ΙΕΡΙΧΩ
(Ιεριχώ) [πιθανώς, Πόλη της Σελήνης].
Η πρώτη χαναανιτική πόλη Δ του Ιορδάνη την οποία κατέλαβαν οι Ισραηλίτες. (Αρ 22:1· Ιη 6:1, 24, 25) Ταυτίζεται με το Τελλ ες-Σουλτάν (Τελ Γεριχό), περίπου 22 χλμ. ΑΒΑ της Ιερουσαλήμ. Το κοντινό Τουλούλ Αμπού ελ-Αλάγικ θεωρείται ότι αντιστοιχεί με την Ιεριχώ του πρώτου αιώνα. Η Ιεριχώ, η οποία βρίσκεται περίπου 250 μ. κάτω από την επιφάνεια της θάλασσας στην Κοιλάδα του Ιορδάνη, έχει υποτροπικό κλίμα. Σήμερα καλλιεργούνται στην περιοχή πορτοκάλια, μπανάνες και σύκα και, όπως στην αρχαιότητα, εξακολουθούν να ευδοκιμούν εκεί οι φοίνικες.
Οι Πρώτοι Καρποί της Ισραηλιτικής Κατάκτησης. Στο τέλος της 40χρονης περιπλάνησής τους στην έρημο, οι Ισραηλίτες έφτασαν στις Πεδιάδες του Μωάβ. Εκεί, απέναντι από την Ιεριχώ, ο Μωυσής ανέβηκε στο Όρος Νεβώ και ατένισε την Υποσχεμένη Γη, μεταξύ άλλων δε την Ιεριχώ, “την πόλη των φοινίκων”, και την πεδιάδα της.—Αρ 36:13· Δευ 32:49· 34:1-3.
Μετά το θάνατο του Μωυσή, ο Ιησούς του Ναυή έστειλε δύο κατασκόπους στην Ιεριχώ. Αυτούς τους έκρυψε η Ραάβ, με αποτέλεσμα να μην ανακαλυφτούν τα ίχνη τους, ενώ στη συνέχεια διέφυγαν από την πόλη κατεβαίνοντας με ένα σχοινί από το παράθυρο του σπιτιού της, το οποίο βρισκόταν πάνω στο τείχος της Ιεριχώς. Επί τρεις ημέρες οι δύο άντρες κρύβονταν στην κοντινή ορεινή περιοχή, και έπειτα διέσχισαν τον Ιορδάνη και επέστρεψαν στο στρατόπεδο των Ισραηλιτών.—Ιη 2:1-23.
Μεγάλος πρέπει να ήταν ο φόβος που κατέλαβε το βασιλιά της Ιεριχώς και τους κατοίκους της όταν πληροφορήθηκαν ή είδαν με τα μάτια τους τη θαυματουργική αναχαίτιση των νερών του πλημμυρισμένου Ιορδάνη, χάρη στην οποία οι Ισραηλίτες πέρασαν απέναντι πατώντας πάνω σε ξηρά. Έπειτα, παρότι οι άρρενες Ισραηλίτες υποβλήθηκαν σε περιτομή και έπρεπε να αναρρώσουν μέχρι να είναι και πάλι σε θέση να αμύνονται, κανείς δεν τόλμησε να τους επιτεθεί στα Γάλγαλα. Ανενόχλητοι, οι Ισραηλίτες τήρησαν και το Πάσχα στην έρημη πεδιάδα της Ιεριχώς.—Ιη 5:1-10.
