Ένας Κόσμος Χωρίς Ξένους
Πώς είναι δυνατός ένας χωρίς ξένους κόσμος μέσα σ’ έναν κόσμο συνεχούς μεταβολής; Γιατί μια τέτοια ελπίδα δεν είναι φανταστική αλλ’ είναι μια επικείμενη πραγματικότης;
Ο ΚΟΣΜΟΣ, στον οποίο ζούμε, υπερχειλίζει από πληθυσμό. Μπορεί να μη φαίνεται έτσι ενόσω ταξιδεύετε από μίλι σε μίλι διασχίζοντας τις ανώμαλες πεδιάδες ή πετώντας πάνω από τα δάση, τις ερήμους και τις ζούγκλες της Ασίας, της Αφρικής και των άλλων ηπείρων του κόσμου. Ωστόσο, αυτό είναι γεγονός. Ήδη οι αρμόδιοι απορούν πώς θα μπορέση να συντηρηθή ο παρών πληθυσμός. Κι αυτή είναι μόνο η αρχή, διότι οι άνθρωποι πρέπει να ζήσουν μαζί και με ειρήνη, αν πρόκειται να ζήσουν.
Επί του παρόντος υπάρχουν 2.900.000.000 άνθρωποι στη γη, ο δε αριθμός των αυξάνει κατά 49.000.000 το έτος. Σε τριάντα περίπου έτη, δηλαδή στο 1990, οι εμπειρογνώμονες των Ηνωμένων Εθνών υπολογίζουν ότι θα προστεθούν ακόμη 2.700.000.000 άνθρωποι. Στο τέλος του αιώνος, λέγουν, ο πληθυσμός του κόσμου μπορεί να είναι σχεδόν 7.000.000.000.
Σκεφθήτε τι θα σημάνη αυτό: άνθρωποι που θα εργάζωνται, θα παίζουν, θα λατρεύουν, ναι, θα ζουν μαζί, σε μεγαλυτέρους αριθμούς και σε πυκνότερη γειτνίασι. Η στενότης αυτή θα μπορούσε πολύ εύκολα να καταλήξη σε πρόσθετες δυσχέρειες, επαναστάσεις και πολέμους. Αφ’ ετέρου, θα μπορούσε να είναι μια ευκαιρία για βελτίωσι σχέσεων με καλύτερη γνωριμία αλλήλων, μια κλείδα για ευρύτερη συνεργασία και μεγαλύτερη ευτυχία για όλους. Πολύ, ωστόσο, θα εξαρτηθή από τη διανοητική διάθεσι και την εκπαίδευσι των ανθρώπων.
Βασικώς, οι άνθρωποι έχουν ένα κοινό, ενοποιητικό παράγοντα στο να σχετίζωνται μεταξύ των μέσω του ενός ανθρώπου, Αδάμ. Αλλ’ αυτό το γεγονός καθ’ εαυτό δεν αρκεί για να εξασφαλίση ειρήνη και ασφάλεια, να θρέψη τη φυλή και να ευλογήση τους ανθρώπους μ’ ευτυχία, διότι η δύναμις που προέρχεται από μια τόσο κοινή σχέσι «αδελφού και αδελφής» δεν είναι αρκετά ισχυρή καθ’ εαυτήν για να εξαλείψη τις αιτίες που διαιρούν τους ανθρώπους.
Εν πρώτοις η πλειονότης του ανθρωπίνου γένους είναι γενικά ξένοι προς αλλήλους, παρά την κοινή τους προέλευσι. Τι είναι «ξένοι»; Δεν είναι απλώς άνδρες και γυναίκες, που δεν έχομε συναντήσει ή άνθρωποι τους οποίους δεν γνωρίζομε; Πόσους από τους 2.900.000.000 κατοίκους της γης γνωρίζετε; Η αλήθεια είναι ότι ζούμε σ’ έναν κόσμο ξένων. Το γεγονός αυτό είναι μια διαιρετική δύναμις, μια δύναμις που υποθάλπει δυσπιστία και υπόνοια. Και θα παραμείνη έτσι ώσπου να μπορέσουν οι άνθρωποι να γνωρίσουν και ν’ αγαπήσουν αλλήλους.
