Ο Συμμαρτυρών Εντός Μας
«Έχων συμμαρτυρούσαν με εμέ την συνείδησίν μου εν πνεύματι αγίω. »—Ρωμ. 9:1.
1, 2. (α) Γιατί πρέπει να ενδιαφερώμεθα πολύ να μάθωμε σχετικά με τον μαρτυρούντα εντός μας; (β) Ποιος είναι αυτός ο μαρτύρων, και με τι συνδέεται;
ΌΛΟΙ έχομε ένα μαρτυρούντα εντός μας. Μπορεί να μας βοηθήση πολύ να παίρνωμε αποφάσεις οι οποίες επηρεάζουν σοβαρά και την παρούσα και τη μέλλουσα ευτυχία μας. Πράγματι, αυτός ο μαρτύρων δίνει μαρτυρία όταν υφιστάμεθα δοκιμασίες που περιλαμβάνουν τη ζωή μας. Και ο τρόπος με τον οποίο ανταποκρινόμεθα στη φωνή του επηρεάζει με αναπόφευκτο τρόπο τη ζωή των άλλων. Αυτό καθιστά ακόμη πιο τραγικό το γεγονός ότι μπορεί να γίνη ένας διεστραμμένος μάρτυς. Μπορεί να δώση παροδηγητική μαρτυρία ή ακόμη ν’ αποφύγη πλήρως να υψώση τη φωνή σε κρίσιμους καιρούς.
2 Ποιος είναι αυτός ο μαρτύρων; Είναι η συνείδησίς μας. (2 Κορ. 1:12) Η λέξις συνείδησις που χρησιμοποίησαν οι θεόπνευστοι συγγραφείς της Βίβλου σημαίνει «αυτοεπίγνωσις» ή «να γνωρίζη κανείς κάτι που έχει σχέσι με τον εαυτό του.» Είναι η φωνή στην οποία αναφέρονται οι συγγραφείς της Βίβλου ως «τα ενδόμυχα,» ’ο εσωτερικός άνθρωπος’ «ο κρυπτός άνθρωπος της καρδίας.» (Ψαλμ. 51:6· 2 Κορ. 4:16· 1 Πέτρ. 3:4· παράβαλε Ρωμαίους 7:22.) Έχετε ποτέ χρησιμοποιήσει εκφράσεις όπως «Είχα αισθανθή μέσα στην καρδιά μου ότι αυτό ήταν το ορθό πράγμα που έπρεπε να γίνη»; Ή, «θα ήθελα να κάμω αυτό που μου ζητάτε, αλλά κάτι μέσα μου μού λέει Όχι»; Αυτή είναι η συνείδησις που μιλεί, η εσωτερική μας αντίληψις ή το αίσθημα του ορθού και του εσφαλμένου.
3, 4. Πώς η συνείδησις μας μαρτυρεί; Και πώς μπορεί να μας καθοδηγήση από ηθική άποψι;
3 Πώς είναι ένας «μαρτύρων»; Με το να μαρτυρή είτε εναντίον είτε υπέρ της διαγωγής μας κατά το μέτρον που αυτή ανταποκρίνεται στους ηθικούς κανόνας, ή να μας κατηγορή ή να μας δικαιολογή. Μπορεί να είναι ένας πολύτιμος ηθικός παράγων ασφαλείας, διότι μπορεί να προκαλέση στενοχώρια όταν καταδικάζη, ή να προξενήση ευχαρίστησι όταν επιδοκιμάζη.
4 Παραδείγματος χάριν, όταν ο Δαβίδ διέπραξε μια πράξι ελλείψεως σεβασμού απέναντι στον Βασιλέα Σαούλ, το υπόμνημα λέγει ότι «η καρδία του Δαβίδ εκτύπησεν αυτόν.» (1 Σαμ. 24:5· παράβαλε 2 Σαμουήλ 24:10.) Η συνείδησίς του τον κατεδίκασε. Ύστερ’ από μια άλλη σοβαρή ηθική πράξι, ο Δαβίδ υπέφερε τους πόνους μιας ένοχης συνειδήσεως. Όπως είπε ο ίδιος: «Ότε απεσιώπησα, επαλαιώθησαν τα οστά μου εκ του ολολυγμού μου όλην την ημέραν επειδή ημέραν και νύκτα εβαρύνθη η χειρ σου επ’ εμέ· η υγρότης μου μετεβλήθη εις θερινήν ξηρασίαν.» Αλλ όταν τελικά ωμολόγησε το σφάλμα του στον Θεό και έλαβε τη συγχώρησί του, ο Δαβίδ δοκίμασε ανακούφισι και χαρά. Η συνείδησίς του αναπαύθηκε, έγινε και πάλι καθαρή.—Ψαλμ. 32:1-5· παράβαλε εδάφια 10, 11.
