Ποιος Κατέχει το Δικαίωμα της Παγκοσμίου Κυβερνήσεως;
ΣΕ ΚΑΘΕ έθνος της γης σήμερα, οι άνθρωποι αντιλαμβάνονται ότι ο κόσμος αντιμετωπίζει μια τελική επίδειξι δυνάμεως στο ζήτημα της παγκοσμίου κυβερνήσεως. Υπάρχουν πολλές ιδεολογίες. Μια ιδεολογία υποτάσσει τα πάντα και τον καθένα στο Κράτος. Σε άλλη ιδεολογία, ο άνθρωπος ως άτομον, είναι ακουστός στην κυβέρνησι, ο καθένας δε έχει κάποια συμμετοχή στην κυριαρχία. Μια ιδεολογία αποκλείει τη θρησκεία, θέτοντας στη θέσι της εκείνο που καταλήγει να είναι μια άλλη θρησκεία, τον αθεϊσμό, επιζητώντας να προσηλυτίση όλους στις δοξασίες του. Ένας άλλος λέγει ότι η θρησκεία—οποιαδήποτε θρησκεία, εκείνη που είναι της εκλογής σας—είναι αναγκαία για τη διαιώνισι μιας ικανοποιητικής κυβερνήσεως.
Μήπως κάποια μορφή κυβερνήσεως έχει το δικαίωμα να κυβερνά αυτή τη γη; Αν ναι, είναι αυτή δικαία κυβέρνησις, με δύναμι ν’ αναλάβη την εξουσία αυτή και να την διαχειρισθή προς το καλό του λαού; Έχει η θρησκεία καμμιά θέσι στην κυβέρνησι αυτή; Και μήπως έχει κάποιο αποτέλεσμα η δική σας εκλογή της κυβερνήσεως ή θρησκείας επί της μορφής της κυβερνήσεως που θα αποκτήση αυτή η γη, ή, μάλλον, καθορίζει η εκλογή σας αν θα σας επιτραπή, ή όχι, να ζήσετε κάτω απ’ αυτή την κυβέρνησι;
Ο Δημιουργός του ουρανού και της γης πριν από πολύν καιρό προεγνώρισε και προείπε το παρόν δίλημμα, και με κατανόησι και συμπάθεια έθεσε τους δικαίους κανόνες γι’ αυτή την κυβέρνησι κι εδήλωσε ποιος θα κυβερνήση. Όχι μόνον αυτό, αλλά μετεχειρίσθη ένα έθνος για να θέση σ’ ενέργεια ένα πλήρες υπόδειγμα της κυβερνήσεως του για τη γη. Κάνοντας τούτο έδειξε ποια σχέσι θα είχε η δική μας εκλογή τόσο κυβερνήσεως όσο και θρησκείας με τις προσδοκίες μας για ζωή κάτω από την κυβέρνησι που αυτός επρομήθευσε.
Το κλειδί της κατανοήσεως του θέματος βρίσκεται στην προφητεία της Γενέσεως, κεφάλαιο 49, εδάφιο δέκατο: «Δεν θέλει εκλείψει το σκήπτρον εκ του Ιούδα, ουδέ νομοθέτης εκ μέσου των ποδών αυτού, εωσού έλθη ο Σηλώ· και εις αυτόν θέλει είσθαι η υπακοή των λαών.» Παρέχεται η εξήγησις ότι Σηλώ σημαίνει «Εκείνος στον Οποίον Ανήκει.» Για να βρούμε ποιος είναι αυτός και τι σημαίνει για μας η κάτω από το σκήπτρο του κυβέρνησις, πρέπει να πάμε πίσω στον λαό, στον οποίον έγινε αυτή η προφητική δήλωσις και να δούμε πώς ο Θεός επολιτεύθη μ’ αυτόν για να κάμη υποδείγματα του ερχομένου αυτού Σηλώ και της κυβερνήσεως του.
