Επιδιορθωταί και Αποκαταστάται της Αληθινής Θρησκείας
«Και οι από σου θέλουσιν οικοδομήσει τας παλαιάς ερημώσεις· θέλεις ανεγείρει τα θεμέλια πολλών γενεών· και θέλεις ονομασθή, Ο επιδιορθωτής του ρήγματος, Ο αποκαταστάτης των οδών δια τον κατοικισμόν.»—Ησ. 58:12, ΑΣ.
1. Τι είναι αληθινή θρησκεία και ψευδής θρησκεία;
Η ΑΛΗΘΙΝΗ θρησκεία είναι η γνήσια λατρεία του Ιεχωβά. Η ψευδής θρησκεία περιλαμβάνει κάθε τι αντίθετο προς τη λατρεία του Ιεχωβά. Η λέξις «θρησκεία» στην απλούστατη και πιο κοινή μορφή της, σημαίνει «μορφή ή σύστημα λατρείας.» Για τούτο η λέξις η ίδια δεν σημαίνει «αλήθεια». Μιλούμε για ειδωλολατρική θρησκεία καθώς και για Χριστιανική θρησκεία, και επομένως οποιαδήποτε μορφή ή σύστημα λατρείας, άσχετα με το ελατήριο ή το αντικείμενον, ονομάζεται κατάλληλα θρησκεία. Άσχετα με το ότι υπάρχουν πολλές χιλιάδες διαφόρων θρησκειών, υπάρχει μια μόνο αληθινή θρησκεία, και αυτή είναι η λατρεία του Υψίστου Θεού, του οποίου το όνομα είναι Ιεχωβά. Η αληθινή αυτή θρησκεία έχει αποκατασταθή τώρα στους ανθρώπους.
2. Ποιες προσπάθειες έγιναν εναντίον της αληθινής θρησκείας, και γιατί απέτυχαν;
2 Η αληθινή θρησκεία είναι αιώνια, και ποτέ δεν μπορεί να καταστραφή. Δια μέσου των πολλών αιώνων, εχθροί προσπάθησαν να την καταρρίψουν και να την καταστρέψουν, αλλά τα κακά των έργα απεδείχθησαν μάταια. Υπήρξαν καιροί που η αληθινή θρησκεία εκρύβη σχεδόν τελείως από τη θέα. Εσυκοφαντήθη και οι άνθρωποι εθεώρησαν προδοτικό αμάρτημα το να την εξασκούν. Πράγματι, στη διάρκεια των 6.000 περίπου ετών της υπάρξεως του ανθρώπου επάνω σ’ αυτή τη γη, υπήρξαν πολλές περιπτώσεις που η αληθινή θρησκεία μόλις επέζησε από τις τρομερές επιθέσεις που έγιναν εναντίον της. Αλλά μολονότι μερικές φορές βρέθηκε σχεδόν ερημωμένη, όμως ο Ιεχωβά πάντοτε ήγειρε πιστούς άνδρας για να προασπίσουν την υπόθεσί της και να πολεμήσουν για την ύπαρξί της, αψηφώντας τις προσωπικές των απώλειες και ακόμη τον κίνδυνο του θανάτου. Οι άνθρωποι αυτοί επιδιώρθωσαν τα ρήγματα και αποκατέστησαν τους δρόμους, για να μπορέση ο λαός να λατρεύση πάλι τον Ιεχωβά εν πνεύματι και αληθεία. Σ’ ένα τέτοιον ακριβώς κρίσιμο καιρό ζούμε σήμερα.
3. Με ποιον τρόπο υπήρχε η αληθινή θρησκεία στην Εδέμ και γιατί δεν συνεχίσθηκε;
3 Η αληθινή θρησκεία υπήρχε στην Εδέμ πριν από την παρακοή του Αδάμ επειδή τότε υπήρχε η λατρεία ενός μόνου Θεού, του Ιεχωβά. Μεγάλες ευλογίες ακολουθούσαν τον άνθρωπο σ’ αυτή την αγνή κατάστασι, επειδή του είχαν ανατεθή πολύ ευχάριστες υπηρεσίες εν σχέσει με την κατώτερη κτίσι, πάνω στην οποία ήταν σκοπός του Θεού να του χορηγήση κυριαρχία. Υπήρχε ειρήνη και ησυχία και τίποτε που ν’ αμαυρώνη την ηρεμία του κήπου εκείνου της τρυφής. Ο άνθρωπος δεν εχρειάζετο μεσίτην μεταξύ αυτού και του Θεού, διότι ο Ιεχωβά μίλησε στον άνθρωπο στο τέλος της ημέρας, πιθανώς στη βραδινή ώρα. Αλλά η παραδεισιακή αυτή κατάστασις δεν διήρκεσε πολύ, επειδή ο Αδάμ εγκατέλειψε την αληθινή θρησκεία και εγκολπώθηκε την ψευδή. Μια εκούσια πράξις παρακοής επέφερε την απώλεια των ευλογιών αυτών και η ευτυχισμένη, μακάρια σχέσις που ο Αδάμ απελάμβανε θα μπορούσε να ανακτηθή και να χορηγηθή στους απογόνους του μόνο από έναν που θα κατείχε τη δύναμι και την εξουσία να το πράξη. Το ανθρώπινο γένος έχασε αυτές τις θαυμαστές ευλογίες και τη ζωή την ίδια και τόσο απομακρύνθηκε από την αληθινή θρησκεία, ώστε πλήθη ανθρώπων ούτε καν γνωρίζουν ποια είναι αυτή. Οι αμαθείς αυτοί συμπεραίνουν ότι η ειδωλολατρική των θρησκεία είναι η ορθή, παραβλέποντας τελείως τους τρομερούς καρπούς που αυτή παρήγαγε και σε ποιο βαθμό αυτή κατέστρεψε οποιαδήποτε ομοιότητα μεταξύ Δημιουργού και πλασμάτων.
4. Εκθέσατε με συντομία τι συμβαίνει όταν χάνεται η αληθινή θρησκεία.
