Εκδίκησις του Αίματος των Αθώων
«Διότι, ιδού, ο Ιεχωβά εξέρχεται από του τόπου αυτού δια να παιδεύση τους κατοίκους της γης ένεκεν της ανομίας αυτών· η δε γη θέλει ανακαλύψει τα αίματα αυτής, και δεν θέλει σκεπάσει πλέον τους πεφονευμένους αυτής.—Ησ. 26:21.
1. Ποια είναι η στάσις του Ιεχωβά ως προς τη ζωή, όπως τονίζεται από τον προφήτη Ησαΐα;
Ο ΙΕΧΩΒΑ από την αρχή της πολιτείας του με την ανθρωπότητα υπέδειξε τη μεγάλη του εκτίμησι για τη ζωή. Ταυτόχρονα διεσαφήνισε στον άνθρωπο ότι και αυτός πρέπει να σέβεται τη ζωή, διότι αλλιώς θα δώση λόγο στον Ιεχωβά γι’ αυτή την έλλειψι εκτιμήσεως. Η περιφρόνησις του νόμου του Ιεχωβά επέφερε στα έθνη τη δίκαιη κρίσι του Ιεχωβά, το δε αθώον αίμα που έχει χυθή ανά τους αιώνες δεν μπορεί πια να μείνη ακάλυπτο ή να αφεθή χωρίς εκδίκησι. Αυτό επιβεβαιώνεται πλήρως από τα λόγια του προφήτου Ησαΐα: «Διότι, ιδού, ο Ιεχωβά εξέρχεται από του τόπου αυτού δια να παιδεύση τους κατοίκους της γης ένεκεν της ανομίας αυτών η δε γη θέλει ανακαλύψει τα αίματα αυτής, και δεν θέλει σκεπάσει πλέον τους πεφονευμένους αυτής.»—Ησ. 26:21, ΜΝΚ.
2. (α) Σε ποιο ζήτημα σχετικά με τη ζωή αναμίχθηκαν ο Κάιν και ο Άβελ και τι αιτιολογία έδωσε για τη στάσι του ο Κάιν; (β) Ποια ήταν η κρίσις του Ιεχωβά σ’ αυτό το ζήτημα;
2 Οι πρώτοι δύο άνθρωποι που είναι γνωστό ότι γεννήθηκαν στην ανθρώπινη φυλή αναμίχθηκαν σ’ αυτό το ζήτημα της εκχύσεως αθώου αίματος, όταν η θυσία που προσέφερε ο Άβελ στον Ιεχωβά έγινε δεκτή, ενώ η θυσία του Κάιν δεν έγινε ευνοϊκά δεκτή, «και ηγανάκτησεν ο Κάιν σφόδρα και εκατηφίασε το πρόσωπον αυτού.» Ο Ιεχωβά, αναγνωρίζοντας την απειλή που παρουσίαζε ο θυμός του Κάιν για τη ζωή του Άβελ, προειδοποίησε τον Κάιν ότι αν μετεστρέφετο και έπραττε το καλόν θα ήταν ευπρόσδεκτος. Εν τούτοις, ο λόγος για τον οποίον δεν ήταν ευπρόσδεκτη η θυσία του Κάιν στον Ιεχωβά, που βλέπει τις καρδιές έγινε πιο φανερός όταν ο Κάιν εξεδήλωσε κατόπιν την κακή του στάσι. (1 Σαμ. 16:7) Αντί να ταπεινωθή και ν’ αναγνωρίση τον νόμο του Ιεχωβά, ακολουθώντας το παράδειγμα του αδελφού του, προτίμησε ν’ αγνοήση τη συμβουλή του Ιεχωβά να υπερνικήση την αμαρτία, που έκειτο στην θύρα, και ακολούθησε τον δρόμο που ωδήγησε στον βίαιο φόνο του αδελφού του. (1 Ιωάν. 3:12· Ιούδ. 11) Περαιτέρω απόδειξις της στάσεώς του ήταν η σκληρή και ψευδής απάντησίς του στην ερώτησι του Ιεχωβά περί του Άβελ: «Δεν εξεύρω· μη φύλαξ του αδελφού μου είμαι εγώ;» Αυτό δεν ήταν εκδήλωσις μετανοίας ή τύψεως συνειδήσεως! Ούτε μπορούσε η δήθεν αθωότης του Κάιν να τον συγχωρήση από την ευθύνη. Η κρίσις του Ιεχωβά δόθηκε αμέσως. «Η φωνή του αίματος του αδελφού σου βοή προς εμέ εκ της γης· και τώρα επικατάρατος να ήσαι από της γης, ήτις ήνοιξε το στόμα αυτής δια να δεχθή το αίμα του αδελφού σου εκ της χειρός σου.»—Γέν. 4:4-11.