Ο ΘΕΟΣ, Ο ΑΟΡΑΤΟΣ ΚΥΡΙΑΡΧΟΣ
Κατάλληλος καιρός να εξετάσωμε αυτόν τον λαό είναι όταν πρόκειται ν’ αναλάβουν καθήκοντα κατοχής και διακυβερνήσεως μιας χώρας. Είναι καιρός ανοίξεως, ο πιο ακατάλληλος καιρός για να διασχίσουν τον Ποταμό Ιορδάνη, διότι είναι σε ανυψωμένη στάθμη πλημμύρας καθώς οι Ισραηλίται και μια τεραστία σύμμικτη ακολουθία συντρόφων πλησιάζουν για να τον διαπεράσουν και να εισέλθουν προς την Χαναάν. Αλλ’ αυτό δεν δημιουργεί πρόβλημα για τον Κυρίαρχο του σύμπαντος. Ευθύς ως οι πόδες των ιερέων, που εβάσταζαν τη χρυσή κιβωτό της διαθήκης, ήγγισαν τα ανυψωμένα νερά, θαυματουργικώς αυτά άρχισαν να υποχωρούν κι εντός ολίγου αποστραγγίζονται κατευθυνόμενα προς την Νεκρά Θάλασσα, εγκαταλείποντας την κοίτη του ποταμού ξηρά. Ενώ οι ιερείς αυτοί εστέκοντο ακίνητοι στο μέσον της κοίτης του ποταμού, τα εκατομμύρια του λαού με τα κτήνη τους, διαπερνούν απέναντι και εισέρχονται στη γη Χαναάν. Ακολουθεί κατόπιν η κιβωτός του Θεού και τα νερά πάλι υπερεξεχείλισαν ως τις όχθες του ποταμού.
Αυτό παρατηρείται από τους ειδωλολάτρας κατοίκους της Χαναάν, και τι καταπληκτικό τρόμο προξενεί στις καρδιές τους! Ο Ισραήλ, κάτω από την τέλεια ηγεσία και χρονομέτρησι του Θεού, διαπερνά την δεκάτη ημέρα του μηνός Νισάν, την ημέρα ακριβώς που πρέπει να λάβουν τον πασχάλιο αμνό στις κατοικίες των. Αλλά προτού μπορέσουν να φάγουν με εορτασμό το πασχάλιο φαγητό, πρέπει να διεξαχθή γενική περιτομή των αρρένων. Ο Ιησούς του Ναυή, ο Χάλεβ και οι ιερείς και οι Λευίται είχαν ήδη περιτμηθή, αλλά όχι οι άλλοι, εκείνοι που εγεννήθησαν στη διάρκεια της τεσσαρακονταετούς πορείας της ερήμου. Ως τη 14η του Νισάν, όλοι έχουν εντελώς θεραπευθή και τηρούν εγκαίρως το πάσχα στα Γάλγαλα, όχι μακριά από την περιτειχισμένη πόλι Ιεριχώ.—Ιησ. Ναυή 5:1-10.
Τώρα οι Ισραηλίται είναι μέσα στη χώρα «την ρέουσαν γάλα και μέλι.» Επομένως, στον ακριβή καιρό, ο Θεός παύει την προμήθεια του μάννα, με το οποίον ετράφησαν επί σαράντα χρόνια. (Ιησ. Ναυή 5:11, 12) Στο έτος αυτό αρχίζει ο υπολογισμός για τον εορτασμό των σαββατιαίων ετών ως επίσης και των Ιωβιλαίων που φέρουν απελευθέρωσι. Η εκ μέρους των πιστή τήρησις τούτων καθορίζει αν θα εξακολουθήσουν ή όχι να ζουν στη θεόδοτη χώρα τους. Από το έτος αυτό, 1473 π.Χ., ως το τέλος της βασιλείας του τελευταίου ανθρωπίνου βασιλέως των Σεδεκία (607 π.Χ.), θα υποχρεούνται από το νόμο του Θεού να εορτάσουν 17 Ιωβιλαία και 121 ενδιάμεσα σαββατιαία έτη.
