα για οποιονδήποτε θα έτρωγε κάτι προτού εκτελεστεί εκδίκηση εναντίον του εχθρού. Αυτός ο επιπόλαιος όρκος είχε δυσμενείς συνέπειες. Οι Ισραηλίτες κουράστηκαν, και μολονότι θριάμβευσαν επί των Φιλισταίων, η νίκη τους δεν ήταν τόσο μεγαλειώδης όσο θα μπορούσε να είναι. Πεινασμένοι καθώς ήταν, δεν περίμεναν να στραγγίσει το αίμα από τα ζώα που έσφαξαν αργότερα, παραβιάζοντας έτσι το νόμο του Θεού σχετικά με την ιερότητα του αίματος. Ο Ιωνάθαν, ο οποίος δεν είχε ακούσει τον όρκο του πατέρα του, έφαγε λίγο μέλι. Γι’ αυτό, ο Σαούλ απήγγειλε εναντίον του τη θανατική ποινή. Αλλά ο λαός απολύτρωσε τον Ιωνάθαν, επειδή η συμβολή του στη νίκη του Ισραήλ υπήρξε καθοριστική.—1Σα 14:1-45.
Απορρίπτεται από τον Θεό. Σε όλη τη διάρκεια της βασιλείας του Σαούλ, υπήρχαν συνεχώς μάχες με τους Φιλισταίους και άλλους λαούς, όπως ήταν οι Μωαβίτες, οι Αμμωνίτες, οι Εδωμίτες και οι Αμαληκίτες. (1Σα 14:47, 48, 52) Στον πόλεμο εναντίον των Αμαληκιτών, ο Σαούλ παρέβηκε την εντολή του Ιεχωβά και άφησε ζωντανά τα καλύτερα ζώα από τα ποίμνια και τα βόδια τους, καθώς και το βασιλιά τους τον Αγάγ. Όταν ρωτήθηκε γιατί δεν είχε υπακούσει στη φωνή του Ιεχωβά, ο Σαούλ αποποιήθηκε την ενοχή του, μεταθέτοντας την ευθύνη στο λαό. Μόνο αφού ο Σαμουήλ τόνισε τη σοβαρότητα της αμαρτίας και είπε ότι, εξαιτίας της, ο Ιεχωβά τον απέρριπτε ως βασιλιά, αναγνώρισε ο Σαούλ ότι το σφάλμα του οφειλόταν στο ότι φοβήθηκε το λαό. Αφού ο Σαούλ παρακάλεσε τον Σαμουήλ να τον τιμήσει μπροστά στους πρεσβυτέρους και μπροστά στον Ισραήλ συνοδεύοντάς τον, ο Σαμουήλ εμφανίστηκε μαζί του ενώπιόν τους. Κατόπιν ο ίδιος ο Σαμουήλ θανάτωσε τον Αγάγ. Έπειτα από αυτό, ο Σαμουήλ έφυγε από τον Σαούλ και δεν είχε πια καθόλου επαφές μαζί του.—1Σα 15:1-35.
Αφού συνέβη αυτό και αφού χρίστηκε ο Δαβίδ ως μελλοντικός βασιλιάς του Ισραήλ, το πνεύμα του Ιεχωβά έφυγε από τον Σαούλ. Έκτοτε, «ένα κακό πνεύμα από τον Ιεχωβά τον τρομοκρατούσε». Εφόσον είχε αποσύρει το πνεύμα του από τον Σαούλ, ο Ιεχωβά έδωσε τη δυνατότητα σε ένα κακό πνεύμα να τον καταλάβει, στερώντας από τον Σαούλ την ειρήνη διάνοιας και διεγείροντας με εσφαλμένο τρόπο τα συναισθήματα, τις σκέψεις και τη φαντασία του. Το γεγονός ότι ο Σαούλ δεν υπάκουσε στον Ιεχωβά υποδήλωνε μια κακή τάση διάνοιας και καρδιάς, από την οποία τάση το πνεύμα του Θεού δεν προστάτευε τον Σαούλ ούτε του έδινε τη δύναμη να αντιστέκεται σε αυτήν. Ωστόσο, εφόσον ο Ιεχωβά είχε επιτρέψει στο «κακό πνεύμα» να αντικαταστήσει το δικό του πνεύμα και να τρομοκρατεί τον Σαούλ, αυτό μπορούσε να χαρακτηριστεί «κακό πνεύμα από τον Ιεχωβά», και ως εκ τούτου οι υπηρέτες του Σαούλ το αποκαλούσαν «κακό πνεύμα του Θεού». Με την υπόδειξη ενός υπηρέτη του, ο Σαούλ ζήτησε τον Δαβίδ ως μουσικό στην αυλή του για να τον ηρεμεί όταν θα ταραζόταν από το «κακό πνεύμα».—1Σα 16:14-23· 17:15.