3. (α) Γιατί δεν απηλλάγη ο Κάιν από την ενοχή του και τι είχε καταλάβει από την κρίσι του Ιεχωβά; (β) Στην εποχή του Νώε τι έκαμε ο Ιεχωβά για να καθαρίση τη γη, που ήταν γεμάτη από βία;
3 Παρατηρήστε ότι ο Ιεχωβά ιδιαίτερα επέστησε την προσοχή του Κάιν στο αίμα του Άβελ που χύθηκε πάνω στη γη. Γιατί; Διότι η ζωή είναι στο αίμα, και το αίμα του Άβελ χύθηκε χωρίς καμμιά δικαιολογημένη αιτία. Ο Κάιν αφήρεσε ζωή από τον Άβελ, ζωή η οποία ανήκε στον Θεό, και το αίμα που έβαψε τη γη στον τόπο του φόνου του έφερε άφωνη, αλλά εύγλωττη μαρτυρία για τη ζωή που είχε χυθή, κράζοντας στον Ιεχωβά για εκδίκησι. Ο Κάιν πρέπει να είχε καταλάβει ότι η πράξις του ν’ αφαιρέση τη ζωή του Άβελ έθεσε σε κίνδυνο τη δική του ζωή, διότι παραπονέθηκε στον Ιεχωβά: «Θέλω είσθαι πλανήτης και φυγάς επί της γης· και πας όστις με εύρη, θέλει με φονεύσει.» (Γέν. 4:14) Εν τούτοις ο Ιεχωβά του είπε: «Δια τούτο, πας όστις φονεύση τον Κάιν, επταπλασίως θέλει τιμωρηθή. Και έβαλεν ο Ιεχωβά σημείον εις τον Κάιν, δια να μη φονεύση αυτόν πας όστις εύρη αυτόν.» (Γέν. 4:15, ΜΝΚ.) Το σημείο που έθεσε ο Ιεχωβά στον Κάιν ήταν αλάνθαστο σε σημασία, όπως αργότερα πιστοποιήθηκε από τον Λάμεχ, απόγονο του Κάιν, όταν συνέθεσε αυτά τα λόγια: «Άνδρα εφόνευσα εις πληγήν μου· Και νέον εις μάστιγά μου· Διότι ο μεν Κάιν επταπλασίως θέλει εκδικηθή· Ο δε Λάμεχ εβδομηκοντάκις επτά.» (Γέν. 4:23, 24) Η βία αυξήθηκε στη γη ώσπου στις ημέρες του Νώε ο Ιεχωβά εξαφάνισε κάθε τι που είχε πνοή στους μυκτήρες του από ανθρώπου έως κτήνους. Μόνον το Νώε κι εκείνους που ήσαν μαζί του στην κιβωτό διαφύλαξε όταν τα ύδατα του κατακλυσμού εκάλυψαν τη γη.—Γέν. 7:22,23.
ΕΠΙΒΟΛΗ ΤΗΣ ΙΕΡΟΤΗΤΟΣ ΤΟΥ ΑΙΜΑΤΟΣ
4. (α) Πότε και πώς ο Ιεχωβά εισήγαγε τη δύναμι της ζωής μέσα στην υλική δημιουργία; (β) Πώς ο Ιεχωβά κατέδειξε την ανωτερότητα της ζωής μιας ψυχής σε συμπαραβολή με τη ζωή που ζωογονεί τη βλάστησι;
4 Αυτή η ‘πνοή της ζωής’ ήταν η δημιουργία του Θεού και εμφυτεύθηκε πρώτα σε θαλάσσια ζώα, σε πτηνά και σε ζώα της ξηράς. Αυτό είχε γίνει χιλιάδες χρόνια προτού ο άνθρωπος λάβη αυτό το δώρο από τον Θεό. Εν τούτοις, και αυτό ακόμη αποτελούσε την έναρξι της λειτουργίας της ζωής στη γη. Ήταν στην τρίτη δημιουργική ημέρα όταν ο Θεός προσέθεσε στα άψυχα άτομα της ύλης την ενέργεια της ζωής, λέγοντας: «Ας βλαστήση η γη χλωρόν χόρτον, κάμνοντα σπόρον, και δένδρον κάρπιμον κάμνον καρπόν κατά το είδος αυτού, του οποίου το σπέρμα να ήναι εν αυτώ επί της γης.» (Γέν. 1:11) Στη βλάστησι, και ιδιαίτερα στα ξυλώδη φυτά θα έρρεε μια υδαρής διάλυσις ή ζωτικό κυκλοφοριακό υγρό που λέγεται χυμός, παρέχοντας ουσιώδη τροφή και στο ελάχιστο κλωνάρι, φύλλο και άνθος. Έτσι, θα μπορούσε να λεχθή ότι η ζωή του δένδρου είναι μέσα στον χυμό, που μεταδίδει τις ιδιότητες συντηρήσεως της ζωής του φυτού σε ολόκληρο τον οργανισμό του. Εν τούτοις, μετά από δεκατέσσερις χιλιάδες περίπου χρόνια, στην πέμπτη δημιουργική μέρα, όταν άρχισαν να δημιουργούνται