4 Το ότι ο άνθρωπος επλάσθη «κατ’ εικόνα Θεού» συνεπάγεται την αγνή λατρεία του Ιεχωβά. Αυτός πρέπει να ενεργή επάνω στις ίδιες αρχές και κανόνας ενεργείας με τον Δημιουργό του. Όταν ο άνθρωπος παύη να λατρεύη τον Ιεχωβά, τότε αμέσως η αναγνώρισις της ευθύνης του απέναντι του Δημιουργού του παύει να υπάρχη. Αυτός χάνει την κατανόησι και πηγαίνει κατ’ ευθείαν στη μωρία και την πνευματική ανισορροπία, διότι κατόπιν αναζητεί ξύλα, πέτρες ή μέταλλα, τα διαμορφώνει σε μια εικόνα, ζωγραφίζει ένα πρόσωπο επάνω σ’ αυτήν, και έπειτα υποκλίνεται μπροστά της. Μερικά πλάσματα ικανοποιούνται με το να λατρεύουν άλλα δημιουργήματα, έμψυχα ή άψυχα. Η ψευδής θρησκεία γεννά την άγνοια, το φόβο, τη δεισιδαιμονία, το μίσος, τον φανατισμό και την παραφροσύνη. Η αληθινή θρησκεία παράγει αγαθότητα, χαρά, ειρήνη, αγάπη και ζωή. Η ελπίδα και η σωτηρία του ανθρωπίνου γένους έγκειται στην αποκατάστασι της αληθινής θρησκείας.
5. Ποιος είναι ο δημιουργός της ψευδούς θρησκείας, και ποιο ήταν το σχέδιο του όταν έκαμε ρήγμα μεταξύ Θεού και ανθρώπου:
5 Ο δημιουργός τής ψευδούς θρησκείας είναι ο Σατανάς, επειδή εσκεμμένως επροκάλεσε την ανταρσία του ανθρώπου στην Εδέμ για να δημιουργήση ένα ρήγμα μεταξύ Θεού και ανθρώπου, και σε τούτο επέτυχε. Κατόπιν ο Σατανάς άρχισε να διοργανώνη το ανθρώπινο γένος στον δικό του τρόπο λατρείας. Έκαμε πάντοτε ό,τι μπορούσε για να εμποδίση το ανθρώπινο γένος ν’ αποκτήση γνώσιν του Ιεχωβά. Για να το επιτελέση αυτό, κατηύθυνε τους ανθρώπους ν’ αρχίσουν να λατρεύουν την κτίσιν του Θεού, αντί του Κτίσαντος, και έτσι δια μέσου των αιώνων οι άνθρωποι έκαμαν θρησκεία για το κάθε τι, από τον ήλιο ως τα πράγματα που έρπουν επάνω στη γη. Παγκόσμια σύγχυσις προέκυψε. Ο Παύλος γράφει: «Εάν δε και ήναι το ευαγγέλιον ημών κεκαλυμμένον, εις τους απολλυμένους είναι κεκαλυμμένον· των οποίων, απίστων όντων, ο θεός του κόσμου τούτου ετύφλωσε τον νουν, δια να μη επιλάμψη εις αυτούς ο φωτισμός του ευαγγελίου της δόξης του Χριστού, όστις είναι εικών του Θεού.» (2 Κορ. 4:3, 4) Θα έλθη καιρός που ο Σατανάς δεν θα μπορή να εξαπατά το ανθρώπινο γένος με ψευδή θρησκεία, επειδή έχει προλεχθή για τον Ιησούν: «Και επίασε τον δράκοντα, τον όφιν τον αρχαίον, όστις είναι Διάβολος και Σατανάς· και έδεσεν αυτόν χίλια έτη. Και έρριψεν αυτόν εις την άβυσσον, και έκλεισεν αυτόν, και εσφράγισεν επάνω αυτού, δια να μη πλανήση τα έθνη πλέον, εωσού πληρωθώσι τα χίλια έτη.»—Αποκάλ. 20:2, 3.
6. Εξηγήστε την κατάστασι στις ημέρες του Νώε και του Παύλου, και πώς αυτή προέκυψε από την ψευδή θρησκεία.
6 Οι συνθήκες της διαφθοράς που προκύπτουν για το ανθρώπινο γένος όταν χάνεται η αληθινή θρησκεία καταδεικνύονται έντονα από την τρομερή κατάστασι στην οποίαν έπεσαν οι άνθρωποι των ημερών του Νώε. «Και είδεν ο Θεός την γην, και ιδού, ήτο διεφθαρμένη· διότι πάσα σαρξ είχε διαφθείρει την οδόν αυτής επί της γης. Και είπεν ο Θεός προς τον Νώε, Το τέλος πάσης σαρκός ήλθεν ενώπιόν μου, διότι η γη ενεπλήσθη αδικίας απ’ αυτών· και ιδού, θέλω εξολοθρεύσει αυτούς και την γην.» (Γέν. 6:12, 13) Έπειτα από 2.000 χρόνια οι συνθήκες ήσαν πάλιν οι ίδιες, επειδή ο Παύλος λέγει: «Διότι γνωρίσαντες τον Θεόν, δεν εδόξασαν ως Θεόν, ουδέ ευχαρίστησαν· αλλ’ εματαιώθησαν εν τοις διαλογισμοίς αυτών. . . . Λέγοντες ότι είναι σοφοί εμωράνθησαν. Και ήλλαξαν την δόξαν του αφθάρτου Θεού εις ομοίωμα εικόνος φθαρτού ανθρώπου, και πετεινών και τετραπόδων και ερπετών. . . . Και καθώς απεδοκίμασαν το να έχωσιν επίγνωσιν του Θεού, παρέδωκεν αυτούς ο Θεός εις αδόκιμον νουν, ώστε να πράττωσι τα μη πρέποντα· πλήρεις όντες πάσης αδικίας, πορνείας, πονηρίας, πλεονεξίας, κακίας· γέμοντες φθόνου, φόνου, έριδος, δόλου, κακοηθείας· ψιθυρισταί, κατάλαλοι, μισόθεοι.» (Ρωμ. 1:21-31) Ο Παύλος εδήλωσε επίσης ότι οι ίδιες πονηρές συνθήκες θα υπήρχαν στις έσχατες ημέρες του πονηρού αυτού συστήματος πραγμάτων.—2 Τιμ. 3:1-7.
