Η Ιερότης «της Στρατείας Ημών»
«Διότι Ιεχωβά ο Θεός σου περιπατεί εν μέσω του στρατοπέδου σου, δια να σε ελευθερώση, και δια να παραδώση τους εχθρούς σου έμπροσθέν σου· δια τούτο θέλει είσθαι άγιον το στρατόπεδόν σου· δια να μη βλέπη ακαθαρσίαν τινά εν σοι, και αποστρέψη από σου.»—Δευτ. 23:14, ΜΝΚ.
1. Για τους μάρτυρας του Ιεχωβά τι είδους «στρατεία» υπήρξε, επί πόσον καιρό και γιατί δεν θα την εγκαταλείψουν;
ΑΝ ΚΑΠΟΙΟΙ βρίσκωνται «εν στρατεία», αυτοί είναι οι μάρτυρες του Ιεχωβά. (Ησ. 43:10-12· 44:8) Στα περασμένα έξη χιλιάδες χρόνια ολίγοι υπήρξαν οι αιώνες—αν υπήρξαν καν—που δεν διεταράχθησαν από διαμάχες μεταξύ σαρκικών αγωνιστών και δεν εκοκκίνισαν από το αίμα της σφαγής. Αλλά για τους μάρτυρας του Υψίστου Θεού η περίοδος αυτή υπήρξε μια συνεχής «στρατεία», ένας αγών ολοκλήρου ζωής, μια καθημερινή μάχη, χωρίς να τους χορηγηθή άδεια απουσίας από Εκείνον για τον οποίον εμάχοντο, χωρίς ανακωχή, ούτε εκεχειρία, καθ’ όλους τους εξήντα αιώνες. Με ουράνια βοήθεια μπόρεσαν να υπομείνουν έως τώρα, έτσι ώστε οι μάρτυρες του Ιεχωβά βρίσκονται ακόμη επάνω στη σκηνή της δράσεως σήμερα, και η μάχη συνεχίζεται. Δεν θα την εγκαταλείψουν, επειδή ο πόλεμός των είναι άγιος, ο αγών των ιερός, ανάμεσα σ’ έναν ασεβή κόσμο.
2. Πώς τα έθνη του κόσμου τούτου προσπάθησαν να κάμουν τους πολέμους των να φαίνονται ιεροί, και γιατί;
2 Έως την ημέρα αυτή ο πόλεμος του κόσμου τούτου υπήρξε μια βίαιη τακτοποίησις των διενέξεων του κόσμου τούτου με βία και αίμα. Πάντοτε οι άνθρωποι απεπειράθησαν να δώσουν θρησκευτική χροιά στους πολέμους του κόσμου τούτου. Έτσι, προσπαθούν να δικαιολογήσουν τη βίαιη πορεία των και να κάνουν εκείνον που λαμβάνει μέρος στις συγκρούσεις να αισθάνεται τη συνείδησί του αδέσμευτη, να αισθάνεται ότι είναι υποχρέωσίς του προς τον θεόν του να δώση τον εαυτό του στον αγώνα, και να αισθάνεται ότι το μέλλον του θα είναι ευνοημένο και ευτυχές επειδή είχε βίαιη ανάμιξι στις σκληρότητες του πολέμου. Πάντοτε υπήρξε η ανθρώπινη τακτική να αποδίδεται η ευθύνη για τον πόλεμο στον Θεό και να διακηρύττεται ότι είναι θέλημά του και να διδάσκεται ότι ένας πολεμιστής υπηρετεί τον Θεό και την υπόθεσί του. Μεταξύ των εθνών του κόσμου τούτου, ο πόλεμος κατέστη ιερό πράγμα, άγιο καθήκον.
3. Τι πιστοποιεί το γεγονός ότι ο πόλεμος εθεωρείτο αγία υπόθεσις μεταξύ των ειδωλολατρικών εθνών, όπως ήσαν οι Έλληνες, οι Ρωμαίοι, οι Φιλισταίοι και οι Βαβυλώνιοι;
3 Πιστοποιώντας το γεγονός ότι ο πόλεμος εθεωρείτο αγία υπόθεσις, στους αρχαίους καιρούς τα έθνη είχαν θεούς του πολέμου. Οι φιλοπόλεμοι Έλληνες είχαν τον θεόν των Άρην, τον ίδιον δε θεόν είχαν και οι Ρωμαίοι, τον οποίον ωνόμαζαν «Μαρς», με ναούς αφιερωμένους στον θεόν αυτόν. Όταν οι Φιλισταίοι ενίκησαν τους Ισραηλίτες και εφόνευσαν τον Βασιλέα Σαούλ και τρεις από τους γυιους του, «εξέδυσαν αυτόν, και έλαβον την κεφαλήν αυτού, και τα όπλα αυτού, και απέστειλαν εις την γην των Φιλισταίων κύκλω, δια να διαδώσωσι την αγγελίαν εις τα είδωλα αυτών, και εις τον λαόν. Και ανέθεσαν τα όπλα αυτού εις τον οίκον των θεών αυτών και εις τον ναόν του Δαγών προσήλωσαν την κεφαλήν αυτού.» (1 Χρον. 10:9, 10) Τα ειδωλολατρικά έθνη, όχι μόνο απέδιδαν τις νίκες των στους θεούς των και έφερναν τα τρόπαια του πολέμου στους ναούς των, αλλά συνεβουλεύοντο επίσης τους θεούς των ή τις υπερφυσικές δυνάμεις για καθοδηγία και νουθεσία πριν από μια στρατιωτική εκστρατεία. Περί τα τέλη του εβδόμου αιώνος προ Χριστού, ο Βαβυλώνιος αυτοκράτωρ Ναβουχοδονόσορ αντιμετώπισε μια περίπτωσι εκλογής. Βρέθηκε στην Παλαιστίνη στη διακλάδωσι ενός δρόμου, του οποίου ο ένας κλάδος ωδηγούσε νοτιοανατολικά προς την πόλι των Αμμωνιτών Ραββά, ο δε άλλος κλάδος ωδηγούσε νοτιοδυτικά προς την Ιερουσαλήμ. Για να καθορίση την εκλογή του επεκαλέσθη πηγές υψηλότερες από τις ανθρώπινες. «Διότι ο βασιλεύς της Βαβυλώνος εστάθη εις το δυόδρομον, εν τη αρχή των δύο οδών, δια να ερωτήση τους μάντεις· ανεκάτωσε τα μαντικά βέλη, ηρώτησε τα γλυπτά, παρετήρησε το ήπαρ. Προς την δεξιάν αυτού έγεινεν ο χρησμός δια την Ιερουσαλήμ, δια να στήση τους κριούς, δια να ανοίξη το στόμα επί σφαγήν, να υψώση την φωνήν μετά αλαλαγμού, να στήση κριούς εναντίον των πυλών, να κάμη προχώματα, να οικοδομήση προμαχώνας.» (Ιεζ. 21:20-22) Ωδηγημένος έτσι σε μια απόφασι όχι δική του, ο Ναβουχοδονόσορ κινήθηκε με εμπιστοσύνη εναντίον της Ιερουσαλήμ, βέβαιος ότι εκτελούσε το θέλημα του θεού του Μαρδώκ και ότι θα συναντούσε επιτυχία. Η Ιερουσαλήμ έπεσε μπροστά του το θέρος του 607 π.Χ., όχι με τη βοήθεια του Μαρδώκ, αλλά πράγματι επειδή ο Ιεχωβά, ο Θεός τον οποίον είχε εγκαταλείψει η άπιστη πόλις, είχε λάβει την απόφασι της καταστροφής εναντίον της πριν από σαράντα ήδη χρόνια.—Ιερεμ. 1:1-3, 13-16.
