Γιατί ο Ιουδαϊκός Υπολογισμός Χρόνου Διαφέρει
Ο «ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΣΜΟΣ» μετρά τον χρόνον από ό,τι υποτίθεται ότι είναι το έτος της γεννήσεως του Ιησού. Στις Αγγλόφωνες χώρες χρησιμοποιείται η σύντμησις A.D., anno Domini, «στο έτος του Κυρίου (μας), δηλαδή, Ιησού Χριστού.» Στην Ελληνική χρησιμοποιείται η σύντμησις μ.Χ., μετά Χριστόν.a Οι χρονολογίες που προηγούνται απ’ το έτος εκείνο προσδιορίζονται π.Χ., «προ Χριστού.» Οι Μουσουλμάνοι μετρούν τον χρόνο απ’ το έτος που ο Μωάμεθ έφυγε απ’ τη Μέκκα, Αραβίας, γεγονός που συνέβη στο έτος 622 μ.Χ. Οι Ιουδαίοι μετρούν τον χρόνον απ’ την αρχή της δημιουργίας, άννο μούντι, Α.Μ. «στο έτος του κόσμου». (Ουέμπστερ). Μερικοί, ιδιαίτερα μεταξύ των Ιουδαίων, για ν’ αποφύγουν υπονοούμενη αναγνώρισι του Ιησού ως Κυρίου ή Χριστού, αποφεύγουν τις συντμήσεις π.Χ. και μ.Χ. και χρησιμοποιούν αντ’ αυτών B.C.E., «προ της κοινής εποχής,» και C.E., «κοινή εποχή,» η οποία κατά το Νέον Διεθνές Λεξικόν Ουέμπστερ, είναι ίση με τη Χριστιανική εποχή ή κοινή εποχή.
Κατ’ επανάληψιν οι αναγνώσται της Σκοπιάς ερώτησαν να μάθουν γιατί υπάρχει τόσο μεγάλη διαφορά στον τρόπο με τον οποίον οι Ιουδαίοι μετρούν τον χρόνον και στη μέτρησι του χρόνου όπως εδημοσιεύθη στη Σκοπιά της 1ης Απριλίου 1951 (στην Αγγλική). Κατά το Ιουδαϊκό ημερολόγιο, επέρασαν 3.760 έτη απ’ τη δημιουργία του Αδάμ ως το έτος 1 π.Χ., ενώ το ημερολόγιο της Σκοπιάς ανέγραψε 4.024 (από το φθινόπωρο του έτους 4.025 π.Χ. ως το φθινόπωρο του έτους 1 π.Χ.), διαφορά 264 ετών μεταξύ των δύο. Οι Ιουδαίοι, λοιπόν, σήμερα προσδιορίζουν το έτος 1958 ως Α.Μ. 5718 αντί Α.Μ. 5982. Γιατί;
Αν και μπορεί να φαίνεται παράδοξο, μολονότι η χρονολογία Α.Μ. 5718 για το έτος 1958 τυγχάνει ευρείας χρήσεως μεταξύ των Ιουδαίων, πολύ λίγοι απ’ αυτούς αποδίδουν πίστι στα 3.760 έτη προ Χριστού, στα οποία υποτίθεται ότι βασίζεται. Πραγματικά, υπάρχει μεγάλη διαφορά γνώμης ακόμη και μεταξύ Ιουδαίων λογίων ως προς την αξία της Βιβλικής χρονολογίας. Έτσι, ο Δρ Έντγκαρ Φρανκ, στο βιβλίο του Ταλμουδική και Ραββινική Χρονολογία (1956), εσκεμμένως αποφεύγει να πραγματευθή τους επομένους πολύ σπουδαίους αντιφατικούς παράγοντας σχετικά με την Ιουδαϊκή πατροπαράδοτη χρονολόγησι. Αυτά τα σημεία ο ίδιος τα παραθέτει ως εξής:
«Η απόδειξις της ακριβείας των χρονολογικών στοιχείων της Γραφής.
»Η σχέσις της Σέντερ Ολάμ, βάσεως της Ιουδαϊκής χρονολογίας, και των χρονολογιών που παρατίθενται στην Αγία Γραφή.
»Αντιφάσεις μεταξύ των στοιχείων της Ιουδαϊκής χρονολογίας και της καθιερωμένης αρχαίας ιστορίας.»