7. Τι είναι αναγκαίον τώρα για τη σωτηρία πολλών ανθρώπων, και προχωρεί σήμερα ένα τέτοιο έργον:
7 Τα παραπάνω εδάφια σαφώς περιγράφουν την ερήμωσι, την κατάστασι της καταπτώσεως και τη χαμηλή υπόστασι της ανθρωπότητος. Είναι απολύτως αναγκαίον τώρα να γίνη ένα ισχυρό έργον επιδιορθώσεως και αποκαταστάσεως έτσι ώστε μερικοί από τον θνήσκοντα πληθυσμό τού κόσμου να καταστή δυνατόν να λυτρωθούν και σωθούν από πλήρη καταστροφή. Ένα τέτοιο έργον επανορθώσεως σε όλο τον κόσμο υπήρξε εν προόδω, και σήμερα εκατοντάδες χιλιάδων ανθρώπων έχουν κερδίσει απ’ αυτό μεγάλα οφέλη. Όχι ότι τα άτομα αυτά βρήκαν μια νέα θρησκεία, αλλά μάλλον ωδηγήθησαν στους παλαιούς δρόμους πάλι, ωδηγήθησαν πίσω στη θρησκεία τών αποστόλων και των πιστών ανθρώπων των αρχαίων χρόνων όπως ο Νώε, ο Αβραάμ και άλλοι. Το καλό που προέκυψε για κείνους που αποκατεστάθησαν στην πιστή υπηρεσία του Ιεχωβά υπήρξε ακαταμέτρητο. Έμαθαν ότι ο Ιεχωβά είναι ο Ύψιστος Θεός, και η αγάπη του Θεού που άναψε στην καρδιά τους και στη ζωή τους παρήγαγε υπακοή στην εκτέλεσι του θελήματός του. Η αληθινή θρησκεία ανέπτυξε στους ειλικρινείς και τιμίους αυτούς ανθρώπους σεβασμό, τιμή, ευγνωμοσύνη, ελπίδα και ευλαβή φόβο. Τους συνέδεσε ασφαλώς προς τον Παντοδύναμον, υποκινώντας τους να παραδώσουν προθύμως τα πάντα στον Ιεχωβά.
8. Μπορούμε να περιορίσουμε τις ευλογίες που προέρχονται από την αληθινή θρησκεία, και γιατί απαντάτε έτσι;
8 Η αληθινή θρησκεία περιλαμβάνει την προσωπική σχέσι του πλάσματος προς τον Θεόν, επειδή περιλαμβάνει την απόφασι του πλάσματος να υποταχθή στον Δημιουργό. Μια τέτοια πράξις είναι ενάρετη, επειδή σημαίνει ότι ένα άτομο συνεχώς παρακινείται ν’ αποδίδη στον Θεό τη λατρεία και τον σεβασμό που του ανήκουν δικαιωματικώς. Έπειτα συμβαίνει ότι εκείνοι που είναι αληθινοί λάτρεις βρίσκουν τρυφερή επικοινωνία με τον Δημιουργό και φθάνουν να τον γνωρίσουν και να τον τιμούν ως Υπέρτατον Κύριόν των, να τον αγαπούν ως Πατέρα των, βρίσκοντας στην οικογένειά του και στην ιερή του υπηρεσία τελεία ανάπαυσι, ευτυχία και ειρήνη. Τόσο εκτεταμένες είναι οι ευλογίες της αληθινής θρησκείας ώστε δεν μπορούν να περιορισθούν, διότι γεννάται ελπίς, οι δε προσδοκίες εισόδου σε αιώνια ζωή γίνονται μέρος της ζωής ενός ατόμου, και περισσότερο μάλιστα όσο μαθαίνει κανείς να πιστεύη και να εμπιστεύεται στις επαγγελίες του Ιεχωβά και του Ιησού Χριστού του Κυρίου μας.
9. Πώς η αληθινή θρησκεία δίνει ελπίδα, και με ποια αποτελέσματα;
9 Η ελπίς που παράγεται από την αληθινή θρησκεία μεταμορφώνει τη ζωή. Εκμηδενίζει τις απογοητεύσεις, τις δοκιμασίες και τα παθήματα της τωρινής υπάρξεως υπό το πονηρό αυτό σύστημα πραγμάτων, ενώ η απουσία ελπίδος απονεκρώνει τη διάνοια και την καρδιά. Ελπίς ζωής παντοτινής μπορεί να δοθή σ’ εμάς μόνο από τον Ιεχωβά Θεό μέσω του Υιού του. «Αύτη δε είναι η αιώνιος ζωή, το να γνωρίζωσι σε τον μόνον αληθινόν Θεόν, και τον οποίον απέστειλας Ιησούν Χριστόν.» (Ιωάν. 17:3) «Έχομεν ειρήνην προς τον Θεόν δια του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, δια του οποίου ελάβομεν και την είσοδον δια της πίστεως εις την χάριν ταύτην εις την οποίαν ιστάμεθα· και καυχώμεθα εις την ελπίδα της δόξης του Θεού. Και ουχί μόνον τούτο, αλλά και καυχώμεθα εις τας θλίψεις· γινώσκοντες ότι η θλίψις εργάζεται υπομονήν, η δε υπομονή δοκιμήν, η δε δοκιμή ελπίδα, η δε ελπίς δεν καταισχύνει, διότι η αγάπη του Θεού είναι εκκεχυμένη εν ταις καρδίαις ημών δια Πνεύματος Αγίου του δοθέντος εις ημάς.» (Ρωμ. 5:1-5) Αυτή είναι η αληθινή θρησκεία.
10. Ποια είναι τα σημεία της ταυτότητος εκείνων που έχουν την αληθινή θρησκεία;
10 Μερικοί δυνατόν να ρωτήσουν, Πώς μπορείτε να είσθε βέβαιοι ότι αυτή είναι η αληθινή θρησκεία; Η απάντησις είναι ότι κάθε τι που ανήκει σ’ αυτήν πρέπει να μιλή προς τιμήν και αίνον του Ιεχωβά. Πρέπει να πλατύνη την καρδιά και τη διάνοια έναντι Αυτού. Πρέπει να δημιουργηθή μια επιθυμία και μια ελπίς να δούμε το όνομά του εξυψωμένο επάνω από κάθε άλλο όνομα στο σύμπαν. Ναι, να δούμε το όνομά του ΙΕΧΩΒΑ να ακτινοβολή λαμπρά, να φωτοβολή ένδοξα, εξόχως επιδεικνύοντας τη μεγαλοπρέπειά του και το μεγαλείον του στο βλέμμα όλης της κτίσεως, Αυτά είναι μερικά από τα χαρακτηριστικά της αληθινής θρησκείας. Αυτή δεν είναι τυπικισμός, δεν είναι τελετουργία, δεν είναι κοινωνική λειτουργία. Όχι, δεν είναι μια προσπάθεια να δείξωμε τον εαυτό μας αξιοσέβαστον, αλλά είναι ένας ζωντανός, τα πάντα καταναλίσκων ζήλος να λατρεύωμε τον Ιεχωβά εν πνεύματι και αληθεία. Πρέπει να υπάρχη κάτι που μας κρατεί προσηλωμένους στον Δημιουργό και πρέπει να μας δεσμεύη με δεσμά που δεν μπορούν να διασπασθούν. Ο Παύλος ήταν ένας αληθινός λάτρης, και είπε, «Επειδή είμαι πεπεισμένος ότι ούτε θάνατος ούτε ζωή, ούτε άγγελοι ούτε αρχαί ούτε δυνάμεις, ούτε παρόντα ούτε μέλλοντα, ούτε ύψωμα ούτε βάθος, ούτε άλλη τις κτίσις, θέλει δυνηθή να χωρίση ημάς από της αγάπης του Θεού, της εν Χριστώ Ιησού τω Κυρίω ημών.»—Ρωμ. 8:38, 39.