4. Σύμφωνα με τούτο, πώς προετοιμάζοντο οι πολεμισταί, και πώς συμπεριεφέροντο προς τους θεούς των;
4 Σύμφωνα με την ιερή φύσι του πολέμου στα μάτια των, οι πολεμισταί των ειδωλολατρικών εθνών ηγιάζοντο για τις στρατιωτικές των εκστρατείες. Προχωρούσαν εν ονόματι των θεών των, ωρκίζοντο στους θεούς των, προσηύχοντο σ’ αυτούς για θρίαμβο, τα εμβλήματα και τις σημαίες του στρατεύματος τα θεωρούσαν ιερά, ναι, ακόμη και τα εσέβοντο και τα ελάτρευαν.
5. Σύμφωνα με τη Βρεττανική Εγκυκλοπαιδεία, πώς προσήφθη ιερότης στις στρατιωτικές σημαίες των κοσμικών εθνών, αρχαίων και νεωτέρων;
5 Η Βρεττανική Εγκυκλοπαιδεία λέγει: «Φαίνεται ότι πολλές ομάδες του Αιγυπτιακού στρατού είχαν τις ιδιαίτερές των σημαίες. Αυτές απετελούντο—υπάρχει κάθε λόγος να πιστεύομε—από τέτοια αντικείμενα που μέσα στις διάνοιες των ανθρώπων ήσαν συνδεδεμένα με αισθήματα σεβασμού και αφοσιώσεως. Ιερά ζώα, πλοία, εμβλήματα ή μορφές, μια πινακίς που έφερε το όνομα ενός βασιλέως, βεντάλιες και σύμβολα σχήματος φτερού, υψώνοντο στο άκρον μιας ράβδου ως σημαίες, και το υπούργημα του να τις φέρουν εθεωρείτο ως ένα ειδικό προνόμιο και τιμή. Κάπως όμοια φαίνεται να ήσαν τα έθιμα των Ασσυρίων. . . . Οι Πέρσαι εβάσταζαν έναν αετό προσηλωμένον στο άκρον μιας λόγχης, και ο ήλιος, ως η θεότης των, παριστάνετο επίσης επάνω στις σημαίες των, οι οποίες φαίνεται ότι απετελούντο από κάποιο είδος υφάσματος, και εφρουρούντο με τη μεγαλύτερη ζηλοτυπία από τους πιο γενναίους άνδρας του στρατεύματος. . . . Οι μορφές των σημαιών σε μεταγενεστέρους χρόνους ήσαν πολύ ποικίλες· ενίοτε ένας σταυρός από ξύλο ετίθετο στο άκρον ενός δόρατος και από πάνω του η εικόνα ενός χεριού από ασήμι, κάτω από στρογγυλούς ή ωοειδείς δίσκους, με εικόνες του Άρεως ή της Αθηνάς, ή σε μεταγενεστέρους χρόνους προσωπογραφίες αυτοκρατόρων ή εξεχόντων στρατηγών. . . . Οι Ρωμαϊκές σημαίες εφυλάττοντο με θρησκευτική ευλάβεια στους ναούς της Ρώμης· και ο σεβασμός του λαού αυτού προς τα εμβλήματά του ήταν ανάλογος με την υπεροχή του από τα άλλα έθνη σε κάθε τι που συμβάλλει σε επιτυχία στον πόλεμο. Δεν ήταν ασύνηθες για ένα στρατηγό να διατάσση να ριφθή η σημαία στις τάξεις του εχθρού, για να προσθέση ζήλο στην επίθεσι των στρατιωτών του διεγείρωντάς τους να ανακτήσουν ό,τι ήταν ίσως γι’ αυτούς το πιο ιερό πράγμα που κατείχε η γη. Ο Ρωμαίος στρατιώτης ωρκίζετο στο έμβλημά του. [Όταν η Ιερουσαλήμ κατεστράφη για δευτέρα φορά από τους Ρωμαίους το θέρος του 70 μ.Χ., αυτοί έφεραν, τις σημαίες των στην αυλή του ναού που ήταν αφιερωμένος στον Ιεχωβά Θεό και ελάτρευσαν τις στεφανωμένες με νίκη σημαίες των σαν είδωλα.] . . . Οι αρχικές σημαίες ήσαν σχεδόν καθαρώς θρησκευτικού χαρακτήρος. . . . πράγματι η βοήθεια της θρησκείας φαίνεται ότι πάντοτε επεζητήθη για να προσδώση αγιότητα στις εθνικές σημαίες, και η καταγωγή πολλών μπορεί να ανιχνευθή σ’ ένα ιερό λάβαρο, όπως είναι η περίπτωσις της αρχαίας βασιλικής σημαίας της Γαλλίας και του «Ντάννεμπροκ» της Δανίας. . . . Το λάβαρον του Γουλιέλμου του Κατακτητού είχε σταλή σ’ αυτόν από τον πάπα.»—Τόμος 10, ενδεκάτη έκδοσις (1910), σελίδες 454, 455.