Κάτω από τον Ιησούν, ως τον παρά Θεού διωρισμένον κριτήν, οι Ισραηλίται εξακολουθούν να απασχολούνται στη διάρκεια των επομένων έξη ετών υποτάσσοντας τα έθνη της χώρας και διαμοιράζοντας την περιοχή στις δώδεκα φυλές. Τώρα η πίστις των υφίσταται μια πραγματική δοκιμασία, διότι το επόμενο έτος η χώρα πρέπει ν’ απολαύση το πρώτο της έτος της σαββατιαίας αναπαύσεως. Κάτω από θεία ευλογία οι ευπειθείς Ισραηλίται επιζούν ως τον θερισμό της γης στο όγδοο έτος.—Λευιτ. 25:18-22· Ιησ. Ναυή 14:1 ως 17:18.
Τώρα, 300 και πλέον χρόνια από την εποχή του Αβραάμ, ο Βασιλεύς Μελχισεδέκ δεν είναι πια στη Σαλήμ (τώρα Ιερουσαλήμ), οι δε ειδωλολάτραι Ιεβουσαίοι, εξάδελφοι του Νεβρώδ, κατέχουν την πόλι. Η Ιερουσαλήμ βρίσκεται στην περιοχή της φυλής Βενιαμίν, στα όρια της περιοχής του Ιούδα, αλλά είναι μία τόσο ισχυρή πόλις ώστε οι Ιεβουσαίοι την κρατούν καθ’ όλη τη διάρκεια των ημερών των κριτών του Ισραήλ.—Κριτ. 1:21.
Οι Ισραηλίται τοποθετούν τη Σκηνή του Μαρτυρίου στη Σηλώ, είκοσι περίπου μίλια βορείως της Ιερουσαλήμ και δέκα μίλια νοτίως της Λευιτικής πόλεως Συχέμ. Οι δώδεκα φυλές ανέρχονται στη Σηλώ για να προσφέρουν θυσίες και να εορτάσουν το πάσχα και την εορτή των εβδομάδων ή «Πεντηκοστή». Η Συχέμ είναι, επίσης, μια «πόλις καταφυγίου» για τον άνευ προθέσεως φονέα που μπορούσε να προστρέξη εκεί για να προστατευθή από τον εκδικητή του αίματος.—Ιησ. Ναυή 20:7· 21:20, 21.
ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΓΙΝΗ ΜΙΑ ΕΚΛΟΓΗ
Στη Συχέμ, ο Ιησούς του Ναυή, προς το τέλος της ζωής του, δίνει την αποχαιρετιστήριο ομιλία του προς το έθνος, θέτοντας εμφατικά ενώπιον του το να εκλέξουν να υπηρετούν είτε τους θεούς της Βαβυλώνος ή τον μόνον ζώντα και αληθινό Θεό, τον Ιεχωβά. Λέγει:
«Ούτω λέγει Ιεχωβά ο Θεός του Ισραήλ· Πέραν του ποταμού [Ευφράτου] κατώκησαν απ’ αρχής οι πατέρες σας, Θάρρα ο πατήρ του Αβραάμ, και ο πατήρ του Ναχώρ, και ελάτρευσαν άλλους θεούς. Και έλαβον τον πατέρα σας τον Αβραάμ εκ του πέραν του ποταμού, . . . και επλήθυνα το σπέρμα αυτού, . . . ο δε Ιακώβ και οι υιοί αυτού κατέβησαν εις την Αίγυπτον. . . . και επάταξα την Αίγυπτον δια πληγών, . . . και μετά ταύτα εξήγαγον υμάς. . . .
»Τώρα λοιπόν φοβήθητε τον Ιεχωβά, και λατρεύσατε αυτόν εν ακεραιότητι και αληθεία και αποβάλετε τους θεούς, τους οποίους ελάτρευσαν οι πατέρες σας πέραν του ποταμού [Ευφράτου], και εν τη Αιγύπτω, και λατρεύσατε τον Ιεχωβά. Αλλ’ εάν δεν αρέσκη εις εσάς να λατρεύητε τον Ιεχωβά, εκλέξατε σήμερον ποίον θέλετε να λατρεύητε· ή τους θεούς, τους οποίους ελάτρευσαν οι πατέρες σας πέραν του ποταμού, ή τους θεούς των Αμορραίων, εις των οποίων την γην κατοικείτε· εγώ όμως και ο οίκος μου, θέλομεν λατρεύει τον Ιεχωβά.»—Ιησ. Ναυή 24:1-15, ΜΝΚ.
