Ερωτήσεις από Αναγνώστας
● Πώς πρέπει να ενεργή ένας πιστός Χριστιανός απέναντι σ’ ένα συγγενή έξω από τον άμεσο οικογενειακό κύκλο ο οποίος έχει αποκοπή από την επικοινωνία;—Ν.Ο., Καναδάς.
Αυτή είναι μια κατάστασις που μπορεί να γίνη δοκιμασία σ’ ένα Χριστιανό, ο οποίος επιθυμεί να είναι πιστός στον Ιεχωβά κι εν τούτοις έχει μια φυσική στοργή για τον συγγενή που έχει αποκοπή από την επικοινωνία. Μπορούμε να είμεθα ευγνώμονες διότι ο Θεός έχει καλύψει αυτό το θέμα στο Λόγο του σαφώς.
Η Αγία Γραφή δείχνει ότι ο Ιεχωβά είναι πρόθυμος να συγχωρή. Όλοι οι άνθρωποι είναι αμαρτωλοί, αλλ’ Αυτός είναι πρόθυμος να συγχωρή τέτοια αμαρτήματα με βάσι τη θυσία του Χριστού, αν τα άτομα με πνεύμα μετανοίας ζητούν συγχώρησι.—Ρωμ. 3:23· Πράξ. 26:20.
Αλλά, τι συμβαίνει, αν ένα άτομο, που εζήτησε έτσι συγγνώμη στο παρελθόν κι έγινε ένας αφιερωμένος δούλος του Θεού, διαπράττη αμάρτημα; Ο Ιεχωβά αναγνωρίζει την ανθρώπινη ατέλεια και θα συγχωρήση αν ο αμαρτωλός παραδεχθή το σφάλμα του και αποδείξη με την πορεία του ότι έχει μετανοήσει. (1 Ιωάν. 1:9) Εν τούτοις, αν ένα άτομο που ισχυρίζεται ότι είναι Χριστιανός κάνη την αμαρτία συνήθεια και αρνήται να μετανοήση και ν’ αλλάξη, τότε οι οδηγίες του Θεού είναι σαφείς. Αυτό συνέβη στον πρώτο αιώνα, διότι κάποιος στην εκκλησία της Κορίνθου διέπραξε ανηθικότητα. Η θεόπνευστη συμβουλή σ’ εκείνη την εκκλησία ήταν: «Εκβάλετε τον κακόν εκ μέσου υμών.» Ναι, εκδιώξτε τον από την εκκλησία.—1 Κορ. 5:13.
Το βήμα εκείνο ήταν σπουδαίο. Δεν έπρεπε να επιτραπή να παραμείνη μέσα στην οργάνωσι του Θεού καμμιά φθοροποιός επίδρασις. Όπως έγραψε ο απόστολος Παύλος, «ολίγη ζύμη κάμνει όλον το φύραμα ένζυμον.» Αν εκείνος ο ανήθικος παρέμενε, η καλή πνευματική κατάστασις ολοκλήρου της εκκλησίας θα εχάνετο.—1 Κορ. 5:5-7· Ιησ. Ναυή 7:1-25.