ΕΚΔΗΛΩΣΙΣ ΤΗΣ ΣΟΦΙΑΣ ΤΟΥ ΘΕΟΥ ΣΤΗΝ ΑΝΘΡΩΠΙΝΗ ΣΥΝΕΙΔΗΣΙ
5-8. (α) Γιατί δεν ήταν ανάγκη να δώση ο θεός στους πρώτους ανθρώπους ένα εκτεταμένο και λεπτομερή κώδικα νόμων; (β) Ακόμη και αν προέκυπταν νέες καταστάσεις και περιστάσεις, πώς μπορούσαν να προσδιορίσουν ποια είναι η ορθή πορεία που πρέπει να λάβουν; (γ) Δώστε παραδείγματα του πώς η ιδιότης της συνειδήσεως μπορούσε να λειτουργήση σ’ αυτούς;
5 Στην αρχή της ιστορίας του ανθρωπίνου γένους, ο Ιεχωβά Θεός δεν περιέβαλε τους πρώτους ανθρώπους με κανόνες που να ελέγχουν κάθε μικρή λεπτομέρεια και μορφή της ζωής. Οι γενικές οδηγίες του καθώς και η μόνη αρνητική εντολή που έδωσε σ’ αυτούς μπορούν να συνοψισθούν σε λίγες γραμμές στη Γραφή. (Γέν. 1:28-30· 2:15-17) Γιατί δεν ήταν αναγκαίος ένας εκτεταμένος κώδιξ νόμων;
6 Ο Ιεχωβά Θεός έπλασε τα ανθρώπινα πλάσματα του με νοήμονες διάνοιες και με καρδιές που κατείχαν το αίσθημα της ηθικής. Από τη συνεργασία της διανοίας και της καρδίας προκύπτει η ικανότης της συνειδήσεως. Η συνείδησις του ανθρώπου έχει τη ρίζα της στο γεγονός ότι ο άνθρωπος έγινε ’κατ’ εικόνα και ομοίωσιν’ του Θεού, όχι, φυσικά, με μια σωματική έννοια, άλλα με ηθική ομοιότητα. (Γέν. 1:26, 27· παράβαλε 2 Κορινθίους 3:18.) Έτσι, η ιδιότης της συνειδήσεως είχε εμφυτευθή στους ανθρώπους από τη δημιουργία και έπειτα.
7 Αντί να δώση νόμους που διευκρινίζουν και διασαφηνίζουν κάθε λεπτομέρεια του ορθού και του εσφαλμένου, ο Θεός ενίσχυσε το ηθικό αίσθημα του ανθρώπου με το ν’ αποκαλύψη σ’ αυτόν την προσωπικότητά Του, τις οδούς και τους κανόνας του. Μ’ αυτόν τον τρόπο ο Θεός μπορούσε να δώση αρχές που να καθοδηγούν τα ανθρώπινα τέκνα του. Καθώς ηύξαναν σε γνώσι, κατανόησι και εκτίμησι γι’ αυτόν, η συνείδησίς των, δηλαδή το ηθικό αίσθημα, μπορούσε να τους κάμη ικανούς να εφαρμόζουν αυτές τις αρχές σε οποιαδήποτε περίστασι που θα μπορούσε να προκύψη.
8 Ο Θεός, παραδείγματος χάριν, δεν ήταν ανάγκη να δώση στον Αδάμ ένα επίσημο νόμο που να λέγη σ’ αυτόν να μη δείρη τη σύζυγό του ή να μη την λιθοβολήση, ή ν’ απαγορεύση τη σφαγή ζώων και πτηνών απλώς για «σπορ.» Όλα όσα θα μπορούσε να δη γύρω του το ανθρώπινο ζεύγος αποτελούσαν απόδειξι της αγάπης του Δημιουργού των, της γενναιοδωρίας του, της φροντίδος του και της αγαθότητάς του. Μπορούσαν να το δουν αυτό στα θαυμάσια και με πολλές ικανότητες προικισμένα σώματα που τους έδωσε, στην ομορφιά και την πλούσια ποικιλία του περιβάλλοντος τους, στις απολαύσεις που είχε προμηθεύσει για όλες τις αισθήσεις τους—την όσφρησι, τη γεύσι, την αφή, την δρασι και την ακοή. (Ψαλμ. 139:14· 104:10-24· Εκκλ. 3:11) Πόσο πιο πολύ έπρεπε να ελκύη αυτό τις καρδιές των ανθρώπων στη δικαιοσύνη και την αγαθωσύνη παρά μια απλή προσταγή! Η αγάπη του Θεού γι’ αυτούς έθεσε το υπόδειγμα για τις σχέσεις του ανθρωπίνου ζεύγους μεταξύ τους. Έδωσε τη βάσι στη συνείδησί των για να φωνάζη εναντίον της βαρβαρότητος ή απερισκεψίας κάθε είδους.
