Όταν η Λατρεία Συνεκεντρώνετο σ’ ένα Επίγειο Ναό
ΥΠΑΡΧΟΥΝ χιλιάδες ναοί καθώς και καθεδρικοί σ’ όλον τον κόσμο. Πολλοί απ’ αυτούς είναι λαμπροί σε αρχιτεκτονική και με πολλή διακόσμησι, συχνά διακοσμημένοι με χρυσό και πολύτιμους λίθους.
Έφεραν αυτοί οι ναοί τους ανθρώπους της γης πιο κοντά στην αληθινή και ενοποιημένη λατρεία, με αγάπη μεταξύ των; Όχι· αντιθέτως, έχουν εγείρει σχεδόν ανυπερβλήτους φραγμούς. Μπορεί να βρούμε ένα θεό σ’ αυτούς τους ναούς ή μια εικόνα ενώπιον της οποίας οι πιστοί γονατίζουν, αλλά μπορούμε να βρούμε τον αληθινό Θεό, που όλοι να τον λατρεύουν «εν πνεύματι και αληθεία,» με ενότητα και αγάπη μεταξύ των; Ο ψαλμωδός είπε: «Πάντες οι θεοί των εθνών είναι είδωλα,» ο δε απόστολος Παύλος εδήλωσε: «Εκείνα τα οποία θυσιάζουσι τα έθνη, εις τα δαιμόνια θυσιάζουσι και ουχί εις τον Θεόν.»—Ιωάν. 4:24· Ψαλμ. 96:5· 1 Κορ. 10:20.
Αλλά κάποτε υπήρχε στη γη ένας ναός που αντιπροσώπευε τη λατρεία του αληθινού Θεού. Δεν είχε καμμιά εικόνα του Θεού της μέσα σ’ αυτόν, διότι αυτός ο Θεός είναι ο Δημιουργός, και γι’ αυτόν είναι γραμμένο: «Με τίνα λοιπόν θέλετε εξομοιώσει τον Θεόν; Ή τι ομοίωμα θέλετε προσαρμόσει εις αυτόν;» (Ησ. 40:18, 25) Πραγματικά, αυτός ο Θεός απηγόρευε στους λάτρεις του να κάνουν οτιδήποτε που να τον παριστάνη. Θα ήταν αδύνατον να γίνη αυτό, διότι, όπως εκπρόσωπός του Μωυσής εδήλωσε στον Ισραήλ: «Δεν είδετε ουδέν ομοίωμα, εν τη ημέρα καθ’ ην ο Ιεχωβά ελάλησε προς εσάς εν Χωρήβ εκ μέσου του πυρός.» Το να κάμουν για τον εαυτό τους «είδωλον, εικόνα τινός μορφής» θα έδειχνε ότι ‘είχαν διαφθαρή.’ (Δευτ. 4:15, 16, ΜΝΚ) Επίσης, όταν εγκαινιάζετο ο ναός σ’ αυτόν τον Θεό, ο οικοδόμος του είπε: «Θέλει αληθώς κατοικήσει Θεός επί της γης; Ιδού, ο ουρανός και ο ουρανός των ουρανών δεν είναι ικανοί να σε χωρέσωσι· πόσον ολιγώτερον ο οίκος ούτος, τον οποίον ωκοδόμησα!»—1 Βασ. 8:27.
Αυτός ήταν ο ναός του Ιεχωβά, που αποπερατώθηκε από τον Βασιλέα Σολομώντα στην Ιερουσαλήμ το έτος 1027 π.Χ. και που κατεστράφηκε από τους Βαβυλώνιους το έτος 607 π.Χ. Μετά την επάνοδο των Ισραηλιτών για την αποκατάστασι της καθαρής λατρείας στο έτος 537 π.Χ., ανοικοδομήθηκε ένας ναός στο ίδιο μέρος. Αυτό το κτίριο πάλι ανοικοδομήθηκε και διευρύνθηκε από τον Ηρώδη τον Μέγαν. Αλλά, στην πραγματικότητα, για όλους τους πρακτικούς σκοπούς, σε όλα τα χρόνια δεν υπήρχε παρά ένας ναός, που είχε την ίδια υπηρεσία και τον ίδιο σκοπό.