Τοιουτοτρόπως, αποβλέποντας στην έλευσι του Σηλώ, ‘εκείνου στον οποίον ανήκει’, πρέπει να εκλέξουν την αληθινή θρησκεία για να μπορέσουν ν’ απολαύσουν τη διακυβέρνησί του όταν θα έλθη πράγματι. Ο Ιησούς του Ναυή θέτει αυτή την ευκαιρία εκλογής μεταξύ των θεών της Βαβυλωνίας και του Ιεχωβά, καθ’ ον χρόνον κυβερνά η τρίτη δυναστεία των βασιλέων στην αρχαία Βαβυλώνα, πολύ μακριά, προς ανατολάς. Πράγματι, οι άνθρωποι του κόσμου ολίγον αντιλαμβάνονται σήμερα ότι αντιμετωπίζουν την ίδια εκλογή σ’ αυτές τις μέρες, που είναι οι τελευταίες της Μεγάλης Βαβυλώνος, της οποίας η πτώσις προλέγεται σε ιερή Βιβλική προφητεία.
Εδώ είναι ένα παράδειγμα της ορθής εκλογής που θα κάμωμε εμείς σήμερα. Οι Ισραηλίται απαντούν: «Και ημείς θέλομεν λατρεύει τον Ιεχωβά, διότι αυτός είναι Θεός ημών.» (Ιησ. Ναυή 24:16-22, ΜΝΚ) Μήπως η ορθή αυτή εκλογή ως προς το ζήτημα της λατρείας αποδεικνύει ότι έχει καλό αποτέλεσμα σχετικά με την υπηρεσία των κάτω από τη διακυβέρνησί του Ιεχωβά του Βασιλέως των; Στο υπόμνημα διαβάζομε: «Και ελάτρευσαν ο λαός τον Ιεχωβά πάσας τας ημέρας του Ιησού, και πάσας τας ημέρας των πρεσβυτέρων, οίτινες επέζησαν μετά τον Ιησούν, και είδον πάντα τα έργα τα μεγάλα του Ιεχωβά, όσα έκαμεν υπέρ του Ισραήλ.»—Κριτ. 2:7, ΜΝΚ.
Ο Ιεχωβά βασιλεύει ως ο πραγματικός Βασιλεύς, ο ουράνιος Βασιλεύς του Ισραήλ, από τον καιρό του Κριτού Ιησού του Ναυή μέχρι τέλους των 356 ετών, κατά τα οποία οι διωρισμένοι του κριταί απονέμουν δικαιοσύνη και απελευθερώνουν τον Ισραήλ από τους εχθρούς του. Στις ημέρες του Σαμουήλ, που ήταν ο τελευταίος κριτής και ένας προφήτης, επαληθεύουν οι λόγοι του Ιεχωβά: Οι Ισραηλίται εζήτησαν να έχουν ένα ορατόν, ανθρώπινον βασιλέα. Ο Ιεχωβά παρηγόρησε τον λυπημένον Σαμουήλ με αυτά τα λόγια: «Άκουσον της φωνής του λαού, . . . διότι δεν απέβαλον σε, αλλ’ εμέ απέβαλον από του να βασιλεύω επ’ αυτούς.»
Δείχνοντας ότι πρέπει ν’ ασκούν αληθινή λατρεία για να τον έχουν ως Βασιλέα των, ο Θεός λέγει στον Σαμουήλ: «Κατά πάντα τα έργα τα οποία έπραξαν, αφ’ ης ημέρας ανεβίβασα αυτούς εξ Αιγύπτου έως της ημέρας ταύτης, εγκαταλιπόντες με, και λατρεύσαντες άλλους θεούς, ούτω κάμνουσι και προς σε.» Τότε ο Σαμουήλ προειδοποιεί ως προς τη σημασία του να μην έχουν τον Θεό ως αποκλειστικό Βασιλέα των, αλλά οι Ισραηλίται λέγουν: «Ουχί· αλλά βασιλεύς θέλει είσθαι εφ’ ημάς· δια να ήμεθα και ημείς ως πάντα τα έθνη [περιλαμβανομένης της Βαβυλωνίας].»—1 Σαμ. 8:1-20.