6. Πώς η Αμερικανική Εγκυκλοπαιδεία δείχνει ότι τα θρησκευτικά αυτά αισθήματα έχουν μεταφερθή και ως τις σημερινές ακόμη εθνικές σημαίες;
6 Ότι τα θρησκευτικά αυτά αισθήματα έχουν μεταφερθή και ως την εποχή μας ακόμη, εξαίρεται από τη δήλωσι της Αμερικανικής Εγκυκλοπαιδείας κάτω από τον υπότιτλο «Σεβασμός ή Ευλάβεια για τη Σημαία.» Η δήλωσις λέγει: «Η σημαία, όπως και ο σταυρός, είναι ιερή. Πολλοί άνθρωποι χρησιμοποιούν τις λέξεις ή τον όρον ‘Εθιμοτυπία της Σημαίας.’ Η έκφρασις αυτή είναι πολύ ασθενής, πολύ επιπόλαιη και έχει τη γεύσι ευγενείας του σαλονιού. Οι κανόνες και οι κανονισμοί οι σχετικοί με την ανθρώπινη στάσι απέναντι των εθνικών σημαιών χρησιμοποιούν ισχυρές, εκφραστικές λέξεις, όπως, ‘Υπηρεσία της Σημαίας’, ‘Σεβασμός για τη Σημαία’, ‘Ευλάβεια για τη Σημαία’ ‘Αφοσίωσις στη Σημαία’, ‘Συμπεριφορά προς τη Σημαία’. . . . Υποσχέσεις υποταγής παρεχόμενες στις σημαίες είναι γνωστές από την αρχαιότητα . . . » (Τόμος 11, έκδοσις 1942, σελίς 316) Ανάμεσα σε άλλους λόγους για τους οποίους οι πρώτοι Χριστιανοί ηρνούντο να ενωθούν με το στρατό του Καίσαρος ήταν και η ειδωλολατρία που εσχετίζετο μ’ αυτόν.
7. Λόγω του ότι περιέβαλλαν τον πόλεμο με αγία εμφάνισι, τι έκαναν τα έθνη όσον αφορά τους επιθετικούς των πολέμους, και πώς ο Ιερεμίας, ο Ησαΐας και ο Ιωήλ δείχνουν το γεγονός αυτό;
7 Λόγω του ότι περιέβαλλαν έτσι τον πόλεμο με μια αγία εμφάνισι, τα ειδωλολατρικά έθνη κατά γράμμα ηγίαζαν αυτή τη μορφή της βίας, κατάλληλα δε η Γραφή χρησιμοποιεί αυτή την έκφρασι όσον αφορά την προετοιμασία των ειδωλολατρικών εθνών για τους επιθετικούς των πολέμους. Ιδού τα λόγια της προφητείας του Ιεχωβά εναντίον της καταδικασμένης πόλεως Βαβυλώνος, όπου η στρατιωτική επίθεσις είχε λάβει αρχή υπό τον Νεβρώδ μετά τον παγγήινο κατακλυσμό της εποχής του Νώε: «Αγιάσατε έθνη κατ’ αυτής, παραγγείλατε κατ’ αυτής εις τα βασίλεια του Αραράτ, του Μιννί, και του Ασχενάζ· καταστήσατε επ’ αυτήν αρχηγούς· αναβιβάσατε ίππους ως ακρίδας ορθότριχας. Αγιάσατε κατ’ αυτής έθνη, τους βασιλείς των Μήδων, τους στρατηγούς αυτής, και πάντας τους άρχοντας αυτής, και πάσαν την γην της επικρατείας αυτής . . . διότι η βουλή του Ιεχωβά θέλει εκτελεσθή κατά της Βαβυλώνος, δια να καταστήση την γην της Βαβυλώνος έρημον, άνευ κατοίκου.» (Ιερεμ. 51:27-29 ΑΣ, περιθώριον) Επειδή ηγιάσθησαν με προκαταρκτική θρησκευτική τελετή για τον πόλεμον εναντίον της Βαβυλώνος, οι στρατιώται αναφέρονται ως καθιερωμένοι, καθηγιασμένοι ή ηγιασμένοι. Ο Ιεχωβά λέγει δια του προφήτου του Ησαΐα: «Το φορτίον της Βαβυλώνος, . . . Εγώ προσέταξα τους καθιερωμένους μου [Εβραϊκά, ηγιασμένους], μάλιστα έκραξα τους δυνατούς μου, δια να εκτελέσωσι τον θυμόν μου, τους υπερηφάνως εξυψώνοντάς με. Φωνή πλήθους επί τα όρη ως μεγάλου λαού· θορυβώδης φωνή των βασιλείων των εθνών συνηγμένων· ο Ιεχωβά των δυνάμεων συγκαλεί τα πλήθη δια την μάχην.» (Ησ. 13:1-4, ΑΣ· ΜΙΡ) Και όταν προκαλή όλα τα έθνη της εποχής μας να έλθουν εναντίον του και εναντίον της κοινωνίας του Νέου του Κόσμου επάνω στη γη στον παγκόσμιο πόλεμο του Αρμαγεδδώνος, ο Ιεχωβά χρησιμοποιεί πάλι αυτή την ειδική λέξι και λέγει: «Κηρύξατε τούτο εν τοις έθνεσιν, αγιάσατε πόλεμον, διεγείρατε τους μαχητάς, ας πλησιάσωσιν, ας αναβαίνωσι πάντες οι άνδρες του πολέμου.» (Ιωήλ 3:9) Ο αγιασμός του πολέμου εναντίον του Ιεχωβά γίνεται σύμφωνα με τον «θεόν του κόσμου τούτου», τον «θεόν του παρόντος συστήματος πραγμάτων», ο οποίος είναι ο Σατανάς ή Διάβολος. (1 Κορ. 4:4, ΜΝΚ) Είναι, επομένως, ένας αγιασμός για μια άδικη υπόθεσι. Η επίκλησις της βοηθείας της θρησκείας σ’ αυτό το ανόσιο κίνημα εναντίον του Ιεχωβά δεν θα εξασφαλίση την επιτυχία του ούτε θα το στεφανώση με νίκη.
