Ερωτήσεις από Αναγνώστας
● Σχετικά με τις νεαρές χήρες η Γραφή λέγει ότι «αφού εντρυφήσωσι κατά του Χριστού, θέλουσι να υπανδρεύωνται· έχουσαι την καταδίκην, διότι ηθέτησαν την πρώτην πίστιν». Μήπως αυτό σημαίνει ότι οι νεαρές χήρες που νυμφεύονται είναι άπιστες;—Β. Σ., Ηνωμένες Πολιτείες.
Ένα τέτοιο συμπέρασμα δεν θα μπορούσε να είναι ορθό, διότι μετά από δύο εδάφια ο Παύλος λέγει, «θέλω . . . οι νεώτεραι [χήραι] να υπανδρεύωνται». Μια εκτίμησις της διατάξεως είναι αναγκαία· ας αναγνώσωμε λοιπόν τα εδάφια 1 Τιμόθεον 5:3-14:
«Τας χήρας τίμα, τας αληθώς χήρας. Εάν δε τις χήρα έχη τέκνα ή έκγονα, ας μανθάνωσι πρώτον να καθιστώσιν ευσεβή τον ίδιον αυτών οίκον, και να αποδίδωσιν αμοιβάς εις τους προγόνους αυτών· διότι τούτο είναι καλόν και ευπρόσδεκτον ενώπιον του Θεού. Η δε αληθώς χήρα και μεμονωμένη ελπίζει επί τον Θεόν, και εμμένει εις τας δεήσεις και τας προσευχάς νύκτα και ημέραν· η δεδομένη όμως εις τας ηδονάς, ενώ ζη είναι νεκρά. Και ταύτα παράγγελλε, δια να ήναι άμεμπτοι, Αλλ’ εάν τις δεν προνοή περί των εαυτού, και μάλιστα των οικείων, ηρνήθη την πίστιν, και είναι απίστου χειρότερος.
»Ας καταγράφηται χήρα ουχί ολιγώτερον των εξήκοντα ετών, ήτις υπήρξεν ενός ανδρός γυνή, ήτις μαρτυρείται δια τα καλά αυτής έργα· εάν ανέθρεψε τέκνα, εάν περιέθαλψε ξένους, εάν πόδας αγίων ένιψεν, εάν θλιβομένους εβοήθησεν, εάν επηκολούθησεν εις παν έργον αγαθόν.
»Τας δε νεωτέρας χήρας απόβαλλε· διότι αφού εντρυφήσωσι κατά του Χριστού, θέλουσι να υπανδρεύωνται· έχουσαι την καταδίκην, διότι ηθέτησαν την πρώτην πίστιν. Και ενταυτώ μανθάνουσι να ήναι αργαί, περιερχόμεναι τας οικίας· και ουχί μόνον αργαί, αλλά και φλύαροι και περίεργοι, λαλούσαι τα μη πρέποντα. Θέλω λοιπόν οι νεώτεραι να υπανδρεύωνται, να τεκνοποιώσι, να κυβερνώσιν οίκον, να μη δίδωσι μηδεμίαν αφορμήν εις τον εναντίον να λοιδορή».
Όταν ο Παύλος είπε να τιμώνται οι χήρες, είχε υπ’ όψιν την υλική βοήθεια σ’ αυτές, ο δε Ιησούς ετόνισε ότι η απόδοσις τιμής στους γονείς περιελάμβανε υλικά αγαθά. (Ματθ. 15:1-6) Ο Παύλος κατέδειξε ότι αυτή η τιμή με υλικά πράγματα έπρεπε να δείχνεται από στενούς συγγενείς και αν δεν υπήρχαν συγγενείς να φροντίσουν για μια γεροντότερη χήρα καλής φήμης στην εκκλησία, τότε η εκκλησία έπρεπε να την καταγράψη στον κατάλογο που τηρούσε για κείνες που ήσαν άξιες εκκλησιαστικής βοηθείας ή υποστηρίξεως. Κατόπιν προχωρεί να δείξη ότι οι νεώτερες χήρες δεν έπρεπε να καταγράφωνται σ’ αυτόν τον κατάλογο, διότι αφού εξέφρασαν πίστι να διατηρήσουν τον άγαμον βίον των κι εξεδήλωσαν την απόφασί των να υπηρετήσουν τον Ιεχωβά με την πλήρη, αποκλειστική, απερίσπαστη αφοσίωσι που θα επέτρεπε η χηρεία των, κατέληγαν στο να προσέχουν τις σεξουαλικές των κλίσεις και να υπανδρεύωνται οπωσδήποτε. Καλύτερο, λοιπόν, θα ήταν να μην κάνουν αυτή τη δήλωσι οι νεαρές χήρες και να μην καταγράφωνται στον κατάλογο για εκκλησιαστική βοήθεια και κατόπιν ν’ αποτυγχάνουν, επιφέροντας καταδίκη στον εαυτό τους. Καλύτερο θα είναι να υπανδρεύωνται και ν’ ασχολούνται στην ανατροφή τέκνων και στη διακυβέρνησι του οίκου. Βλέπομε λοιπόν ότι τα εδάφια 1 Τιμόθεον 5:11, 12 δεν υποστηρίζουν ότι οι νεαρές χήρες, που υπανδρεύονται, είναι άπιστες.