ΤΟ ΟΝΟΜΑ ΤΟΥ Ο ΙΕΧΩΒΑ ΚΑΙ Η ΑΛΗΘΙΝΗ ΘΡΗΣΚΕΙΑ
11. Εξηγήστε τον τρόπο με τον οποίον ο Σατανάς έθεσε υπό αμφισβήτησιν τη φιλαλήθεια του λόγου του Θεού, και τι προέκυψε;
11 Η αντικατάστασις από τον Σατανά της αληθινής θρησκείας με την ψευδή επέφερε μεγάλο όνειδος στο όνομα του Ιεχωβά. Στην Εδέμ ο Σατανάς έθεσε υπό αμφισβήτησιν τη φιλαλήθεια του λόγου του Θεού, την δεξιοτεχνία του και την τιμή του ονόματός του, μάλιστα, και αυτούς ακόμη τους αγαθούς του σκοπούς για το ανθρώπινο ζεύγος. Είναι γραμμένο: «Ο δε όφις ήτο το φρονιμώτερον πάντων των ζώων του αγρού, τα οποία έκαμε Ιεχωβά ο Θεός· και είπεν ο όφις προς την γυναίκα, Τω όντι είπεν ο Θεός, Μη φάγητε από παντός δένδρου του παραδείσου; Και είπεν η γυνή προς τον όφιν, Από του καρπού των δένδρων του παραδείσου δυνάμεθα να φάγωμεν· από δε του καρπού του δένδρου, το οποίον είναι εν μέσω του παραδείσου, είπεν ο Θεός, Μη φάγητε απ’ αυτού, μηδέ εγγίσητε αυτόν, δια να μη αποθάνητε. Και είπεν ο όφις προς την γυναίκα, Δεν θέλετε βεβαίως αποθάνει· αλλ’ εξεύρει ο Θεός, ότι καθ’ ην ημέραν φάγητε απ’ αυτού, θέλουσιν ανοιχθή οι οφθαλμοί σας, και θέλετε είσθαι ως θεοί, γνωρίζοντες το καλόν και το κακόν.» (Γέν. 3:1-5, ΜΝΚ) Οι ολίγες αυτές λέξεις αποκαλύπτουν πολλά. Ο Σατανάς αμφισβήτησε την καταλληλότητα των εντολών του Ιεχωβά. Το πόσο τεράστιο ήταν το έγκλημα αυτό μπορεί να κατανοηθή μόνο όταν εξετάσωμε τα 6.000 περίπου χρόνια της αμαρτίας, πονηρίας, ασθενείας, λύπης, παθημάτων και θανάτου που επεβλήθησαν στο ανθρώπινο γένος. Πόσο απεχθώς ιδιοτελής και στο έπακρον στασιαστικός ήταν αυτός, ώστε ακόμη να επιρρίψη αμφιβολία στον λόγον του Δημιουργού! Τα απαίσια εκείνα λόγια «Τω όντι είπεν ο Θεός»—που περιέχουν κατά μέρος ερώτησιν και κατά μέρος προσποιητήν κατάπληξιν—απέβλεπαν στο να διεγείρουν υπόνοια και δυσπιστία για τον Δημιουργό. Ναι, τα βάθη της πονηρίας του Σατανά αποκαλύπτονται εδώ. Η ανταρσία του κατά του θείου νόμου και της τάξεως καταδεικνύεται από το ότι εδυσφήμησε το όνομα του Υψίστου. Εδώ ακριβώς το όνομα του Ιεχωβά εβεβηλώθη και εδυσφημήθη για πρώτη φορά. Το σχέδιο της ενεργείας του Σατανά ήταν ν’ αποκόψη τον ενωτικό δεσμό μεταξύ του ανθρωπίνου ζεύγους και του Ιεχωβά, να δημιουργήση ένα ρήγμα που θα ήταν αδύνατον να επιδιορθωθή και αποκατασταθή στην αρχική του υγιά κατάστασι.
12. Τι σημαίνει η περικοπή, «Τότε έγεινεν αρχή να ονομάζωνται με το όνομα του Ιεχωβά»;
12 Στον τρίτον αιώνα της ανθρωπίνης ιστορίας, στη διάρκεια της ζωής του Ενώς, υιού του Σηθ, άρχισε ο άνθρωπος να βεβηλώνη φανερά το όνομα του Ιεχωβά. Είναι γραμμένο: «Τότε έγεινεν αρχή να ονομάζωνται με το όνομα του Ιεχωβά.» (Γέν. 4:26, ΜΝΚ) Οι άνθρωποι δεν μετανοούσαν και δεν ζητούσαν με ταπεινοσύνη να υπηρετήσουν τον Ιεχωβά. Οι Εβραίοι σοφοί ισχυρίσθηκαν ότι αυτή η περικοπή πρέπει να διαβαστή «έγεινε βέβηλος αρχή», ή «τότε έγεινε αρχή βεβηλώσεως». Είναι γεγονός ότι το ίδιο Εβραϊκό ρήμα μεταφράζεται «βεβηλώνω» στο Λευιτικόν 21:6, αλλά εκεί το ρήμα είναι σε διαφορετική συζυγία, σχηματισμό ή κλίσι. Ο καιρός αυτός, εν τούτοις, ήταν ο καιρός για εξωτερική ειδωλολατρία. Σημειώστε σχετικώς τα κατάλληλα αυτά σχόλια: «Στις ημέρες του Ενώς οι υιοί του Αδάμ επλανήθησαν με μεγάλη πλάνη, και η συμβουλή των σοφών ανθρώπων της εποχής εκείνης έγινε κτηνώδης, ο Ενώς δε ο ίδιος ήταν (ένας) απ’ αυτούς που πλανήθηκαν· και η πλάνη των ήταν αυτή: έλεγαν, Εφόσον ο Θεός εδημιούργησε αυτά τα άστρα και τις σφαίρες για να διέπουν τον κόσμο, και τα έθεσε ψηλά, και μετέδωσε τιμή σ’ αυτά, και είναι λειτουργοί που λειτουργούν ενώπιον του· έπεται ότι οι άνθρωποι πρέπει να τα αινούν και να τα δοξάζουν και να τους δίνουν τιμή. . . . άρχισαν να οικοδομούν ναούς στα άστρα, και να προσφέρουν θυσίες σ’ αυτά . . . για να μπορέσουν, σύμφωνα με την κακή τους αντίληψι, ν’ αποκτήσουν την εύνοια του Δημιουργού· και αυτή ήταν η ρίζα της ειδωλολατρίας, κλπ. . . . Έτσι, με την πάροδο του χρόνου, το ένδοξο και φοβερό όνομα (του Θεού) ελησμονήθη και απεμακρύνθη από το στόμα όλων των ζώντων, καθώς και από τη γνώσι των, και δεν τον ανεγνώριζαν.» (Παρατίθεται από την Πραγματεία επί της Ειδωλολατρίας του Μαϊμονίδου) Αυτό δείχνει την Ιουδαϊκή άποψι επάνω στο Γένεσις 4:26 ως πανούργο σχέδιο του Σατανά.