Δεν είναι εκπληκτικό, λοιπόν, που διαπιστώνεται ότι η Ιουδαϊκή Εγκυκλοπαιδεία (1925), σε μια υποσημείωσι λέγει: «Επειδή το θεμέλιον της Βιβλικής χρονολογίας αποτελεί ακόμη θέμα συζητήσεως, θεωρείται επιθυμητόν το να παρουσιάζωνται διιστάμεναι απόψεις σε διάφορα άρθρα»· πράγμα που το πράττει χωρίς να προσπαθή να εναρμονίση τις αλληλοσυγκρουόμενες απόψεις.—Τόμος Δ΄, σελ. 64.
Θετικώτερη είναι η Παγκόσμιος Ιουδαϊκή Εγκυκλοπαιδεία (1941) διότι λέγει: «Η Βιβλική χρονολογία δεν ακολουθεί ομοιόμορφο σύστημα, αλλά ποικίλλει αναλόγως των συγγραφέων των βιβλίων από τα οποία συνίσταται η Βίβλος . . . Οι κριτικοί θεωρούν τους περισσοτέρους των αριθμών αυτών του Τορά [της Πεντατεύχου] ως μυθώδεις. Οι ηλικίες των προκατακλυσμιαίων ανθρώπων προέρχονται προφανώς από τη Βαβυλωνιακή μυθολογία ενώ οι των Πατριαρχών θεωρούνται υπερβολικές.»—Τόμ. 3, σελ. 393.
Υπάρχουν, όμως, και εξαιρέσεις. Σε έντονη αντίφασι προς τους συγγραφείς αυτούς είναι ο Δρ Φίλιπ Μπίμπερφελντ. Αυτός, στη Παγκόσμια Ιουδαϊκή Ιστορία του, Τόμ. Α΄, προσπαθεί να συμβιβάση την πατροπαράδοτη Ιουδαϊκή περίοδο των 3.760 ετών, τόσο με τη Βιβλική χρονολογία όσο και με την κοσμική ιστορία. Θα μπορούσε να λεχθή ότι τέτοιοι άνδρες, όπως αυτός, χρησιμοποιούν με λογική το Α.Μ. 5718 αντί του 1958 μ.Χ. Γιατί το χρησιμοποιούν αυτό άλλοι Ιουδαίοι δεν είναι εντελώς σαφές. Ίσως για ν’ αποφύγουν τη χρήσι του «Χριστιανικού» ημερολογίου· ή λόγω αβεβαιότητος· ή και λόγω σεβασμού προς την παράδοσι· ή επειδή δεν εθεωρείτο ζωτικό το ζήτημα της εγκυρότητος. Όπως κι αν έχη το πράγμα, θα είναι ενδιαφέρον να σημειωθή πώς κατέληξαν εν πρώτοις στην περίοδο των 3.760 ετών και πώς ο Δρ Μπίμπερφελντ προσπαθεί να τη συμβιβάση με τη Βιβλική χρονολογία και τη κοσμική ιστορία.
ΑΠ’ ΤΟΝ ΑΔΑΜ ΩΣ ΤΟΝ ΑΒΡΑΑΜ
Ποιος ευθύνεται για την Ιουδαϊκή παράδοσι των 3.760 ετών; Ποιος τη συνέθεσε πρώτος; Ακριβώς δε σε ποιο μέρος αυτός ο υπολογισμός διαφέρει απ’ τον υπολογισμό που δημοσιεύεται στη Σκοπιά για να προκύψη μια διαφορά 264 ετών; Είναι γενικά παραδεδεγμένο ότι η Ιουδαϊκή χρονολόγησις προέρχεται από τον Γιοσέ μπεν Χαλάφτα, Ταλμουδικόν λόγιον του δευτέρου αιώνος. Ορίζεται ως Σέντερ Ολάμ («Συνέχισις της Παγκοσμίου Ιστορίας»), κι εμφαίνεται στο Σέντερ Νιζικίμ του Βαβυλωνιακού Ταλμούδ.
