Η Ιερουσαλήμ Ανοικοδομείται για την Έλευσι του Μεσσίου
1. (α) Όταν η Ιερουσαλήμ ερημώθηκε και ο βασιλεύς της απεμακρύνθη, πώς εφάνη αυτό στον παρατηρητή και στη Βαβυλώνα και στον θεό της Σατανά τον Διάβολο; (β) Ήταν δυνατόν να παραμείνη η Ιερουσαλήμ ερημωμένη για πάντα; Γιατί;
ΟΤΑΝ η Ιερουσαλήμ είχε τελείως ερημωθή από τα στρατεύματα της προαιωνίου αντιπάλου της, της Βαβυλώνος, και οι βασιλείς της από τη γραμμή του Δαβίδ απεμακρύνθησαν από τον θρόνο λόγω δυσμενείας του Ιεχωβά, εφάνη στον παρατηρητή ότι η Ιερουσαλήμ είχε συντριβή για πάντα. Έτσι ενόμισε και η Βαβυλών και εφαντάσθη ότι θα κρατούσε τους Ιουδαίους για πάντα αιχμαλώτους. Ύστερα, όταν η Ιερουσαλήμ παρέμεινε έρημη επί πολλά χρόνια χωρίς άνθρωπο ή κατοικίδιο ζώο και εφαίνετο σαν ένας στοιχειωμένος τόπος, η εντύπωσις αυτή εφαίνετο περισσότερο από οποτεδήποτε άλλοτε εδραιωμένη στις διάνοιες των γύρω εθνών. Ο Σατανάς ή Διάβολος, ο θεός της Βαβυλώνος, ενόμισε ότι είχε επιτύχει μια συντριπτική νίκη. Αλλά ήταν απολύτως αδύνατο να παραμείνη η Ιερουσαλήμ για πάντα ερημωμένη. Ήταν μια απόλυτος βεβαιότης ότι επρόκειτο να ανοικοδομηθή. Επί πλέον, ο ναός του Ιεχωβά θα υπήρχε άλλη μια φορά μεταξύ των τειχών της. Γιατί αυτό ήταν τόσο βέβαιο; Διότι αυτό εσχετίζετο με εκείνο, που είχε τη μεγαλύτερη δυνατή σπουδαιότητα στα όμματα του Ιεχωβά. Εσχετίζετο με το ιερό μυστικό του Σπέρματος, την υπόσχεσι που είχε γίνει για πρώτη φορά στον Κήπο της Εδέμ από τον ίδιο τον Ιεχωβά. Εσχετίζετο με την έλευσι του Μεσσίου.
ΓΙΑΤΙ Η ΙΕΡΟΥΣΑΛΗΜ ΕΠΡΟΚΕΙΤΟ Ν’ ΑΝΟΙΚΟΔΟΜΗΘΗ
2. (α) Γιατί οι πιστοί Ιουδαίοι ήσαν πεπεισμένοι για την ανοικοδόμησι της Ιερουσαλήμ; (β) Ποια γεγονότα έκαναν τα πράγματα να φαίνωνται σκοτεινά, αλλά ποια γεγονότα ωστόσο έκαναν την άποψι των Ιουδαίων αιχμαλώτων για το μέλλον λαμπρή;
2 Για τους Ιουδαίους, οι οποίοι απέβλεπαν στην έλευσι του Σπέρματος και οι οποίοι είχαν πίστι στο Λόγο του Ιεχωβά Θεού, ήταν βέβαιο ότι η Ιερουσαλήμ δεν θα εκείτο για πάντα έρημη αλλά ότι επρόκειτο ν’ ανοικοδομηθή και πάλι και θα εγίνετο πάλι ανθηρή. Εγνώριζαν από την προφητεία του Ιερεμία ότι υπήρχε ένα όριο εβδομήντα ετών για την ερήμωσι της Ιερουσαλήμ. (Ιερεμ. 25:11, 12) Εγνώριζαν για την αποκατάστασι και τη μελλοντική δόξα της Ιερουσαλήμ, από την προφητεία του Ησαΐα. (Ησαΐας, κεφάλαιον 52) Εγνώριζαν ότι, όταν θα ήρχετο ο Μεσσίας, η Ιερουσαλήμ έπρεπε να υπάρχη, εγκατεστημένη επάνω στο Όρος Σιών, και ότι έπρεπε να περιλαμβάνη το ναό της αληθινής λατρείας του Ιεχωβά. Πράγματι, τα γεγονότα εφαίνοντο άσχημα την εποχή εκείνη, διότι και αυτή η γραμμή της βασιλικής οικογενείας είχε καταστή υπερβολικά στενή. Όλοι οι γυιοί του Σεδεκία, του τελευταίου βασιλέως του Ιούδα, είχαν θανατωθή και μόνο ένας από την οικογένεια που εβασίλευε, ο Ιωαχείν ή Ιεχονίας, ανεψιός του Σεδεκία, επέζησε. Το ίδιο συνέβαινε και με τη γραμμή του αρχιερέως. Ο Ναβουχοδονόσορ εθανάτωσε τον Σεραΐαν αλλά εφείσθη του γυιού του Ιωσεδέκ, ο οποίος, όπως ο