Η ΑΜΑΡΤΙΑ ΕΙΣΑΓΕΙ ΕΣΩΤΕΡΙΚΗ ΔΙΑΜΑΧΗ
9. Ποια επίδρασι θα είχε η ανυπακοή στον τέλειο άνθρωπο, και γιατί;
9 Εφόσον ο Αδάμ είχε δημιουργηθή κατά την ομοιότητα του Θεού, το ν’ αντανακλά τις ιδιότητες του Πατρός του, να ’καθρεπτίζη’ τον Δημιουργό του με την ορθή διαγωγή, ήταν κάτι κανονικό, φυσικό πράγμα για τον Αδάμ. Ήταν όμως ελεύθερος, ως ηθικός παράγων, να εκλέξη μόνος του. Αν εδίδετο σ’ αυτόν το δικαίωμα εκλογής μεταξύ του να ενεργήση σε αρμονία με την προσωπικότητα και τους τρόπους ενεργείας του Θεού ή να ενεργήση αντίθετα, ο Αδάμ μπορούσε ν’ ακολουθήση ή τη μία ή την άλλη πορεία. Αλλά μόνο με το να εκλέξη την αρμονική πορεία μπορούσε ο άνθρωπος να ’αισθάνεται καλά’ σχετικά μ’ αυτό το ζήτημα. Το ν’ ακολουθήση αντίθετη πορεία θα αισθανόταν «δυσφορία,» που θα προκαλούσε εσωτερικές ενοχλήσεις στον άνθρωπο.
10. Πώς η αφήνησις στα εδάφια Γένεσις 3:6-11 δείχνει ότι ο Αδάμ είχε ένα ’μαρτυρούντα’ μέσα του;
10 Η ιστορική αφήγησις το επιβεβαιώνει αυτό. Όταν ο Αδάμ και η σύζυγός του παρέβησαν τη μόνη αρνητική εντολή που είχε δώσει σ’ αυτούς ο Θεός, υπέστησαν εσωτερική αναστάτωσι. Άρχισαν να νοιώθουν το αίσθημα της ενοχής, της ανησυχίας, της εντροπής και της ελλείψεως ασφαλείας. Όταν ο Δημιουργός μίλησε μαζί του, ο Αδάμ προσπάθησε να κρυφθή από φόβο. Ήταν σαν να εργαζόταν μέσα του ένας ενδόμυχος ανιχνευτής του ψεύδους, πράγμα που έδωσε δίκαιη αιτία στο να ρωτήση αμέσως ο Θεός: «Μήπως έφαγες από του δένδρου, από του οποίου προσέταξα εις σε να μη φάγης;» Πράγματι ένας μαρτύρων μέσα στον άνθρωπο εβεβαίωνε ότι αυτό είχε συμβή.—Γέν. 3:6-11.
11, 12. Ποια άλλη δύναμις έγινε τώρα μέρος της ανθρώπινης φύσεως, και ποια επίδρασι έχει επάνω στην ηθική φύσι και τη συνείδησι του ανθρώπου;
11 Από τότε και έπειτα ο άνθρωπος είχε δύο αντίθετες δυνάμεις οι οποίες εργάζονταν μέσα του. Μολονότι από την αρχή είχε πλασθή κατ’ εικόνα Θεού, τώρα έγινε αμαρτωλός, ατελής. Η αμαρτία κατέστρεψε την ιδιότητά του ν’ αντανακλούν οι άνθρωποι την «ομοιότητα» με τον Δημιουργό τους και παρήγαγε μια ατέλεια που κληρονόμησαν όλοι οι απόγονοι του Αδάμ, χωρίς να μπορή να είναι κανένας ικανός να ελευθερωθή με τις δικές του προσπάθειες. Η τάσις για τη διάπραξι του κακού έγινε τώρα μέρος της ανθρώπινης φύσεως. Αλλά μήπως εσάρωσε ή αντικατέστησε το ενδόμυχο αίσθημα του ορθού και εσφαλμένου που λέγεται συνείδησις; Όχι, αυτό συνέχισε ως μέρος επίσης της ανθρώπινης φύσεως. Έτσι—ιδιαίτερα όταν αντιμετωπίζουν ηθικά ζητήματα και αποφάσεις—οι άνθρωποι δοκιμάζουν μια εσωτερική διαμάχη λόγω αυτών των αντιθέτων δυνάμεων που έχουν μέσα τους.
12 Αλλά με τη λειτουργία της αμαρτίας μέσα των μπορούσε η ανθρώπινη συνείδησις να εξακολουθή να λειτουργή ικανοποιητικά χωρίς ένα λεπτομερή κώδικα νόμων για να την ελέγχη; Ναι, όπως δείχνει η ιστορική αναγραφή.
Η ΣΥΝΕΙΔΗΣΙΣ ΣΥΝΕΧΙΖΕΙ ΝΑ ΛΕΙΤΟΥΡΓΗ ΧΩΡΙΣ ΕΝΑ ΚΩΔΙΚΑ ΝΟΜΩΝ
13, 14. Ακόμη και με την αμαρτία παρούσα, τι δείχνει ότι η ανθρωπινή συνείδησις μπορούσε να λειτουργήση κατάλληλα χωρίς ένα κώδικα νόμων;
13 Μόνο ύστερ’ από τον Κατακλυσμό βρίσκομε ένα ωρισμένο νόμο σχετικά με το φόνο. (Γέν. 9:5, 6) Έτσι, λοιπόν, μήπως οι άνθρωποι πριν απ’ αυτό αισθάνονταν ελεύθεροι να φονεύουν χωρίς κανένα αίσθημα ενοχής; Καθόλου.