Οι Σχέσεις του με τον Δαβίδ. Μετέπειτα οι Φιλισταίοι απείλησαν την ασφάλεια του Ισραήλ. Ενώ αυτοί ήταν στρατοπεδευμένοι στη μια μεριά της Κοιλάδας Ηλά και οι δυνάμεις του Βασιλιά Σαούλ ήταν στρατοπεδευμένες στην απέναντι μεριά, ο Γολιάθ έβγαινε από το στρατόπεδο των Φιλισταίων πρωί και βράδυ επί 40 ημέρες και προκαλούσε τον Ισραήλ να στείλει κάποιον άντρα για να μονομαχήσει μαζί του. Ο Βασιλιάς Σαούλ υποσχέθηκε ότι θα έκανε πλούσιο όποιον Ισραηλίτη πάτασσε τον Γολιάθ και ότι θα τον έκανε γαμπρό του. Επιπρόσθετα, τον οίκο του πατέρα του νικητή θα τον καθιστούσε «ελεύθερο», πιθανότατα από πληρωμή φόρων και από υποχρεωτική υπηρεσία. (Παράβαλε 1Σα 8:11-17.) Όταν έφτασε ο Δαβίδ στο πεδίο της μάχης φέρνοντας προμήθειες για τους αδελφούς του και κάποιες μερίδες για το χιλίαρχο (πιθανώς το διοικητή του σώματος στο οποίο υπηρετούσαν οι αδελφοί του Δαβίδ), οι ερωτήσεις που έκανε έδειξαν προφανώς ότι ήταν πρόθυμος να δεχτεί ο ίδιος την πρόκληση. Ως αποτέλεσμα, οδηγήθηκε στον Σαούλ και στη συνέχεια νίκησε τον Γολιάθ.—1Σα 17:1-58.
Αρχίζει να εχθρεύεται τον Δαβίδ. Κατόπιν τούτου, ο Σαούλ τοποθέτησε τον Δαβίδ επικεφαλής των πολεμιστών. Αυτό με τον καιρό κατέληξε στο να εγκωμιάζεται ο Δαβίδ με τραγούδια περισσότερο και από τον ίδιο το βασιλιά. Το αποτέλεσμα ήταν να αρχίσει ο Σαούλ να βλέπει τον Δαβίδ με καχυποψία και φθονερό μίσος. Κάποια φορά, ενώ ο Δαβίδ έπαιζε άρπα, ο Σαούλ άρχισε να “συμπεριφέρεται σαν προφήτης”. Αυτό δεν σημαίνει ότι ο Σαούλ άρχισε να λέει προφητείες, αλλά προφανώς εκδήλωσε ασυνήθιστη συναισθηματική έξαψη και σωματική υπερένταση, όπως ένας προφήτης λίγο πριν αρχίσει να προφητεύει ή την ώρα που προφήτευε. Ευρισκόμενος σε αυτή την ασυνήθιστη κατάσταση υπερέντασης, ο Σαούλ έριξε δύο φορές το δόρυ του εναντίον του Δαβίδ. Αφού απέτυχε στις προσπάθειές του να καρφώσει τον Δαβίδ στον τοίχο, αργότερα συμφώνησε να δώσει ως σύζυγο στον Δαβίδ την κόρη του τη Μιχάλ αν εκείνος του παρουσίαζε εκατό ακροβυστίες Φιλισταίων. Η πρόθεση του Σαούλ πίσω από αυτή την πρόταση ήταν να πεθάνει ο Δαβίδ στα χέρια των Φιλισταίων. Το δόλιο αυτό σχέδιο απέτυχε, καθώς ο Δαβίδ παρουσίασε, όχι 100, αλλά 200 ακροβυστίες για να γίνει γαμπρός του Σαούλ. Έτσι λοιπόν, ο φόβος και το μίσος του βασιλιά για τον Δαβίδ εντάθηκαν. Στο γιο του τον Ιωνάθαν και σε όλους τους υπηρέτες του ο Σαούλ είπε ότι ήθελε τον Δαβίδ νεκρό. Με τη μεσολάβηση του Ιωνάθαν, ο Σαούλ υποσχέθηκε να μη σκοτώσει τον Δαβίδ. Παρ’ όλα αυτά, ο Δαβίδ αναγκάστηκε να τραπεί σε φυγή για να γλιτώσει τη ζωή του, επειδή ο Σαούλ τού έριξε ένα δόρυ και τρίτη φορά. Μάλιστα ο Σαούλ έβαλε και αγγελιοφόρους να παρακολουθήσουν το σπίτι του Δαβίδ και διέταξε να τον θανατώσουν το πρωί.—1Σα 18:1–19:11.