Αλλά πώς μπορεί να υπάρξη φιλία και αγάπη αν δεν υπάρχη συνάντησις διανοιών; Πώς μπορεί να υπάρξη εμπιστοσύνη μεταξύ ανθρώπων χωρίς γνώσι, και γνώσις χωρίς μια θέλησι μαθήσεως;
Ο ΑΡΧΑΙΟΣ ΞΕΝΟΣ
Στον αρχαίον Ισραήλ, όταν εθεσπίσθησαν νόμοι, που επροστάτευαν τα δικαιώματα του ξένου, οι σχέσεις ξένου και ιθαγενούς είχαν ένα μέτρον επιτυχίας.
Σύμφωνα με τη Νέα Εγκυκλοπαιδεία Θρησκευτικών Γνώσεων του Εικοστού Αιώνος υπό Σαφ-Χέρτσογκ, η λέξις «ξένος» προέρχεται από την Εβραϊκή λέξι «τζερ» στη Μετάφρασι Βασιλέως Ιακώβου ή Εξουσιοδοτημένη Μετάφρασι. Εδικά εφαρμόζεται σ’ «έναν αλλοδαπό που κατοικεί σε μια ξένη χώρα.» Ξένος, με την τεχνική Εβραϊκή έννοια του όρου, μπορεί να ορισθή ένα άτομο ξένης ή μη Ισραηλιτικής καταγωγής. Ήταν ένας που διέμενε μέσα στα όρια της Γης της Επαγγελίας. Διεκρίνετο από τον «αλλοδαπόν» καθότι ο τελευταίος ανήκε κόμη σε άλλη χώρα και θα επεσκέπτετο την Παλαιστίνη μόνον ως ταξιδιώτης. Αυτοί ποτέ δεν είχαν καμμιά σχέσι με τον λαό του Θεού. Οι Ιουδαίοι τους εχαρακτήριζαν ως ειδωλολάτρας.
Στον καιρό του Σολομώντος η Γη της Επαγγελίας είχε πολλούς ξένους. Η παρουσία των μεταξύ των Ισραηλιτών δεν είναι εκπληκτική, διότι η Γραφή ομιλεί για ένα «πλήθος σύμμικτον» που εξήλθε από την Αίγυπτο μαζί με τους Ισραηλίτας στον καιρό της εξόδου. Υπήρχαν επίσης και διάφορες άλλες ομάδες ξένων μεταξύ των Ιουδαίων: Ο Χαναναίος πληθυσμός που ποτέ δεν εξεδιώχθη από το έδαφος, οι αιχμάλωτοι πολέμου, οι φυγάδες, οι μισθωτοί δούλοι, οι έμποροι, και λοιποί. Ο γενικός αριθμός των ξένων ήταν μέγας. Η απογραφή αυτών στην εποχή του Σολομώντος απέδωσε 153.600 άνδρας, πράγμα που θα εσήμαινε ότι ο συνολικός αριθμός των ξένων ισούτο με το δέκατον περίπου του Ισραηλιτικού πληθυσμού.—Έξοδ. 12:38· 2 Χρον. 2:17.
Επομένως, ήταν ένα εύλογο κι ευσπλαγχνικό πράγμα να καταρτισθούν νόμοι για να ρυθμίζουν και να προστατεύουν τα δικαιώματα του κατοίκου ξένου. Οι νόμοι αυτοί είχαν γίνει με πνεύμα μεγάλης γενναιοδωρίας. Εξαιρέσει των Μωαβιτών και Αμμωνιτών, οι οποίοι καταπολεμούσαν τον Ισραήλ, όλα τα έθνη ήσαν δεκτά στα πολιτικά δικαιώματα του έθνους Ισραήλ υπό ωρισμένες συνθήκες. Ο αλλοδαπός, ο οποίος απλώς διέβαινε τη χώρα ή διέμενε προσωρινά σ’ αυτήν, δεν απελάμβανε προνόμια εκτός από τη φιλοξενία που παρείχετο συνήθως στους ξένους. Αυτό το δικαίωμα ετηρείτο ιερό στην Ανατολή. Ως ένας ξενιζόμενος, ο ξένος ήταν ασφαλής, ακόμη και μέσα στη σκηνή του εχθρού του.