Αργότερα, κοντά στην Ιεριχώ, ένας αγγελικός άρχοντας εμφανίστηκε στον Ιησού του Ναυή και του περιέγραψε τη διαδικασία κατάληψης της πόλης, η οποία ήταν ερμητικά κλειστή εξαιτίας των Ισραηλιτών. Υπάκουα, μία φορά την ημέρα επί έξι ημέρες, η στρατιωτική δύναμη των Ισραηλιτών προέλαυνε ακολουθούμενη από εφτά ιερείς οι οποίοι σάλπιζαν συνεχώς με τα κέρατα, πίσω δε από αυτούς πήγαιναν οι ιερείς που μετέφεραν την Κιβωτό, ενώ τελευταία ερχόταν η οπισθοφυλακή—όλοι αυτοί βάδιζαν γύρω από την Ιεριχώ. Ωστόσο, την έβδομη ημέρα βάδισαν γύρω από την πόλη εφτά φορές. Μόλις ακούστηκε το σάλπισμα από τα κέρατα την τελευταία φορά που βάδιζαν γύρω από την Ιεριχώ, ο λαός έβγαλε μεγάλη πολεμική κραυγή, και τα τείχη της πόλης άρχισαν να καταρρέουν.—Ιη 5:13–6:20.
Στη συνέχεια, οι Ισραηλίτες εφόρμησαν στην Ιεριχώ, αφιερώνοντας τους κατοίκους της και όλα τα κατοικίδια ζώα στην καταστροφή. Χάρη στην καλοσύνη, όμως, που είχε δείξει η Ραάβ κρύβοντας τους κατασκόπους, η ίδια και οι συγγενείς της διαφυλάχτηκαν ζωντανοί, παραμένοντας σώοι στο σπίτι της, πάνω σε ένα τμήμα του τείχους που δεν είχε πέσει. Ολόκληρη η πόλη κάηκε, αλλά το χρυσάφι και το ασήμι παραδόθηκαν στο αγιαστήριο του Ιεχωβά. (Ιη 6:20-25) Ωστόσο, ένας Ισραηλίτης, ο Αχάν, έκλεψε μια ράβδο χρυσού, ασήμι και ένα εκλεκτό ένδυμα και τα έκρυψε κάτω από τη σκηνή του. Με αυτή του την ενέργεια επέφερε το θάνατο τόσο στον εαυτό του όσο και σε ολόκληρη την οικογένειά του.—Ιη 7:20-26.
Μεταγενέστερες Ιστορικές Αναφορές. Η κατεστραμμένη πόλη της Ιεριχώς ακολούθως συμπεριλήφθηκε στην περιοχή των Βενιαμιτών, η οποία συνόρευε με τον Εφραΐμ και τον Μανασσή. (Ιη 16:1, 7· 18:12, 21) Λίγο αργότερα φαίνεται ότι δημιουργήθηκε κάποιο είδος οικισμού σε εκείνη την περιοχή. Ο οικισμός αυτός καταλήφθηκε από τον Βασιλιά Εγλών του Μωάβ και παρέμεινε υπό την κυριαρχία του 18 χρόνια. (Κρ 3:12-30) Την εποχή του Βασιλιά Δαβίδ εξακολουθούσε να υπάρχει ένας οικισμός στην Ιεριχώ. (2Σα 10:5· 1Χρ 19:5) Ωστόσο, η ανοικοδόμηση της Ιεριχώς δεν έλαβε χώρα παρά στη διάρκεια της βασιλείας του Αχαάβ, από τον Χιήλ τον Βαιθηλίτη. Η προφητική κατάρα που είχε εξαγγείλει ο Ιησούς του Ναυή 500 και πλέον χρόνια νωρίτερα εκπληρώθηκε τότε, και ο Χιήλ έχασε τον Αβιρών, τον πρωτότοκό του, όταν έθεσε το θεμέλιο, και τον Σεγούβ, το νεότερο γιο του, όταν έστησε τις πόρτες.—Ιη 6:26· 1Βα 16:34.
Περίπου την ίδια περίοδο, μερικοί από “τους γιους των προφητών” κατοικούσαν στην Ιεριχώ. (2Βα 2:4, 5) Αφού ο Ιεχωβά πήρε τον προφήτη Ηλία μέσα σε μια ανεμοθύελλα, ο Ελισαιέ παρέμεινε στην Ιεριχώ για κάποιο διάστημα και εξυγίανε το απόθεμα νερού της πόλης. (2Βα 2:11-15, 19-22) Το νερό της Έιν ες-Σουλτάν (της πηγής που σύμφωνα με την παράδοση εξυγίανε ο Ελισαιέ) έχει περιγραφεί ως γλυκό και ευχάριστο και αρδεύει τους κήπους της σημερινής Ιεριχώς.