Αυτό το ημερολόγιο, που παραδέχεται την αφήγησι της Γενέσεως, συμφωνεί με την Αγία Γραφή ως τον καιρό του Κατακλυσμού. Σ’ εκείνο το σημείο, ο συνθέτης έκαμε το κοινό σφάλμα να υπολογίση ότι ο κατακλυσμός επήλθε μετά το 600ό έτος ηλικίας του Νώε, ενώ επήλθε τον δεύτερο μήνα του 600ού έτους του Νώε. (Γεν. 7:11) Το Ιουδαϊκό ημερολόγιο σ’ αυτό το σημείο είναι κατά ένα έτος μακρότερο από όσο έπρεπε, διότι προσδιορίζει την έναρξι του Κατακλυσμού στο Α.Μ. 1656, αντί του 1655.
Το Ιουδαϊκό ημερολόγιο δίνει κατόπιν τα έτη από τον Κατακλυσμό ως τη γέννησι του Αβραάμ ως 292 έτη, θέτοντας τη γέννησι του Αβραάμ στον καιρό που ο Θάρα ήταν εβδομήντα ετών ηλικίας. Αλλά σύμφωνα με το Γένεσις 11:32 έως 12:4, ο Αβραάμ ήταν ηλικίας εβδομήντα πέντε ετών όταν ο Θάρα πέθανε σε ηλικία 205 ετών. Ο Θάρα, λοιπόν, ήταν 130 και όχι εβδομήντα ετών όταν εγεννήθη ο Αβραάμ. Πώς συνέβη, λοιπόν, να γίνη αυτό το λάθος των εξήντα ετών—που είναι ένα πολύ κοινό λάθος; Λόγω παρανοήσεως του Γένεσις 11:26, το οποίον λέγει: «Και έζησεν ο Θάρα εβδομήκοντα έτη, και εγέννησε τον Άβραμ, τον Ναχώρ, και τον Αρράν.»
Σημειώστε ότι αυτό το εδάφιο δεν λέγει ρητώς ότι ο Αβραάμ εγεννήθη όταν ο Θάρα ήταν εβδομήντα ετών, αλλ’ απλώς ότι ο Θάρα εγέννησε τους τρεις γυιους αφού έφθασε σε ηλικία εβδομήντα ετών. Πότε ακριβώς γεννήθηκε ο καθένας από τους τρεις γυιους δεν το λέγει τα εδάφιο, αλλ’ από άλλα εδάφια καταφαίνεται ότι ο Αβραάμ εγεννήθη όταν ο Θάρα ήταν 130 ετών. Το ότι πρώτος μνημονεύεται ο Αβραάμ, δεν σημαίνει κατ’ ανάγκην ότι αυτός ήταν ο πρωτότοκος. Αναμφιβόλως εμνημονεύθη πρώτος λόγω της σημαντικότητός του, επειδή ήταν εκλεγμένος από τον Ιεχωβά. (Έτσι επίσης κι ο Ιακώβ μνημονεύεται πριν από τον αδελφό του, μολονότι ο Ησαύ ήταν ο πρεσβύτερος.) Σ’ αυτό το σημείο το Ιουδαϊκό ημερολόγιο υπολείπεται κατά πενήντα εννέα έτη, διότι εμφανίζει τη γέννησι του Αβραάμ στο Α.Μ. 1948 αντί του Α.Μ. 2007
ΑΠΟ ΤΟΝ ΑΒΡΑΑΜ ΩΣ ΤΗΝ ΚΟΙΝΗ ΕΠΟΧΗ
Το Ιουδαϊκό ημερολόγιο αναγράφει κατόπιν 500 έτη από τη γέννησι του Αβραάμ ως την έξοδο από την Αίγυπτο. Εν τούτοις, ο Αβραάμ ήταν εβδομήντα πέντε ετών όταν ο Θεός έκαμε τη διαθήκη του με αυτόν, όπως αναγράφεται στη Γένεσι 12:1-4. Και άλλη Γραφική μαρτυρία (Έξοδ. 12:41· Γαλ. 3:17) καταδεικνύει ότι πέρασαν 430 έτη μεταξύ της συνάψεως αυτής της διαθήκης και της συνάψεως της διαθήκης του νόμου, ευθύς μετά την Έξοδο. Δεν μπορούμε, λοιπόν, να συμπεράνωμε αλλιώς παρά ότι από τη Γέννησι του Αβραάμ ως την Έξοδο πέρασαν 505 (75+430) έτη, όχι 500. Προσδιορίζοντας επακριβώς αυτή τη διαφορά, διαπιστώναμε ότι το Ιουδαϊκό ημερολόγιο παραχωρεί 210 έτη για τους Ισραηλίτας στην Αίγυπτο, ενώ τα έτη αυτά πρέπει να ήσαν 215. Σ’ αυτό το σημείο το Ιουδαϊκό ημερολόγιο χάνει άλλα πέντε έτη, αναγράφοντας τη χρονολογία της Εξόδου στο Α.Μ. 2448 αντί του Α.Μ. 2512 (1513 π.Χ.), δηλαδή ένα έλλειμμα εξήντα τεσσάρων ετών.