Όσο για τη θρησκεία, ήταν απόλυτα αναγκαίο να μην παραβή ο ξένος οποιονδήποτε από τους θεμελιώδεις νόμους του Ισραήλ. Του απηγορεύετο να βλασφημήση το όνομα του Ιεχωβά, να εργασθή το σάββατο, να φάγη ένζυμον άρτον στον καιρό του Πάσχα, να διαπράξη οποιαδήποτε παράβασι των νόμων περί γάμου, να λατρεύση ψευδείς θεούς, ή να φάγη αίμα.
Ένας απερίτμητος ξένος δεν εθεωρείτο ως ένας πλήρης πολίτης. Αν ο ξένος περιετέμνετο, τότε δεν υπήρχε διάκρισις ως προς τα νομικά δικαιώματα μεταξύ του ξένου και του Ισραηλίτου. «Είς νόμος» και για τις δύο τάξεις ήταν μια αρχή θεσπισμένη σχετικά με τους θρησκευτικούς τύπους και τις δικαστικές διαδικασίες. Οι δικασταί ήσουν αυστηρά προειδοποιημένοι ν’ απέχουν από κάθε μεροληψία στις αποφάσεις των. Ο Ισραηλίτης ήταν εντεταλμένος να μεταχειρίζεται τον ξένο σαν αδελφό. Τέτοιοι νόμοι εχρειάζοντο για ν’ αντιδρούν στη φυσική τάσι του να μεταχειρίζωνται τα άτομα που είχαν τη θέσι ξένων με αυστηρότητα.—Αριθμ. 15:16.
ΣΤΗ ΔΙΑΡΚΕΙΑ ΤΗΣ ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΗΣ ΕΠΟΧΗΣ
Το φιλελεύθερο πνεύμα του Μωσαϊκού νόμου περί των ξένων παρουσιάζει μια έντονη αντίθεσι στην άκαμπτη αποκλειστικότητα των Ιουδαίων στην αρχή της Χριστιανικής εποχής. Η σταθερή των απόστασις από τους ξένους μπορεί να προήλθε εν μέρει από τις προσβολές που υπέστησαν οι Ιουδαίοι στα χέρια των αλλοδαπών όταν επέστρεψαν στην Παλαιστίνη από τη Βαβυλωνιακή αιχμαλωσία το 537 π.Χ., ίσως δε εν μέρει κι από φόβο μήπως η φυλή των συναναμιχθή με τους ξένους δια γαμηλίων δεσμών.
Ο Ιησούς Χριστός, όμως, δεν συνεβάδισε με μια τέτοια άκαμπτη αποκλειστικότητα, αλλά την κατεδίκασε στην παραβολή του καλού Σαμαρείτου. Εκεί δίνει τον ορισμό του όρου «πλησίον» με μια έννοια, η οποία ήταν εντελώς νέα για τους ακροατάς του.—Λουκ. 10:36.