13. Πώς ο Νεβρώδ επροκάλεσε τον Ιεχωβά και εργάσθηκε για την ψευδή θρησκεία;
13 Ο Νεβρώδ, ο στασιαστής, κατεφρόνησε τους λάτρεις του Ιεχωβά, επειδή χωρίς αμφιβολία ο Νώε και ο Σημ είχαν κηρύξει στο ανθρώπινο γένος τις εντολές του Ιεχωβά περιλαμβανομένης και της απαγορεύσεως της αχαλίνωτης εκχύσεως αίματος. Ο Νεβρώδ επροκάλεσε τον Ιεχωβά και έκαμε τον εαυτό του άρχοντα του λαού. «Ανεδείχθη ισχυρός κυνηγός εναντίον του Ιεχωβά. Δια τούτο λέγεται, ‘Ως ο Νεβρώδ ισχυρός κυνηγός εναντίον του Ιεχωβά’.» (Γέν. 10:9, ΜΝΚ) Το Ταργκούμ της Ιερουσαλήμ λέγει: «Ήτο ισχυρός κυνηγός [ή, ισχυρός εις λείαν] και εις αμαρτίαν ενώπιον του Θεού επειδή ήτο κυνηγός των υιών των ανθρώπων εις τας γλώσσας αυτών, και έλεγεν εις αυτούς, ‘Αποχωρήσατε από την θρησκείαν του Σημ και προσκολλήθητε εις τους θεσμούς του Νεβρώδ’.» Ο σκοπός του ήταν να καταστρέψη την αληθινή θρησκεία. Η αρχή της βασιλείας του ήταν η Βαβέλ. (Γέν. 10:10) Όταν εκτίζετο ο μεγάλος πύργος και η πόλις της Βαβέλ, αυτό δυσαρέστησε τον Ιεχωβά. Το θείο υπόμνημα λέγει: «Και είπεν ο Ιεχωβά, Ιδού, είς λαός, και πάντες έχουσι μίαν γλώσσαν, και ήρχισαν να κάμνωσι τούτο· . . . Και διεσκόρπισεν αυτούς ο Ιεχωβά εκείθεν επί του προσώπου πάσης της γης· και έπαυσαν να οικοδομώσι την πόλιν.» (Γέν. 11:5-8, ΜΝΚ) Αυτή την πόλι και τον πύργο τα οικοδομούσαν για να εξαλείψουν το όνομα του Ιεχωβά και προκλητικά να κάμουν όνομα για τον εαυτό τους.
14, 15. (α) Η πρόκλησις του Ιεχωβά από τον Φαραώ σε ποιον αίνον προς τον Ιεχωβά κατέληξε: (β) Εξηγήστε το ρήγμα που απειλήθηκε στην εποχή του Μωυσέως και του Ηλία.
14 Στις ημέρες του Μωυσέως, ο Φαραώ επροκάλεσε τον Ιεχωβά, εξυψώνοντας τον εαυτό του ενώπιον του κόσμου ως τον μεγαλύτερον. Ο Ιεχωβά κατέστρεψε τη δύναμι του ισχυρού αυτού παγκοσμίου άρχοντος, κατέρριψε τα είδωλα του, και επεβεβαίωσε ότι ήταν ο Ύψιστος. Η προειδοποίησις του Θεού προς τον Φαραώ ήταν η εξής: «Και δια τούτο βεβαίως σε διετήρησα, δια να δείξω εν σοι την δύναμίν μου, και να κηρυχθή το όνομά μου εν πάση τη γη.» (Έξοδ. 9:16) Σε όλη τη ζωή του Μωυσέως και του διαδόχου του Ιησού του Ναυή κατέστη αναγκαίον να τεθή τετραγωνικά ενώπιον του λαού η εκλογή εμμονής στην αληθινή θρησκεία ή απομακρύνσεως από τη θεία εύνοια με την αποδοχή της ψευδούς θρησκείας. Ο λαός του Ισραήλ κατ’ επανάληψιν εσώθη από καταστροφή. Σε μια περίπτωσι ο Μωυσής ικέτευσε τον Ιεχωβά να τους σώση χάριν του ονόματός Του· ο Θεός εισήκουσε, και το ρήγμα αυτό εθεραπεύθη. «Και είπε να εξολοθρεύση αυτούς, αν ο Μωυσής ο εκλεκτός αυτού δεν ίστατο εν τη θραύσει ενώπιον αυτού, δια να αποστρέψη την οργήν αυτού, ώστε να μη αφανίση αυτούς.»—Ψαλμ. 106:23.
15 Ένα άλλο σοβαρό ρήγμα εθεραπεύθη στην εποχή του Ηλία. Αυτό ωφείλετο στην απέχθεια του Ιεχωβά προς την αποστασία του Βασιλέως Αχαάβ στην ειδωλολατρική θρησκεία. Η Ιεζάβελ, η βασίλισσα του, ήταν η βασίλισσα-θυγάτηρ ενός πρώην ιερέως της Αστάρτης και του Βάαλ από την Σιδώνα της Φοινίκης, όπου εζούσαν οι απόγονοι του Χαναάν. Ο Αχαάβ δεν έπρεπε να έχη νυμφευθή αυτή την άπιστη εχθρά της αγνής θρησκείας. Αυτή ωργάνωσε δικό της ιερατείο, από το οποίο αναγράφεται ότι 450 έτρωγαν στο τραπέζι της, πράγμα, βέβαια, που σημαίνει με έξοδα της χώρας. Μερικά χρόνια πρωτύτερα ο Σαμουήλ είχε καταργήσει την ψευδή θρησκεία, αλλά η Ιεζάβελ την επανέφερε. Ο καιρός είχε φθάσει να ληφθή απόφασις από τον λαόν Ισραήλ για το ποιον θα υπηρετούσαν, τον Ιεχωβά ή τον Βάαλ;
16. Εκθέσατε τι συνέβη σ’ αυτή τη διαπάλη μεταξύ της αληθινής και της ψευδούς θρησκείας.