Πώς έπρεπε να φέρωνται σ’ αυτόν τον άνθρωπο οι πιστοί Χριστιανοί στην Κόρινθο; Ο Παύλος έγραψε: «Να μη συναναστρέφησθε, εάν τις, αδελφός ονομαζόμενος, ήναι πόρνος, ή πλεονέκτης, ή ειδωλολάτρης, ή λοίδορος, ή μέθυσος, ή άρπαξ· με τον τοιούτον μηδέ να συντρώγητε.» (1 Κορ. 5:11) Έτσι αυτή η αποβολή από την εκκλησία μπορεί κατάλληλα να ονομασθή αποκοπή από την επικοινωνία, διότι οι πιστοί Χριστιανοί παύουν να έχουν φιλία μ’ αυτόν που διαπράττει αμαρτία. Ως ποια έκτασι;
Ο απόστολος Ιωάννης μάς βοηθεί εδώ. Εκείνος που απεκόπη από την επικοινωνία πιθανόν να είχε γίνει αποστάτης, και να διδάσκη αντιγραφικές διδασκαλίες. Ή με τον ανήθικο τρόπο του ζωής μπορεί, στην πραγματικότητα να διδάσκη ότι μπορεί ένα άτομο να είναι Χριστιανός και, ταυτοχρόνως, να είναι μοιχός ή πόρνος. Αυτός είναι καταφανές ότι δεν μένει στις δίκαιες διδασκαλίες του Ιησού. Σχετικά μ’ αυτούς οι οποίοι κάποτε ήσαν Χριστιανοί αδελφοί ή αδελφές ο Ιωάννης γράφει: «Πας όστις παραβαίνει και δεν μένει εν τη διδαχή του Χριστού, Θεόν δεν έχει· ο μένων εν τη διδαχή του Χριστού, ούτος έχει και τον Πατέρα και τον Υιόν. Εάν τις έρχηται προς εσάς, και δεν φέρη την διδαχήν ταύτην, μη δέχεσθε αυτό εις οικίαν, και μη λέγετε εις αυτόν το χαίρειν.»—2 Ιωάν. 9, 10.
Το επόμενο εδάφιο τονίζει την σοβαρότητα τούτου: «διότι ο λέγων εις αυτόν το χαίρειν, γίνεται κοινωνός εις τα πονηρά αυτού έργα.» (2 Ιωάν. 11) Αυτό δεν σημαίνει κατ’ ανάγκην ότι ένας Χριστιανός, ο οποίος ομιλεί μ’ ένα που έχει αποκοπή για κλοπή, παραδείγματος χάριν, γίνεται κι αυτός κλέπτης, μολονότι κι’ αυτό μπορούσε να γίνη εύκολα. Αλλά με το να παραβλέπη τη συμβουλή του Θεού και να ομιλή σ’ αυτό το άτομο μοιάζει πολύ με το να λέγη ότι επιδοκιμάζει τη διαγωγή αυτού του κλέπτου, ως αν ήταν κάτι ασήμαντο.
Έτσι έχομε αποδείξει απ’ αυτή την ίδια τη Γραφή την βασική θέσι ενός πιστού Χριστιανού απέναντι σ’ αυτόν που έχει αποκοπή—να μη έχη καμμιά επικοινωνία καθόλου μαζί του, ούτε να ομιλή μαζί του. Αλλά τι θα γίνη όταν το άτομο που έχει αποκοπή είναι συγγενής;
Όταν το άτομο που έχει αποκοπή και ο πιστός Χριστιανός βρίσκωνται μέσα στην ίδια οικογένεια, ζουν στο ίδιο σπίτι, όπως ένα ανδρόγυνο, άλλοι Βιβλικοί παράγοντες παρεμβαίνουν. Αν η σύζυγος ενός Χριστιανού έχη αποκοπή από την επικοινωνία για ψεύδος, αυτός εξακολουθεί να είναι νυμφευμένος μαζί της· η Γραφή λέγει ότι ενώνονται οι δύο σε μία σάρκα. (Εφεσ. 5:31) Σ’ αυτή την περίπτωσι οφείλει να εξακολουθή να φροντίζη γι’ αυτήν ως σύζυγό του και ως ένα μέλος της οικογενείας του. Αυτό θ’ απαιτούσε να της ομιλή για τα καθημερινά ζητήματα της ζωής των. Ωστόσο, από σεβασμό για την απόφασι της αποκοπής, η οποία διέρρηξε το δεσμό των ως πνευματικών αδελφών, ασφαλώς αυτός δεν θα διεξάγη μια Γραφική μελέτη μαζί της ούτε θα έχη επικοινωνία μαζί της για πνευματικά ζητήματα. (Για περισσότερες λεπτομέρειες, βλέπε «Η Σκοπιά» 1ης Νοεμβρίου 1963, σελίδες 668-670.)
