Ερωτήσεις από Αναγνώστας
● Αν, όπως αναγράφεται στο εδάφιο Ιωάννης 18:31, οι Ιουδαίοι στον καιρό του Ιησού δεν είχαν εξουσία να εκτελούν παραβάτας του νόμου, πώς θα μπορούσαν να λιθοβολήσουν τον Στέφανο μέχρι θανάτου;—Χ. Χ., Η.Π.Α.
Ο βαθμός εξουσίας των Ιουδαίων τότε ως προς τη θανατική ποινή είναι κάτι το αβέβαιο. Πολλοί λόγιοι πιστεύουν ότι σαράντα χρόνια πριν από την καταστροφή του Ναού (70 μ.Χ.), δηλαδή το έτος 30 μ.Χ. περίπου, οι Ιουδαίοι έπαυσαν ν’ απαγγέλλουν θανατικές καταδίκες. Αυτό θα εφαίνετο ως να συμφωνή με τα σχόλια που έγιναν από μέλη του Σάνχεδριν όταν παρέδωκαν τον Ιησούν στον Ρωμαίο κυβερνήτη Πόντιο Πιλάτο. Αναγινώσκομε: «Είπε λοιπόν προς αυτούς ο Πιλάτος, Λάβετε αυτόν σεις, και κατά τον νόμον σας κρίνατε αυτόν. Είπον δε προς αυτόν οι Ιουδαίοι, Ημείς δεν έχομεν εξουσίαν να θανατώσωμεν ουδένα.»—Ιωάν. 18:31.
Πιθανόν, όμως, να επέτρεπαν οι Ρωμαίοι στις Ιουδαϊκές αρχές το δικαίωμα να εκτελούν παραβάτας του θρησκευτικού νόμου, αλλ’ όχι και παραβάτας του πολιτικού νόμου. Σύμφωνα με τον Ιουδαίον ιστορικόν Ιώσηπον, ο Ρωμαίος στρατηγός Τίτος ανεγνώρισε ότι οι Ρωμαίοι είχαν επιτρέψει στους Ιουδαίους να φονεύουν τους βεβηλωτάς του Ναού. (Περί του Ιουδαϊκού Πολέμου, Βιβλίον VI, κεφ. ΙΙ, παραγρ. 4) Κι αν ακόμη αυτό έδειχνε μια γενική πολιτική, δεν θα επηρέαζε αυτά που ανεγνώσαμε στο εδάφιο Ιωάννης 18:31.
Οι Ιουδαίοι θρησκευτικοί ηγέται ήσαν φονείς, πρόθυμοι να θανατώσουν έναν αθώον άνθρωπο για να εκπληρώσουν τους σκοπούς των. Έτσι, εσχεδίασαν συνωμοτικά τον θάνατο του Ιησού. (Ιωάννης 8:44· 11:48-53) Αλλ’ ηγέρθη ένα πρόβλημα. Εφοβούντο ότι ενεργώντας εναντίον του Ιησού θα εγίνοντο πρόξενοι θορύβου μεταξύ του λαού, από τον οποίον πολλοί εσέβοντο ή ακολουθούσαν τον Ιησούν. (Ματθ. 26:4, 5) Αφού, λοιπόν, συνέλαβαν μυστικά τον Ιησούν και τον κατεδίκασαν με θρησκευτική κατηγορία, επεζήτησαν να κάμουν τον Πιλάτο να εκτελέση τον Χριστό. Συγκεκριμένα ο Κυβερνήτης Πιλάτος μπορούσε να το κάμη αυτό, διότι αυτός είπε στον Ιησού: «Δεν εξεύρεις ότι εξουσίαν έχω να σε σταυρώσω, και εξουσίαν έχω να σε απολύσω;» (Ιωάν. 19:10) Αν οι Ρωμαίοι εθανάτωναν τον Ιησούν με πολιτική κατηγορία, αυτό θα έτεινε ν’ απαλλάξη τους θρησκευτικούς ηγέτας από ευθύνη ενώπιον του λαού για τη θανάτωσι.
Αν είχαν οι ίδιοι οι Ιουδαίοι εξουσία να εκτελούν μόνο τους παραβάτας του θρησκευτικού νόμου, ή δεν είχαν εξουσία για οποιουδήποτε είδους θανατική ποινή, και τότε ακόμη θα μπορούσαν να «λάβουν τον νόμο στα ίδια τους χέρια», σαν να λέμε. Σε μερικές περιπτώσεις όχλοι ήθελαν να θανατώσουν τον Ιησούν. (Ιωάν. 8:59· 10:31· Λουκ. 4:29) Με οχλοκρατική ενέργεια και συνωμοσία προσπαθούσαν οι Ιουδαίοι να εξοντώσουν τους αποστόλους του Ιησού. (Πράξ. 5:33· 9:23, 24· 14:19· 21:27-31· 23:12) Όθεν, μετά ή άνευ νομικής εξουσίας, οι Ιουδαίοι γενικά, πρεσβύτεροι, γραμματείς και μέλη του Σάνχεδριν, που ενοχοποιήθηκαν κι εξεμάνησαν από την επιδέξια ομιλία του Στεφάνου, «έτριζαν τους οδόντας [των].» Ο όχλος, εξωργισμένος, «φωνάξαντες μετά φωνής μεγάλης, έφραξαν τα ώτα αυτών, και ώρμησαν ομοθυμαδόν επ’ αυτόν [τον Στέφανον]. Και εκβαλόντες έξω της πόλεως ελιθοβόλουν,» προξενώντας τον θάνατο του.—Πράξ. 6:12· 7:54-60.