τα θαλάσσια ζώα και τα πτηνά, και μετά από επτά χιλιάδες ακόμη χρόνια, στην έκτη δημιουργική μέρα, όταν άρχισε η δημιουργία των χερσαίων ζώων, ο Ιεχωβά επρομήθευσε σ’ αυτά ένα διαφορετικό είδος κυκλοφοριακού συστήματος. Και γέμισε τα πολύπλοκα κυκλοφοριακά συστήματα αυτών των πλασμάτων μ’ ένα νέο μέσον μεταβιβάσεως, το αίμα αντί του χυμού, που μεταφέρει οξυγόνον και στοιχεία διατροφής σε κάθε ιστόν του κάθε οργάνου και μέρους του σώματος. Αλλ’ η ζωή που είναι στο αίμα είναι ανώτερη από εκείνη που ζωογονεί τα φυτά και τη βλάστησι. Είναι η ζωή μιας ψυχής. Επίσης, στον άνθρωπο δεν είχαν τεθή περιορισμοί για το κόψιμο φυτών, που θ’ αφαιρούσε έτσι τη ζωή τους. Αντιθέτως, κάθε χόρτο που έκανε σπόρον και κάθε δένδρον είχαν δοθή στον άνθρωπο και στα ζώα για τροφή. (Γέν. 1:29, 30) Αλλά στην Εδέμ, και όταν ο άνθρωπος αμάρτησε και εκδιώχθηκε από την Εδέμ, δεν του δόθηκε εξουσία ν’ αφαιρή τη ζωή των ζώων με την ίδια απεριόριστη ελευθερία που είχε στα φυτά. Η ζωή μιας ψυχής εθεωρείτο ιερή από τον Θεό.
5. (α) Ποιον νέο νόμο έλαβε ο Νώε μετά τον κατακλυσμό και σε σχέσι με ποια εξουσιοδότησι δόθηκε αυτός; (β) Πώς αυτή η εντολή ετόνιζε περισσότερο την ιερότητα του αίματος και της ζωής που είναι στο αίμα;
5 Όταν ο Νώε βγήκε από την κιβωτό, ο Ιεχωβά του έδωσε ένα νέο νόμο. Ο Ιεχωβά, κάνοντας τούτο, εχαρακτήρισε την «ψυχή» ως το «αίμα.» Γι’ αυτό το λόγο η «ψυχή» ή «ζωή» είναι στο αίμα. Όχι ότι η ψυχή είναι κάτι το άυλο, αόρατο και άπιαστο που μένει μέσα στον άνθρωπο. Τα ζώα, τα ψάρια και τα πτηνά καλούνται ψυχές (Γέν. 1:20-24) και όταν ο Ιεχωβά έπλασε τον άνθρωπο, ενεφύσησε πνοήν ζωής στο σώμα που είχε γίνη από χώμα και έγινε εις ψυχήν ζώσαν, δηλαδή, ο άνθρωπος ήταν ψυχή· δεν είχε ψυχή. (Γέν. 2:7) Αλλά μετά τον κατακλυσμό, ο Ιεχωβά έκαμε μια αλλαγή στην πολιτεία του με την ανθρωπότητα ως προς την έκχυσι αίματος. Ο Ιεχωβά έδωσε στον άνθρωπο την ιερή ευθύνη να ενεργή αμέσως ως εκτελεστής του Ιεχωβά για τους εκουσίους φονείς. Αυτή η ακαθορίστου διαρκείας εντολή ελέχθη σε σχέσι με μια εξουσιοδότησι να τρώγη το κρέας των ζώων, αλλ’ ο Ιεχωβά προειδοποίησε τον Νώε ιδιαίτερα σχετικά με την ιερότητα του αίματος και της ζωής που είναι στο αίμα. «Παν κινούμενον, το οποίον ζη, θέλει είσθαι εις σας προς τροφήν· ως τον χλωρόν χόρτον έδωσα τα πάντα εις εσάς· κρέας όμως με την ζωήν αυτού, με το αίμα αυτού, δεν θέλετε φάγει· και εξάπαντος το αίμα σας, το αίμα της ζωής σας, θέλω εκζητήσει· εκ της χειρός παντός ζώου θέλω εκζητήσει αυτό, και εκ της χειρός του ανθρώπου· εκ της χειρός παντός αδελφού αυτού θέλω εκζητήσει την ζωήν του ανθρώπου· όστις χύση αίμα ανθρώπου, υπό ανθρώπου θέλει χυθή το αίμα αυτού· διότι κατ’ εικόνα Θεού εποίησεν ο Θεός τον άνθρωπον.» (Γεν. 9:3-6) Θανατική ποινή επεβάλλετο τώρα στην ανθρωπότητα ως θεία απαίτησις, και διασαφηνίσθηκε καλά στο πέρασμα του χρόνου ότι η παράλειψις εκτελέσεως αυτής της απαιτήσεως θα είχε πάλι ως συνέπεια την ενοχή αίματος.