Εκείνη τη νύχτα ο Δαβίδ κατάφερε να διαφύγει από ένα παράθυρο του σπιτιού του και έσπευσε στη Ραμά, όπου κατοικούσε ο Σαμουήλ. Έπειτα, μαζί με τον Σαμουήλ πήγαν και έμειναν στη Ναϊώθ. Όταν αυτό αναφέρθηκε στον Σαούλ, εκείνος έστειλε αγγελιοφόρους να πιάσουν τον Δαβίδ. Μόλις όμως έφτασαν εκεί, «άρχισαν να συμπεριφέρονται σαν προφήτες». Από ό,τι φαίνεται, το πνεύμα του Θεού επενέργησε σε αυτούς με τέτοιον τρόπο ώστε ξέχασαν εντελώς το σκοπό της αποστολής τους. Όταν συνέβη το ίδιο και σε δύο άλλες ομάδες απεσταλμένων του, πήγε στη Ραμά ο ίδιος ο Σαούλ. Και αυτός περιήλθε παρόμοια υπό τον έλεγχο του πνεύματος του Θεού, και μάλιστα για παρατεταμένο διάστημα, κάτι που προφανώς έδωσε στον Δαβίδ αρκετό χρόνο για να διαφύγει.—1Σα 19:12–20:1· βλέπε ΠΡΟΦΗΤΗΣ (Τρόποι Διορισμού και Μέσα Θεϊκής Έμπνευσης).
Ο Δαβίδ φείδεται της ζωής του Σαούλ επειδή αυτός είναι ο χρισμένος του Θεού. Έπειτα από αυτές τις ανεπιτυχείς απόπειρες εναντίον της ζωής του Δαβίδ, ο Ιωνάθαν μίλησε για δεύτερη φορά υπέρ του Δαβίδ. Αλλά ο Σαούλ οργίστηκε τόσο πολύ ώστε έριξε ένα δόρυ εναντίον του ίδιου του γιου του. (1Σα 20:1-33) Από τότε και έπειτα, ο Σαούλ άρχισε να καταδιώκει αμείλικτα τον Δαβίδ. Μαθαίνοντας ότι ο Αρχιερέας Αχιμέλεχ είχε βοηθήσει τον Δαβίδ, ο Σαούλ πρόσταξε να εκτελεστεί τόσο αυτός όσο και οι συνιερείς του. (1Σα 22:6-19) Αργότερα σχεδίασε να επιτεθεί στην Κεϊλά, μια πόλη του Ιούδα, επειδή έμενε σε αυτήν ο Δαβίδ, αλλά εγκατέλειψε το σχέδιό του όταν ο Δαβίδ διέφυγε από εκεί. Ο Σαούλ συνέχισε την καταδίωξη, κυνηγώντας τον σε ερημικές περιοχές. Ωστόσο, μια επιδρομή των Φιλισταίων διέκοψε προσωρινά την καταδίωξή του και έδωσε στον Δαβίδ την ευκαιρία να αναζητήσει καταφύγιο στην έρημο της Εν-γαδί. Μετέπειτα, σε δύο περιπτώσεις ο Σαούλ βρέθηκε σε θέση η οποία επέτρεπε στον Δαβίδ να τον σκοτώσει, αλλά εκείνος αρνήθηκε να απλώσει το χέρι του εναντίον του χρισμένου του Ιεχωβά. Τη δεύτερη φορά, όταν ο Σαούλ έμαθε για αυτή την ενέργεια του Δαβίδ, έφτασε μέχρι του σημείου να του υποσχεθεί ότι δεν θα του έκανε κακό. Αλλά τα λόγια του αυτά δεν ήταν ειλικρινή, διότι δεν εγκατέλειψε την καταδίωξη παρά μόνο όταν έμαθε ότι ο Δαβίδ είχε καταφύγει στη φιλισταϊκή πόλη Γαθ.—1Σα 23:10–24:22· 26:1–27:1, 4.
