Ποια Είναι η Άποψις της Βίβλου;
Ήταν ο Νόμος του Θεού «Οφθαλμός Αντί Οφθαλμού» Υπερβολικά Σκληρός;
Ο ΝΟΜΟΣ που έδωσε ο Θεός στον αρχαίο Ισραήλ, περιελάμβανε την εξής εντολή: «Εάν ψευδής μάρτυς σηκωθή εναντίον ανθρώπου, δια να μαρτυρήση κατ’ αυτού αδίκως. . . . οι κριταί θέλουσιν εξετάσει ακριβώς, και ιδού, εάν ο μάρτυς ήναι ψευδομάρτυς και εμαρτύρησε ψευδώς κατά του αδελφού αυτού, τότε θέλετε κάμει εις αυτόν, καθώς αυτός εστοχάσθη να κάμη εις τον αδελφόν αυτού· . . . Και οι λοιποί θέλουσιν ακούσει και φοβηθή, και δεν θέλουσιν εις το εξής πράξει τοιούτον κακόν εν μέσω σου. Και ο οφθαλμός σου δεν θέλει φεισθή· θέλει δοθή ζωή αντί ζωής, οφθαλμός αντί οφθαλμού, οδούς αντί οδόντος, χειρ αντί χειρός, πους αντί ποδός.»—Δευτ. 19:16-21.
Ποιος θα μπορούσε να πη ότι αυτός ο νόμος (που ονομάζεται λεξ ταλιόνις, ο ‘νόμος της ανταποδόσεως’ ή αντεκδικήσεως) ήταν υπερβολικά σκληρός; Τι μίσος και κακεντρέχεια θα υπήρχε στην καρδιά του ανθρώπου που θα κατηγορούσε ψευδώς κάποιον άλλον; Θα ήταν πλήρως δικαιολογημένο το να υποστή το άτομο αυτό την ίδια τιμωρία την οποία επεδίωκε να φέρη και στον συνάνθρωπό του και αυτό ασφαλώς θ’ αποτελούσε μια ισχυρή τροχοπέδη στην ψευδομαρτυρία στα δικαστήρια της χώρας.
Η έκφρασις αυτής της εντολής βρίσκεται τρεις φορές στον Νόμο που εδόθη στους αρχαίους Ισραηλίτας. Στο Λευιτικόν 24:17-20 διαβάζομε: «Όστις φονεύση άνθρωπον, εξάπαντος θέλει θανατωθή . . . Και εάν τις κάμη βλάβην εις τον πλησίον αυτού, καθώς έκαμεν, ούτω θέλει γείνει εις αυτόν σύντριμμα αντί συντρίμματος, οφθαλμόν αντί οφθαλμού, οδόντα αντί οδόντος· καθώς έκαμεν βλάβην εις τον άνθρωπον, ούτω θέλει γείνει εις αυτόν.»
Και εδώ πάλι βλέπομε μια παρόμοια στάσι εκ μέρους του παραβάτου—μια εκούσια πράξι φόνου, ή κακοποιήσεως ή βλάβης του συνανθρώπου του. Γιατί λέμε «εκούσια;» Διότι ένας ακούσιος φονεύς (κάποιος που θα εφόνευε ένα άλλο άτομο τυχαίως) θα μπορούσε να λάβη έλεος. Είχε γίνει πρόνοια για «πόλεις καταφυγίου» ως άσυλα όταν ο φόνος ήταν ατύχημα.—Αριθμ. 35:11-15, 25.
Η τρίτη φορά που εμφανίζεται αυτή η έκφρασις είναι στην Έξοδο 21:22-25, όπου διαβάζομε: «Εάν μάχωνται άνδρες και πατάξωσι γυναίκα έγκυον . . . Αν . . . συμβή συμφορά, τότε θέλεις δώσει ζωήν αντί ζωής, οφθαλμόν αντί οφθαλμού, οδόντα αντί οδόντος, χείρα αντί χειρός, πόδα αντί ποδός, καύσιμον αντί καυσίματος, πληγήν αντί πληγής, κτύπημα αντί κτυπήματος.»