● Υπάρχει καμμιά αντίρρησις στο ν’ ανήκη ένας αφιερωμένος Χριστιανός διάκονος σ’ έναν όμιλο γυμνιστών ή να ζη μέσα σε μια κατασκήνωσι ή σ’ ένα εντευκτήριο γυμνιστών;»—Μ. Δ., Ηνωμ. Πολιτείες.
Το αν ο άνθρωπος θα εξακολουθούσε να είναι γυμνός, αν δεν αμάρτανε, δεν το εκθέτει ρητώς ο λόγος του Θεού. Εν τούτοις, σημειούμεν ότι, μετά την αμαρτία του πρώτου ανθρωπίνου ζεύγους, ο Ιεχωβά Θεός έκαμε ενδύματα γι’ αυτούς, σφάζοντας ζώα για να προμηθεύση τα δέρματα. (Γεν. 3:21) Ασφαλώς αυτό ήταν μια αλλαγή από την αρχική τους γυμνότητα. Αλλ’ αφού αυτά τα ενδύματα τα επρομήθευσε ο ίδιος ο Δημιουργός, ποιος θα ετολμούσε να ισχυρισθή ότι ο Αδάμ και η Εύα θα περνούσαν καλύτερα χωρίς αυτά; Βεβαίως σε όλη τη Γραφή παρατηρούμε ότι οι δούλοι του Θεού φορούσαν ενδύματα, συχνά δε και περιγράφεται τούτο.
Εκτός από τ’ ανωτέρω, ο άνθρωπος είναι το μόνο πλάσμα στη γη που έχει ανάγκη ρουχισμού, και τούτο για τρεις τουλάχιστον υγιαίνοντας λόγους. Πρώτον, για προστασία από τα στοιχεία και τη φύσι, από τη ζέστη και το ψύχος, από τραχέα εδάφη ή αγκάθια, και λοιπά. Δεύτερο, είναι το ζήτημα της ωραιότητος και κομψότητος. Τα ρούχα προσθέτουν στην εμφάνισι, βοηθούν στο να δοθή σ’ έναν κάποιο μέτρον εμπιστοσύνης και χρησιμεύουν στο να καλύπτουν τα απρεπή μέρη, όπως ορίζει κι ο απόστολος Παύλος στην επιστολή 1 Κορινθίους 12:23. Και τρίτον, είναι το ζήτημα της κοσμιότητος. Αναγινώσκομε, λοιπόν, στην Αποκάλυψι 16:15 ότι οι Χριστιανοί πρέπει να προσέχουν μήπως χάσουν τα ιμάτιά των κι εκτεθούν σε αισχύνη. Αληθές είναι ότι αυτό αναφέρεται σε πνευματικά ιμάτια, αλλά το παράδειγμα θα ήταν ανίσχυρο αν η κατάστασις του γυμνού έπρεπε να προτιμάται από την του ενδεδυμένου.
Επίσης, οι Γραφές νουθετούν τις Χριστιανές γυναίκες να είναι σεμνές και κόσμιες στην περιβολή τους: «Ωσαύτως και οι γυναίκες με στολήν σεμνήν, με αιδώ και σωφροσύνην να στολίζωσιν εαυτάς.» (1 Τιμ. 6:9) Θα ήταν υπερβολική ευπιστία το να πιστευθή, όπως ισχυρίζονται οι γυμνισταί, ότι οι άνδρες και οι γυναίκες του κόσμου είναι τόσον υψηλού ηθικού τόνου ώστε στην παρουσία γυμνών γυναικών δεν θα υπήρχε πιθανότης να υποπέσουν σε παράβασι εκείνων που εμνημόνευσε ο Ιησούς στο Ματθαίον 5:28: «Πας ο βλέπων γυναίκα δια να επιθυμήση αυτήν, ήδη εμοίχευσεν αυτήν εν τη καρδία αυτού».
Κανείς, λοιπόν, αφιερωμένος Χριστιανός διάκονος δεν μπορεί να παραμείνη σε καλή υπόστασι μέσα στην κοινωνία του Νέου Κόσμου των μαρτύρων του Ιεχωβά και συγχρόνως να είναι μέλος μιας ομάδος γυμνιστών ή να συχνάζη σε κατασκηνώσεις γυμνιστών.