Ο Σαούλ στρέφεται στον πνευματισμό. Ένα ή δύο χρόνια αργότερα (1Σα 29:3), οι Φιλισταίοι επιτέθηκαν εναντίον του Σαούλ. Χωρίς το πνεύμα και την καθοδήγηση του Ιεχωβά, και παραδομένος σε μια αποδοκιμασμένη διανοητική κατάσταση, ο Σαούλ στράφηκε στον πνευματισμό, μια παράβαση άξια θανάτου. (Λευ 20:6) Μεταμφιεσμένος, πήγε στην Εν-δωρ για να δει μια πνευματιστική μεσάζουσα και της ζήτησε να του ανεβάσει τον νεκρό Σαμουήλ. Όταν εκείνη του περιέγραψε τη μορφή που έβλεπε, ο Σαούλ συμπέρανε ότι ήταν ο Σαμουήλ. Ωστόσο, πρέπει να σημειωθεί ότι προηγουμένως ο Ιεχωβά δεν είχε απαντήσει στις ερωτήσεις του Σαούλ, οπότε είναι προφανές ότι ούτε και τώρα του απάντησε, και μάλιστα μέσω μιας συνήθειας την οποία ο νόμος Του καταδίκαζε, ορίζοντας για αυτήν την ποινή του θανάτου. (Λευ 20:27) Επομένως, αυτά που είπε η γυναίκα πρέπει να είχαν δαιμονική προέλευση. Το μήνυμα δεν έδωσε παρηγοριά στον Σαούλ, αλλά τον γέμισε φόβο.—1Σα 28:4-25· βλέπε ΠΝΕΥΜΑΤΙΣΜΟΣ.
Ο θάνατος του Σαούλ. Στη σύγκρουση που επακολούθησε με τους Φιλισταίους, ο Σαούλ τραυματίστηκε σοβαρά στο Όρος Γελβουέ και τρεις από τους γιους του σκοτώθηκαν. Επειδή ο οπλοφόρος του αρνήθηκε να τον θανατώσει, ο Σαούλ έπεσε πάνω στο ίδιο του το σπαθί. (1Σα 31:1-7) Περίπου τρεις ημέρες αργότερα, ήρθε στον Δαβίδ ένας νεαρός Αμαληκίτης κομπάζοντας ότι είχε θανατώσει τον τραυματισμένο βασιλιά. Αυτό ήταν προφανώς ψέμα με το οποίο αποσκοπούσε να κερδίσει την εύνοια του Δαβίδ. Ο Δαβίδ, όμως, διέταξε να εκτελεστεί ο άντρας αυτός βάσει του ισχυρισμού του, επειδή ο Σαούλ ήταν ο χρισμένος του Ιεχωβά.—2Σα 1:1-15.
Στο μεταξύ, οι Φιλισταίοι είχαν κρεμάσει τα πτώματα του Σαούλ και των τριών γιων του στο τείχος της Βαιθ-σαν. Ωστόσο, κάποιοι θαρραλέοι άντρες από την Ιαβείς-γαλαάδ πήραν πίσω τα πτώματα, τα έκαψαν και κατόπιν έθαψαν τα κόκαλα.—1Σα 31:8-13.
Χρόνια αργότερα, στη διάρκεια της βασιλείας του Δαβίδ, η ενοχή αίματος που βάρυνε τον Σαούλ και τον οίκο του απέναντι στους Γαβαωνίτες απαλείφθηκε με τη θανάτωση εφτά απογόνων του.—2Σα 21:1-9.
2. Βλέπε ΣΑΥΛΟΣ.