Το Ιουδαϊκό ημερολόγιο, μετρώντας 480 πλήρη έτη από την Έξοδο ως την οικοδόμησι του ναού του Σολομώντος, προηγείται, αλλά και πλανάται κατά ένα έτος. (1 Βασ. 6:1) Πώς αυτό; Διότι πρόκειται για ένα τακτικό αριθμό, 480ό έτος, όχι απόλυτον αριθμό, 480 έτη. Αυτό σημαίνει ότι μόνο 479+ έτη πέρασαν μεταξύ των εν λόγω δύο γεγονότων. Ένεκα τούτου, ενός άλλου λάθους που διαπράττεται κοινώς, το Ιουδαϊκό ημερολόγιο καθίσταται ελλιπές κατά εξήντα τρία έτη, αναγράφοντας την έναρξι του ναού του Σολομώντος στο Α.Μ. 2928 αντί του Α.Μ. 2991 (1034 π.Χ.).
Το Ιουδαϊκό ημερολόγιο, ερχόμενο στην επόμενη περίοδο χρόνου, στον αριθμό των ετών που παρέμεινε ο «πρώτος» ναός, ή ναός του Σολομώντος, παραχωρεί μόνο 410 έτη, ενώ ο ναός παρέμεινε 427 έτη, σύμφωνα, με τις βασιλείες των διαφόρων βασιλέων του Ιούδα, όπως διαλαμβάνονται στα δύο βιβλία Βασιλέων. Αυτό το έλλειμμα των δεκαεπτά ετών καθιστά το Ιουδαϊκό ημερολόγιο ελλιπές κατά ογδόντα έτη σ’ αυτό το σημείο. Εν τούτοις, αναγνωρίζει την περίοδο της ερημώσεως ως εβδομήντα ετών διαρκείας κι έτσι το ογδονταετές έλλειμμα εφαρμόζεται και στη χρονολογία που δίνει για την επάνοδο των Ιουδαίων από τη Βαβυλώνα: στο Α.Μ. 3408 αντί του Α.Μ. 3488 (537 π.Χ.).
Ο τελικός αριθμός που εμπεριέχεται στο πατροπαράδοτο Ιουδαϊκό ημερολόγιο αναφέρεται στη διάρκεια παραμονής του δευτέρου ναού, που χρονολογείται από την επάνοδο των Ιουδαίων εξορίστων από τη Βαβυλώνα ως την καταστροφή της στο 70 μ.Χ. Παραθέτει αυτό το διάστημα ως 420 ετών. Ωστόσο, υπάρχει μεγάλη σύγχυσις μεταξύ των Ιουδαίων λογίων ως προς το αν ο ραββίνος Χαλάφτα, ο συντάκτης αυτού του ημερολογίου, εχρονολόγησε κατάλληλα την καταστροφή του δευτέρου ναού. Λόγω ελλείμματος δύο ετών, μερικοί λέγουν ότι αυτός έσφαλλε κατά δύο έτη άλλοι λέγουν ότι θεωρούσε το έτος της δημιουργίας του Αδάμ ως το Α.Μ. 3 αντί του Α.Μ. 1. Και στη μία και στην άλλη περίπτωσι, πρέπει να προστεθούν δύο έτη, είτε πριν από τη δημιουργία του Αδάμ είτε ως την περίοδο από την επάνοδο των Ιουδαίων απ’ τη Βαβυλώνα ως το 1 μ.Χ. για να φθάσωμε στα πατροπαράδοτα 3.760 έτη πριν από την κοινή περίοδο χρόνου. Η τελευταία, λοιπόν, αυτή περίοδος εμπερικλείει 353 έτη. Εφόσον το 537 π.Χ. είναι μια παγία χρονολογία, έπεται ότι το Ιουδαϊκό πατροπαράδοτο ημερολόγιο ενταύθα υπολείπεται κατά 184 έτη συνολικά. Αυτά, αν προστεθούν στο προηγούμενο έλλειμμα των ογδόντα ετών, μας αποδίδει σύνολον 264 ετών, όπως εσημειώθη προηγουμένως.b
ΜΙΑ ΖΩΗΡΗ ΑΛΛΑ ΜΑΤΑΙΗ ΠΡΟΣΠΑΘΕΙΑ
Όπως παρετηρήθη προηγουμένως ο Δρ Π. Μπίμπερφελντ ισχυρίζεται ότι έχει εναρμονίσει την πατροπαράδοτη Ιουδαϊκή χρονολογία των 3.760 ετών, πριν από την κοινή χρονική περίοδο με τη Βίβλο και με την κοσμική ιστορία. Πώς προσπαθεί να το κάμη αυτό; Και επιτυγχάνει; Όχι, δεν επιτυγχάνει, όπως θα καταδειχθή στα επόμενα.