16 Η αληθινή θρησκεία ήταν τότε σε μια συντριμμένη κατάστασι. Εν τούτοις, ο Ηλίας εχρησιμοποιήθη από τον Ιεχωβά να ανοικοδομήση εκείνο που είχε κατασυντριβή και να αποκαταστήση την αληθινή θρησκεία, διότι αυτός εξύψωνε το όνομα του Ιεχωβά. Ο Βασιλεύς Αχαάβ κατηγόρησε τον Ηλία ότι διετάρασσε τον Ισραήλ, αλλά η άφοβη απάντησις του προφήτου ήταν: «Δεν διαταράττω εγώ τον Ισραήλ, αλλά συ, και ο οίκος του πατρός σου· διότι σεις εγκατελίπετε τας εντολάς του Ιεχωβά, και υπήγες κατόπιν των Βααλείμ.» Ο Ηλίας διέταξε τον Ισραήλ να συναθροισθή στο Όρος Κάρμηλον, καθώς επίσης τους 450 ψευδείς ιερείς του Βάαλ. Τότε ο Ηλίας είπε: «Έως πότε χωλαίνετε μεταξύ δύο φρονημάτων; εάν ο Ιεχωβά ήναι Θεός, ακολουθείτε αυτόν· αλλ’ εάν ο Βάαλ, ακολουθείτε τούτον.» Κατόπιν ακολούθησε η διαπάλη, όπως περιγράφεται εις 1 Βασιλέων 18:17-40 (ΑΣ) Σημειώστε την έλλειψι βοηθείας και ελπίδος από τον Βάαλ καθώς οι φανατικοί έκραζαν και εκτελούσαν αηδείς πράξεις ακολασίας σύμφωνα με τις ειδωλολατρικές των τελετουργίες, πηδώντας για να εξευμενίσουν τον θεόν των. Διαβάστε την αφήγησι και προσπαθήστε να φαντασθήτε όλη την έξαψι, τη μανιώδη φρενίτιδα. Κατόπιν, καθώς δεν ήρχετο καμμιά απάντησις, ενώ οι θρησκευτικές των τελετουργίες εγίνοντο πιο παράλογες και αναίσχυντες (επειδή η λατρεία του Βάαλ ήταν λατρεία μεγάλης αισχρότητος), οι παράφρονες αυτοί διαβολολάτραι άρχισαν να χτυπούν τον εαυτό τους με μάχαιρες, και το αίμα έρρεε ελεύθερα. Όλη την ημέρα αυτό συνεχίζετο ώσπου εξηντλήθησαν. Τι έκθεσις δαιμονικής θρησκείας σ’ εκείνους που έστεκαν πλησίον και που έπρεπε να λατρεύουν τον Ιεχωβά «εν αγία παρατάξει»!
17. Πώς η στάσις του Ηλία ήταν σε αντίθεσι μ’ εκείνην των προφητών του Βάαλ;
17 Τώρα παρατηρήστε τον Ηλία. Ήσυχα, με σεβασμό, χωρίς απρεπή επίδειξι αισθηματισμού, αναπέμπει προσευχή, με αξιοπρέπεια και σοβαρότητα, σε αντίθεσι με την ασελγή παραφροσύνη των ψευδοπροφητών: «Ω Ιεχωβά, Θεέ του Αβραάμ του Ισαάκ, και του Ισραήλ, ας γείνη γνωστόν σήμερον, ότι συ είσαι Θεός εν τω Ισραήλ, και εγώ δούλος σου, και κατά τον λόγον σου έκαμα πάντα ταύτα τα πράγματα· επάκουσόν μου, Ιεχωβά, επάκουσόν μου, δια να γνωρίση ο λαός ούτος ότι συ, Ιεχωβά, είσαι ο Θεός, και συ επέστρεψας την καρδίαν αυτών οπίσω.» Πόσο καθαρά μπορεί να κατανοηθή μια τέτοια προσευχή, και πώς αποκαλύπτει τη βαθιά αγάπη που είχε ο Ηλίας για τον Ιεχωβά και για τον Ισραήλ, διότι εξέχεε την καρδιά του προς τον Ιεχωβά σ’ αυτή την προσευχή! Είχε ισχυρή πίστι, και δεν ήθελε να πέση η κατάρα του Ιεχωβά επάνω σ’ αυτόν τον λαό. Προσηύχετο, λοιπόν, να επιστραφή οπίσω η καρδιά αυτού του λαού στους ασφαλείς παλαιούς δρόμους και να εγκαταλείψουν την ιδιοτελή, διεγείρουσαν τα πάθη, ερημωτική ψευδοθρησκεία του Βάαλ.
18, 19. (α) Πώς ο Ηλίας επιδιώρθωσε και αποκατέστησε την αληθινή θρησκεία; (β) Δείξτε πώς ο Ιεχωβά απήντησε στην προσευχή, και ποιο ήταν το αποτέλεσμα. (γ) Γιατί ο Ιεχωβά επέφερε ρήγμα στις ημέρες του Ιερεμία;
18 Ο Ηλίας ετίμησε και εξύψωσε τον Ιεχωβά, διότι αρνήθηκε να χρησιμοποιήση τον βωμόν του Βάαλ, αλλά μάλλον ο ίδιος επιδιόρθωσε το θυσιαστήριον του Ιεχωβά που είχε πέσει στο έδαφος λόγω αχρηστεύσεως και καταφρονήσεως. Παίρνοντας τους δώδεκα λίθους, ανοικοδόμησε το θυσιαστήριο. Από πριν ο Ηλίας είχε αναγγείλει τι θα συνέβαινε, και η πίστις του ήταν τελεία. Υπερήσπιζε το όνομα τού Ιεχωβά και αποκαθιστούσε την αληθινή θρησκεία στον Ισραήλ, επιδιορθώνοντας εκείνο που ήταν συντριμμένο από την αληθινή λατρεία. Πιθανώς η προσευχή του διήρκεσε λίγα μόνο λεπτά, αλλ’ αμέσως κατόπιν ήλθε η απάντησις από τον Ιεχωβά. Βλέποντας τη φωτιά αυτή από τον ουρανό να καταναλίσκη ακαριαίως τη θυσία, οι θεαταί δεν μπορούσαν πια να αμφιβάλλουν για το ποιος ήταν ο Θεός. «Και ότε είδε πας ο λαός, έπεσον κατά πρόσωπον αυτών, και είπον, Ο Ιεχωβά, αυτός είναι ο Θεός· ο Ιεχωβά, αυτός είναι ο Θεός. Και είπε προς αυτούς ο Ηλίας, Πιάσατε τους προφήτας του Βάαλ· μηδείς εξ αυτών ας μη διασωθή. Και επίασαν αυτούς· και κατεβίβασεν αυτούς ο Ηλίας εις τον χείμαρρον Κεισών, και έσφαξεν αυτούς εκεί.»—1 Βασ. 18:39, 40, ΑΣ.