ΚΑΜΜΙΑ ΕΞΑΓΟΡΑ ΓΙΑ ΤΟΝ ΕΝΟΧΟ ΑΙΜΑΤΟΣ
6. Σύμφωνα με τον νόμο του Μωυσή, πώς και μόνο θα μπορούσε να τηρήται η γη αμόλυντη από αιματοχυσία, και πόσο μεγάλης σημασίας ήταν αυτή η διάταξις;
6 Μετά από αιώνες, ο Ιεχωβά Θεός ετόνισε και πάλι την υψηλή του εκτίμησι για τη ζωή μιας «ψυχής» καθορίζοντας ποινή για την παράβασι του νόμου του Ισραήλ που είχε δοθή μέσω του Μωυσή. Ο Ιεχωβά είπε: «Και ο οφθαλμός σου δεν θέλει φεισθή· θέλει δοθή ζωή αντί ζωής, οφθαλμός αντί οφθαλμού, οδούς αντί οδόντος, χειρ αντί χειρός, πους αντί ποδός.» (Δευτ. 19:21) Ο Ιεχωβά κατόπιν προειδοποίησε τον λαό του καθώς προετοιμάζετο να εισέλθη στη Γη της Επαγγελίας: «Και δεν θέλετε μολύνει την γην εις την οποίαν κατοικείτε· διότι το αίμα, αυτό μολύνει την γην και η γη δεν δύναται να καθαρισθή από του αίματος του εκχυθέντος έπ’ αυτής, ειμή δια του αίματος εκείνου όστις έχυσεν αυτό.» (Αριθμ. 35:33) Τόσο μεγάλης σημασίας ήταν η διάταξις του Ιεχωβά για την τήρησι της γης αμόλυντης από ενοχή αίματος των κατοίκων της, ώστε προέβλεπε ακόμη και για περιπτώσεις στις οποίες ο φονεύς ήταν άγνωστος. Η απώλεια μιας αθώας ζωής δεν θα έπρεπε ν’ αφήση τη γη να μένη μολυσμένη.—Δευτ. 21:1-9.
7. (α) Ποιος ήταν εξουσιοδοτημένος στον Ισραήλ να εκδικηθή έναν φονευμένο, και πώς εκτελούσε το καθήκον του; (β) Πώς ο νόμος του Ισραήλ διέφερε από τις μετέπειτα συνήθειες, ιδιαίτερα στους μεσαιωνικούς χρόνους;
7 Εκείνος που ήταν εξουσιοδοτημένος με τον νόμο του Ισραήλ να εκδικηθή το αίμα εκείνου ο οποίος είχε φονευθή ελέγετο «εκδικητής του αίματος» η γκοέλ και, ήταν ο πλησιέστερος συγγενής του φονευθέντος. (Αριθμ. 35:19) Επειδή ο πλησιέστερος συγγενής ήταν σχετισμένος με τον φονευμένο, είναι ευκολονόητο, ότι θα ενδιαφέρετο ζωηρά να εκπληρώση αυτό το καθήκον, θα ωρμούσε μάλιστα μέσα στην οργή του για να εκδικήση τη ζωή του συγγενούς του. Αν ο φονεύς ήταν γνωστός, τότε η ανταπόδοσις για το αίμα του φονευμένου έπρεπε να είναι γρήγορη και βέβαιη. «Εάν δε τις έχη μίσος κατά του πλησίον αυτού, και παραμονεύσας αυτόν, εφορμήση έπ’ αυτόν, και πατάξη αυτόν, και αποθάνη, και φύγη εις μίαν των πόλεων τούτων, [του καταφυγίου], τότε θέλουσιν αποστείλει οι πρεσβύτεροι της πόλεως αυτού και θέλουσι λάβει αυτόν εκείθεν, και θέλουσι παραδώσει αυτόν εις την χείρα του εκδικητού του αίματος, δια να αποθάνη. Ο οφθαλμός σου δεν θέλει φεισθή αυτόν, αλλά θέλεις εξαλείψει από του Ισραήλ το αθώον αίμα, δια να ευημερής.» (Δευτ. 19:11-13) Δεν επρόκειτο να δοθή άσυλο για τον εκούσιο φονέα ούτε θα μπορούσε να γίνη εξαγορά για την ψυχή του. (Αριθμ. 35:31) Σε πολλές χώρες των αρχαίων και των μεσαιωνικών χρόνων παρείχετο άσυλο σε οποιονδήποτε, έστω και αν ήταν ένοχος φόνου. Έτσι, οι εκκλησίες του Χριστιανικού κόσμου έγιναν άσυλα για κείνους που παρέβησαν εκουσίως τον νόμο του Θεού. Αυτό δεν γινόταν ανεκτό από τον νόμο του αρχαίου Ισραήλ. Ένα παράδειγμα ότι ακόμη και το ιερό θυσιαστήριο του ολοκαυτώματος δεν μπορούσε να παράσχη άσυλο είναι η περίπτωσις του Ιωάβ. Όταν αυτός δεν απεμακρύνετο από τα κέρατα του θυσιαστηρίου για να βγη έξω, ο Σολομών διέταξε να εκτελεσθή εκεί στην αυλή της σκηνής του Ιεχωβά, επειδή έλαβε μέρος στην αποστασία του Αδωνία και φόνευσε τον Αβενήρ και τον Αμασά.—1 Βασ. 2:28-34.