14 Στην Εδέμ απεκάλυψε ο Θεός ότι ο ανθρώπινος θάνατος ήταν για τους παραβάτας του θελήματός του. (Γέν. 2:16, 17) Λογικώς, λοιπόν, ο θάνατος θα ήρχετο μόνον ως ποινή της αμαρτίας, και ο Θεός, ως ο γνωστός Ζωοδότης, θα ήταν ο μόνος που μπορούσε να προσδιορίση εκείνους που είναι άξιοι θανάτου. Τι συνέβη λοιπόν όταν ο Κάιν άφησε την αμαρτία να τον κάμη να θανατώση τον αδελφό του στην έξαψι της οργής; Κανένας καθωρισμένος νόμος δεν κατεδίκαζε τον φόνο· εν τούτοις η συνείδησις του Κάιν μαρτυρούσε εναντίον του, όπως αποδεικνύεται από την αόριστη απάντησι που έδωσε όταν τον ερώτησε ο Θεός. (Γέν. 4:3-9) Αργότερα η συνείδησις του Λάμεχ απογόνου του Κάιν, προφανώς τον δικαιολόγησε που είχε θανατώσει ένα νέο ο οποίος τον είχε τραυματίσει. Ο Λάμεχ υπεράσπισε τον εαυτό του, προφανώς ισχυριζόμενος ότι δεν μπορεί να θανατωθή από οποιονδήποτε εκδικητή για τον θάνατο του ανθρώπου εκείνου. Γιατί; Διότι εγνώριζε την υπόσχεσι του Θεού να ενεργήση εναντίον οποιουδήποτε θα προσπαθούσε να εκδικηθή στην περίπτωσι του Κάιν και είχε την εντύπωσι ότι η δική του περίπτωσις ήταν πολύ πιο δικαιολογημένη από την περίπτωσι του Κάιν. (Γέν. 4:17, 18, 23, 24) Έτσι οι άνθρωποι δεν έμειναν ποτέ χωρίς αρχές και προηγούμενα που να καθοδηγούν τη συνείδησί τους.
15. Πώς μπορούσαν οι συνειδήσεις των ανθρώπων να μαρτυρήσουν εναντίον του στασιασμού απέναντι στην ηγεσία, εναντίον της οκνηρίας, της σεξουαλικής ανηθικότητος και ομοίων παραβάσεων, με μόνη την ιστορία της Γενέσεως 1:26 ως 4:16 ως βάσι;
15 Οι άνθρωποι εγνώριζαν την αρχή της αρχηγίας, διότι ο Θεός είχε γνωστοποιήσει την αρχηγία του στην Εδέμ και είχε υποδείξει την αρχηγία του ανδρός επί της γυναικός. Χωρίς νόμους που να καταδικάζουν την οκνηρία, εγνώριζαν ότι ο άνθρωπος πρέπει να εργάζεται για να φροντίση για τις επίγειες προμήθειες του Θεού. Και αυτό είχε αποκαλυφθή στην Εδέμ. Προτού η διαθήκη του νόμου με τον Ισραήλ καταδικάσει με συγκεκριμένο τρόπο την ομοφυλοφιλία, τη μοιχεία και τον βιασμό, είχαν αντιληφθή ότι οι σεξουαλικές σχέσεις θα έπρεπε να περιορίζωνται μεταξύ ανδρός και γυναικός και ότι αυτές οι σχέσεις δεν επρόκειτο να είναι προσωρινές (όπως στην πορνεία και τη μοιχεία) αλλά διαρκείς, μέσα σε μια οικογενειακή σχέσι με τα τέκνα των που θα ’άφηναν πατέρα και μητέρα’ για να εισέλθουν σε μια τέτοια διαρκή σχέσι ως ’μία σαρξ.’ (Γέν. 2:24· σημειώστε επίσης την πορεία του Ιωσήφ· Γέν. 39:7-9) Χωρίς κανένα νόμο εναντίον της παραβιάσεως ξένης ιδιοκτησίας ή της κλοπής, μπορούσαν να εκτιμήσουν την αρχή του δικαιώματος της ιδιοκτησίας, λόγω της εντολής του Θεού σχετικά με τα δένδρα που υπήρχαν στην Εδέμ. Χωρίς κανόνες εναντίον της απάτης, του δόλου, της συκοφαντίας, της ψευδούς κατηγορίας, μπορούσαν να βλέπουν τα κακά αποτελέσματα που είχαν προέλθει από το πρώτο ψεύδος.—Γέν. 1:26-4:16.