19 Αυτή ήταν μια ημέρα θριάμβου για τον Ηλία, επειδή εχρησιμοποιήθη για να επιδιορθώση το ρήγμα και να αποκαταστήση την αληθινή θρησκεία, και να εξυψώση το όνομα τού Ιεχωβά. Είχε ριψοκινδυνεύσει τη ζωή του στη διαμαρτυρία εναντίον όλης αυτής της βεβηλώσεως, αυτής της κτηνώδους ψευδοθρησκείας που ατίμαζε τον Θεό, αλλ’ ο Ηλίας ήταν ζηλότυπος για τον Ιεχωβά. Ο Ιεχωβά ο ίδιος είναι ζηλότυπος Θεός, και για τούτο δεν μπορούσε ν’ ανεχθή αντίπαλον. Η αντίληψις που είχε ο Ηλίας για τον Ύψιστον Θεόν ήταν τόσο υψηλή ώστε απέκλειε απολύτως όλους τους άλλους θεούς ή αντικείμενα λατρείας. Αυτή η διαπάλη στον Κάρμηλο είναι μια από τις λαμπρότερες που ανεγράφησαν ποτέ. Εν τούτοις, η απόφασις αυτή δεν ετερμάτισε για πάντα τη διαπάλη, επειδή ο αόρατος Σατανάς γρήγορα πάλι απασχολήθηκε στο να συντρίψη το έργο που είχε ανοικοδομήσει ο Ηλίας και να αφαιρέση από τον Ισραήλ την αληθινή θρησκεία. Αργότερα προέκυψε ένα ρήγμα που διήρκεσε εβδομήντα χρόνια, στη διάρκεια των οποίων η Ιερουσαλήμ και οι πόλεις του Ιούδα έκειντο σε ερείπια. Ο Ιερεμίας είχε προειδοποιήσει τον Ισραήλ κατ’ επανάληψιν όσον αφορά την ψευδή του θρησκεία, και ένα από τα αγγέλματα του ήταν: «Λαέ μωρέ και ασύνετε· οίτινες οφθαλμούς έχετε, και δεν βλέπετε· ώτα έχετε, και δεν ακούετε· εμέ δεν φοβείσθε; λέγει ο Ιεχωβά· δεν θέλετε τρέμει ενώπιον μου; . . . Αλλ’ ούτος ο λαός έχει καρδίαν στασιαστικήν και απειθή· απεστάτησαν και απήλθον. Και δεν είπον εν τη καρδία αυτών, Ας φοβηθώμεν τώρα Ιεχωβά τον Θεόν ημών, όστις δίδει βροχήν. . . . Έκπληξις και φρίκη έγειναν εν τη γη. Οι προφήται προφητεύουσι ψευδώς, και οι ιερείς δεσπόζουσι δια μέσου αυτών· και ο λαός μου αγαπά ούτω· και τι θέλετε κάμει εις το μετά ταύτα;»—Ιερεμ 5:21-31, ΑΣ.
20. Γιατί οι ψευδείς θρησκευόμενοι έκραζαν «Ειρήνη!» και γιατί ο Ιεχωβά δυσηρεστήθη;
20 Ο Ιεχωβά είπε: «Από μικρού αυτών έως μεγάλου αυτών πας τις εδόθη εις την πλεονεξίαν· και από προφήτου έως ιερέως πας τις πράττει ψεύδος. Και ιάτρευσαν το σύντριμμα της θυγατρός του λαού μου επιπολαίως, λέγοντες, Ειρήνη, ειρήνη· και δεν υπάρχει ειρήνη.» Η οργή του Ιεχωβά επρόκειτο να έλθη και καμμιά ειρήνευσις από τους ψευδοπροφήτας δεν θα μπορούσε να την σταματήση. Οι ψευδείς αυτοί θρησκευόμενοι ενεργούσαν προδοτικά ενώπιον του Ιεχωβά αντιδρώντας και διατάσσοντας αντίθετα προς τις εντολές του Ιεχωβά του Υψίστου, του αληθινού βασιλέως του Ισραήλ. Ζητούσαν να υπονομεύσουν τη νομιμόφρονα υπακοή του πιστού πρέσβεως του Ιεχωβά. «Ούτω λέγει ο Ιεχωβά· Στήτε επί τας οδούς, και ιδέτε, και ερωτήσατε περί των αιωνίων τρίβων, πού είναι η αγαθή οδός, και περιπατείτε εν αυτή, και θέλετε ευρεί ανάπαυσιν εις τας ψυχάς σας. Αλλ’ αυτοί είπον, Δεν θέλομεν περιπατήσει εν αυτή.» Και πάλιν: «Ας χύσωσιν οι οφθαλμοί μου δάκρυα, νύκτα και ημέραν, και ας μη παύσωσι· διότι η παρθένος, η θυγάτηρ του λαού μου, συνετρίφθη σύντριμμα μέγα, πληγήν οδυνηράν σφόδρα.» Αυτό το σύντριμμα ή ρήγμα ήταν τόσο ευρύ ώστε ωδήγησε τον λαόν του Θεού σε αιχμαλωσία επί εβδομήντα χρόνια και πλέον. Ώφειλαν να μάθουν ότι υπήρχε ένας μόνος τρόπος λατρείας και αυτός ήταν ο ορθός τρόπος. «Θέλει κάμει άνθρωπος εις εαυτόν θεούς, τους μη όντας θεούς; Δια τούτο, ιδού, θέλω κάμει αυτούς ταύτην την φοράν να γνωρίσωσι, θέλω κάμει αυτούς να γνωρίσωσι την χείρά μου και την δύναμίν μου· και θέλουσι γνωρίσει ότι το όνομά μου είναι ο Ιεχωβά.»—Ιερεμ. 6:13-19· 14:17· 16:20, 21, ΑΣ.