Η ΣΚΗΝΗ ΥΠΟΔΕΙΓΜΑ ΟΥΡΑΝΙΩΝ ΠΡΑΓΜΑΤΩΝ
Πριν ακόμη και από τον ναό του Σολομώντος, ο Μωυσής είχε στήσει μια σκηνή (κάτι που εχαρακτηρίζετο σαν «ναός») στην έρημο κατ’ εντολήν του Θεού και κατά τον τύπο που του είχε δώσει ο Θεός. (1 Σαμ. 1:9· 3:3· Έξοδ. 25:40· 39:43) Ήταν το απλούστερο απ’ όλα τα οικοδομήματα ναών που επεδοκίμασε ο Ιεχωβά, παρείχε όλα τα ουσιώδη πράγματα. Τα κτίρια ναών που διεδέχθησαν τη σκηνή ήσαν απλώς μεγεθύνσεις και επεξεργασίες και ήσαν μόνιμα οικοδομήματα, ενώ η σκηνή ήταν κινητή.
Γιατί αυτή η σκηνή, που κατασκευάσθηκε πριν από 3.500 χρόνια σχεδόν στην έρημο Σινά, είναι σπουδαία σ’ εμάς; Διότι ένα μεγάλο μέρος μιας επιστολής των Χριστιανικών Ελληνικών Γραφών έχει γραφή γι’ αυτήν. Ο πρωταρχικός σκοπός εκείνης της σκηνής ήταν προφητικός. Ο συγγραφεύς εκείνης της επιστολής το τονίζει αυτό όταν λέγη ότι οι ιερείς που υπηρετούσαν σ’ εκείνη τη σκηνή και στους μετέπειτα ναούς «λειτουργούσιν εις υπόδειγμα και σκιάν των επουρανίων, καθώς ελαλήθη προς τον Μωυσήν, ότε έμελλε να κατασκευάση την σκηνήν διότι «Πρόσεχε,»λέγει [ο Θεός], «να κάμης πάντα κατά τον τύπον τον δειχθέντα εις σε εν τω όρει.»—Εβρ. 8:5.
Κάθε Χριστιανός πρέπει να γνωρίζη όσο το δυνατόν περισσότερα για τα ουράνια πράγματα, τουλάχιστον για κείνα που ανάγονται άμεσα στο να ζούμε μ’ έναν τρόπο που είναι ευάρεστος στον Ιεχωβά. Ο άνθρωπος δεν μπορεί πλήρως να καταλάβη ή ν’ αντιληφθή ένα πράγμα αν δεν το ιδή ή αν δεν λάβη πείραν αύτου του πράγματος ή αν δεν έχη κάτι με το ποίο να το παραβάλη. Λόγου χάριν, ένας κάτοικος μιας πρωτόγονης χώρας που ποτέ δεν είδε ένα σύγχρονο ουρανοξύστη, αν του λεχθή ότι μερικοί απ’ αυτούς έχουν ύψος σαράντα ορόφων, μπορεί να ρωτήση, ‘Έχει τόσο ύψος όσο αυτό το δένδρο;’ Αν του πήτε, ‘Ω, είναι τέσσερις φορές ψηλότερο απ’ αυτό,’ αρχίζει ν’ αντιλαμβάνεται τι θέλετε να πήτε, και μπορεί να ιδή το ύψος του κτιρίου με το μάτι της διανοίας του. Γι’ αυτό ο Θεός φιλάγαθα μας έδωσε ένα φυσικό επίγειο υπόδειγμα που μας δίνει κάποια ιδέα των ουρανίων πραγμάτων, ιδιαίτερα των αρχών και απαιτήσεων της αληθινής λατρείας.