16. θα το μετέβαλαν αυτό οι ποικίλες περιστάσεις η οι νέες καταστάσεις;
16 Ώστε και αν ακόμη δεν είχε δοθή νόμος με συγκεκριμένα διατάγματα και κανόνες, οι άνθρωποι είχαν αρχές και προηγούμενα για να τους καθοδηγούν και να εξαρτίζουν τη συνείδησί τους να ενεργή ως αληθινός φορεύς μαρτυρίας. Οι καταστάσεις μπορεί να διέφεραν από άνθρωπο σε άνθρωπο, ποικιλίες περιπτώσεων μπορούσαν να προκύψουν, ωστόσο όμως μπορούσαν να διδάσκωνται απ’ αυτές τις αρχές για να φθάνουν σε ορθά συμπεράσματα και να λαμβάνουν ορθές αποφάσεις. Τους αιώνες που ακολούθησαν, και ακόμη προτού δοθή η διαθήκη του Νόμου, στον Ισραήλ, η πολιτεία του Θεού με τους ανθρώπους και οι εκφράσεις του προμήθευσαν περαιτέρω αποκάλυψι για κείνους οι οποίοι εξακολουθούσαν ν’ αντανακλούν την ομοιότητα μ’ αυτόν.
17. Δείξτε πώς ο Ιησούς και οι απόστολοί του εξεδήλωναν την αξία αυτών των αρχών και προηγουμένων ως οδηγούς για τη δικαιοσύνη;
17 Τον πρώτο αιώνα μ.Χ., ο Ιησούς και οι απόστολοι του επεκαλούντο αυτές τις πρώτες αρχές καθώς και τα προηγούμενα όταν συνηγορούσαν για την ορθή άποψι που πρέπει να λαμβάνουν σχετικά με ζητήματα όπως το διαζύγιο, ο διωγμός και η συκοφαντία, η υποταγή της συζύγου σ’ ένα σύζυγο, η ανθρωποκτονία.—Ματθ. 19:3-9· Ιωάν. 8:43-47· 1 Τιμ. 2:11-14· 1 Ιωάν. 3:11, 12.
18. (α) Για ποιους ανθρώπους οι επίσημοι ειδικοί νόμοι είναι αναγκαίοι ως προληπτικό μέτρο; (β) Αντιπαραβάλετε αυτούς με το άτομο που έχει γνήσια αγάπη για τη δικαιοσύνη.
18 ‘Ολ’ αυτά μας βοηθούν να εκτιμήσωμε την ορθότητα της δηλώσεως του αποστόλου Παύλου ότι «ο νόμος δεν ετέθη δια τον δίκαιον, αλλά διά τους ανόμους και ανυπότακτους, τους ασεβείς και αμαρτωλούς, τους ανόσιους και βέβηλους, τους πατροκτόνους και μητροκτόνους, τους ανδροφόνους, πόρνους, αρσενοκοίτας, ανδραποδιστάς, ψεύτας, επίορκους, και ότι άλλο αντιβαίνει εις την υγιαίνουσαν διδασκαλίαν.» (1 Τιμ. 1:9, 10) Ο άνθρωπος ο οποίος έχει γνήσια αγάπη για τη δικαιοσύνη στην καρδιά του δεν χρειάζεται ειδικούς νόμους που να καταδικάζουν αυτά τα πράγματα για να τον κάμουν να απέχη απ’ αυτά. Αν αγωνίζεται ειλικρινά να εκδηλώνη την «ομοιότητά» του με τον Θεό και να ‘περιπατή με Αυτόν’ θ’ αποκρούη όλες αυτές τις πράξεις. Εξ’ άλλου, αν ένα άτομο στερήται αυτής της ορθής επιθυμίας, οι ειδικοί νόμοι με τις ποινές των που τους συνοδεύουν για τον παραβάτη θα μπορούσαν να ενεργούν ως προληπτικό μέτρον—αλλά δεν θα επιτύχουν ποτέ πλήρως να τον εμποδίσουν από το να επιδοθή σε αδικοπραγία. Η ανθρώπινη ιστορία παρέχει άφθονες αποδείξεις τούτου.
ΔΙΑΘΗΚΗ ΤΟΥ ΝΟΜΟΥ ΚΑΙ Η ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΗ ΣΥΝΕΙΔΗΣΙΣ
19. Ποιους διαφόρους σκοπούς εξυπηρέτησε η διαθήκη του νόμου που είχε δοθή στον Ισραήλ;
19 Με τον καιρό ο Ιεχωβά Θεός έδωσε μια πλήρη σειρά νόμων και διαταγμάτων στο έθνος Ισραήλ. Μολονότι αυτό χρησίμευσε ως εμπόδιο για την αδικοπραγία και επρομήθευσε επίσης πολύτιμη γνώσι των κανόνων και των ιδιοτήτων του θεού, ο Ιεχωβά είχε ένα μεγαλύτερο, πιο προβλεπτικό σκοπό δίνοντας αυτό τον κώδικα νόμων. Ο Θεός τον έδωσε στον Ισραήλ «εξαιτίας των παραβάσεων,» ώστε αυτοί, μολονότι ήσαν ο εκλεκτός λαός του, να μη μπορούν να ισχυρίζωνται δικαιοσύνη βάσει της αξίας των ή των έργων των. Η ανικανότης των να τηρήσουν τελείως εκείνο το νόμο εξέθετε ολοφάνερα την αμαρτωλότητά τους και απεδείκνυε με δυναμικό τρόπο την ανάγκη τους για μια προμήθεια απολυτρώσεως που μπορούσε να κάμη ο θεός μέσω του Ιησού Χριστού. Ταυτοχρόνως, ο νόμος περιελάμβανε ’σκιές’ ή ανταύγιες των μελλοντικών σκοπών του Θεού και των μέσων με τα οποία θα τους πραγματοποιούσε.—Γαλ. 3:19· Ρωμ. 3:19, 20, 24.