Εφόσον αυτός συμφωνεί με την Ιουδαϊκή πατροπαράδοτη χρονολογία ως τον καιρό της εισόδου των Ιουδαίων ή μάλλον των Ισραηλιτών στη γη Χαναάν, ως το σημείο εκείνο η χρονολογία του υπολείπεται ήδη κατά εξήντα τέσσερα έτη, όπως παρετηρήσαμε προηγουμένως. Κατόπιν αντιλέγει στα 480 (479+) έτη που λέγει το 1 Βασ. 6:1 ότι πέρασαν μεταξύ της Εξόδου και της κατασκευής του πρώτου ναού. Σύμφωνα με αυτόν δεν έζησαν αρκετές γενεές—όπως παρατίθεται στη γενεαλογία του Δαβίδ—για να δικαιολογηθή μια τόσο μακρά περίοδος χρόνου, κι έτσι συμπεραίνει ότι εκείνο που εννοούσε ο συγγραφεύς του βιβλίου των Βασιλέων ήταν ο θάνατος του Ιωσήφ πριν από 140 έτη περίπου. Αντί των 479 ετών υπολογίζει μόνο 341 έτη, ένα έλλειμμα 138 ετών, το δε ημερολόγιό του σ’ αυτό το σημείο υστερεί κατά 202 έτη.
Σημειώνει επιτυχία εδώ ο Μπίμπερφελντ; Όχι, δεν σημειώνει· διότι, όπως ετονίσθη προηγουμένως στις εκδόσεις της Σκοπιάς, φαίνεται ότι, λόγω της εχθρότητος του σπέρματος του Όφεως, η γενεαλογική γραμμή του σπέρματος της γυναικός υπέστη πολλές δοκιμασίες για να παραμείνη αδιάσπαστη, διότι συχνά εγεννάτο ένας γυιος όταν ο πατέρας ήταν πολύ ηλικιωμένος.c Σημειώστε, λόγου χάριν, ότι ο Σημ, ο γυιος του Νώε, εγεννήθη όταν ο Νώε ήταν πάνω από 500 ετών ηλικίας, ενώ η μέση ηλικία του πατρός στις εννέα προηγούμενες γενεές δεν ήταν παρά μόνο 110 έτη περίπου ώσπου να γεννηθή ο επόμενος στη σειρά. Κατόπιν επίσης, ο Θάρα φαίνεται να είχε αποκτήσει τον πρώτο του γυιο όταν ήταν ηλικίας εβδομήντα ετών, αλλ’ απέκτησε τον Αβραάμ ο Θάρα όταν ήταν 130 ετών. Επίσης, ο Αβραάμ είχε ξεπεράσει πολύ την ηλικία του ν’ αποκτήση γυιο, όταν απέκτησε τον Ισαάκ, με τη δύναμι του αγίου πνεύματος του Θεού. Είναι, επίσης, ενδιαφέρον να σημειωθή ότι μια γενεά είχε παραλειφθή από το σπέρμα που προήλθε από τον Ιούδα μέσω της νύμφης του Θάμαρ αντί από έναν από τους γυιους της νομίμου συζύγου του. (Γέν. 38:1-30) Θα μπορούσαν να δοθούν περισσότερα παραδείγματα, αλλά τ’ ανωτέρω θα ήσαν αρκετά για να καταδείξουν ότι δεν υπάρχει βάσις αμφισβητήσεως των 479 ετών μεταξύ της Εξόδου και του πρώτου ναού λόγω των ολίγων γενεών που παρατίθενται στη γενεαλογία του Δαβίδ.