Αλλά το πρώτιστο ζήτημα που εξετάζεται εδώ αφορά τον συγγενή που βρίσκεται έξω από την άμεση οικογένεια, εκείνον ο οποίος δεν ζη στο ίδιο σπίτι. Είναι δυνατόν να υπάρχη οποιαδήποτε επαφή;
Και πάλι, η αποκοπή από την επικοινωνία δεν διαλύει τους δεσμούς σαρκός και αίματος, αλλά, σ’ αυτή την κατάστασι, η επαφή, αν είναι καν αναγκαία, πρέπει να γίνη πολύ πιο σπανία από την επαφή μεταξύ ατόμων που ζουν στο ίδιο σπίτι. Ωστόσο, είναι πιθανόν να υπάρχουν απολύτως αναγκαία οικογενειακά ζητήματα που απαιτούν επαφή, όπως νομιμοποίησις μιας διαθήκης ή ιδιοκτησίας. Αλλά ο συγγενής που έχει αποκοπή πρέπει να βοηθηθή να εκτιμήση ότι η σχέσις του έχει αλλάξει, ότι δεν είναι πια ευπρόσδεκτος στο σπίτι ούτε ότι αποτελεί μια συντροφιά που προτιμούμε.
Αυτή η πορεία είναι και Γραφική και λογική. Όπως έχομε ιδεί, ο Θεός συμβουλεύει τους Χριστιανούς ‘να μη συναναστρέφωνται’ μ’ ένα τέτοιο άτομο, ‘μηδέ να συντρώγουν’ μαζί του. Παραγγέλλει, επίσης, τους Χριστιανούς να ‘μη δέχωνται αυτόν εις την οικίαν των και να μη λέγουν εις αυτόν το χαίρειν.’ Αν η κανονική επικοινωνία μεταξύ των συγγενών και αυτού του ατόμου που έχει αποκοπή διατηρηθή, πράγμα που δεν είναι αναγκαίο εφόσον αυτό ζη έξω από το σπίτι, θ’ αποτελούσε αυτή η πράξις του Χριστιανού υπακοή στον Θεό; Σε μια μικρή εκκλησία, στην οποία υπάρχουν μερικές οικογένειες που συγγενεύουν μεταξύ των, αν ο καθένας ενεργούσε απέναντι σ’ αυτόν που έχει αποκοπή όπως ενεργούσε προτού γίνη η αποκοπή—να πηγαίνουν μαζί για ψώνια, να πηγαίνουν μαζί σ’ εκδρομές, να φροντίζουν ο ένας για τα παιδιά του άλλου—αυτό το άτομο δύσκολα θα έβλεπε ότι όλοι οι πιστοί Χριστιανοί συγγενείς του μισούν πραγματικά το κακό που διέπραξε. (Ψαλμ. 97:10) Ούτε και οι έξω θα μπορούσαν να διακρίνουν κάποια αλλαγή μολονότι πιθανόν να γνωρίζουν την μη Χριστιανική πορεία εκείνου που αμάρτησε.
Οφείλομε να έχωμε σαφώς υπ’ όψιν το γεγονός ότι η απώλεια του δικαιώματος εκείνου που απεκόπη ν’ απολαμβάνη τη συναναστροφή των Χριστιανών συγγενών του δεν αποτελεί δικό των σφάλμα, ως αν αυτοί του εφέροντο άσχημα. Αυτοί ενεργούν σύμφωνα με αρχές, με υψηλές αρχές, με τις αρχές του Θεού. Αυτός ο ίδιος που έχει αποκοπή είναι υπεύθυνος για την κατάστασί του· αυτός την έχει επιφέρει επάνω στον εαυτό του. Ας παραμείνη το φορτίο εκεί που ανήκει!