20. (α) Πώς η νέα διαθήκη διαφέρει από τη διαθήκη του Νόμου; (β) Πώς η απουσία ενός λεπτομερούς κώδικος νόμων δεν επιτρέπει να υπάρχουν κατώτεροι κανόνες μεταξύ των Χριστιανών;
20 Ακόμη και όταν εκείνος ο κώδιξ του Νόμου ήταν σε ισχύ, ο Ιεχωβά, ωστόσο, προείπε ότι θα έκανέ μια νέα διαθήκη με άτομα που θα έθεταν το νόμο του «εις τα ενδόμυχα αυτών,» όχι μέσω κάποιου χαραγμένου η έντυπου κώδικος νόμων, αλλά ’εγγεγραμμένον εν ταις καρδίαις αυτών.’ (Ιερεμ. 31:33) Αυτή η νέα διαθήκη είχε γίνει με τον πνευματικό Ισραήλ, τη Χριστιανική εκκλησία. Αυτοί δεν είναι κάτω από τον κώδικα του Νόμου που είχε δοθή στον Ισραήλ. (Γαλ. 4:4, 5· Εβρ. 8:7-13) Μήπως αυτή η απουσία ενός τέτοιου λεπτομερούς κώδικος νόμων επιτρέπει να υπάρχουν μεταξύ των Χριστιανών κατώτεροι κανόνες ηθικής; Όχι, αντιθέτως, η Χριστιανοσύνη απαιτεί ακόμη υψηλότερους κανόνες, όπως έδειξαν οι διδασκαλίες του Ιησού. (Ματθ. 5:21, 22, 27, 28, 31-48) Και απαιτεί ακόμη μεγαλύτερη εξάσκησι της συνειδήσεως. Ως Χριστιανοί δοκιμαζόμεθα όσον αφορά το αν έχωμε τις οδούς του Θεού εγγεγραμμένες εν ταις καρδίαις ημών ή όχι. Το ότι δεν βρισκόμεθα κάτω από ένα λεπτομερή κώδικα νόμων μας θέτει σε δοκιμή όσον αφορά το τι βρίσκεται πράγματι στις καρδιές μας.
21. Ως Χριστιανοί, ποια γνώσις πρέπει ν’ αποτελή τη βάσι της μαρτυρίας που μας δίνει η συνείδησίς μας; Πρέπει οι Γραφές να είναι υπό μορφήν μιας αμέσου εντολής, απαγορεύσεως ή ειδικού νομού για να έχουν μια διαμορφωτική επίδρασι στη συνείδησι μας;
21 Φυσικά, ως Χριστιανοί έχομε και τις Θεόπνευστες Εβραϊκές και τις Ελληνικές Γραφές που μας δίνουν υπέροχη γνώσι της προσωπικότητος του Θεού των οδών και κανόνων του, των σκοπών και του θελήματος του. Σ’ αυτές έχομε την καταγραφή των λόγων και των πράξεων του Υιού του Θεού ο οποίος ήλθε στη γη και απεκάλυψε ή «εφανέρωσε» τον Πατέρα στους ανθρώπους, ώστε μέσω αυτού να ’γνωρίσωμε τον Πατέρα’.’ (Ιωάν. 1:18· Ματθ. 11:27) Έτσι, λοιπόν, μολονότι οι ειδικοί νόμοι και τα διατάγματα που μας έχουν δοθή ως Χριστιανούς πιθανόν να είναι λίγα αν συγκριθούν με τη διαθήκη του Νόμου και τις εκατοντάδες των διαταγμάτων και των κανόνων του, είμεθα πολύ καλύτερα εφωδιασμένοι να γνωρίζωμε πώς να ενεργούμε ’κατ’ εικόνα και ομοίωσιν του Θεού.’ Στην πραγματικότητα, είμεθα υπεύθυνοι για ΟΛΑ όσα γνωρίζομε σχετικά με τον Θεό, και ΟΛΗ αυτή η γνώσις πρέπει να έχη την επίδρασί της στη συνείδησί μας, είτε αναφέρεται ως μια άμεση διαταγή, νόμος ή απαγόρευσις για τους Χριστιανούς είτε όχι.