ΔΟΚΙΜΑΣΙΑ ΤΗΣ ΑΝΘΡΩΠΙΝΗΣ ΒΑΣΙΛΙΚΗΣ ΙΔΙΟΤΗΤΟΣ
Η φυλή του Ιούδα είχε αναλάβει την ηγεσία στην καθυπόταξι των κατοίκων της Γης της Επαγγελίας. (Κριτ. 1:1-4) Αλλ’ ο Ιεχωβά εκλέγει τον Σαούλ, εκ της φυλής Βενιαμίν, ως τον πρώτον ανθρώπινον βασιλέα του Ισραήλ. Ο Θεός εδώ δεν προσφέρει στη φυλή Βενιαμίν την ευκαιρία να προμηθεύση τον Μεσσίαν ή Χριστόν, τον Κεχρισμένον Βασιλέα, που πρόκειται να είναι το Σπέρμα της «γυναικός» του Θεού το υπεσχημένο στον κήπο της Εδέμ. Αυτός, ο Σηλώ, επρόκειτο να έλθη μέσω της φυλής του Ιούδα. Τώρα, εν τούτοις, ο Βασιλεύς Σαούλ τίθεται υπό δοκιμασίαν, σχετικά με το αν η βασιλική ιδιότης του αξίζη να συνεχισθή μέσω της οικογενείας του.—1 Σαμ. 9:1 έως 11:15· Γέν. 49:27.
Ύστερ’ από δύο μόλις έτη βασιλείας, ο Σαούλ αποτυγχάνει στη δοκιμασία του, αναλαμβάνοντας μόνος του να εκτελέση τη θυσιαστική υπηρεσία ιερέως, να ενεργήση σαν ένας βασιλεύς-ιερεύς όπως ο Μελχισεδέκ. Ο Θεός, λοιπόν, του λέγει: «Τώρα η βασιλεία σου δεν θέλει στηριχθή· ο Ιεχωβά εζήτησεν εις εαυτόν άνθρωπον κατά την καρδίαν αυτού, και διώρισεν ο Ιεχωβά αυτόν να ήναι άρχων επί τον λαόν αυτού, επειδή δεν εφύλαξας εκείνο το οποίον προσέταξεν εις σε ο Ιεχωβά.» (1 Σαμ. 13:1-14, ΜΝΚ) Οκτώ χρόνια αργότερα αυτός ο άνθρωπος γεννάται στη Βηθλεέμ του Ιούδα, το 1107 π.Χ.
Ο Σαούλ προχωρεί από το κακό στο χειρότερο, διαπράττοντας τελικά μια στασιαστική πράξι τόσο κακή όπως «το αμάρτημα της μαγείας», η οποία ησκείτο από την αρχαία Βαβυλώνα. Κατόπιν ο Ιεχωβά διακηρύσσει ότι η βασιλική εξουσία πρόκειται οριστικά να ξεσχισθή απ’ αυτόν και την οικογένεια του. (1 Σαμ. 15:1-29) Ο Ιεχωβά αποστέλλει μυστικά τον Σαμουήλ στη Βηθλεέμ για να χρίση τον νεαρό ποιμένα Δαβίδ εκ της φυλής του Ιούδα ως μέλλοντα βασιλέα επί του Ισραήλ. Αργότερα, ο Δαβίδ, με θεόδοτο θάρρος, φονεύει τον Φιλισταίο γίγαντα Γολιάθ, και προσλαμβάνεται από τον Σαούλ στο στρατό του, καθιστάμενος αρχηγός του στρατού.—1 Σαμ. 16:1-23· 17:20 έως 18:5.