● Αν ο Ισαάκ ήταν πρόθυμος να χρησιμεύση ως προσφορά θυσίας, γιατί ώφειλε να τον δέση ο Αβραάμ χέρια και πόδια;—Ι. Ντ., Η.Π.Α.
Η αφήγησις της Γραφής μάς λέγει για τον Αβραάμ και τον Ισαάκ: «Αφού δε έφθασαν εις τον τόπον τον οποίον είπε προς αυτόν ο Θεός, ωκοδόμησεν εκεί ο Αβραάμ το θυσιαστήριον, και διέθεσε τα ξύλα, και δέσας τον Ισαάκ τον υιόν αυτού [«συμποδίσας», Μετ. Ο΄—«χείρας και πόδας,» ΜΝΚ], έβαλεν αυτόν επί το θυσιαστήριον επάνω των ξύλων και εκτείνας ο Αβραάμ την χείρα αυτού, έλαβε την μάχαιραν δια να σφάξη τον υίον αυτού.»—Γέν. 22:9, 10.
Τόσο ο Αβραάμ όσο και ο Ισαάκ αναφέρονται στην επιστολή προς Εβραίους κεφάλαιο 11 ως άνθρωποι πίστεως και αληθινοί λάτρεις του Ιεχωβά Θεού. Έτσι, αν ο Ιεχωβά τούς κατηύθυνε να κάμουν κάτι, αυτοί οι πιστοί άνδρες θα υπήκουαν ευχαρίστως. Ώστε, μπορούμε να συμπεράναμε ότι ο Ισαάκ ήταν πρόθυμος να προσφέρη τον εαυτό του ως θυσία, εφόσον αυτό ήταν εκείνο του παρήγγειλε να γίνη ο Ιεχωβά.
Το γεγονός ότι το εδάφιο Γένεσις 22:9 αναφέρει ότι ο Αβραάμ έδεσε τα χέρια και τα πόδια του Ισαάκ δεν μεταβάλλει το συμπέρασμα· αντιθέτως, το υποστηρίζει. Σύμφωνα με τον Ιουδαίο Ιστορικό Φλάβιο Ιώσηπο, ο Ισαάκ ήταν ηλικίας είκοσι πέντε ετών, όταν έλαβε χώρα αυτό τα επεισόδιο. (Ιουδαϊκή Αρχαιολογία, Βιβλίον Ι. κεφ. XIII, πράγρ. 2) Αν αυτό είναι ορθό, τότε ο Αβραάμ ήταν 125 περίπου ετών. Είναι σαφές ότι ο ηλικιωμένος Αβραάμ δεν υπερίσχυσε του νεαρού υγιούς γυιού του για να μπορέση να ‘συμποδίση’ αυτόν. Αν ο Ισαάκ ήταν απρόθυμος να θυσιασθή σε υπακοή στον Θεό και στον πατέρα του, δεν υπάρχει αμφιβολία ότι θα μπορούσε να είχε αντισταθή. Τα ότι επέτρεψε να τον δέσουν επιβεβαιώνει την προθυμία του να χρησιμεύση ως θυσία. Εγνώριζε ότι ο Ιεχωβά είχε κάμει το θαύμα ν’ αποκαταστήση τις δυνάμεις αναπαραγωγής των γονέων του, κι έτσι δεν υπάρχει αμφιβολία ότι εστήριζε την ελπίδα του στην ανάστασι όπως και ο πατέρας του.—Εβρ. 11:19.
Ακόμη και αν ένα άτομο είναι πρόθυμο να χρησιμεύση ως θυσία, θα μπορούσαν να προκύψουν βίαιες ακούσιες αντιδράσεις όταν θα εχρησιμοποιείτο μάχαιρα για τη σφαγή. Το δέσιμο των χεριών και των ποδιών του Ισαάκ από τον Αβραάμ θα παρεμπόδιζε ή θα κρατούσε κάτω από έλεγχο μια τέτοια ακουσία αντίδρασι. Είναι ενδιαφέρον ότι ο Δρ Έντερσχαϊμ, περιγράφοντας τη θυσία ενός αμνού στην αυλή του ναού του Ηρώδου γράφει: «Κατόπιν ο ιερεύς ο οποίος θα εκτελούσε την θυσία, περιστοιχισμένος από τους βοηθούς του, έδεσε τον αμνό στον δεύτερο κρίκο της βορείας πλευράς του θυσιαστηρίου. . . . Το θύμα εκρατείτο από τα πόδια δεμένα, το εμπρόσθιο και τα οπίσθιο κάθε πλευράς δεμένα μαζί.» (Ο Ναός, σελ. 132) Και ο πραγματικός «Αμνός του Θεού», ο οποίος προεσκιάσθη από την θυσία του Αβραάμ, είχε καρφωθή στο ξύλον του μαρτυρίου μολονότι προσέφερε τον εαυτόν του ως θυσία εκουσίως.—Ιωάν. 1:29· Εβρ. 10:9, 10.