Επομένως, είναι επωφελές να εξετάσωμε την κατασκευή της σκηνής και τα πράγματα που είχαν φέρει μέσα σ’ αυτήν, διότι αυτός ήταν ο σκοπός του Θεού για την ανέγερσί της. Τότε μπορούμε πιο καθαρά να ιδούμε τι αναμένει από μας για να τον λατρεύωμε σήμερα, όπως είπε ο ίδιος ο Υιός του Θεού σε μια Σαμαρείτιδα: «Έρχεται ώρα, και ήδη είναι, ότε οι αληθινοί προσκυνηταί θέλουσι προσκυνήσει τον Πατέρα εν πνεύματι και αληθεία· διότι ο Πατήρ τοιούτους ζητεί τους προσκυνούντας αυτόν.»—Ιωάν. 4:23.
Αυτή η σκηνή ή «ναός» αποτελούσε το κέντρον της αληθινής λατρείας για το έθνος Ισραήλ. Στην πραγματικότητα, η σκηνή ήταν ακριβώς το κέντρον του Ισραηλιτικού στρατοπέδου που απετελείτο από δύο έως τρία εκατομμύρια ανθρώπους. Οι Λευίται, επιμελήται του κτιρίου, είχαν τις σκηνές των γύρω απ’ αυτήν σε μια λογική απόστασι, έπειτα, πιο μακρυά ήσαν οι δώδεκα φυλές, με τρεις φυλές σε κάθε μια από τις τέσσερις πλευρές. Η τοποθεσία της σκηνής διεκρίνετο εύκολα επειδή υπήρχε μια νεφέλη πάνω από το διαμέρισμα των Αγίων των Αγίων. Αυτή η νεφέλη εφαίνετο ως πυρ τη νύχτα, και γι’ αυτό ήταν ορατή σε όλους, οπουδήποτε και αν ήσαν κατασκηνωμένοι. Όταν ο λαός εσκέπτετο ν’ αποδώση λατρεία, εσκέπτετο τη σκηνή του μαρτυρίου, διότι εκεί εγίνοντο όλες οι θυσίες και εκεί οι ιερείς παρείχαν τις υπηρεσίες των. Ακόμη και για ζητήματα εθνικής σπουδαιότητος ο Θεός απαντούσε εκεί μέσω του αρχιερέως με τους ιερούς κλήρους, Ουρίμ και Θουμίμ.
Η σκηνή του μαρτυρίου, όπως και οι περισσότερες μόνιμες κατασκευές που την αντικατέστησαν, ήταν ένα «αγιαστήριον,» δηλαδή, ένας άγιος τόπος. Ο Θεός δεν κατοικούσε προσωπικά σ’ αυτή τη σκηνή, και ποτέ δεν υπήρχε εκεί εικόνα του. Κατοικούσε εκεί μόνον δια του πνεύματος. Αυτό εγίνετο φανερό από ένα θαυματουργικό φως πάνω από την Κιβωτό της Διαθήκης στο διαμέρισμα Άγια των Αγίων. Αλλ’ ας εξετάσωμε λεπτομερώς την όλη κατασκευή.
Η ΚΑΤΑΣΚΕΥΗ ΤΗΣ ΣΚΗΝΗΣ ΤΟΥ ΜΑΡΤΥΡΙΟΥ
Ο εδαφικός χώρος που διετέθη για την περιοχή της σκηνής του μαρτυρίου είχε μήκος εκατό πήχεις (περίπου 44,5 μέτρα) και πλάτος πενήντα πήχεις (περίπου 22,25 μέτρα.) Αυτή η περιοχή ελέγετο «αυλή.» Σ’ αυτά τα όρια είχε στηθή ένα περίφραγμα από βύσσον κλωσμένην [λινό ύφασμα], ύψος πέντε πήχεων (περίπου 2,20 μέτρων), που υπεστηρίζετο από χάλκινους στύλους. Στο μέσον της πρόσθιας (ανατολικής) πλευράς της περιοχής ήταν μια πύλη αποτελούμενη από υφαντά παραπετάσματα ωραίων χρωμάτων μήκους είκοσι πήχεων (περίπου 8,84 μέτρων.)—Έξοδ. 27:9-19.