Τελικά, λόγω των επιτυχιών του Δαβίδ, ο Σαούλ γίνεται φθονερός, διακρίνοντας στο πρόσωπο του Δαβίδ τον πιθανόν «άνδρα κατά την καρδίαν [του Ιεχωβά]», στον οποίον πρόκειται να περιέλθη η βασιλεία. (1 Σαμ. 18:6-9) Απειλεί την ίδια τη ζωή του Δαβίδ, τον κηρύσσει εκτός νόμου, και τον κυνηγά σαν ένα άγριο ζώον. Εν τούτοις, ο Δαβίδ και ο όμιλός του ουδέποτε ανταποδίδουν τα κτυπήματα εναντίον του «κεχρισμένου του Ιεχωβά.» Σ’ όλο αυτόν τον καιρό ο Ιεχωβά προστατεύει τον Δαβίδ, εκπαιδεύοντάς τον για το βασιλικό αξίωμα ως σκύμνου λέοντος, καθώς προελέχθη στη Γένεσι 49:9. Θα εξεικόνιζε προφητικά τον υποσχεμένο Σηλώ.
ΕΚΛΟΓΗ ΤΗΣ ΒΑΒΥΛΩΝΙΑΚΗΣ ΘΡΗΣΚΕΙΑΣ ΦΕΡΕΙ ΠΤΩΣΙ
Στο τεσσαρακοστό έτος της βασιλείας του ο Βασιλεύς Σαούλ αντιμετωπίζει μάχη με τους Φιλισταίους κοντά στο όρος Γελβουέ. Αντιλαμβανόμενος ότι έχει εγκαταλειφθή από τον Ιεχωβά Θεό, στρέφεται προς τη μαγεία,a την οποία στην αρχή είχε εξαλείψει από το βασίλειο του. Εν καιρώ νυκτός επισκέπτεται μια μάγισσα που έχει επιζήσει στο Ενδώρ και μέσω αυτής προσπαθεί να επικοινωνήση με τον νεκρό Σαμουήλ για να λάβη πληροφορίες. Έτσι ο Σαούλ καταφεύγει στον δαιμονισμό. Ένας δαίμων προσωποποιείται ως Σαμουήλ στη μάγισσα του Ενδώρ, προ του οφθαλμού της διανοίας της, και μέσω αυτής μεταβιβάζει ένα άγγελμα καταδίκης στον Βασιλέα Σαούλ. Όχι «αύριον», όπως εσφαλμένα λέγει ο δαίμων, αλλ’ ύστερ’ από μερικές ημέρες ο Βασιλεύς Σαούλ και τρεις—όχι όλοι—από τους υιούς του πίπτουν στη μάχη πλησίον του Όρους Γελβουέ. Ο Βασιλεύς Σαούλ, τραυματισμένος από ένα βέλος των Φιλισταίων, επιταχύνει τον ίδιο του θάνατο πίπτοντας επάνω στη βασιλική του ρομφαία.—1 Σαμ. 28:4-25· 31:1-13.
Κατόπιν, στην πόλι των ιερέων Χεβρών, έρχονται οι άνδρες της φυλής Ιούδα και χρίουν τον Δαβίδ ως βασιλέα επί του οίκου του Ιούδα, το 1077 π.Χ. (Ιησ. Ναυή 21:9-12· 2 Σαμ. 1:1 έως 2:4) Ύστερ’ από λίγον καιρό οι άλλες φυλές έρχονται προς τον βασιλέα Δαβίδ στη Χεβρών και εισέρχονται σε διαθήκη μαζί του ενώπιον του Ιεχωβά και χρίουν τον Δαβίδ ως βασιλέα επί του Ισραήλ. «Τριάκοντα ετών ήτο ο Δαβίδ ότε έγεινε βασιλεύς, και εβασίλευσε τεσσαράκοντα έτη· εν μεν Χεβρών εβασίλευσεν επί τον Ιούδαν επτά έτη και έξ μήνας· εν δε Ιερουσαλήμ [του Βενιαμίν] εβασίλευσε τριάκοντα τρία έτη επί πάντα τον Ισραήλ και Ιούδαν.» Η Ιερουσαλήμ τον καιρό αυτόν (1070 π.Χ.) παρέμενε ως ένα οχύρωμα των Ιεβουσαίων.—2 Σαμ. 5:1-5.