Ο Μπίμπερφελντ κατόπιν παραχωρεί 385 έτη για τη διάρκεια του πρώτου ναού αντί 427 έτη, χάνοντας έτσι άλλα σαράντα δύο έτη, με σύνολον ελλείμματος 244 έτη. Αναγνωρίζει την εβδομηνταετή περίοδο της ερημώσεως, αλλ’ αναγράφει τη διάρκεια του δευτέρου ναού, δηλαδή από την επιστροφή των Ιουδαίων απ’ τη Βαβυλώνα ως την καταστροφή του δευτέρου ναού στο έτος 70 μ.Χ., ως περίοδον 586 ετών. Αν μετρηθούν προς τα πίσω από το έτος 70 μ.Χ., τα 586 έτη μάς φέρνουν στο έτος 517 π.Χ. Εφόσον η Βίβλος όσον και η κοσμική ιστορία συμφωνούν στο ν’ αποδείξουν ότι οι Ιουδαίοι επέστρεφαν το έτος 537 π.Χ., ο Μπίμπερφελντ εδώ υστερεί κατά είκοσι ακόμη έτη, με σύνολο 264 ετών διαφοράς μεταξύ της χρονολογίας του και της χρονολογίας της Βίβλου. Παρατηρείται έτσι ότι απέτυχε να εναρμονίση την πατροπαράδοτη Ιουδαϊκή χρονολογία είτε με τη Βίβλο είτε με την κοσμική ιστορία.
Για να ανακεφαλαιώσωμε. Τα δύο Ιουδαϊκά ημερολόγια που βασίζονται στην περίοδο των 3.760 ετών πριν από την κοινή χρονική περίοδο, ή τη Χριστιανική περίοδο χρόνου, διαφέρουν από την περίοδο που βασίζεται στη Βίβλο κι εδημοσιεύθη στις εκδόσεις της Σκοπιάς ως εξής:
Περιλαμβανόμενον Διάστημα Σκοπιά Χαλάφτα Διαφ. Μπίμπερφελντ Διαφ.
Από τον Αδάμ ως τον Κατακλυσμό 1655 1656 1 1656 1
Ως τη γέννησι του Αβραάμ 352 292 60 292 60
Ως την Έξοδο 505 500 5 500 5
Ως τον πρώτο ναό 479 480 1 341 138
Ως την ερήμωσι 427 410 17 385 42
Ως την επάνοδο των εξορίστ. 70 70 — 70 —
Ως το 1 μ.Χ. (φθινόπωρον) 537 353 184 517 20
Ως το τρέχον έτος 1957 1957 — 1957 —
Σύνολα: 5982 5718 264 5718 264
[Υποσημείωση]
a Όπως ανεπτύχθη άλλοτε στο παρόν περιοδικόν, ο Ιησούς εγεννήθη κατά την 1η Οκτωβρίου του έτους 2 π.Χ.
b Υπολογίζοντας το σύνολο των ετών από οποιαδήποτε χρονολογία προ Χριστού σε οποιαδήποτε χρονολογία μετά Χριστόν, πρέπει κανείς όχι μόνο να προσθέση τους δύο αριθμούς μαζί αλλά και ν’ αφαιρέση ένα έτος, διότι δεν υπάρχει το έτος 0 π.Χ. ή μ.Χ. Έτσι, από το έτος 1 π.Χ. ως το έτος 1 μ.Χ. δεν είναι δύο έτη αλλά μόνο ένα έτος. Έπεται, λοιπόν, ότι 420 έτη πριν από την καταστροφή του ναού στο έτος 70 μ.Χ. φθάνουν στα έτος 351 π.Χ., όχι στο 350 π.Χ. Πολύ πιθανόν είναι ότι μερικοί Ιουδαίοι χρονολόγοι παρέβλεψαν αυτό το γεγονός.
c Βλέπε βιβλίον Διαφύλαξις, σελ. 333 (στην Αγγλική).