Όταν ένας εισήρχετο από την πύλη έβλεπε πρώτα το χάλκινο θυσιαστήριο του ολοκαυτώματος, πάνω στο οποίον ετοποθετούντο οι διαφόρων ειδών θυσίες. (Έξοδ. 27:1-8) Πίσω απ’ αυτό υπήρχε ο χάλκινος νιπτήρ που είχε νερό για να νίπτωνται οι ιερείς. (Έξοδ. 30:17-21) Κατόπιν, στη μισή απόστασι μέσα στην αυλή, ήταν η σκηνή του μαρτυρίου. Αυτό το κτίσμα ή ορθογώνια σκηνοειδής κατασκευή είχε μήκος τριάντα πήχεις (περίπου 13,40 μέτρα), πλάτος δέκα πήχεις (περίπου 4,40 μέτρα) και ύψος δέκα πήχεις. Ήταν κατασκευασμένο από σαράντα οκτώ σανίδες σαν είδος πλαισίου καλυμμένες με χρυσό, η κάθε μια από τις οποίες απετελείτο από δύο παραστάτες [αγκωνίσκους] και τρεις εγκάρσιες δοκούς, στο πάνω μέρος, στο κάτω και στο μέσον. Στην είσοδο υπήρχαν πέντε επίχρυσοι στύλοι, και μεταξύ των Αγίων, δηλαδή του μεγαλυτέρου διαμερίσματος, και των Αγίων των Αγίων ήσαν τέσσερις επίχρυσοι στύλοι. Όλες οι σανίδες και οι στύλοι εστηρίζοντο σε αργυρά υποβάσια, εξαιρουμένων των πέντε προσθίων στύλων, που είχαν χάλκινα υποβάσια.—Έξοδ. 26:15-33, 37.
Η σκηνή του μαρτυρίου εκαλύπτετο με ‘παραπετάσματα’ από βύσσον [λινό ύφασμα], διαφόρων χρωμάτων με εικόνες χερουβείμ κεντημένων με πολλή τέχνη. Μέσα από τη σκηνή του μαρτυρίου αυτά ήσαν ορατά δια μέσου των πλαισίων των σανίδων. Πάνω από το βύσσινο κάλυμμα ήταν ένα λεπτό παραπέτασμα από τρίχες αιγών, και πάνω από εκείνο άλλα δύο προστατευτικά καλύμματα, το ένα από κοκκινοβαφή δέρματα κριών και το εξωτερικό επικάλυμμα από δέρματα ζώων, και αυτά αποτελούσαν ένα είδος στέγης.—Έξοδ. 26:1-14.
Το πρόσθιο παραπέτασμα (τάπης) ήταν από ωραία κεντημένη βύσσον αλλ’ όχι με χερουβείμ. (Έξοδ. 26:36) Το καταπέτασμα μεταξύ των διαμερισμάτων των Αγίων και των Αγίων των Αγίων ήταν κεντητό με χερουβείμ.—Έξοδ. 26:31-33.
Ο ενδότερος χώρος, τα Άγια των Αγίων, ήταν ένας τέλειος κύβος και κάθε πλευρά ήταν δέκα πήχεις. Το πρόσθιο ή ανατολικό διαμέρισμα, τα Άγια, είχε διπλάσιο μήκος. Μέσα στα Άγια, στη βορεία πλευρά, ήταν η επίχρυση τράπεζα των άρτων της προθέσεως, πάνω στην οποία ήσαν δώδεκα άρτοι, ένας για κάθε φυλή, καθώς και λίγο θυμίαμα. (Λευιτ. 24:5-7) Στη νοτία πλευρά ήταν η λυχνία (όχι κηροπήγιον) από συμπαγή χρυσόν. Εμπρός από το καταπέτασμα προς τα Άγια των Αγίων ήταν το θυσιαστήριον του θυμιάματος, καλυμμένο με χρυσό.—Έξοδ. 25:23-36· 26:35· 30:1-6.