Οι προσήλυτοι, που μνημονεύονται στις Πράξεις 2:10, χαρακτηρίζονται ως ο αληθινός εκπρόσωπος του ξένου των Εβραϊκών Γραφών. Απέναντι αυτών, όπως και απέναντι των άλλων, οι πρώτοι Χριστιανοί εξεδήλωναν ένα εγκάρδιο αίσθημα. Πραγματικά, ο απόστολος Παύλος συμβουλεύει τονίζοντας ότι όποιος επρόκειτο να είναι επίσκοπος στη Χριστιανική εκκλησία έπρεπε να είναι «φιλόξενος» [«φίλος των ξένων», ΜΝΚ]. Φυσικά, οι ξένοι αυτοί ήσαν νεοφερμένοι στη Χριστιανική εκκλησία. Αυτοί έπρεπε να τυγχάνουν μεταχειρίσεως με κάθε τρυφερότητα. Με τη μελέτη της Γραφής και με την τακτική των συναναστροφή με τη Χριστιανική εκκλησία, δεν θα εθεωρούντο πια «ξένοι,» αλλά κανονικοί φίλοι της εκκλησίας. Εν τούτοις, θα εξακολουθούσαν ακόμη να τυγχάνουν της φιλοξενίας που παρείχετο στους ξένους.—1 Τιμ. 3:2.
Ο ΣΗΜΕΡΙΝΟΣ ΞΕΝΟΣ
Βέβαια, η λέξις «ξένος» σήμερα έχει προσλάβει μια εντελώς διαφορετική σημασία από εκείνη που είχε στις ημέρες του αρχαίου Ισραήλ. Τώρα η λέξις αυτή κοινώς εφαρμόζεται σ’ έναν άγνωστο, χωρίς γνωριμία σ’ ένα δεδομένο τόπο. Ένας αλλοδαπός, αφ’ ετέρου, είναι ένας που ανήκει σε άλλο έθνος. Η λέξις «αλλοδαπός» συχνά υποδηλοί έναν κάτοικο που έχει γεννηθή έξω από τη χώρα αυτή και δεν είναι πολίτης της.
Πρωτίστως αυτή η σύγχρονη έννοια του «ξένος» είναι εκείνη που πρόκειται να παρέλθη από τη γη· διότι εκείνοι που εξεικονίσθησαν από τους Θεοσεβείς «ξένους» της Βιβλικής προφητείας προορίζονται να κατοικήσουν για πάντα στη γη. Αυτοί προεικόνιζαν μια σημερινή τάξι ανθρώπων, οι οποίοι έχουν την ελπίδα να ζήσουν στη γη για πάντα. Αυτοί, όπως και οι ξένοι η αλλοδαποί, οι οποίοι ειλκύσθησαν προς τον αρχαίον Ισραήλ λόγω της λατρείας του αληθινού Θεού και λόγω της ευνοίας του προς τον Ισραήλ, ενώνονται με το υπόλοιπον του πνευματικού Ισραήλ σήμερα. Αυτό το έκαμαν κυρίως από το έτος 1931. Επειδή αυτοί δεν είναι πνευματικοί Ισραηλίται, αλλ’ είναι σύντροφοί των, χαρακτηρίζονται επομένως προφητικά ως «ξένοι» (ζαρίμ).—Ησ. 61:5.
Με ενότητα το πνευματικό υπόλοιπο και η τάξις του ξένου έχουν συναχθή, σαν ένα ποίμνιο στη μάνδρα. Ένα καλό παράδειγμα της ενότητος και της ειρήνης των παρετηρήθη στη διάρκεια της Διεθνούς Συνελεύσεως Μαρτύρων του Ιεχωβά «Το Θείον Θέλημα» στο 1958. Από 123 χώρες ήλθαν λάτρεις του Ιεχωβά στη Νέα Υόρκη για μια οκταήμερη συνέλευσι. Ήσαν σχεδόν 5.000 απεσταλμένοι από την Ευρώπη, 106 από την Ασία, 263 από την Αφρική, 898 από την Κεντρική και τη Νότιο Αμερική, 1.341 από τις νήσους της θαλάσσης, εκτός από εικοσάδες χιλιάδων από τις Ηνωμένες Πολιτείες και τον Καναδά, ανερχόμενοι όλοι σε 253.922, που εσημειώθη ως ανώτατον όριο παρευρισκομένων.