Σ’ αυτή την περίπτωσι, τονίζεται και πάλι η ιερότης της ζωής. Δύο ζωές, ή πιθανώς περισσότερες, περιελαμβάνοντο—η ζωή της γυναίκας και του παιδιού ή των παιδιών της. Ο άνδρας, που δεν ήταν σύζυγός της, την έσπρωξε βίαια ή την κτύπησε. Εδώ εδεικνύετο μεγάλη ασέβεια για τη ζωή και ο άνθρωπος αυτός μπορεί να κτύπησε τη γυναίκα από μια κακεντρεχή επιθυμία να πληγώση τον σύζυγο. Αν η γυναίκα ή το παιδί της, ή και οι δύο, πέθαιναν ή υφίσταντο σοβαρή βλάβη, ο άνδρας έπρεπε να υποστή την τιμωρία που περιεγράφη. Εν τούτοις, ακόμη και σ’ αυτές τις περιπτώσεις, όπως και σε άλλες, οι συνθήκες, ο βαθμός της προμελέτης, και τα παρόμοια, ελαμβάνοντο υπ’ όψιν προτού οι κριταί δώσουν την απόφασί των να δοθή «οφθαλμός αντί οφθαλμού.»—Παράβαλε με Έξοδον 21:28-30,
Αλλά ο κανών «οφθαλμός αντί οφθαλμού,» μολονότι αποτελούσε μέρος της διαθήκης του Νόμου, δεν εκφράζει καθόλου το πνεύμα που κυριαρχούσε σ’ εκείνο τον Νόμο. Διότι οι πρώτες και πιο σπουδαίες εντολές, στις οποίες επικρέματο όλος ο Νόμος, περιλαμβάνουν αγάπη—αγάπη για τον Θεό και αγάπη για τον πλησίον. (Ματθ. 22:37-40) Πρέπει να υποθέσωμε ότι ο Θεός δείχνει λιγώτερη αγάπη απ’ αυτή που διέταξε τον λαό του να δείχνη; Ο νόμος «οφθαλμός αντί οφθαλμού» είναι αλήθεια ότι εφηρμόζετο σε μερικές περιπτώσεις. Αλλ’ αν πούμε ότι ο Θεός ήταν σκληρός όταν διέταξε να εφαρμοσθή αυτός ο νόμος, τότε μπορούμε να πούμε ότι οποιοσδήποτε νόμος που απαιτεί τιμωρία για έγκλημα είναι σκληρός.
Επί πλέον, αν πραγματικά θέλωμε να μάθωμε τη στάσι του Θεού, μπορούμε να παρατηρήσωμε τον τρόπο πολιτείας του με τον Ισραήλ. Επανειλημμένως οι Ισραηλίται παρέβαιναν τον νόμο του, τον ονείδιζαν και μιλούσαν εναντίον του, και όταν αντιμετώπιζαν δυσκολίες τον επεκαλούντο και εκείνος τους έσωζε. Τα τελευταία χρόνια του βορείου βασιλείου της Σαμάρειας, η κατάστασις έγινε τόσο κακή, ώστε ο προφήτης Ωσηέ την περιγράφει με τα εξής λόγια: «Επιορκία και ψεύδος και φόνος και κλοπή και μοιχεία επλημμύρησαν, και αίματα εγγίζουσιν επί αίματα.» (Ωσηέ 4:2) Εν τούτοις, ο Θεός δεν τους κατέστρεψε όλους, ούτε τους απέρριψε εκείνη τη φορά, αλλά έστειλε τον προφήτη του να τους προειδοποιήση και να τους δώση την ευκαιρία ν’ αλλάξουν την πορεία των.
Εν τούτοις, το μεγαλύτερο παράδειγμα της αγάπης του Ιεχωβά Θεού φέρεται στην προσοχή μας από τον απόστολο Παύλο, ο οποίος είπε στους Χριστιανούς: «Ο Θεός δεικνύει την εαυτού αγάπην εις ημάς, διότι ενώ ημείς ήμεθα έτι αμαρτωλοί, ο Χριστός απέθανεν υπέρ ημών . . . Διότι εάν εχθροί όντες εφιλιώθημεν με τον Θεόν δια του θανάτου του Υιού αυτού, πολλώ μάλλον φιλιωθέντες θέλομεν σωθή δια της ζωής αυτού.»—Ρωμ. 5:8-10.