Μέσα στα Άγια των Αγίων ευρίσκετο η κιβωτός της διαθήκης, καλυμμένη με χρυσό με το «ιλαστήριον» από συμπαγή χρυσόν, πάνω στο οποίον ήσαν δύο χρυσά χερουβείμ. Επάνω από το κάλυμμα αυτό και μεταξύ των χερουβείμ ήταν μια θαυματουργική νεφέλη φωτός, που έδειχνε ότι ο Θεός ήταν με τον λαό του στο ναό, όχι προσωπικά, αλλά διά του πνεύματος. Το άγιον πνεύμα του ενεργούσε εκεί παρέχοντας αυτό το φως.—Έξοδ. 25:10-22· Λευιτ. 16:2.
Η ΗΜΕΡΑ ΤΟΥ ΕΞΙΛΑΣΜΟΥ
Σ’ αυτή τη σκηνή ο λαός έφερνε τις θυσίες του σε όλη τη διάρκεια του έτους. Αλλά η δεκάτη ημέρα του εβδόμου μηνός του Εβραϊκού ημερολογίου ήταν η πιο σημαντική ημέρα του έτους. Ήταν η Ημέρα του Εξιλασμού. (Λευιτ. 16:29-31· 23:27) Εκείνη την ημέρα η πύλη προς την αυλή ήταν ανοιχτή για να βλέπη ο λαός τι συνέβαινε στην αυλή, αλλά δεν μπορούσε να μπη κανένας από τον λαό που δεν είχε διατεταγμένη υπηρεσία στον ναό. Το παραπέτασμα της σκηνής πίσω από τους πέντε στύλους της εισόδου ήταν πάντοτε στη θέσι του, για να μη βλέπη κανένας τι ήταν εκεί μέσα εκτός από τους ιερείς οι οποίοι διακονούσαν μέσα στη σκηνή. Εν τούτοις, ενόσω εγίνοντο οι ενέργειες του εξιλασμού, μόνον ο αρχιερεύς εισήρχετο στη σκηνή του μαρτυρίου. (Λευιτ. 16:17) Ποτέ δεν εισήρχετο κανείς μέσα στα Άγια των Αγίων εκτός από τον αρχιερέα, ο οποίος εισήρχετο σ’ εκείνο το διαμέρισμα μόνον αυτή την μια ημέρα του έτους.—Εβρ. 9:7.
Την Ημέρα του Εξιλασμού οι κυριώτερες θυσίες, εκτός από τα αναγκαία ολοκαυτώματα, ήσαν ένας μόσχος βοών, τέλειος στο είδος του, και ένας τράγος που εκαλείτο «ο τράγος διά τον Ιεχωβά.» Έφερναν επίσης άλλον ένα τράγο, πάνω στον οποίο εξωμολογούντο τα αμαρτήματα του λαού από τον αρχιερέα, και ο τράγος ωδηγείτο κατόπιν στην έρημο για να πεθάνη εκεί.—Λευιτ. 16:3-10.
Ο μόσχος εφέρετο προς τη βορεία πλευρά του θυσιαστηρίου του ολοκαυτώματος και κατόπιν εσφάζετο. (Παράβαλε Λευιτικόν 1:11.) Ο αρχιερεύς πήγαινε πρώτα μέσα στα Άγια των Αγίων με ένα φορητό θυμιατήριο, με άνθρακας που τους έπαιρναν από το θυσιαστήριο. (Λευιτ. 16:12, 13) Αφού εκαίετο το θυμίαμα μέσα στα Άγια των Αγίων εισήρχετο και πάλι, αυτή τη φορά με λίγο αίμα του μόσχου, το οποίον ερράντιζε στο δάπεδον εμπρός και προς την κιβωτό της διαθήκης με το ιλαστήριον κάλυμμά της. Αυτό το αίμα αποτελούσε μια έκκλησι στο έλεος του Θεού για εξιλασμό ή κάλυψι των αμαρτιών του αρχιερέως και του «οίκου του,» που περιελάμβανε όλη τη φυλή του Λευί.—Λευιτ. 16:11, 14.