ΕΛΕΟΣ ΓΙΑ ΤΟΝ ΑΚΟΥΣΙΟ ΦΟΝΕΑ
8. (α) Γιατί δεν θα υπήρχε ενοχή αίματος για τον εκδικητή του αίματος επειδή αφήρεσε τη ζωή ενός φονέως; (β) Θα υπήρχε ενοχή αίματος για τον εκδικητή του αίματος, αν αφαιρούσε τη ζωή ενός ακουσίου φονέως; Πώς θα μπορούσε να μολυνθή η γη σε μια τέτοια περίστασι;
8 Αν ο εκδικητής του αίματος κατέφθανε αυτόν τον φονέα τότε δεν θα προέκυπτε ενοχή αίματος από την εκτέλεσι του φονέως διότι, πραγματικά, ο εκδικητής θα έκανε εξιλέωσι για το αθώο αίμα το οποίο αλλιώς θα άφηνε μολυσμένη τη γη. (Αριθ. 35:33) Αλλά τι θα γινόταν αν ο φόνος ήταν τυχαίος και δεν υπήρχε κακοβουλία ή πρόθεσις; Σε μια τέτοια περίπτωσι η αφαίρεσις της ζωής θα ήταν χωρίς πρόθεσι, χωρίς να επιζητήται η κακοποίησις του φονευθέντος. Αν ο εκδικητής του αίματος κατέφθανε αυτόν τον ακούσιο φονέα και τον εφόνευε στην έξαψι της οργής του τότε, επειδή ο φονεύς ήταν αθώος από προμελετημένο φόνο, ο πλησιέστερος συγγενής του θα μπορούσε αγανακτισμένος να εγερθή εναντίον του εκτελεστού του συγγενούς του και θα αφαιρείτο άλλη μια αθώα ζωή, επειδή ο πρώτος εκδικητής του αίματος είχε το νομικό δικαίωμα να επιπέση κατά του ακουσίου φονέως. Αυτό μπορούσε εύκολα να δώση αφορμή σε μια θανάσιμη έχθρα με την απώλεια μιας αθώας ζωής κατόπιν της άλλης, και η γη θα εποτίζετο με αίμα.
9. Τι μέσον ασύλου δόθηκε για τον ακούσιο φονέα;
9 Για να εμποδίση αυτή τη μόλυνσι της γης, και ως πράξιν ελέους, ο Ιεχωβά είχε απαιτήσει να καθορισθούν πόλεις ως άσυλα στον Ισραήλ όπου ο ακούσιος φονεύς θα μπορούσε να βρη καταφύγιο από τον εκδικητή του αίματος. Και θέλουσιν είσθαι εις εσάς πόλεις δια καταφύγιον από του εκδικούντος το αίμα· δια να μη αποθάνη ο φονεύς, εωσού παρασταθή ενώπιον της συναγωγής εις κρίσιν. Και εκ των πόλεων, τας οποίας θέλετε δώσει, εξ πόλεις θέλουσιν είσθαι δια καταφύγιον εις εσάς. Τας τρεις πόλεις θέλετε δώσει εντεύθεν του Ιορδάνου, και τας τρεις πόλεις θέλετε δώσει εν τη γη Χαναάν πόλεις καταφυγίου θέλουσιν είσθαι. Αύται αι εξ πόλεις θέλουσιν είσθαι καταφύγιον δια τους υιούς Ισραήλ, και δια τον ξένον, και δια τον παροικούντα μεταξύ αυτών ώστε όστις φονεύση άνθρωπον ακουσίως, να φεύγη εκεί.» (Αριθμ. 35:10-15· Δευτ. 19:1-3, 8-10) Αυτές οι πόλεις έπρεπε να είναι πλησίον και εύκολα προσιτές, όπως αναγράφεται στο Δευτερονόμιο 19:6: «Μήποτε καταδιώξη τον φονέα ο εκδικητής του αίματος, ενώ είναι εις έξαψιν η καρδία αυτού, και προφθάση αυτόν, (εάν η οδός ήναι μακρά,) και φονεύση αυτόν, καίτοι μη όντα άξιον θανάτου, επειδή δεν εμίσει αυτόν πρότερον.» Επί πλέον επειδή δεν αναφέρεται ιδιαίτερα στη Γραφή, η Ιουδαϊκή παράδοσις μάς πληροφορεί ότι οι δρόμοι που ωδηγούσαν στις πόλεις του καταφυγίου είχαν γίνει φαρδείς και ομαλοί, για να μην υπάρχουν εμπόδια καθ’ οδόν, και συνεχώς διετηρούντο καλά.