Η ΑΛΗΘΙΝΗ ΑΓΙΟΤΗΣ ΤΟΥ ΘΕΟΚΡΑΤΙΚΟΥ ΠΟΛΕΜΟΥ
8. Ποιος και μόνο μπορεί να καταστήση μια πορεία ενεργείας ιερό καθήκον, και πώς ο βασιλεύς του Ισραήλ Σαούλ βρήκε ότι αυτό εφηρμόζετο επίσης στον πόλεμο;
8 Ο ζων και αληθινός Θεός, Εκείνος και μόνον «του οποίου το όνομα είναι Ιεχωβά», είναι ο Μόνος που μπορεί να αγιάση μια πορεία ενεργείας και να την καταστήση ιερό καθήκον και προνόμιο. (Ψαλμ. 83:18, ΑΣ· Λευιτ. 20:8· 21:8, 15, 23) Το ότι απλώς δίνει εξουσιοδότησι για μια πορεία ενεργείας ή την διατάσσει, καθιστά την πορεία αυτή κάτι ιερό που δεν πρέπει να παραβιασθή με απείθεια στις οδηγίες. Μήπως τούτο είναι αληθινό και όσον αφορά τον πόλεμο; Μάλιστα. Και ο Βασιλεύς Σαούλ, ο πρώτος ανθρώπινος βασιλεύς του έθνους Ισραήλ, γρήγορα βρήκε ότι εβεβήλωσε το άγιό του καθήκον όταν διετάχθη από τον Ιεχωβά Θεό να καταστρέψη τους εχθρούς Αμαληκίτες, αλλ’ αυτός δεν εξετέλεσε πλήρως τις θείες διαταγές, για δικούς του ιδιοτελείς λόγους. Η απείθειά του ήταν στην πραγματικότητα ανταρσία και αυθάδης ενέργεια· ήταν σαν να υπηρετούσε τους ψευδείς θεούς του κόσμου τούτου και να αγίαζε τον εαυτό του στην υπηρεσία των με μαντεία και κάποια μυστηριώδη δύναμι και γλυπτά. Ο προφήτης Σαμουήλ είπε στον Βασιλέα Σαούλ: «Ιδού, η υποταγή είναι καλητέρα παρά την θυσίαν· η υπακοή, παρά το πάχος των κριών· διότι η ανταρσία είναι καθώς το αμάρτημα της μαντείας· και το πείσμα, καθώς η ειδωλολατρία και τα γλυπτά. Επειδή συ απέρριψας τον λόγον του Ιεχωβά, δια τούτο και αυτός απέρριψε σε από του να ήσαι βασιλεύς.» (1 Σαμ. 15:1-23, ΑΣ, περιθώριον) Ο Ιεχωβά ουδέποτε αγίασε τον πόλεμο οποιουδήποτε κοσμικού έθνους ή μη ιουδαϊκού έθνους που δεν το εχρησιμοποίησε στην εκτέλεσι των κρίσεών του. Ο Νεβρώδ, ο ιδρυτής της Βαβυλώνος και ο πρώτος που αναφέρεται ως «ισχυρός κυνηγός» ή στρατιωτικός επιδρομεύς εναντίον ανθρωπίνης λείας, στιγματίζεται στο Βιβλίο του Θεού ως «ισχυρός κυνηγός εναντίον του Ιεχωβά»· ποτέ, επομένως, δεν ηγιάσθη από τον Ιεχωβά Θεό για τα επιθετικά του στρατιωτικά κυνήγια, και ούτε ηγιάσθη έτσι κανείς από τους μιμητάς του.—Γεν. 10:8-11, ΜΝΚ· Ιωσήπου Ιουδαϊκή Αρχαιολογία, Βιβλία 1, κεφάλαιο 4, παράγραφος 2· επίσης το Ταργκούμ της Ιερουσαλήμ.
9. Περιγράφει άρα γε η Βίβλος τον Ιεχωβά ως ειρηνιστήν ή κατ’ άλλον τρόπον, και τι είδους είναι οι πόλεμοι που ο λαός του εξουσιοδοτείται να διεξαγάγη;
9 Ο Ιεχωβά δεν είναι ειρηνιστής, αλλά σύμφωνα με τον σκοπό του προσέφυγε δικαίως σε πόλεμο εναντίον των εχθρών που επολέμησαν εναντίον του και εναντίον του λαού του. Ποτέ δεν έχασε μια μάχη, επειδή ο πόλεμος του είναι άγιος και δίκαιος. Μετά τη νίκη του εναντίον των στρατιωτικών δυνάμεων της Αιγύπτου με την κατάποσί των στην Ερυθρά Θάλασσα, ενέπνευσε τον προφήτη του Μωυσή να ψάλη: «Ο Ιεχωβά είναι δυνατός πολεμιστής. Ιεχωβά το όνομα αυτού.» (Έξοδ. 15:3, ΜΝΚ) Είναι ο παγκόσμιος Θεός Άρχων ή Θεοκράτης, και επομένως οι πόλεμοι του ή οι πόλεμοι που αυτός εξουσιοδοτεί τον λαό του να διεξαγάγη, είναι θεοκρατικοί πόλεμοι. Είναι αληθινά αγιασμένοι, ιεροί.
10. Συνεπώς, ποιο στρατιωτικό βιβλίο υπήρχε ήδη στην εποχή του Μωυσέως, και με ποιό γεγονός μπορεί να άρχισε, και γιατί αυτό;
10 Ήδη στην εποχή του Μωυσέως, στον δέκατον πέμπτον αιώνα προ Χριστού, υπήρχε εκείνο που ωνομάζετο «το βιβλίον των Πολέμων του Ιεχωβά.» (Αριθμ. 21:14, ΜΝΚ) Το βιβλίο αυτό μπορεί να άρχισε με τον πόλεμο του Αβραάμ εναντίον των τεσσάρων συμμάχων επιδρομέων βασιλέων που είχαν αιχμαλωτίσει τον ανεψιό του Λωτ μαζί με την οικογένειά του. Δεν λέγεται ότι ο Θεός διέταξε τον Αβραάμ να καταδιώξη τους βασιλείς και να ανακτήση αυτούς τους αιχμαλώτους, αλλά η νίκη του Αβραάμ μαζί με τους 318 δούλους του και τρεις συμμάχους εναντίον των ισχυρών εχθρικών δυνάμεων, μόνο Θεόδοτη μπορούσε να είναι. Ο Μελχισεδέκ, ο βασιλικός ιερεύς του Ιεχωβά, την ωνόμασε έτσι. Όταν ευλόγησε τον Αβραάμ κατά την επιστροφή του από τη σφαγή των βασιλέων εκείνων, ο Μελχισεδέκ είπε: «Ευλογημένος ο Άβραμ παρά του Θεού του υψίστου, όστις έκτισε τον ουρανόν και την γην· και ευλογητός ο Θεός ο ύψιστος, όστις παρέδωκε τους εχθρούς σου εις την χείρά σου.» (Γεν. 14:17-20· Εβρ. 7:1-10) Ο πόλεμος του Αβραάμ ήταν θεοκρατικός· ο πόλεμος των τεσσάρων επιδρομέων βασιλέων δεν ήταν θεοκρατικός, έστω και αν ηγιάσθη με τις ειδωλολατρικές θρησκευτικές των ιεροτελεστίες. Πολύ κατάλληλα, λοιπόν, ο Αβραάμ έδωσε δέκατον από όλα τα λάφυρα στον Μελχισεδέκ ως τον αντιπρόσωπον του Υψίστου Θεού Ιεχωβά, ο οποίος είχε πολεμήσει υπέρ του φίλου του Αβραάμ.