Η τρίτη είσοδος μέσα στα Άγια των Αγίων εγένετο με αίμα του «τράγου δια τον Ιεχωβά,» το οποίον ερραντίζετο εμπρός στην κιβωτό για τα αμαρτήματα του λαού. Ένα μέρος του αίματος του μόσχου και του τράγου ετίθετο πάνω στο θυσιαστήριο του ολοκαυτώματος και στα κέρατά του. Το στέαρ των ζώων εκαίετο πάνω στο θυσιαστήριο, τα δε πτώματα εφέροντο έξω από το στρατόπεδο και εκαίοντο με το δέρμα και όλα τα άλλα.—Λευιτ. 16:25, 27.
Με αυτό το μέσον ο λαός έμενε ικανοποιημένος γνωρίζοντας ότι έκανε ό,τι παρήγγειλε ο Θεός, ό,τι τον ευαρεστούσε, και ότι τα αμαρτήματά του παρεμερίζοντο για άλλο ένα έτος. Ο απόστολος Παύλος παρατηρεί τα εξής για τη διάταξι του νόμου περί θυσιών: «Το αίμα των ταύρων και τράγων, και η σποδός της δαμάλεως ραντίζουσα τους μεμολυσμένους, αγιάζει προς την καθαρότητα της σαρκός.»—Εβρ. 9:13.
Αλλά οι Ισραηλίται έπρεπε να τηρούν την Ημέρα του Εξιλασμού κάθε χρόνο, και ενδιάμεσα έπρεπε να κάνουν ειδικές θυσίες για ωρισμένα προσωπικά αμαρτήματα. Όπως είπε παρακάτω ο απόστολος Παύλος: «Πόσω μάλλον το αίμα του Χριστού, όστις διά του πνεύματος του αιωνίου προσέφερεν εαυτόν άμωμον εις τον Θεόν, θέλει καθαρίσει την συνείδησίν σας από νεκρών έργων, εις το να λατρεύητε τον ζώντα Θεόν;»—Εβρ. 9:14.
Ο Νόμος, με τη σκηνή του μαρτυρίου και τον ναόν, είχε «σκιάν των μελλόντων αγαθών, ουχί αυτήν την εικόνα των πραγμάτων,» «το σώμα όμως είναι του Χριστού.»—Εβρ. 10:1· Κολ. 2:17.
Ποτέ στις διάνοιες των Εβραίων δεν ήλθε η ιδέα ότι κάποτε θα είχαν έναν Αρχιερέα ο οποίος πραγματικά θα έδινε τη δική του ανθρώπινη ζωή ως θυσία και ο οποίος θα εισήρχετο, όχι στα Άγια των Αγίων της επιγείου σκηνής ή του ναού, αλλά στον ίδιο τον ουρανό, στην παρουσία ακριβώς του Θεού, στον μεγάλο πνευματικό του ναό. Αυτός πνευματικός ναός και το πώς χρησιμεύει ως το κέντρον της αληθινής λατρείας σήμερα θ’ αποτελέση το θέμα του επομένου άρθρου αυτής της σειράς της Σκοπιάς—Εβρ. 9:24.
[Διάγραμμα στη σελίδα 365]
(Για το πλήρως μορφοποιημένο κείμενο, βλέπε έντυπο)
ΚΑΤΟΨΙΣ ΤΗΣ ΣΚΗΝΗΣ ΤΟΥ ΜΑΡΤΥΡΙΟΥ
ΑΓΙΑ ΑΓΙΩΝ
Καταπέτασμα
Κιβωτός της Διαθήκης
ΑΓΙΑ
Τράπεζα της Προθέσεως
Παραπέτασμα
Θυσιαστήριον Θυμιάματος
Επτάφωτος Λυχνία
ΑΥΛΗ
Λεκάνη
Θυσιαστήριον Ολοκαυτώματος
Πύλη