Εδώ, στην καρδιά ενός διαιρεμένου κόσμου, οι πνευματικοί Ισραηλίται και οι αντιτυπικοί ξένοι συνήλθαν μαζί ως εκκλησία έτσι όπως ποτέ άλλοτε στην ιστορία. Αλλά με πολλή διακριτικότητα, αγάπη κι αυταπάρνησι μπόρεσαν να εργασθούν και να ζήσουν μαζί σε στενή συναναστροφή επί μια εβδομάδα και πλέον, χωρίς διχόνοια, βία ή αιματοχυσία. Όλα αυτά καταδεικνύουν ότι είναι δυνατόν να υπάρξη ένας ειρηνικός, αρμονικός κόσμος υπό τον αληθινό Θεό Ιεχωβά. Αυτός υπεσχέθη τούτο.
ΕΝΑΣ ΚΟΣΜΟΣ ΧΩΡΙΣ ΞΕΝΟΥΣ
Ο Ιεχωβά, μέσω του προφήτου του Δανιήλ, προλέγει την ίδρυσι βασιλείας «ήτις εις τον αιώνα δεν θέλει φθαρή· και η βασιλεία αύτη,» λέγει, «δεν θέλει περάσει εις άλλον λαόν· θέλει κατασυντρίψει και συντελέσει πάσας ταύτας τας βασιλείας, αυτή δε θέλει διαμένει εις τους αιώνας.» (Δαν. 2:44) Η ίδρυσις εκείνης της βασιλείας στους ουρανούς το έτος 1914 μ.Χ. εσήμαινε την αρχή του τέλους του διαιρεμένου αυτού κόσμου. Τώρα είναι καιρός να ετοιμασθούν οι λαοί για τον εισερχόμενο νέο κόσμο της δικαιοσύνης. Η σύναξις της τάξεως του «ξένου» αποτελεί θετική απόδειξι ότι ζούμε στη μεταβατική περίοδο.
Πώς θα επιτελέση η κυβέρνησις της Βασιλείας εκείνο που απέτυχαν να κάμουν τα έθνη της γης; Πρώτ’ απ’ όλα, η Βασιλεία θα κυβερνήση όλη τη γη. Τα εναντιούμενα έθνη θ’ απολεσθούν. Δεύτερον, θ’ ανεχθή μόνο μία θρησκεία—τη λατρεία του αληθινού Θεού Ιεχωβά. Επομένως, όλοι οι εθνικιστικοί και θρησκευτικοί φραγμοί θα καταπέσουν. «Πάντες δε οι υιοί σου θέλουσιν είσθαι διδακτοί του Ιεχωβά, και θέλει είσθαι μεγάλη η ειρήνη των υιών σου.» «Η γη θέλει είσθαι πλήρης της γνώσεως του Ιεχωβά, καθώς τα ύδατα σκεπάζουσι την θάλασσαν,» επροφήτευσεν ο Ησαΐας.—Ησ. 54:13· 11:9, ΜΝΚ.
Η γνώσις περί του Ιεχωβά θα κάμη τη διαφορά. Θα ελκύση όλους τους ανθρώπους σε μια ενότητα που δεν είχε γίνει ποτέ άλλοτε. Αυτή έχει ήδη ενώσει τον αντιτυπικό «ξένον» με το υπόλοιπον του πνευματικού Ισραήλ με δεσμούς αγάπης και στοργής. Τους εκίνησε να σφυρηλατήσουν τας μαχαίρας αυτών δια υνία, και τας λόγχας αυτών δια δρέπανα. Ως ένας λαός αυτοί υπεσχέθησαν ότι δεν θα εγείρουν μάχαιραν έθνος εναντίον έθνους, «ουδέ θέλουσι μάθει πλέον τον πόλεμον.» Επομένως, η ειρήνη των είναι άφθονη.—Ησ. 2:3, 4.