Την εποχή του πονηρού Βασιλιά Άχαζ του Ιούδα, ο Ιεχωβά επέτρεψε στα ισραηλιτικά στρατεύματα υπό τον Βασιλιά Φεκά να επιφέρουν μια ταπεινωτική ήττα στον άπιστο Ιούδα σκοτώνοντας 120.000 ανθρώπους και παίρνοντας 200.000 αιχμαλώτους. Αλλά ο Ωδήδ, ο προφήτης του Ιεχωβά, συνάντησε τους νικητές καθώς επέστρεφαν και τους προειδοποίησε να μην υποδουλώσουν τους αιχμαλώτους. Ως εκ τούτου, δόθηκε ρουχισμός και τροφή στους αιχμαλώτους, οι οποίοι κατόπιν οδηγήθηκαν στην Ιεριχώ και αφέθηκαν ελεύθεροι.—2Χρ 28:6-15.
Μετά την πτώση της Ιερουσαλήμ το 607 Π.Κ.Χ., ο Βασιλιάς Σεδεκίας τράπηκε σε φυγή προς την κατεύθυνση της Ιεριχώς αλλά οι Βαβυλώνιοι τον πρόφτασαν και τον συνέλαβαν στις έρημες πεδιάδες της Ιεριχώς. (2Βα 25:5· Ιερ 39:5· 52:8) Μετά την απελευθέρωση από τη βαβυλωνιακή εξορία, 345 «γιοι της Ιεριχώς» ήταν ανάμεσα σε αυτούς που επέστρεψαν με τον Ζοροβάβελ το 537 Π.Κ.Χ. και προφανώς εγκαταστάθηκαν στην Ιεριχώ. (Εσδ 2:1, 2, 34· Νε 7:36) Αργότερα, μερικοί από τους άντρες της Ιεριχώς βοήθησαν στην ανοικοδόμηση του τείχους της Ιερουσαλήμ.—Νε 3:2.
Προς το τέλος του έτους 32 και στις αρχές του 33 Κ.Χ., η Ιεριχώ εμφανίζεται στη διακονία του Ιησού. Κοντά σε αυτή την πόλη ο Ιησούς Χριστός αποκατέστησε την όραση του τυφλού Βαρτίμαιου και του συντρόφου του. (Μαρ 10:46· Ματ 20:29· Λου 18:35· βλέπε ΒΑΡΤΙΜΑΙΟΣ.) Στην Ιεριχώ ο Ιησούς συνάντησε επίσης τον Ζακχαίο και έπειτα φιλοξενήθηκε στο σπίτι του. (Λου 19:1-7) Νωρίτερα, στην Ιουδαία, όταν ο Ιησούς είπε την παραβολή για τον καλό Σαμαρείτη, αναφέρθηκε έμμεσα στο δρόμο που οδηγούσε από την Ιερουσαλήμ στην Ιεριχώ. (Λου 10:30) Σε αυτόν το δρόμο, σύμφωνα με αρχαίες ιστορικές μαρτυρίες, ενέδρευαν συχνά ληστές.