«ΕΚΕΙΝΟΣ ΣΤΟΝ ΟΠΟΙΟΝ ΑΝΗΚΕΙ»
Με αυτό, το τρίτο χρίσμα του Δαβίδ, το σκήπτρον και η ράβδος του αρχηγού εφ’ όλου του Ισραήλ περιέρχεται στη φυλή του Ιούδα, για να συνεχίση παραμένοντας στη φυλή αυτή προς εκπλήρωσι της προφητείας του πατριάρχου Ιακώβ: «Δεν θέλει εκλείψει το σκήπτρον εκ του Ιούδα, ουδέ η ράβδος του αρχηγού εκ μέσου των ποδών αυτού, εωσού έλθη ο Σηλώ· και εις αυτόν ανήκει η υπακοή του λαού.»—Γέν. 49:10, ΜΝΚ.
Ο απόστολος Παύλος έδειξε πώς απεδείχθη αληθινή αυτή η προφητεία, όταν είπε:
«Και μετά ταύτα . . . έδωκεν εις αυτούς κριτάς έως Σαμουήλ του προφήτου. Και έπειτα εζήτησαν βασιλέα, και έδωκεν εις αυτούς ο Θεός τον Σαούλ υιόν του Κις, άνδρα εκ της φυλής Βενιαμίν, τεσσαράκοντα έτη. Και μεταστήσας αυτόν, ανέστησεν εις αυτούς βασιλέα τον Δαβίδ . . . Από του σπέρματος τούτου ο Θεός κατά την επαγγελίαν αυτού ανέστησεν εις τον Ισραήλ σωτήρα τον Ιησούν.»—Πράξ. 13:16-23. ΜΝΚ.
Ο βασιλεύς Δαβίδ ήταν ο υιός του Ιεσσαί, και η προφητεία του Ησαΐα 11:1, 2, 10 (ΜΝΚ) εξεπληρώθη στον Ιησούν ως τον απόγονο του Δαβίδ: «Και θέλει εξέλθει ράβδος εκ του κορμού του Ιεσσαί, και κλάδος θέλει αναβή εκ των ριζών αυτού· και το πνεύμα του Ιεχωβά θέλει αναπαυθή επ’ αυτόν, . . . Και εν εκείνη τη ημέρα, προς την ρίζαν του Ιεσσαί, ήτις θέλει ίστασθαι σημείον των λαών, προς αυτόν θέλουσι προστρέξει τα έθνη, και η ανάπαυσις αυτού θέλει είσθαι δόξα.» Ο Ιησούς αυτός, ο απόγονος του Ιεσσαί μέσω του Δαβίδ, έγινε, επίσης, η «ρίζα του Ιεσσαί» από τρεις απόψεις: (1) Ο Ιησούς Χριστός διετήρησε ζωντανή τη γενεαλογική γραμμή του Ιεσσαί με το να γίνη ο διαρκής κληρονόμος του Ιεσσαί. (2) Γίνεται Κύριος του Δαβίδ και τοιουτοτρόπως του πατρός του Δαβίδ Ιεσσαί, καθώς εξήγησε ο απόστολος Πέτρος στην Ιερουσαλήμ την ημέρα της Πεντηκοστής του 33 μ.Χ.:
«Διότι ο Δαβίδ δεν ανέβη εις τους ουρανούς· λέγει όμως αυτός, “Είπεν ο Ιεχωβά προς τον Κύριόν μου, Κάθου εκ δεξιών μου, εωσού θέσω τους εχθρούς σου υποπόδιον των ποδών σου.” Βεβαίως λοιπόν ας εξεύρη πας ο οίκος του Ισραήλ, ότι ο Θεός Κύριον [του Βασιλέως Δαβίδ] και Χριστόν έκαμεν αυτόν τούτον τον Ιησούν, τον οποίον σεις εσταυρώσατε.»—Πράξ. 2:14, 34-36, ΜΝΚ· Ψαλμ. 110:1· Ματθ. 22:41-45.