ΑΣΦΑΛΕΙΑ ΜΟΝΟΝ ΣΤΗΝ ΠΟΛΙ ΤΟΥ ΚΑΤΑΦΥΓΙΟΥ
10. Πώς καθωρίζετο αν ένας άνθρωπος εδικαιούτο να εύρη άσυλο στην πόλι του καταφυγίου;
10 Μολονότι οποιοσδήποτε φονεύς μπορούσε να καταφύγη στην πόλι, άσυλο σ’ αυτήν παρείχετο μόνον εφόσον ο φονεύς είχε περάσει από δίκη ενώπιον των πρεσβυτέρων της πόλεώς του στη δικαιοδοσία των οποίων υπήγετο ο φόνος που είχε γίνει. (Ιησ. Ναυή 20:4-6) Και «τότε η συναγωγή θέλει κρίνει αναμέσον του φονέως και του εκδικούντος το αίμα, κατά τας κρίσεις ταύτας.» (Αριθμ. 35:24) Αν ο φονεύς εκρίνετο ένοχος φόνου, έπρεπε να παραδοθή αμέσως στον εκδικητή του αίματος για εκτέλεσι. (Αριθ. 35:30) Αν όμως, ο φονεύς εκρίνετο αθώος από κάθε κακοβουλία, επειδή δεν μισούσε προηγουμένως τον φονευθέντα, τότε «η συναγωγή θέλει ελευθερώσει τον φονέα εκ της χειρός του εκδικούντος το αίμα, και η συναγωγή θέλει αποκαταστήσει αυτόν εις την πόλιν του καταφυγίου αυτού, όπου είχε φύγει· και θέλει κατοικεί εν αυτή μέχρι του θανάτου του ιερέως του μεγάλου, του κεχρισμένου δια του αγίου ελαίου.»—Αριθμ. 35:25.
11. Πώς και μόνον θα εξακολουθούσε η πόλις να είναι ένας τόπος καταφυγίου για τον φονέα, και τι αυτό θα ετύπωνε στη διάνοιά του;
11 Ο φονεύς, για να είναι βέβαιος ότι είναι ασφαλής, έπρεπε να παραμένη μέσα στα όρια της πόλεως που εξετείνοντο χιλιάδες πήχες έξω από την πόλι. «Εάν όμως ο φονεύς εξέλθη έξω των ορίων της πόλεως του καταφυγίου αυτού, εις την οποίαν έφυγε, και ο εκδικητής του αίματος εύρη αυτόν έξω των ορίων της πόλεως του καταφυγίου αυτού, και ο εκδικητής του αίματος θανατώση τον φονέα, δεν θέλει είσθαι ένοχος αίματος· διότι έπρεπε να μένη εν τη πόλει του καταφυγίου αυτού μέχρι του θανάτου του μεγάλου ιερέως· μετά δε τον θάνατον του μεγάλου ιερέως, ο φονεύς θέλει επιστρέψει εις την γην της ιδιοκτησίας αυτού.» (Αριθμ. 35:26-28) Αυτό θα εσήμαινε ότι, άπαξ ο φονεύς μπήκε στην πόλι, σαν ένας δεκτός κάτοικος της πόλεως, αφού είχε αποδείξει την αθωότητά του από φόνο εκ προθέσεως κατόπιν καταλλήλου δίκης, τότε δεν έπρεπε να βγη από την πόλι έστω και προσωρινώς για οποιοδήποτε λόγο χωρίς κίνδυνο της ζωής του. Αυτό θα ετύπωνε στη διάνοια του φονέως τη σοβαρότητα της πράξεώς του, έστω και αν ήταν αθώος, και θα του θύμιζε συνεχώς το έλεος του Ιεχωβά που του επέτρεψε να έχη αυτό το άσυλο. Περαιτέρω αναφέρονται τα εξής: «Και δεν θέλετε λαμβάνει εξαγοράν υπέρ του φυγόντος εις την πόλι του καταφυγίου αυτού, δια να επιστρέψη να κατοική εν τω τόπω αυτού, μέχρι του θανάτου του ιερέως.» (Αριθμ. 35:32) Αλλιώς, θ’ αποτελούσε εμπαιγμό της προνοίας που είχε λάβει ο Ιεχωβά και θα έδινε την εντύπωσι ότι η ζωή θα μπορούσε να εξαγορασθή από τον Ιεχωβά.