Ένας άλλος παράγων που θα συντελέση στην εξάλειψι της συγχρόνου εννοίας περί ξένου είναι το γεγονός ότι «ο θάνατος δεν θέλει υπάρχει πλέον.» (Αποκάλ. 21:4) Με την έκλειψι του θανάτου, θα υπάρξη αρκετός χρόνος για να γνωρισθούν οι λαοί μεταξύ των. «Διότι τόσον ηγάπησεν ο Θεός τον κόσμον, ώστε έδωκε τον Υιόν αυτού τον μονογενή, δια να μη απολεσθή πας ο πιστεύων εις αυτόν, αλλά να έχη ζωήν αιώνιον.»—Ιωάν. 3:16· 10:28.
Αλλ’ αν δεν πεθαίνη πλέον κανένας, δεν θα υπερπληρωθή από ανθρώπους η γη σ’ ένα βραχύ διάστημα; Όχι. Ο Θείος πόλεμος του Αρμαγεδδώνος, ο οποίος θα τερματίση τον πονηρόν αυτόν κόσμον, θα ερημώση σημαντικά τη γη από κατοίκους. Η Γραφή λέγει ότι «ολίγοι άνθρωποι» θα επιζήσουν απ’ εκείνη τη μάχη. (Ησ. 24:6· Αποκάλ. 16:14, 16) Αλλ’ οι ολίγοι που θα επιζήσουν, θα νυμφευθούν και θ’ αποκτήσουν τέκνα. Θα γίνη επίσης ανάστασις νεκρών «δικαίων τε και αδίκων.» (Πράξ. 24:15) Όταν η γη θα έχη κατάλληλα κατοικηθή, πολύ πιθανόν να παύση τότε η τεκνοποιία. Οι κάτοικοι της γης θα ασχολούνται με τις ειρηνικές επιδιώξεις τού να κάμουν αυτή τη γη παράδεισο για όλη την αιωνιότητα.
Στη νέα γη που προείπαν οι προφήται κι οι απόστολοι, το ανθρώπινο γένος θα φθάση σε τελειότητα διανοίας και σώματος. Με τέλειες διάνοιες η ανθρώπινη οικογένεια θα μπορέση να διατηρήση στη μνήμη της ονομαστικώς όλους τους αδελφούς και αδελφές της που θα συναντήση. Ο καθένας θα ενδιαφερθή για τον άλλον και θα επιζητήση την ευημερία του άλλου. Εν καιρώ κι εκείνος που κατοικεί μακρότερα θα καταστή γνωστός. Δεν θα είναι πια ξένος. Η ανθρώπινη οικογένεια κάτω από τη διεύθυνσι του ιδικού των «Πατρός του μέλλοντος αιώνος» θα ευημερήση με ειρήνη κι ευτυχία, διότι αυτός είναι ο αναλλοίωτος σκοπός του Θεού ως προς αυτή τη γη.—Ησ. 9:6· Ψαλμ. 72:1-8.
Η γη, λοιπόν, πρόκειται να μεταβληθή. Δεν υπάρχει καμμιά αμφιβολία ότι η μεταβολή θα επέλθη. Η επέλευσίς της δεν εξαρτάται από τα οράματα και την ανιδιοτέλεια των ανθρώπων, αλλ’ από τη σοφία και τη δύναμι του Θεού. Καθόσον τα άτομα θ’ αφθονούν στη νέα γη της δημιουργίας του, θα καταστή σαφές ότι ο Θεός και όχι άνθρωπος είναι ο Φύλαξ της ανθρωπίνης φυλής. «Ιδού η σκηνή του Θεού μετά των ανθρώπων, και θέλει σκηνώσει μετ’ αυτών, και αυτοί θέλουσιν είσθαι λαοί αυτού, και αυτός ο Θεός θέλει είσθαι μετ’ αυτών,» είναι η θεόπνευστη επαγγελία. Το μόνο ερώτημα που απομένει είναι, θα είμεθα εμείς εκεί να την απολαύσωμε; Το αν θα είμεθα ή όχι εξαρτάται από τη σχέσι μας με τον Θεόν, ο οποίος υπεσχέθη να κάμη «νέα τα πάντα.»—Αποκάλ. 21:3-5.