Αν ο αμαρτωλός, που έχει αποβληθή, θέλη ν’ αποκαταστήση τη γλυκειά σχέσι με τον Ιεχωβά καθώς και με τους πιστούς Χριστιανούς, αυτό είναι δυνατόν. Ο Ησαΐας έγραψε: «Ας εγκαταλίπη ο ασεβής την οδόν αυτού, και ο άδικος τας βουλάς αυτού· και ας επιστρέψη προς τον Ιεχωβά, και θέλει ελεήσει αυτόν· και προς τον Θεόν ημών, διότι αυτός θέλει συγχωρήσει αφθόνως.» (Ησ. 55:7, ΜΝΚ) Ένα άτομο που έχει αποκοπή και μετανοήσει μπορεί να λάβη συγχώρησι και ν’ αποκατασταθή στην εκκλησία.—2 Κορ. 2:6-8.
Αλλά ωσότου συμβή αυτό, οι πιστοί Χριστιανοί έχουν υποχρέωσι να υποστηρίζουν την ενέργεια της αποκοπής με το ν’ αποφεύγουν τη συναναστροφή με το άτομο που έχει αποκοπή. Αν αυτό το άτομο είναι συγγενής και ζη έξω από το σπίτι, θα φροντίζουν να μη έχουν καθόλου φιλικές σχέσεις μαζί του. Και αν προκύψη κάποιο αναπόφευκτο και απολύτως αναγκαίο οικογενειακό ζήτημα, θα διατηρήσουν επαφή μ’ αυτό το άτομο στο ελάχιστο όριο, και οπωσδήποτε χωρίς να έχουν κάποια ανταλλαγή σκέψεων σε πνευματικά ζητήματα. Μ’ αυτό τον τρόπο αποδεικνύουν τη νομιμοφροσύνη των στον Θεό, στον Λόγο του και στην εκκλησία του.
● Γιατί, κάτω από τον Μωσαϊκό νόμο, φυσιολογικές λειτουργίες, όπως η έμμηνος περίοδος, οι σεξουαλικές σχέσεις μεταξύ συζύγων, και η γέννησις τέκνων εθεωρούντο ότι καθιστούσαν ένα «ακάθαρτον»;—Λ.Α., Ισπανία.
Οι διατάξεις του Μωσαϊκού νόμου σχετικά με την ακαθαρσία που είχαν σχέσι με την έμμηνο περίοδο, την ρεύσι σπέρματος και την γέννησι τέκνων βρίσκονται στο Λευιτικόν κεφάλαια 12 και 15. Προτού εξετασθή ποιες ήσαν αυτές οι διατάξεις και οι πιθανές αιτίες γι’ αυτές, ας σημειωθή ότι δεν εξετάζομε εδώ τους νόμους σχετικά με την λόγω ασθενείας ρεύσι σπέρματος από τα γεννητικά όργανα.—Λευιτ. 15:1-15, 25-30.
Κάτω από το Νόμο, αν ένας άνθρωπος είχε μια ακουσία ρέυσι σπέρματος, έπρεπε να λουσθή και να θεωρήται «ακάθαρτος» ως την εσπέρα. Όταν, στη διάρκεια σεξουαλικής επαφής, ένας άνδρας είχε ρεύσι σπέρματος, τόσο αυτός όσο και η σύζυγός του εθεωρούντο «ακάθαρτοι» εξαιτίας τούτου ως την εσπέρα. Μια γυναίκα η οποία είχε την κανονική έμμηνο περίοδό της έπρεπε να μετρήση επτά ημέρες ως μια περίοδο εμμήνου ακαθαρσίας. Σε μια περίπτωσι που η έμμηνος ρύσις της συζύγου θα άρχιζε στη διάρκεια της σεξουαλικής επαφής, τότε ο σύζυγός της ήταν, επίσης, «ακάθαρτος» επί επτά ημέρες. Αν ένας άγγιζε τα φορέματα, την κλίνη ή αντικείμενα επάνω στα οποία εκάθησε μια γυναίκα, η οποία είχε την έμμηνο ρύσι της, τότε αυτός εγίνετο «ακάθαρτος» ως την εσπέρα.—Λευιτ. 15:16-24.