Τώρα, γνωρίζομε ότι τόσον ο Ιεχωβά Θεός, όσο και ο Ιησούς Χριστός, έδειξαν ανυπέρβλητη παρ’ αξίαν αγαθότητα με το να προμηθεύσουν ένα τρόπο μέσω του οποίου οι άνθρωποι θα μπορούσαν ν’ απαλλαγούν από τα πολύ σοβαρά αμαρτήματα. Ο απόστολος Παύλος, προτού γίνη Χριστιανός, είχε αναμιχθή ενεργώς στον φόνο Χριστιανών. Ο Παύλος με ευγνωμοσύνη έγραψε: «Ο Ιησούς Χριστός ήλθεν εις τον κόσμον δια να σώση τους αμαρτωλούς, των οποίων πρώτος είμαι εγώ· αλλά δια τούτο ελεήθην, δια να δείξη ο Ιησούς Χριστός εις εμέ πρώτον την πάσαν μακροθυμίαν, εις παράδειγμα των μελλόντων να πιστεύωσιν εις αυτόν εις ζωήν αιώνιον.»—1 Τιμ. 1:15,16.
Επί πλέον, αν κάποιος σκέπτεται ότι ο Θεός ήταν άδικος με το να δώση αυτόν τον νόμο της ανταποδόσεως, πρέπει να παρατηρήση ότι ο Θεός ήταν εξ ίσου αυστηρός και με τον εαυτό του όταν επρόκειτο για τη σωτηρία του ανθρωπίνου γένους. Πώς συνέβη αυτό;
Ο Αδάμ, ο προπάτωρ του ανθρωπίνου γένους, εσκεμμένα εναντιώθηκε στον Θεό. Κάνοντάς το αυτό, εγνώριζε ότι θα υφίστατο τη δυσμενή κρίσι του Θεού—η ποινή που του είχε αναγγελθή ήταν θάνατος. (Γεν. 2:17) Γι’ αυτό, δεν μπόρεσε να μεταβιβάση δικαιοσύνη στα παιδιά του και, επομένως, μετέδωσε κληρονομιά θανάτου στα τέκνα που ήταν ακόμη αγέννητα στην οσφύ του.—Ρωμ. 5:12.
Μολονότι ήταν Παντοδύναμος, ο Θεός ακολούθησε τον νόμο ‘ζωή αντί ζωής’ που είχε δώσει για να βοηθήση το ανθρώπινο γένος. Η κρίσις εναντίον της ανθρωπίνης φυλής θα μπορούσε να ισοσταθμισθή μόνο με μια τέλεια ανθρώπινη ζωή και να υποστηριχθή η δικαιοσύνη στην παγκόσμια κυβέρνησι του Θεού. Ο Θεός εξέλεξε τον μονογενή του Υιό, ο οποίος ήταν πρόθυμος να κάνη αυτή τη θυσία και να εργασθή με την εξαγορασμένη ανθρώπινη φυλή για να βοηθήση όσους επιθυμούσαν να υπακούσουν. Ο Ιησούς Χριστός μπορούσε να γίνη «Πατήρ του μέλλοντος αιώνος» σ’ αυτούς.—Ησ. 9:6.
Η αγαθή, ελεήμων στάσις του Θεού φαίνεται από την πράξι που έκανε να δώση τον Υιό του προς όφελος του ανθρωπίνου γένους, κι έτσι να υποστηρίξη τη δικαιοσύνη της κυριαρχίας του, για την οποίαν η Αγία Γραφή λέγει: «Η δικαιοσύνη και η κρίσις είναι η βάσις του θρόνου σου.» (Ψαλμ. 89:14) Η προσωπικότης του Ιεχωβά Θεού και ο τρόπος πολιτείας του με το ανθρώπινο γένος δεν δείχνουν σκληρότητα, αλλά στοργικότητα, έλεος και δικαιοσύνη. Ο νόμος «οφθαλμός αντί οφθαλμού» πρέπει να εκλαμβάνεται συνεπώς σαν ένας δίκαιος νόμος, που εφηρμόζετο μόνο σε περιπτώσεις όπου ήταν απολύτως ουσιώδες να εφαρμοσθή δικαιοσύνη και εξετελείτο μόνο σ’ εκείνους οι οποίοι πραγματικά άξιζαν αυτή την τιμωρία.