21. Πώς ο Ησαΐας είχε προείπει ότι θα ήρχετο αυτό το μεγάλο ρήγμα;
21 Ο προφήτης Ησαΐας, πολλά χρόνια πριν από την εποχή του Ιερεμία, είχε προειδοποιήσει τον Ισραήλ για το ερχόμενο ρήγμα με τον Ιεχωβά, αλλ’ αρνήθηκαν ν’ ακούσουν. «Ότι ούτος είναι λαός απειθής, ψευδείς υιοί, υιοί μη θέλοντες να ακούσωσι τον νόμον του Ιεχωβά· οίτινες λέγουσι προς τους βλέποντας, Μη βλέπετε· και προς τους προφήτας, Μη προφητεύετε εις ημάς τα ορθά, λαλείτε προς ημάς κολακευτικά, προφητεύετε απατηλά· αποσύρθητε από της οδού, εκκλίνατε από της τρίβου, σηκώσατε απ’ έμπροσθεν ημών τον Άγιον του Ισραήλ. Όθεν ούτω λέγει ο Άγιος του Ισραήλ· Επειδή καταφρονείτε τον λόγον τούτον, και ελπίζετε επί την απάτην και πονηρίαν, και επιστηριζεσθε επί ταύτα· δια τούτο η ανομία αύτη θέλει είσθαι εις εσάς ως χάλασμα ετοιμόρροπον.»—Ησ. 30:9-14, ΑΣ.
22. Ποια ήταν η αιτία που οι ψευδείς θρησκευόμενοι απωθούσαν το όνομα του Ιεχωβά;
22 Ο Ισραήλ δεν ήθελε την αλήθεια και την αγνή θρησκεία. Ζητούσαν να πείσουν και παρακινούσαν τους προφήτας να τους λέγουν μόνο «κολακευτικά πράγματα». Η αλήθεια που χτυπούσε σκληρά ήταν κάτι υπερβολικό για τις ένοχες, γεμάτες φόβο διάνοιες των. Ήθελαν βεβαίωσι από τους προφήτας των ότι δεν θα ήρχοντο αυτές οι κρίσεις από τον Ιεχωβά. Απαιτούσαν από τον Ησαΐα να απέχη ακόμη και από το να αναφέρη το όνομα του Ιεχωβά. Έλεγαν: «Σηκώσατε απ’ έμπροσθεν ημών τον Άγιον του Ισραήλ.» Η πρόκλησίς των προς τον Δημιουργόν των ήταν πλήρης. Τόσο είχαν σκληρυνθή, ώστε προσπαθούσαν να δαγκώσουν το χέρι που τους έτρεφε. Εστρέφοντο με οργή και μίσος εναντίον της μητέρας που τους εγέννησε. Σε ποια τρομερή κατάστασι ευρίσκοντο, δείχνοντας ακόμη μια φορά πολύ έντονα πόσο παράφρων και κτηνώδης γίνεται ο λαός με την ψευδή θρησκεία! Ήθελαν να απωθήσουν από τη μνήμη των το όνομα του Ιεχωβά. ‘Δεν το θέλομε!’ έλεγαν. Αλλ’ ο πιστός προφήτης δεν ήθελε ούτε καν να εξετάση το να απέχη από το να μιλή για το όνομα του Ιεχωβά. Ποτέ ο πιστός δούλος δεν θα διστάση να κηρύττη το όνομα και να διαλαλή το άγγελμα του Ιεχωβά, και ποτέ οι αληθινοί λάτρεις δεν θα βρεθούν ένοχοι αποκρύψεως του ονόματος Ιεχωβά κάτω από γενικούς τίτλους όπως «Κύριος» ή «Θεός» για να καταστήσουν τον Λόγον του πιο ευπρόσδεκτον στον λαόν σε διάφορα μέρη του κόσμου. Εκείνοι που το αποκρύπτουν αισχύνονται γι’ αυτό και φοβούνται τις κρίσεις που προέρχονται απ’ αυτό.
23, 24. Όταν κανείς πηγαίνη σε απαγορευμένους δρόμους, τι προκύπτει; Πότε έκαμε ο Ιεχωβά να εκπληρωθή η προφητεία του Αμώς;
23 Μέσω του Ιερεμία εδόθη το ακόλουθο άγγελμα: «Αλλ’ ο λαός μου ελησμόνησεν εμέ, εθυμίασεν εις την ματαιότητα, και προσέκοψαν εν ταις οδοίς αυτών, ταις αρχαίαις τρίβοις, δια να περιπατώσιν εν τρίβοις οδού μη εξωμαλισμένης.» (Ιερεμ. 18:15, ΑΣ) Η εγκατάλειψις του Ιεχωβά αυτομάτως εσήμαινε εγκατάλειψι της αρχαίας οδού. Ο Ισραήλ απεμακρύνθη από τον απείρως ένδοξον Ιεχωβά για να λατρεύση ανάξια, αναίσθητα, κωφά είδωλα, κάνοντας έτσι τον λαό του να προσκόψη. Παρανόμως εμπήκαν σε απαγορευμένους, αγνώστους δρόμους. Ήσαν τότε στο έλεος των δελεαστών, και ασφαλώς περιεπλάκησαν σε πολλές θλίψεις επειδή εγκατέλειψαν τη λεωφόρο του Βασιλέως. Κατεφρόνησαν την προειδοποίησι του Ιεχωβά και δεν μπορούσαν ν’ ανθέξουν ούτε καν ν’ ακούσουν το φοβερό όνομα Ιεχωβά. Όχι, δεν μπορούσαν να σταθούν ενώπιον της απείρου αγιότητός του.
24 Μετά τα εβδομήντα έτη της ερημώσεως, παρ’ αξίαν αγαθότης εξεδηλώθη προς τον Ισραήλ, και φέρθηκαν πάλι στη χώρα των και στην αγνή λατρεία του Ιεχωβά. Ανοικοδόμησαν τότε τον ναό υπό την ηγεσία του Ζοροβάβελ, και κατόπιν αργότερα έκτισαν τα τείχη και εξετελέσθη ένα μεγάλο έργον ανοικοδομήσεως σε όλη τη χώρα. Ο προφήτης Αμώς είχε προφητεύσει αυτά τα πράγματα όταν έγραψε: «Εν τη ημέρα εκείνη θέλω αναστήσει την σκηνήν του Δαβίδ την πεπτωκυίαν, και θέλω φράξει τας χαλάστρας αυτής, και θέλω ανεγείρει τα ερείπια αυτής, και θέλω ανοικοδομήσει αυτήν, ως εν ταις αρχαίαις ημέραις· . . . Και θέλω επιστρέψει τους αιχμαλώτους του λαού μου Ισραήλ, και θέλουσιν ανοικοδομήσει τας πόλεις τας ηρημωμένας, και κατοικήσει.» ( Αμώς 9:11-15) Η προφητεία αυτή, όχι μόνον είχε μια κατά γράμμα εκπλήρωσι, αλλά ήταν προωρισμένη για περαιτέρω εκπλήρωσι σε μια μεγαλύτερη και ευρύτερη κλίμακα. Το επόμενο άρθρο θα εξετάση την περαιτέρω εκπλήρωσι αυτής της προφητείας.