(3) Ο Χριστός είναι τώρα Σωτήρ, και στη διάρκεια της 1.000-ετούς βασιλείας του πάνω στο ανθρώπινο γένος, θ’ αναστήση τον Ιεσσαί ως επίσης και τον υιό του Δαβίδ.—Ησ. 9:6· Ιωάν. 5:26-29.
Δεν μπορεί να γεννηθή ερώτημα περί αυτού. Ο Δημιουργός και Κυρίαρχος του σύμπαντος έχει κάμει αυτόν τον Ιησούν Χριστόν ‘Εκείνον στον Οποίον Ανήκει.’ Όχι μόνον το έδειξε αυτό με την πολιτεία του προς το έθνος Ισραήλ και τις διαθήκες του με αυτό, αλλ’ επίσης εδοκίμασε και απέδειξε Αυτόν ως τον Μόνον τέλειον, του οποίου η ακεραιότης προς τον Ιεχωβά είναι αδιάρρηκτη, και ο οποίος θα φέρη σε πέρας όλες τις κρίσεις Του με τελεία ευθύτητα και δικαιοσύνη, θέτοντας σ’ εφαρμογή τις δίκαιες αρχές και τους νόμους του Θεού σε όλη τη γη. Είναι για πάντα βασιλεύς-ιερεύς όπως ο Μελχισεδέκ, και συνεπώς είναι τόσον ο πρώτιστος στην κυβέρνησι του Θεού όσο και ο Αρχιερεύς της αληθινής λατρείας του Θεού. Πρέπει να γίνη μια εκλογή λατρείας και κυβερνήσεως. Εμείς, δεν μπορούμε να εγκαθιδρύσωμε την κυβέρνησι του Σηλώ επί της γης, αλλά η εκλογή που κάνομε επηρεάζει σε μεγάλο βαθμό τη ζωή μας και τις προσδοκίες μας για ζωή κάτω από την ειρηνική βασιλεία του μεγάλου Σηλώ, ‘Εκείνου στον Οποίον Ανήκει.’ Τούτο θ’ αποδειχθή με περισσότερη ζωντάνια καθώς μεταγενέστερες εκδόσεις της Σκοπιάς θα εξετάσουν το θέμα.
[Υποσημειώσεις]
a Σχετικά με τη μαγεία στην αρχαία Βαβυλώνα, διαβάζομε: «Οι Βαβυλώνιοι εφοβούντο πολύ μια άλλη κατηγορία πλασμάτων, δηλαδή τους νεκρομάντεις και τις μάγισσες. Συνήθως αυτοί ήσαν άνδρες και γυναίκες, που είχαν παραμορφωθή, ή που κατείχαν κάποια φυσική ιδιορρυθμία, που ωδηγούσε τους γείτονάς των να πιστεύουν ότι είχαν στενό σύνδεσμο με τους διαβόλους, και ότι ενίοτε εχρησίμευαν ως κατοικίες των δυνάμεων του κακού. Ως κάτοχοι ανθρωπίνης νοημοσύνης, εθεωρούντο συχνά ότι ήσαν πιο ολέθριοι από τους ίδιους τους διαβόλους. Ειδικώς, ήσαν δεξιοτέχναι στο να προξενούν Κακό δια του Βλέμματος καθώς και δια της Εκφοράς Κακών Λόγων, κι εχρησιμοποιούσαν όλους τους τρόπους των ιερέων που εξώρκιζαν τους διαβόλους, αλλά με πονηρά ελατήρια και την πρόθεσι να προξενήσουν βλάβη. Οι ιερείς ήσαν δεξιοτέχναι της Λευκής Μαγείας, οι δε νεκρομάντεις και οι μάγισσες της Μαύρης Μαγείας. Η επωδή, που στο στόμα ένος ιερέως έκανε έναν άρρωστο καλά, στο στόμα μιας μάγισσας προξενούσε τον θάνατό του.»—Σελίς 150 του βιβλίου Βαβυλωνιακή Ζωή και Ιστορία, έκδοσις 1925, υπό Σερ Ε. Ο. Ουάλλις Μπατζ, Ι. Ν.