ΠΡΕΠΕΙ ΟΙ ΚΑΝΟΝΕΣ Ν’ ΑΝΤΙΚΑΘΙΣΤΟΥΝ ΤΗΝ ΑΤΟΜΙΚΗ ΣΥΝΕΙΔΗΣΙ;
22. Τι θα ήθελαν μερικοί να κάμη το κυβερνών σώμα της Χριστιανικής εκκλησίας, και γιατί αυτό δεν συμμορφώθηκε μ’ αυτό;
22 Πολλά άτομα, δεν είναι ικανοποιημένα απ’ αυτό. Εξακολουθούν να θέλουν να έχουν επεξηγηματικούς κανόνας, συγκεκριμένη γραμμή ενεργείας, πέραν απ’ όσα εκθέτει ο Λόγος του Θεού. Θα έπρεπε, λοιπόν, το κυβερνών σώμα τής Χριστιανικής εκκλησίας σήμερα ν’ αναλάβη την ευθύνη να προμηθεύση μια πλήρη σειρά κανόνων που να καλύπτη κάθε πιθανή κατάστασι; Όχι, διότι αυτό θα εσήμαινε συμμόρφωσι με μια εσφαλμένη άποψι, μια άποψι όμοια μ’ εκείνη που επικρατούσε μεταξύ των Ιουδαίων στη διάρκεια της επιγείου διακονίας του Ιησού, μολονότι αυτή η άποψις δεν είχε αρχίσει ούτε είχε τελειώσει τότε.
23, 24. Ποιοι είχαν όμοιο ενδιαφέρον για συγκεκριμένους κανονισμούς; Δώστε παραδείγματα.
23 Οι Φαρισαίοι και άλλοι θρησκευτικοί ηγέται ήσαν εκείνοι οι οποίοι είχαν καλλιεργήσει μια τέτοια στάσι. Επάνω και πέραν από τη διαθήκη του νόμου είχαν οικοδομήσει ένα πρόσθετο κώδικα παραδόσεων και κανόνων προσπαθώντας να καλύψουν κάθε παραμικρή άποψι της εφαρμογής της διαθήκης του Νόμου. Κάθε περιορισμό που περιείχε ο Νόμος τον διαιρούσαν σε σωρεία μικρότερων περιορισμών.
24 Παραδείγματος χάριν, ο Νόμος περί σαββάτου απηγόρευε να εργάζεται κανείς την εβδόμη ημέρα. Αλλά τι περιελαμβάνετο στη λέξι «εργασία»; Αυτοί οι θρησκευτικοί ηγέται προσπάθησαν να προσδιορίσουν με υπερβολική ακρίβεια τι περιελάμβανε αυτή η «εργασία.» Το να ξερριζώνουν στάχυα για να φάγουν (όπως είχαν κάμει οι απόστολοι μια ημέρα σαββάτου) θεωρήθηκε ότι είναι μια μορφή θερισμού, επομένως «εργασία» που απαγορευόταν να γίνη το σάββατο. (Μάρκ. 2:23, 24) Μια παράδοσις διέτασσε ότι ακόμη και να πιάση κανείς μια μύγα το σάββατο ήταν κακό, διότι ήταν μια μορφή κυνηγιού. Οι τεχνικές λεπτομέρειες ήσαν άφθονες. Μια διάταξις υποστήριζε ότι αν ένας άνθρωπος έσχιζε ενδύματα ή έβαζε φωτιά σε αντικείμενα με μοναδική πρόθεσι να τα καταστρέψη, δεν ήταν ένοχος παραβάσεως του σαββάτου, αν όμως τα κατέστρεφε έχοντας υπ’ όψιν μεταγενέστερη βελτίωσι (όπως στην περίπτωσι καταστροφής ενός κτιρίου για να το ανοικοδόμηση κανείς) αυτός ετιμωρείτο.’—Η Ιουδαϊκή Εγκυκλοπαιδεία, 1909, Τόμ. Χ, σελ, 599- παράβαλε Ματθαίος 15:4-6· 23:16-19.
25. (α) Τι ήταν το επικίνδυνο στην κατάρτισι μιας τέτοιας περίπλοκης σειράς κανονισμών; (6) Τι είπε ο Ιησούς για μια τέτοια πορεία;
25 Ποια ήταν η επικίνδυνη και φθοροποιός επίδρασις στις προσπάθειες ν’ αναλυθή με τόση λεπτότατη ακρίβεια η εφαρμογή κάθε νόμου; Η Εγκυκλοπαιδεία Μακ Κλίντοκ και Στρονγκ αναγνωρίζει την πραγματική απειλή που παρουσίασε αυτή η πορεία των θρησκευτικών ηγετών, λέγοντας ότι «ζητούσαν να τηρούν με θλιβερό τρόπο το γράμμα του νόμου, και να περιορίζουν όσο το δυνατόν περισσότερο το ζήτημα της κρίσεως και της συνειδήσεως των ατόμων.» (Τόμ. IX, σελ. 191 τα χονδρά γράμματα δικά μας.) Εκείνο που έκαναν οι θρησκευτικοί ηγέται ήταν, στην πραγματικότητα, να επιβάλλουν επάνω από όλα τη δική τους συνείδησι, τους ενδοιασμούς και τις προσωπικές προτιμήσεις και προκαταλήψεις των επάνω στον υπόλοιπο λαό. Ο Ιησούς παρωμοίασε αυτή την προσθήκη των παραδόσεων στον Μωσαϊκό Νόμο με ‘βαρέα φορτία’ που έβαζαν επάνω στους ώμους των ανθρώπων και προειδοποίησε ότι αυτή η εξύψωσις των ανθρωπίνων παραδόσεων στο ίδιο επίπεδο με τις Γραφές είχε ως αποτέλεσμα να κάμη άκυρο τον Λόγο του Θεού. (Ματθ. 15:1-9· 23:1-4) Ο Ιησούς είπε στους θρησκευτικούς ηγέτας οι οποίοι κατεδίκασαν τους μαθητάς του για το ξερρίζωμα σταχυών το σάββατο: «Εάν όμως εγνωρίζετε τι είναι ‘έλεον θέλω και ουχί θυσίαν,’ δεν ηθέλετε καταδικάσει τους αθώους.»—Ματθ. 12:1-7.