Η γέννησις παιδιού ήταν επίσης «ακαθαρσία» για τη μητέρα. Αν εγεννούσε αγόρι, ήταν «ακάθαρτη» επτά ημέρες. Κατόπιν παρέμενε επί τριάντα τρεις ημέρες κλεισμένη σπίτι της, και δεν της επετρέπετο να εγγίση οτιδήποτε άγιο ή να εισέλθη στο αγιαστήριο. Αν το παιδί ήταν κορίτσι, η μητέρα εθεωρείτο «ακάθαρτη» επί δεκατέσσερες ημέρες και η περίοδος της ημιαπομονώσεώς της ήταν εξήντα έξη ημέρες. Στο τέλος κάθε μιας από αυτές τις περιόδους καθαρισμού έπρεπε να προσφέρη μια προσφορά ολοκαυτώματος και μια προσφορά περί αμαρτίας ως θυσίες καθαρισμού.—Λευιτ. 12:1-8· Λουκ. 2:22-24.
Αυτές οι διατάξεις είχαν χωρίς αμφιβολία καλή επίδρασι κατά πολλούς τρόπους. Μολονότι μια συμπτωματική νυκτερινή ρεύσις από ένα άγαμον άνδρα μπορούσε να είναι μια φυσιολογική λειτουργία του ωρίμου άρρενος σώματος, η στενοχωρία του να θεωρήται ακάθαρτος για μια ημέρα θ’ απεθάρρυνε ένα Ισραηλίτη από το ν’ αναζητή ευχαρίστησι από μια τέτοια ρεύσι· αυτό θα τον παρακινούσε ν’ αποφεύγη να σκέπτεται αισθησιακά ζητήματα. Επίσης, ιατρικές μελέτες αποδίδουν εν μέρει το χαμηλό ποσοστό των περιπτώσεων καρκίνου της μήτρας μεταξύ των Ιουδαίων γυναικών στο ότι αποφεύγουν τη σεξουαλική επαφή στη διάρκεια της εμμήνου ρύσεως· ώστε υπήρχαν οφέλη και από υγιεινή άποψι. Αυτή η ιδία διάταξις θα υπενθύμιζε στον Ισραηλίτη σύζυγο ότι έπρεπε να λαμβάνη υπ’ όψιν τους βιολογικούς κύκλους και τους περιορισμούς της συζύγου του, τόσο τους σωματικούς όσο και τους συγκινησιακούς. (Λευιτ. 18:19· 1 Πέτρ. 3:7) Επίσης, αυτοί οι νόμοι θα εδίδασκαν στους άνδρες και στις γυναίκες αυτοπειθαρχία, λογική συγκράτησι των παθών των και σεβασμό των οργάνων του φύλου.
Όσον αφορά την έμμηνο ρύσι, φαίνεται ότι ο σεβασμός του αίματος ως κάτι ιερού για τον Θεό έχει, επίσης, σχέσι. Αν ένας σύζυγος και μια σύζυγος είχαν εκουσίως σεξουαλική επαφή στη διάρκεια που η σύζυγος είχε έμμηνο ρύσι, ο άνδρας θα είχε «ξεσκεπάσει την πηγήν αυτής,» και η γυναίκα θα είχε «αποκαλύψει την πηγήν του αίματος αυτής.» (Λευιτ. 20:18· 17:11) Εφόσον ένας Ισραηλίτης σύζυγος δεν έπρεπε να έχη σχέσεις με τη σύζυγό του, όταν αυτή ευρίσκετο σ’ αυτή την κατάστασι, καθώς εξετάσθηκε ανωτέρω, εκείνοι οι οποίοι εσκεμμένως έδειχναν περιφρόνησι στο νόμο του Θεού σ’ αυτό το ζήτημα έπρεπε να αποκόπτωνται από την επικοινωνία.—Αριθμ. 15:30, 31.