11. Με ποιον λαόν έγινε ιδιαίτερα εξέχων ο θεοκρατικός πόλεμος και από πότε, και ποια κλασσική έκφρασις ανεπτύχθη σχετικά με τούτο;
11 Ο θεοκρατικός πόλεμος έγινε ιδιαίτερα εξέχων στην περίπτωσι των δισέγγονων του Αβραάμ, των δώδεκα φυλών του Ισραήλ. Για να ελευθερώση τους απογόνους αυτούς του φίλου του Αβραάμ από την καταδυναστευτική δύναμι της Αιγύπτου, ο Ιεχωβά ενεπλάκη όχι μόνο σε πόλεμο εναντίον του Φαραώ και της πρώτης τάξεως πολεμικής του μηχανής της εποχής εκείνης, αλλ’ επίσης σε πόλεμο των θεών, πόλεμο εναντίον των δαιμονικών θεών που ελάτρευαν οι Αιγύπτιοι. Είπε: «Θέλω κάμει κρίσεις εναντίον πάντων των θεών της Αιγύπτου. Εγώ ο Ιεχωβά.» Αφού όλα τα πρωτότοκα των Αιγυπτίων που ήσαν αφιερωμένα στους θεούς εσφάγησαν από τον ολοθρευτήν άγγελον του Ιεχωβά στη νύχτα του πρώτου πάσχα, το 1513 π.Χ., ο Φαραώ παρεδέχθη την ήττα και οι Ισραηλίτες ανεχώρησαν. Σχετικά με τούτο είναι γραμμένο: «Ενώ οι Αιγύπτιοι έθαπτον εκείνους, τους οποίους ο Ιεχωβά επάταξε μεταξύ αυτών, παν πρωτότοκον· και εις τους θεούς αυτών έκαμεν ο Ιεχωβά εκδίκησιν.» (Έξοδ. 12:12· Αριθμ. 33:4, ΜΝΚ) Κατόπιν, σε όλη την τεσσαρακονταετή οδοιπορία του εκλεκτού του λαού μέσα από την έρημο προς τη Γη της Επαγγελίας, ο Ιεχωβά επολέμησε γι’ αυτούς. Αφού τους έφερε στη Γη της Επαγγελίας, και καθ’ όλη τη διάρκεια των ημερών των κριτών των, τους οποίους ο Ιεχωβά ήγειρε ως ελευθερωτάς, και στη διάρκεια της βασιλείας του Ισραήλ και του Ιούδα, ο μόνος αληθινός Θεός επολέμησε για το άγιό του έθνος, έτσι ώστε ανεπτύχθη η κλασσική έκφρασις, «ο Ιεχωβά επολέμει υπέρ του Ισραήλ.»—Ιησ. Ναυή 10:14, 42· 23:3, 10, ΜΝΚ· Έξοδ. 14:14· Δευτ. 1:30· Νεεμ. 4:20.
12. (α) Γιατί ήσαν δικαιολογημένοι να εμπλακούν σ’ έναν τέτοιο πόλεμο, και πού θα βρισκόταν η αμαρτία εν σχέσει μ’ αυτόν; (β) Πώς ο Ιεχωβά έδινε υποστήριξι σε τέτοιον πόλεμο;
12 Ο Ύψιστος Θεός ήταν πλήρως δικαιολογημένος πολεμώντας όλες αυτές τις μάχες για τον λαό του, επειδή είναι δίκαιος σε όλη τη δράσι του. Το ότι ενίκησε και κατέστρεψε τους εχθρούς του και εχθρούς του λαού του ήταν μια εκτέλεσις κρίσεως στους εναντίους αυτούς που ήσαν άξιοι θανάτου. Διέταξε να λάβη μέρος ο λαός του σ’ αυτή την καταστροφή των καταδικασμένων αμαρτωλών και κατέστησε τον πόλεμο των θεοκρατικό και τους εχρησιμοποίησε ως εκτελεστάς του. Δεν υπήρχε αμαρτία ή ηθικόν κακόν στο να εμπλακούν σ’ ένα τέτοιο πόλεμο, επειδή αυτό εγίνετο με υπακοή στο θέλημα και την εντολή του Θεού των. Όπως στην περίπτωσι του Βασιλέως Σαούλ, η αμαρτία θα βρισκόταν στο να μη εκτελέσουν διαταγές για την ευαρέσκεια του Θεού· καθώς είναι γραμμένο στον Ιερεμία 48:10: «Επικατάρατος ο ποιών το έργον του Ιεχωβά αμελώς· και επικατάρατος ο αποσύρων την μάχαιραν αυτού από αίματος.» (ΑΣ) Ο Ιεχωβά δεν εξουσιοδότησε τον εκλεκτό του λαό ν’ αρχίση μια πορεία παγκοσμίου επιθέσεως και να ιδρύση μια παγκόσμια δύναμι, αλλά τον διέταξε να καταστρέψη τους ανηθίκους ειδωλολάτρας που ελάτρευαν τους δαίμονας, και να τους εξαλείψη από τη γη την οποίαν είχε υποσχεθή να του δώση. Πολλά ήσαν τα θαύματα που αυτός έκανε για τον λαό του όταν εκτελούσε με υπακοή αυτές τις διαταγές για θεοκρατικό πόλεμο. Τους υπεστήριξε στη μάχη.
13. Για ποιον στρατιωτικό λόγο οι Ισραηλίτες υπέφεραν κατά διαφόρους τρόπους, και πώς ένας ευπειθής μέτοχος του πολέμου ήταν ένα ευνοημένο πρόσωπο;
13 Οι Ισραηλίτες υπέφεραν φυσικώς, θρησκευτικώς, πνευματικώς και εθνικώς από την έλλειψι στοργικής, θαρραλέας υπακοής στο να ωθήσουν αυτόν τον θεοκρατικό πόλεμο ώσπου η γη να καθαρισθή τελείως από τους δαιμονολάτρας που την εμόλυναν και να εκτελεσθή το θέλημα του Θεού. Ο Ισραηλίτης που ευπειθώς ελάμβανε μέρος στον πόλεμο ελέγετο ότι πολεμούσε τις μάχες του Ιεχωβά. Δεν ήταν απλώς κολακευτικός λόγος, αλλά μια πραγματική αλήθεια, όταν ο Βασιλεύς Σαούλ είπε στον Δαβίδ, τον φονέα του γίγαντος: «Μόνον έσο ανδρείος εις εμέ, και μάχου τας μάχας του Ιεχωβά.» (1 Σαμ. 18:17, ΑΣ) Με καλή επίσης σύνεσι η Αβιγαία, η γυναίκα της πόλεως του Καρμήλου, μίλησε στον ίδιον Δαβίδ, λέγοντας: «Ο Ιεχωβά θέλει βεβαίως κάμει εις τον κύριόν μου οίκον ασφαλή, επειδή μάχεται ο κύριος μου τας μάχας του Ιεχωβά.» (1 Σαμ. 25:28, ΑΣ) Το να είναι κανείς μαχητής υπέρ του Ιεχωβά είναι υψηλή τιμή και ευλογία, ο δε Ιεχωβά είναι μαζί με κάθε θεοκρατικόν μαχητή. Η θεία ευλογία είναι επάνω του. Σήμερα υπάρχουν Χριστιανοί μαχηταί υπέρ του Ιεχωβά, και από μια άποψι εκδηλώνουν μεγαλύτερο θάρρος από εκείνο που εξεδήλωναν οι Ισραηλίτες μαχηταί υπέρ του Ιεχωβά, επειδή οι Χριστιανοί, αυτοί μάρτυρες του Ιεχωβά δεν χρησιμοποιούν ούτε προσφεύγουν σε σαρκικά θανατηφόρα όπλα εκείνα που χρησιμοποιούσαν οι Ισραηλίτες πολεμισταί, και δεν θα χρησιμοποιήσουν ούτε θα προσφεύγουν σε τέτοια βίαια όπλα, ούτε θα συγκροτήσουν ιδιωτικές στρατιωτικές ομάδες ακόμη και στη μάχη του Αρμαγεδδώνος, «τον πόλεμον της ημέρας εκείνης της μεγάλης του Θεού του Παντοκράτορος». Γιατί συμβαίνει αυτό όσον αφορά τους χριστιανούς αυτούς μαχητάς υπέρ του Ιεχωβά; Θα το ιδούμε.