12. Μήπως ο φονεύς θα εκρατείτο φυλακισμένος στην πόλι; Τι τον κρατούσε εκεί, και τι έπρεπε να κάμη στη διάρκεια της εκεί διαμονής του;
12 Εκείνος που εγίνετο δεκτός στην πόλι του καταφυγίου δεν έπρεπε ν’ αποτελέση βάρος στους κατοίκους της πόλεως. Λογικό είναι ότι ενόσω θα ήταν εκεί θα έπρεπε να συμβάλλη στην ευημερία της πόλεως και να εργάζεται για τη συντήρησί του. Θα μπορούσε να το κάνη αυτό μετερχόμενος το επάγγελμα του, αν ήταν κατάλληλο για την αστική ζωή. Αν όχι θα χρειαζόταν ίσως να μάθη ένα νέο επάγγελμα. Τίποτε στο νόμο του Ιεχωβά δεν επέτρεπε την επαιτία ή να ζη κανείς από την φιλανθρωπία των άλλων χωρίς κάποια ανταπόδοσι, αν αυτός ήταν σωματικώς ικανός να το κάνη. Ακόμη και η χήρα και το ορφανό που μπορεί να μη είχαν ιδιοκτησία γης ή μέσα συντηρήσεως, μολονότι είχαν πολλά ευεργετήματα έπρεπε να εργάζωνται σε ανταπόδοσι των όσων ελάμβαναν. (Δευτ. 24:17-22) Ενδιαφέρει να σημειωθή ότι, ενώ οι φονείς δεν εκρατούντο φυλακισμένοι στην πόλι και ήσαν ελεύθεροι να φύγουν αν το έκριναν κατάλληλο, ωστόσο η υπόδειξις του Ιεχωβά να τηρούν τη διάταξί του για ασφάλεια ήταν τέτοια που μόνον οι πολύ απερίσκεπτοι θα τολμούσαν να την παραβούν.
13. Ποια πρόσθετα χαρακτηριστικά του νόμου του Ισραήλ διεσαφήνιζαν ότι η αφαίρεσι ζωής έστω και άθελα δεν έπρεπε να λαμβάνεται στα ελαφρά;
13 Επί πλέον, δεν έπρεπε να γίνεται κατάχρησις του ελέους του Ιεχωβά που παρείχε καταφύγιο για τον ακούσιο φονέα, ούτε ο νόμος επέτρεπε ασυγχώρητη αμέλεια ως δικαιολογία για έλεος. Λόγου χάριν, όταν ένας έκτιζε καινούργιο σπίτι, έπρεπε να κάμη ένα περιτείχισμα γύρω στη στέγη του· διότι αλλιώς, αν έπεφτε κανένας από τη στέγη, θα γινόταν ένοχος αίματος το σπίτι εκείνο. (Δευτ. 22:8) Αν ένας άνθρωπος είχε βώδι που συνήθιζε να κερατίζη και ο ιδιοκτήτης ήταν προειδοποιημένος, αν παρέλειπε να φυλάξη το βώδι του και αυτό εφόνευε κάποιον, ο ιδιοκτήτης του βωδιού ήταν ένοχος αίματος και μπορούσε να θανατωθή, (Έξοδ. 21:28-32) Αν ένας κλέπτης κατελαμβάνετο κάνοντας διάρρηξι και εφονεύετο στην προσπάθεια να συλληφθή, δεν υπήρχε ενοχή αίματος. Αλλ’ αν αυτό συνέβαινε την ημέραν, οπότε θα ήταν καθαρά ορατός, εκείνος που τον χτύπησε μοιραίως ήταν ένοχος αίματος. (Έξοδ. 22:2, 3) Αληθινά, ο νόμος του Ιεχωβά ήταν σε τέλεια ισορροπία, απαιτώντας ακριβή ανταπόδοσι από τον παρανομούντα, αλλά παρέχοντας έλεος σ’ εκείνους που έπεφταν άθελα σε αμαρτία ή έκαναν μια παράβασι του νόμου χωρίς πρόθεσι.
ΒΕΒΑΙΗ ΚΑΙ ΤΑΧΕΙΑ ΑΝΤΑΠΟΔΟΣΙΣ
14. Πώς ο Ισραήλ ως έθνος δέχθηκε τις απαιτήσεις του νόμου ως προς την ιερότητα της ζωής και ποιες καταγγελίες εξουσιοδοτήθηκαν να εκφράσουν οι προφήται του Θεού;
14 Τι κατηγορητήριο κατά του αρχαίου Ισραήλ αποδείχθηκε ότι ήταν η δίκαιη αυτή διάταξις του Ιεχωβά! Μολονότι ολόκληρος ο νόμος του Ισραήλ ετόνιζε την ιερότητα της ζωής και την ιερότητα του αίματος, από την αρχή της πολιτείας του Ιεχωβά με τον Ισραήλ, μόνο ένα μικρό υπόλοιπο ανταποκρίθηκε στις επανειλημμένες συστάσεις που έκρινε αναγκαίο να κάμη ο Ιεχωβά στο λαό του, εγειρόμενος εγκαίρως και αποστέλλοντας τους προφήτας του για να τους προειδοποιήσουν για την βεβαιότητα της δικαίας ανταποδόσεως. Εκείνοι όχι μόνο ηρνούντο να δώσουν προσοχή στις προειδοποιητικές συμβουλές του Ιεχωβά, αλλά και βίαια εστρέφοντο κατά των προφητών του και τους εθανάτωναν σκληρά, προσθέτοντας έτσι το αίμα εκείνων των αθώων στην ενοχή των ενώπιον του Ιεχωβά. (Ιερεμ. 26:2-8) Γι’ αυτό ο Ιεχωβά τούς έστειλε την εξής καταγγελία μέσω του Ιερεμία: «Έτι εις τα κράσπεδά σου ευρέθησαν αίματα ψυχών πτωχών αθώων δεν εύρηκα αυτά ανορύττων, αλλ’ επί πάντα ταύτα.» (Ιερεμ. 2:34) Και μέσω του Ησαΐα: «Και η γη εμολύνθη υποκάτω των κατοίκων αυτής· διότι παρέβησαν τους νόμους, ήλλαξαν το διάταγμα, ηθέτησαν διαθήκην αιώνιον. Δια τούτο η αρά κατέφαγε την γην, και οι κατοικούντες εν αυτή ηρημώθησαν· δια τούτο οι κάτοικοι της γης κατεκαύθησαν, και ολίγοι άνθρωποι έμειναν.»—Ησ. 24:5,6.