Αλλά φαίνεται ότι υπήρχε κι ένα άλλον ζήτημα που υπεγράμμιζε όλες αυτές τις ειδικές διατάξεις που περιλαμβάνουν ακαθαρσία. Ο Θεός εδημιούργησε τη σεξουαλική έλξι και τις δυνάμεις αναπαραγωγής στον Αδάμ και την Εύα και τους είπε να παράγουν απογόνους. (Γεν. 1:28) Αλλά όταν αμάρτησαν τρώγοντας από το απαγορευμένο δένδρο, τα πράγματα άλλαξαν· έγιναν ατελείς, αμαρτωλοί. Η ένοχη, τραυματισμένη από την αμαρτία συνείδησίς των τους έκανε να προσέξουν ότι ήσαν γυμνοί. Δεν ήσαν πια αγνοί και αναμάρτητοι ενώπιον του Θεού, και προφανώς οι σκέψεις των όταν έβλεπε ο ένας τον άλλο δεν ήσαν πια αγνές και αθώες. Γρήγορα εκάλυψαν τα γεννητικά των όργανα.—Γεν. 3:7, 10, 11.
Είτε το αντελήφθησαν αμέσως είτε όχι, εφόσον είχαν αμαρτήσει, ο Αδάμ και η Εύα δεν μπορούσαν να γεννήσουν τέλεια τέκνα όπως ήταν ο σκοπός του Θεού. Τώρα η αναπαραγωγή μέσω της σεξουαλικής επαφής θα ήταν δυνατή μόνο χάρις στην παρ’ αξίαν αγαθότητα του Θεού να τους επιτρέψη να ζουν. Θα μεταβίβαζαν στα τέκνα των τα κληρονομικά ελαττώματα της αμαρτίας, την ατέλεια και τελικά τον θάνατο.—Ψαλμ. 51:5· Ρωμ. 5:12.
Οι διατάξεις του Νόμου σχετικά με την έμμηνο ρύσι, την ρεύσι σπέρματος και τη γέννησι τέκνων υπενθύμιζε σθεναρά στους Ισραηλίτας την αμαρτωλή των κατάστασι. Τα όργανα του φύλου έχουν γίνει για ένα κατάλληλο και δίκαιο σκοπό, για να μεταβιβάζεται τελεία ζωή. Το να μεταβιβάση ένας Ισραηλίτης άνδρας ζωή περιελάμβανε την ρεύσι του σπέρματός του. Για τη σύζυγό του, περιελάμβανε την έμμηνο ρύσι της, διότι αυτή αποτελούσε μέρος ενός κύκλου μέσω του οποίου μπορούσε αυτή να συλλάβη. Η γέννησις τέκνου ήταν συχνά το τελικό αποτέλεσμα των γαμηλίων σχέσεών των. Αλλά επειδή ήσαν ατελείς άνθρωποι, αυτές οι φυσιολογικές λειτουργίες μετεβίβαζαν ατελή και αμαρτωλή ζωή. Οι περίοδοι της προσωρινής «ακαθαρσίας» που εσχετίζοντο μ’ αυτά τα πράγματα, θα εφιστούσαν συνεχώς την προσοχή των σ’ αυτή την κληρονομική αμαρτωλότητα. Και αυτό ίσχυε ειδικά για τη γέννησι τέκνων, διότι απητείτο μια προσφορά περί αμαρτίας.—Λευιτ. 12:8.
Οι Ισραηλίται θα εβοηθούντο έτσι να εκτιμήσουν την ανάγκη μιας απολυτρωτικής θυσίας που θα εκάλυπτε τις αμαρτίες των και θ’ αποκαθιστούσε την ανθρωπίνη τελειότητα. Οι θυσίες ζώων που προσέφεραν δεν μπορούσαν να το επιτύχουν αυτό. (Εβρ. 10:3, 4) Ο Νόμος, λοιπόν, επρόκειτο να τους οδηγήση στον Χριστόν και να τους βοηθήση να εκτιμήσουν ότι με την ανθρωπίνη θυσία του η πραγματική συγχώρησις ήταν δυνατή, ώστε να προετοιμασθή η οδός για την αποκατάστασι σε ανθρωπίνη τελειότητα.—Γαλ. 3:24· Εβρ. 9:13, 14.