ΑΓΙΑΣΜΕΝΟΙ ΠΟΛΕΜΙΣΤΑΙ
14. Λόγω της ιερότητος του πολέμου, πώς προητοιμάζοντο γι’ αυτόν εκείνοι που ενησχολούντο σ’ αυτόν, και ποια ανταλλαγή λόγων μεταξύ του Δαβίδ και του Αχιμέλεχ έχει σημασία γι’ αυτό το ερώτημα;
14 Ο θεοκρατικός πόλεμος είναι ένα ιερό πράγμα, εκείνοι δε που έχουν το προνόμιο να ενασχολούνται σ’ αυτόν, αγιάζονται γι’ αυτόν λόγω της αγιότητός του. Τον πόλεμο πρέπει να τον πλησιάζουν και να ενασχολούνται σα αυτόν σε μια αγιασμένη κατάστασι ως σε αγία υπηρεσία. Αυτό γίνεται σαφές από τη συνομιλία του Δαβίδ με τον αρχιερέα Αχιμέλεχ στην πόλι Νωβ, όπου είχε μεταφερθή η ιερή κιβωτός του Ιεχωβά Θεού. Ο Βασιλεύς Σαούλ είχε γίνει ζηλότυπος για τον Δαβίδ επειδή η ευλογία του Ιεχωβά επανεπαύετο στον νεανίαν αυτόν ως μαχητήν υπέρ του Ιεχωβά. Τελικά ο Δαβίδ αναγκάσθηκε να φύγη μακριά από τον Σαούλ για να διαφύγη τον θάνατο. Συνοδευόμενος από πιστούς νεανίας επί ένα διάστημα, ήλθε στη Νωβ, πεινασμένος και άοπλος. Είχε ανάγκην τροφής για τον εαυτό του και τους νεανίας που είχε αφήσει σ’ ένα ωρισμένο μέρος. Ο Δαβίδ επροχώρησε να πη στον αρχιερέα Αχιμέλεχ: «Τώρα λοιπόν τι σοι είναι πρόχειρον; δος πέντε άρτους εις την χείρά μου, ή ό,τι ευρίσκεται. Και απεκρίθη ο ιερεύς προς τον Δαβίδ, και είπε, Δεν έχω πρόχειρον ουδένα κοινόν άρτον, αλλ’ είναι άρτοι ηγιασμένοι· οι νέοι εφυλάχθησαν καθαροί τουλάχιστον από γυναικών; Και απεκρίθη ο Δαβίδ προς τον ιερέα, και είπε προς αυτόν, Μάλιστα αι γυναίκες ετηρήθησαν μακράν αφ’ ημών καθώς πάντοτε όταν υπάγω εις εκστρατείαν· τα σκεύη των νέων είναι άγια, και όταν ακόμη είναι κοινή οδοιπορία· πόσω μάλλον σήμερον θα είναι τα σκεύη των άγια. Έδωκε λοιπόν εις αυτόν ο ιερεύς τους άρτους τους αγίους· διότι δεν ήτο εκεί άρτος παρά τους άρτους της προθέσεως, οίτινες είχον σηκωθή απ’ έμπροσθεν του ΚΥΡΙΟΥ [Ιεχωβά], δια να θέσωσιν άρτους ζεστούς καθ’ ην ημέραν εσηκώθησαν εκείνοι.»—1 Σαμ. 21:1-6, ΑΣΜ.
15. Πώς έδειξε ο Ιησούς ότι η αγιότης ήταν κάτι που έπρεπε να εξετασθή εν σχέσει με την περίπτωσι αυτή;
15 Ο Κύριος Ιησούς έδειξε ότι η αγιότης ήταν κάτι που έπρεπε να εξετασθή εδώ, όταν επεβεβαίωσε το ιστορικό αυτό συμβάν και είπε: «Δεν ανεγνώσατε τι επραξεν ο Δαβίδ, ότε επείνασεν αυτός και οι μετ’ αυτού; πώς εισήλθεν εις τον οίκον του Θεού, και έφαγε τους άρτους της προθέσεως, τους οποίους δεν ήτο συγκεχωρημένον εις αυτόν να φάγη, ούτε εις τους μετ’ αυτού, ειμή εις τους ιερείς μόνους;» (Ματθ. 12:3, 4) Αυτή ήταν η αιτία για την οποίαν ο Αχιμέλεχ ερώτησε πρώτα αν ο Δαβίδ και οι νέοι του είχαν φυλαχθή από γυναίκες επί μια τουλάχιστον ημέρα και ο Δαβίδ απήντησε ότι είχαν. Αλλά πώς περιελαμβάνετο εδώ η αγιότης; Και τι υπενοείτο από την απάντησι του Δαβίδ όσον αφορά μια πολεμική εκστρατεία;
16. Γιατί η επαφή με γυναίκες θα καθιστούσε τον Δαβίδ και τους άνδρας του ακαταλλήλους για να φάγουν τους άρτους της προθέσεως, και γιατί ο Δαβίδ ετόνισε την καθαρότητά των με σύγκρισι προς μια στρατιωτική εκστρατεία;
16 Το να φυλαχθούν από γυναίκες εσήμαινε να φυλαχθούν από σεξουαλική επικοινωνία με τις συζύγους των ή με παλλακάς. Σε συνήθεις καιρούς δεν υπήρχε τίποτε το εσφαλμένο ή ανάρμοστο σε τέτοια κατάλληλη επικοινωνία. Αλλά όταν μια περίπτωσις ή υπηρεσία απαιτούσε τελετουργική καθαρότητα, τότε οι σχέσεις αυτές μεταξύ ενός Ισραηλίτου και της γυναικός του ήσαν άτοποι. Γιατί; Επειδή έπειτα από την επικοινωνία αυτή και ο άνδρας και η σύζυγος του ήσαν τελετουργικώς ακάθαρτοι ως το επόμενο βράδυ. Στον θεοκρατικό νόμο που εδόθη μέσω του Μωυσέως στους Ισραηλίτες, ήταν γραμμένο: «Και ο άνθρωπος, εκ του οποίου ήθελεν εξέλθει σπέρμα συνουσίας, θέλει λούσει όλον αυτού το σώμα εν ύδατι, και θέλει είσθαι ακάθαρτος έως εσπέρας. Και παν ιμάτιον, και παν δέρμα, επί του οποίου ήθελεν είσθαι σπέρμα συνουσίας, θέλει πλυθή εν ύδατι, και θέλει είσθαι ακάθαρτον έως εσπέρας· η δε γυνή, μετά της οποίας ήθελε συγκοιμηθή άνθρωπος εν σπέρματι συνουσίας, θέλουσι λουσθή εν ύδατι, και θέλουσιν είσθαι ακάθαρτοι έως εσπέρας.» (Λευιτ. 15:16-18) Συνεπώς, η σεξουαλική επικοινωνία την ημέρα εκείνη θα εκάνε τον Δαβίδ και τους ανθρώπους του ακαταλλήλους για να τους δοθή ο αχρησιμοποίητος άγιος άρτος της προθέσεως να φάγουν. Τώρα ο Δαβίδ ισχυρίσθη ότι βρισκόταν σε μια συνήθη αποστολή στην υπηρεσία του βασιλέως· εν τούτοις, ο Δαβίδ είπε ότι αυτός και οι άνθρωποί του ήσαν τελετουργικώς καθαροί από σεξουαλική επαφή με τις συζύγους και τις παλλακές των σαν να επήγαιναν ακριβώς σε μια «εκστρατεία», δηλαδή, μια στρατιωτική εκστρατεία. Η μετάβασις σε μια στρατιωτική εκστρατεία ή πόλεμο απαιτούσε αγιασμό με τελετουργικό καθαρισμό των «σκευών» των, δηλαδή των φυσικών των οργανισμών. Η θεοκρατική φύσις του πολέμου απαιτούσε αγιότητα του είδους αυτού, αν η θεία ευλογία επρόκειτο να επαναπαυθή στο στράτευμα και να δοθή νίκη σ’ εκείνους που εμάχοντο υπέρ του Ιεχωβά. Ήταν μια ιερή υπηρεσία.