15. Τι ανταπόδοσι έκαμε ο Ιεχωβά κατά του λαού του Ισραήλ την εποχή του Ιερεμία, και ποια πρόσθετη ευθύνη απ’ αυτή την άποψι είχαν οι απόγονοί των στις ημέρες του Ιησού;
15 Η Ιερουσαλήμ κατεστράφη στο έτος 607 π.Χ. ένεκα των πολλών αδικημάτων της εναντίον του Ιεχωβά, περιλαμβανομένης και της ενοχής αίματος, και μόνο ένα υπόλοιπο έμεινε ακατάκριτο. Αλλά, παρά την φοβερή αυτή ανταποδοτική ενέργεια του Ιεχωβά, οι ψευδείς θρησκευτικοί ηγέται των ημερών του Ιησού δεν μπορούσαν ν’ αρνηθούν τη δική τους ενοχή αίματος όπως δεν μπορούσαν και οι θρησκευτικοί ηγέται της εποχής του Ιερεμία, διότι, και στις δύο περιπτώσεις, τα κράσπεδά των ήσαν κατακόκκινα από το αίμα των πιστών δούλων του Ιεχωβά, περιλαμβανομένου ακόμη και του αίματος του αγαπητού του Υιού.—Ματθ. 23:33-36· 27:24, 25· Λουκ. 11:49-51.
16. Ποια θέσι έλαβαν σήμερα τα έθνη στο ζήτημα της αγιότητος της ζωής και ποια πρέπει να είναι η δική μας άποψις;
16 Σήμερα η ενοχή αίματος όλων των εθνών της γης έχει φθάσει στο πλήρες της. Τόσο μεγάλη είναι η ενοχή αίματος της «πόρνης» Βαβυλώνας της Μεγάλης, της παγκοσμίου αυτοκρατορίας της ψευδούς θρησκείας, ώστε αυτή λέγεται ότι μεθύει από το αίμα του λαού του Ιεχωβά. (Αποκάλ. 17:5, 6· 18:24) Σε κάποιον καιρό ο εκδικητής του αίματος του Ιεχωβά πρόκειται να πατάξη, και αλλοίμονο σε οποιονδήποτε θα πιασθή να κάνη συντροφιά μαζί της! (Αποκάλ. 18:4) Αυτοί οι ένοχοι αίματος «δεν θέλουσι φθάσει εις το ήμισυ των ημερών αυτών,» όπως είπε ο Δαβίδ. (Ψαλμ. 55:23) Η θερμή προσευχή μας πρέπει να είναι όπως η προσευχή του ψαλμωδού: «Ελευθέρωσόν με από αιμάτων, Θεέ, Θεέ της σωτηρίας μου,» και «σώσον με από ανδρών αιμάτων.» (Ψαλμ. 51:14·59:2) Έπειτα, στο πολύ προσεχές μέλλον όταν ο ισχυρός χορός του αίνου στον ουρανό ανέλθη στον Ιεχωβά, όταν τα τελευταία στοιχεία της Βαβυλώνος της Μεγάλης θα έχουν καταστραφή και το αίμα όλων των αθώων θα έχη λάβει εκδίκησι, οι φωνές μας θα ενωθούν στη γη με τις φωνές όλων εκείνων που διέφυγαν την ανταποδοτική μάχαιρα του Εκδικητού του Ιεχωβά.—Αποκάλ. 19:1, 2, 15, 21.
[Χάρτης στη σελίδα 495]
(Για το πλήρως μορφοποιημένο κείμενο, βλέπε έντυπο)
Πόλεις Καταφυγίου
Κάδης
Γκολάν
Ραμώθ
ΙΟΡΔΑΝΗΣ ΠΟΤΑΜΟΣ
Συχέμ
Βοσάρ
Χεβρών
[Εικόνα στη σελίδα 496]
Ο «ακούσιος φονεύς» έπρεπε να καταφύγει στην πλησιέστερη πόλι καταφυγίου μήπως ο εκδικητής του αίματος τον προφθάση και τον φονεύση στην εξαψι της οργής του