26. Ποιο παράδειγμα δείχνει πώς οι παραδοσιακοί κανόνες εμπόδιζαν τους Ιουδαίους ν’ ασκήσουν με ορθό τρόπο τη συνείδησί τους; Και ποια συνέπεια είχε αυτό στις καρδιές των;
26 Αργότερα, σε μια συναγωγή, ο Ιησούς έκαμε έκκλησι, στις συνειδήσεις των για την εφαρμογή του Νόμου του Θεού. Η διαθήκη του Νόμου δεν έλεγε τίποτα σχετικά με τις προσπάθειες που γίνονταν για την φροντίδα ενός ασθενούς το σάββατο, αλλά η Ιουδαϊκή παράδοσις επέτρεπε αυτό μόνον σε περίπτωσι που η ζωή του ανθρώπου ήταν σε κίνδυνο. Όταν αντίκρυσε έναν άνθρωπο ο οποίος είχε το χέρι του κουλό και επειδή του είχε τεθή η ερώτησις από τους θρησκευτικούς ηγέτας όσον αφορά το αν ’συγχωρήται να θεραπεύση κανείς το σάββατο ή όχι, ο Ιησούς ρώτησε, «Τις άνθρωπος από σας θέλει είσθαι, όστις έχων πρόβατον, εάν τούτο πέση εν τω σαββάτω εις λάκκον, δεν θέλει πιάσει και σηκώσει αυτό; Πόσον λοιπόν διαφέρει άνθρωπος του προβάτου! Ώστε συγχωρείται εν τω σαββάτω να αγαθοποιή τις.» Αλλά αρνήθηκαν να χρησιμοποιήσουν τη συνείδησί τους και παρέμειναν σιωπηλοί. Ο Ιησούς τότε αγανάκτησε, «και περιβλέψας αυτούς μετ’ οργής, λυπούμενος διά την πόρρωσιν της καρδίας αυτών,» προχώρησε στο να θεραπεύση τον άνθρωπο.—Ματθ. 12:9-13· Μάρκ. 3:1-5.
27. (α) Γιατί είναι εσφαλμένο να θέλωμε κάποιος άλλος να λάβη αποφάσεις για μας σε προσωπικά ζητήματα ηθικής; (β) Ποια ερωτήματα εγείρονται τώρα, τα οποία πρόκειται να εξετασθούν στο επόμενο άρθρο;
27 Επομένως, το να ζητή κανείς από κάποιον, ένα πρεσβύτερο ή το σώμα των πρεσβυτέρων στην εκκλησία, ή από το κυβερνών σώμα της Χριστιανικής εκκλησίας να καταρτίση ένα κώδικα νόμων πέραν απ’ όσα περιέχει η Γραφή, δείχνει κακή στάσι. Στα ζητήματα όπου ο Λόγος του Θεού μάς ζητεί ν’ ασκούμε την ικανότητα της συνειδήσεως—κρίσι, διορατικότητα, διάκρισι και σοφία—δεν θα έπρεπε να προσπαθούμε να θέσωμε την ευθύνη σε κάποιον άλλον και να ζητούμε απ’ αυτόν να εκδώση ένα ’κανόνα.’ Μπορούμε σοφά να ζητούμε συμβουλή και καθοδήγησι—εκείνο όμως πού λέγεται δεν πρέπει να είναι πέραν απ’ αυτό ούτε θα πρέπει να θέλωμε κάτι τέτοιο. Αλλά πώς μπορούμε να έχωμε την βεβαίωσι ότι αυτός ο «μαρτύρων» εντός μας δίνει την ορθή μαρτυρία; Πώς μπορούμε να διατηρήσωμε τη φωνή του ισχυρή και σαφή; Διαβάστε το επόμενο άρθρο για τις απαντήσεις σ’ αυτά τα ερωτήματα
[Εικόνα στη σελίδα 749]
Η ΣΥΝΕΙΔΗΣΙΣ είναι αποτέλεσμα της συνεργασίας μιας νοήμονος διανοίας με μια καρδιά που έχει ηθική ικανότητα