17. Πώς έπρεπε ένα Ισραηλιτικό στρατόπεδο να τηρήται καθαρό, και γιατί;
17 Καθαρότης από τελετουργική, ηθική και φυσική άποψι απητείτο να υπάρχη στο στρατόπεδο των Ισραηλιτών που ήσαν ενησχολημένοι σε θεοκρατικό πόλεμο. Ο νόμος του Ιεχωβά έλεγε στους Ισραηλίτες: «Όταν εκστρατεύης επί τους εχθρούς σου, φυλάττου από παντός κακού πράγματος. Εάν ήναι εν μέσω σου άνθρωπος όστις δεν είναι καθαρός, εκ τινος συμβάντος εις αυτόν την νύκτα, θέλει εξέλθει έξω του στρατοπέδου, δεν θέλει εισέλθει εντός του στρατοπέδου· και προς την εσπέραν θέλει λουσθή εν ύδατι· και δύνοντος του ηλίου θέλει εισέλθει εντός του στρατοπέδου. Και θέλεις έχει τόπον έξω του στρατοπέδου, και θέλεις εξέλθει εκεί έξω· και θέλεις έχει πτυάριον μικρόν μεταξύ των όπλων σου· και όταν κάθησαι έξω, θέλεις σκάπτει δι’ αυτού, και θέλεις στρέψει, και σκεπάσει το εξερχόμενον από σου. Διότι Ιεχωβά ο Θεός σου περιπατεί εν μέσω του στρατοπέδου σου, δια να σε ελευθερώση, και δια να παραδώση τους εχθρούς σου εμπροσθέν σου· δια τούτο θέλει είσθαι άγιον το στρατόπεδόν σου· δια να μη βλέπη ακαθαρσίαν τινά εν σοι, και αποστρέψη από σου.» (Δευτ. 23:9-14, ΜΝΚ) Αν η θεία παρουσία, όπως αντιπροσωπεύετο από τον άγγελον του Ιεχωβά, επρόκειτο να συνοδεύη το στράτευμα έως την τελική νίκη, το στρατόπεδον έπρεπε να τηρήται καθαρό συμφωνά με τους θεοκρατικούς κανόνας.
18. Πώς οι ειδωλολάτραι διέφεραν απ’ αυτό στο στρατόπεδο και στην κατάκτησι ενός τόπου, και πώς η διαφορά αύτη παριστάνεται, από την πορεία του Ουρία του Χετταίου, πολεμιστού του Βασιλέως Δαβίδ;
18 Συνεπώς, το στρατόπεδον του θεοκρατικού έθνους του Ιεχωβά διέφερε από εκείνο των ειδωλολατρικών στρατών. Οι ειδωλολάτραι έπαιρναν γυναίκες μαζί τους για να εντρυφούν σ’ αυτές οι πολεμισταί, ή, όταν εκυρίευαν ένα μέρος, οι στρατιώται αφήνοντο αχαλιναγώγητοι να πάρουν τις γυναίκες και να τις βιάσουν. (Ησ. 13:16· Θρήνοι 5:11· Ζαχ. 14:2) Υπάρχει κάτι όμοιο έως σήμερα, όταν διαβάζωμε ή ακούωμε για πόρνες που παρακολουθούν τα πολεμικά στρατόπεδα και για αξιωματικούς που εσκεμμένως προμηθεύουν τόπους πορνείας στην περιοχή των για τη σεξουαλική ικανοποίησι των στρατιωτών των. Στο θεοκρατικό στρατόπεδο του Ισραήλ απηγορεύετο αυτό επειδή ο πόλεμος στον οποίον επεδίδοντο ήταν θεοκρατικός, συνεπώς ιερός, και απαιτούσε αγιασμό από τους μαχητάς. Επομένως, σεξουαλική επαφή με γυναίκες, ακόμη και τις συζύγους των και τις παλλακές των, απηγορεύετο σ’ αυτούς και αυτοί εκουσίως απείχαν απ’ αυτήν. Γι’ αυτό ακριβώς ο Ουρίας, ο καλής θελήσεως Χετταίος, όταν εκλήθη από το πεδίον της μάχης από τον Βασιλέα Δαβίδ, δεν πήγε τη νύχτα στο σπίτι του στην Ιερουσαλήμ για να είναι με τη γυναίκα του. Όταν ο Βασιλεύς Δαβίδ, αγνοώντας τις ιερές απαιτήσεις του πολεμικού στρατοπέδου, ερώτησε τον Ουρία γιατί δεν είχε μεταβή στο σπίτι του τη νύχτα εκείνη, ο νομιμόφρων αυτός στρατιώτης απήντησε θεοκρατικά: «Η κιβωτός, και ο Ισραήλ, και ο Ιούδας, κατοικούσιν εν σκηναίς, και ο κύριος μου Ιωάβ, και οι δούλοι του κυρίου μου, είναι εστρατοπεδευμένοι επί το πρόσωπον της πεδιάδος· και εγώ θέλω υπάγει εις τον οίκόν μου, δια να φάγω, και να πίω, και να κοιμηθώ μετά της γυναικός μου; ζης, και ζη η ψυχή σου, δεν θέλω κάμει το πράγμα τούτο.» (2 Σαμ. 11:6-11) Ο Ουρίας ήθελε να παραμείνη αγιασμένος για τη μάχη. Για τον καιρό, λοιπόν, που ήταν, ήθελε να είναι χωρίς γυναίκα. Αυτό μας υπενθυμίζει εκείνο που ο απόστολος Παύλος λέγει στους Χριστιανούς: «Λέγω τούτο, αδελφοί, ότι ο επίλοιπος καιρός είναι σύντομος· ώστε και οι έχοντες γυναίκας να ήναι ως μη έχοντες.» (1 Κορ. 7:29) Κατά καιρούς τα θεοκρατικά καθήκοντα θα καλέσουν ένα Χριστιανό από το πλευρό της συζύγου του, και αυτός πρέπει ν’ ανταποκριθή.