Έχουν βρει οι αρχαιολόγοι αποδείξεις για την καταστροφή της Ιεριχώς την εποχή του Ιησού του Ναυή;
Ο καθηγητής Τζον Γκάρστανγκ, αρχηγός μιας αγγλικής αποστολής στο Τελλ ες-Σουλτάν, την περίοδο 1929-1936, ανακάλυψε ότι μία, όπως τη θεώρησε εκείνος, από τις πόλεις που είχαν χτιστεί εκεί είχε πληγεί από ισχυρότατες πυρκαγιές και είχε υποστεί κατάρρευση των τειχών της. Την πόλη αυτή την ταύτισε με την Ιεριχώ της εποχής του Ιησού του Ναυή και τοποθέτησε την καταστροφή της γύρω στο 1400 Π.Κ.Χ. Παρότι μερικοί λόγιοι υιοθετούν ακόμη και σήμερα τα συμπεράσματα του Γκάρστανγκ, άλλοι ερμηνεύουν τα στοιχεία διαφορετικά. Ο αρχαιολόγος Τζ. Έρνεστ Ράιτ γράφει: «Τα δύο τείχη που περιέβαλλαν το υψηλότερο επίπεδο της παλιάς πόλης, τα οποία κατά τον Γκάρστανγκ . . . είχαν καταστραφεί από σεισμό και φωτιά την εποχή του Ιησού του Ναυή, ανακαλύφτηκε ότι χρονολογούνται από την 3η χιλιετία και ότι αντιπροσωπεύουν δύο μόνο από τα περίπου δεκατέσσερα διαφορετικά τείχη ή τμήματα τείχους τα οποία χτίστηκαν διαδοχικά εκείνο το διάστημα». (Βιβλική Αρχαιολογία [Biblical Archaeology], 1962, σ. 79, 80) Πολλοί πιστεύουν ότι υπάρχουν ελάχιστα, αν όχι καθόλου, υπολείμματα από την Ιεριχώ της εποχής του Ιησού του Ναυή, δεδομένου ότι προηγούμενες ανασκαφές στην περιοχή εξαφάνισαν ό,τι ίσως είχε απομείνει από τον καιρό της καταστροφής της. Όπως επισημαίνει ο καθηγητής Τζακ Φίνεγκαν: «Επομένως, τώρα δεν υπάρχει ουσιαστικά κανένα στοιχείο στην τοποθεσία αυτή με βάση το οποίο να προσπαθήσουμε να προσδιορίσουμε τη χρονολογία κατάκτησης της Ιεριχώς από τον Ιησού του Ναυή».—Φως από το Αρχαίο Παρελθόν (Light From the Ancient Past), 1959, σ. 159.
Γι’ αυτό αρκετοί λόγιοι χρονολογούν την πτώση της Ιεριχώς με βάση διάφορες ενδείξεις, και οι προτεινόμενες χρονολογίες καλύπτουν μια περίοδο περίπου 200 ετών. Δεδομένης αυτής της αβεβαιότητας, ο καθηγητής Μέριλ Φ. Άνγκερ επισημαίνει εύστοχα: «Οι λόγιοι επίσης θα πρέπει να προσέχουν ιδιαίτερα να μην προσδίδουν υπερβολική βαρύτητα στους χρονικούς υπολογισμούς και στις ερμηνείες των στοιχείων από την πλευρά των αρχαιολόγων. Το ότι ο προσδιορισμός των χρονολογιών και τα συμπεράσματα που εξάγονται από τα αρχαιολογικά ευρήματα εξαρτώνται συχνά από υποκειμενικούς παράγοντες καταδεικνύεται περίτρανα από τις μεγάλες αποκλίσεις στις απόψεις των ειδημόνων που είναι αρμόδιοι για τέτοια ζητήματα».—Η Αρχαιολογία και η Παλαιά Διαθήκη (Archaeology and the Old Testament), 1964, σ. 164.
Επομένως, το γεγονός ότι οι ερμηνείες των αρχαιολόγων δεν συμφωνούν με τη Βιβλική χρονολόγηση η οποία υποδεικνύει το 1473 Π.Κ.Χ. ως τη χρονολογία καταστροφής της Ιεριχώς δεν συνιστά λόγο ανησυχίας. Η διαφορά ανάμεσα στην άποψη του Γκάρστανγκ και στις απόψεις άλλων αρχαιολόγων σχετικά με την Ιεριχώ δείχνει παραστατικά πόση προσοχή πρέπει να επιδεικνύεται όσον αφορά την υιοθέτηση των αρχαιολογικών μαρτυριών, ανεξάρτητα από το αν αυτές φαίνεται να επιβεβαιώνουν ή να αντικρούουν το Βιβλικό υπόμνημα και τη χρονολόγησή του.
[Εικόνα στη σελίδα 1239]
Ανεσκαμμένα τείχη της αρχαίας Ιεριχώς