19. Για την αγιότητα του Ισραηλιτικού στρατού, ποια πορεία, απητείτο όσον αφορά αιχμαλώτους παρθένους που τις ήθελαν ως συζύγους, και πώς και γιατί ένας άνδρας μνηστευμένος με μια κόρη εξηρείτο από τη στρατιωτική υπηρεσία;
19 Αν οι Ισραηλίτες διετάσσοντο να κυριεύσουν έναν τόπο και να εξολοθρεύσουν τους άνδρες και τις γυναίκες που δεν ήταν παρθένοι, αυτοί δεν ήσαν ελεύθεροι να βιάσουν τις νεανίδες που εφυλάττοντο ζωντανές. Αυτό θα ήταν μολυσμός του στρατεύματος, διότι θα διεπράττετο πορνεία, ανηθικότης. Αν κάποιος Ισραηλίτης ήθελε μια αιχμάλωτη κόρη, δεν μπορούσε να έχη σχέσεις μαζί της αμέσως μετά την αιχμαλωσία της. Όχι, αλλ’ έπρεπε να παραμείνη αγιασμένος για τον θεοκρατικό πόλεμο με το ν’ ακολουθή τον νόμο που έλεγε: «Όταν εξέλθης να πολεμήσης τους εχθρούς σου, και Ιεχωβά ο Θεός σου παραδώση αυτούς εις τας χείρας σου, και λάβης εξ αυτών αιχμαλώτους, και ίδης μεταξύ των αιχμαλώτων γυναίκα ευειδή, και επιθυμήσης αυτήν, δια να λάβης αυτήν εις σεαυτόν γυναίκα, τότε θέλεις φέρει αυτήν εις την οικίαν σου, και θέλεις ξυρίσει την κεφαλήν αυτής, και περιονυχίσει τους όνυχας αυτής· και θέλει εκδυθή τα ενδύματα της αιχμαλωσίας αυτής επάνωθεν αυτής, και θέλει καθήσει εν τη οικία σου, και κλαύσει τον πατέρα αυτής και την μητέρα αυτής ολόκληρον μήνα· και μετά ταύτα θέλεις εισέλθει προς αυτήν, και θέλεις είσθαι ανήρ αυτής, και εκείνη θέλει είσθαι γυνή σου.» (Δευτ. 21:10-13, ΜΝΚ) Πριν τελειώση η πολεμική εκστρατεία και διατηρηθή η αγιότης της, δεν μπορούσε να γίνη η σεξουαλική αυτή επαφή με θεία επιδοκιμασία. Αν ένας άνδρας που εκαλείτο στο στρατό ήταν μνηστευμένος με μια κόρη, απηλλάσσετο από τις στρατιωτικές υποχρεώσεις του επί ένα έτος για να μεταβή στο σπίτι του και να νυμφευθή τη μνηστή του και ν’ αποκτήση τέκνο απ’ αυτήν για να έχη έναν απόγονο και να διατηρήση το όνομά του ζωντανό, ώστε να μη φονευθή έτσι άτεκνος στη μάχη.—Δευτ. 20:7· 24:5.
20. Στο στρατόπεδο τι ήταν μεγαλυτέρας σπουδαιότητος από την τελετουργική ή ηθική ακαθαρσία;
20 Η διεκδίκησις του Ιεχωβά, του Θεού της νίκης, διεκυβεύετο. Η διατήρησις του στρατοπέδου υπεράνω μομφής ενώπιον του Θεού και αξίου να κερδίση τη νίκη με τη συνεχή εύνοια του Ιεχωβά ήταν μεγαλυτέρας σπουδαιότητος από τη διάπραξι κάποιας τελετουργικής ή ηθικής ακαθαρσίας και την παραβίασι της αγιότητος της πολεμικής εκστρατείας. Αυτό είναι επίσης αληθινό και για τον ιερό πόλεμο των Χριστιανών μαχητών υπέρ του Ιεχωβά σήμερα. Βέβαια, η διαθήκη του νόμου που ο Ιεχωβά Θεός έκαμε με τους αρχαίους Ισραηλίτες μέσω του Μωυσέως δεν εφαρμόζεται σήμερα στους Χριστιανούς, και επομένως δεν απαιτείται από τους Χριστιανούς μαχητάς να απέχουν από επικοινωνία τις συζύγους των επειδή βρίσκονται σε ιερό πόλεμο. Ωστόσο, η διαγωγή των πρέπει να είναι καθαρή ηθικώς και πνευματικώς. Η προφύλαξίς των από ανηθικότητα καθώς και από πνευματική μοιχεία με το να γίνουν μέρος του κόσμου τούτου πρέπει να είναι σε αρμονία με την ιερότητα του Χριστιανικού αυτού πολέμου. (Ιάκ. 4:4) Το μέρος των στη διεκδίκησι του Ιεχωβά διακυβεύεται, και τους παρέχει μια καθαριστική επιρροή, μια παρόρμησι σε αγιότητα από ηθική και πνευματική άποψι.