Ιεχονίας, έγινε αιχμάλωτος στη Βαβυλώνα. Αλλά σ’ εκείνους τους σκοτεινούς καιρούς, αυτή η ίδια η επιβίωσις των δύο εκείνων ανδρών και το γεγονός ότι σε κανένα ξένο έθνος δεν επετράπη να εγκατασταθή στη γη στη διάρκεια των ετών της ερημώσεως του Ιούδα εχρησίμευσαν ως ισχυρά σημεία, που έδιναν λαμπρή ελπίδα στους πιστούς μεταξύ των Ιουδαίων εξορίστων. Μπορούσαν να παρατηρήσουν ότι ο Θεός εφρόντισε θαυματουργικά για τη διαφύλαξι τόσο της βασιλικής όσο και της ιερατικής γραμμής και ότι θαυματουργικά, επίσης, κρατούσε τη γη ακατοίκητη ως τον καιρό που θα έστελνε τον δικό του λαό πίσω να ανοικοδομήση την Ιερουσαλήμ. Το ότι ο Μεσσίας θα ήρχετο, όχι σε μια ερημωμένη, αλλά σε μια ανοικοδομημένη Ιερουσαλήμ, απεδεικνύετο σε μια αξιοσημείωτη προφητεία του Δανιήλ 9:25: «Γνώρισον λοιπόν και κατάλαβε, ότι από της εξελεύσεως της προσταγής του ν’ ανοικοδομηθή η Ιερουσαλήμ, έως του Χριστού του Ηγουμένου, θέλουσιν είσθαι εβδομάδες επτά, και εβδομάδες εξήκοντα δύο· θέλει οικοδομηθή πάλιν η πλατεία και το τείχος, μάλιστα εν καιροίς στενοχωρίας.»
ΣΥΜΠΛΗΡΩΣΙΣ ΤΗΣ ΑΝΕΓΕΡΣΕΩΣ ΤΟΥ ΝΑΟΥ
3. (α) Τι συνέβη στο έργο ανοικοδομήσεως του ναού λίγο μετά που ετέθησαν τα θεμέλια; (β) Πώς έκαμε ο Ιεχωβά να συνεχισθή η ανοικοδόμησις του ναού; (γ) Ποια γεγονότα ακολούθησαν;
3 Στο προηγούμενο άρθρο μας ασχοληθήκαμε με την επιστροφή των Ιουδαίων υπό τον Ζοροβάβελ, ένα απόγονο της βασιλικής γραμμής, συνοδευόμενο από τον αρχιερέα Ιησού, τον γυιό του Ιωσεδέκ. Η επιστροφή είχε γίνει με το διάταγμα του Κύρου του Πέρσου, του κατακτητού της Βαβυλώνος, όπως είχε προείπει ο Ιεχωβά. Το 536 π.Χ. αυτοί οι Ιουδαίοι, που επέστρεψαν, είχαν θέσει τα θεμέλια του ναού του Ιεχωβά. Αλλά σε λίγο ο Διάβολος έστησε ένα ογκόλιθο στο δρόμο τους με το να κάμη τους Σαμαρείτας, εχθρούς των Ιουδαίων, να παρέμβουν, εξασφαλίζοντας τελικά μια επίσημη απαγόρευσι του οικοδομικού έργου από την Περσική κυβέρνησι. Αυτό εξασθένισε τους Ιουδαίους τόσο πολύ ώστε εγκατέλειψαν το σπουδαιότατο έργο και παραμέλησαν την ανέγερσι του ναού, ενώ οικοδομούσαν οικίες για τον εαυτό τους. Αλλ’ ούτε και αυτή ακόμη η εναντίωσις και η αποτυχία του Ιουδαϊκού υπολοίπου λόγω φόβου ήταν δυνατόν να σταματήσουν τον σκοπό του Ιεχωβά. Ήγειρε τους προφήτας Αγγαίο και Ζαχαρία, οι οποίοι, με μεγάλο ζήλο και με ένα δυνατό άγγελμα από τον Θεό, διήγειραν τους Ιουδαίους ν’ αρχίσουν πάλι την ανέγερσι του ναού. (Αγγαίος 1:1-3, 9· Ζαχ. 1:1-3, 16· Έσδρας 4:24-5:2) Στη διάρκεια του δευτέρου έτους της βασιλείας του Δαρείου 1 βασιλέως της Περσίας, δεκαπέντε έτη μετά την τοποθέτησι των θεμελίων του ναού, άρχισαν να ομιλούν αυτοί οι προφήται. Βέβαια, το έργο ανοικοδομήσεως είχε γίνει αμέσως αντιληπτό από τον εχθρό και η παρανομία της ενεργείας των εφέρθη ενώπιον των διωρισμένων από τους Πέρσας επισήμων κυβερνητών των επαρχιών, που ευρίσκοντο μεταξύ του Ευφράτου Ποταμού και της Μεσογείου Θαλάσσης. Τώρα, όμως, οι Ιουδαίοι, εμπνευσμένοι από τον Αγγαίο και τον Ζαχαρία, ήσαν άφοβοι και συνέχισαν το έργο τους. Επέσυραν την προσοχή στο γεγονός ότι ο Κύρος είχε εκδώσει το διάταγμα για την ανοικοδόμησι του ναού. Αμέσως, ο κυβερνήτης Ταθναΐ, στον οποίο υπήγετο ο Ζοροβάβελ, και άλλοι αξιωματούχοι έγραψαν στον βασιλέα της Περσίας για ν’ αποφασίση αυτός. Ο γραμματεύς Έσδρας αναφέρει το αποτέλεσμα:
4. Ποια ενέργεια ανέλαβε ο Βασιλεύς Δαρείος εις απάντησιν της επιστολής των αξιωματούχων κυβερνητών της Ιουδαίας, και ποιες διαταγές εξέδωκε;
4 «Τότε Δαρείος ο βασιλεύς εξέδωκε διαταγήν, και ηρεύνησαν εν τοις αρχείοις, όπου κείνται οι θησαυροί εν Βαβυλώνι. Και ευρέθη εν Αχμεθά, εν τω παλατίω τω εν τη επαρχία των Μήδων, είς τόμος [όχι σφηνοειδής πινακίς], και ήτο εν αυτώ υπόμνημα γεγραμμένον ούτως· “Εν τω πρώτω έτει Κύρου του βασιλέως. Κύρος ο βασιλεύς εξέδωκε διαταγήν περί του οίκου του Θεού τού εν Ιερουσαλήμ, Ας οικοδομηθή ο οίκος, ο τόπος εις τον οποίον προσφέρονται αι θυσίαι, και ας τεθώσι τα θεμέλια αυτού δυνατά· το ύψος αυτού εξήκοντα πήχαι, το πλάτος αυτού εξήκοντα πήχαι· τρεις σειραί μεγάλων λίθων, και μία σειρά ξύλων νέων και τα αναλώματα ας δοθώσιν εκ του οίκου του βασιλέως· τα χρυσά έτι και τα αργυρά σκεύη του οίκου του Θεού, τα οποία ο Ναβουχοδονόσορ έλαβεν εκ του ναού του εν Ιερουσαλήμ, και έφερεν εις Βαβυλώνα, ας αποδοθώσι, και ας επανέλθωσιν εις τον ναόν τον εν Ιερουσαλήμ, έκαστον εις τον τόπον αυτού, και ας τεθώσιν εις τον οίκον του Θεού”.»—Έσδρας 6:1-5.
5. Στο διάταγμα του Κύρου, ποια προειδοποίησι προσέθεσε ο Βασιλεύς Δαρείος Α΄;
5 Ο Δαρείος ανεγνώρισε το έργο ανοικοδομήσεως ως νόμιμο και είπε αυστηρά στους επισήμους: «Απομακρύνθητε εκείθεν· αφήσατε το έργον τούτου του οίκου του Θεού.» Επί πλέον, τους προειδοποίησε ότι, «όστις παραλλάξη τον λόγον τούτον, να αποσπασθή ξύλον εκ της οικίας αυτού, και να στηθή και να κρεμασθή επ’ αυτό· η δε οικία αυτού ας γείνη δια τούτο κοπρών.»—Έσδρας 6:6-12.
6. Ποιο ήταν το αποτέλεσμα της αποφάσεως του Δαρείου επάνω στους Ιουδαίους και πότε συνεπληρώθη η ανοικοδόμησις του ναού;
6 Αφού έλαβαν ενθάρρυνσι από μια τέτοια εκδήλωσι ευλογίας του Θεού, οι Ιουδαίοι επέσπευσαν το έργο και σε διάστημα λιγώτερο από τεσσεράμισυ έτη ο ναός συνεπληρώθη. Το εδάφιο Έσδρας 6:15 δίνει την ημερομηνία της συμπληρώσεως, λέγοντας: «Και συνετελέσθη ο οίκος ούτος την τρίτην ημέραν του μηνός Αδάρ, εν τω έκτω έτει της βασιλείας Δαρείου του βασιλέως.» Αν το πρώτο έτος του Δαρείου 1 υπολογίζεται από το 522 π.Χ., όταν ο προκάτοχός του Καμβύσης απέθανε, τότε η ανοικοδόμησις του ναού συνεπληρώθη τον Μάρτιο του 516 π.Χ.a
7. Πότε έγινε η αποπεράτωσις του ναού, επιτρέποντας στους Ιουδαίους να κάμουν τι;
7 Ο επόμενος μήνας μετά τον Αδάρ είναι ο Νισάν. Έτσι, με το να περατώσουν το ναό στις 3 του Αδάρ, οι Ιουδαίοι μπορούσαν να κάμουν εγκαίρως τα εγκαίνιά του ώστε να εορτάσουν το Πάσχα τον μήνα Νισάν στην αρχή του εβδόμου έτους του Βασιλέως Δαρείου Α΄: «Και εγκαινίασαν εν ευφροσύνη οι υιοί του Ισραήλ, οι ιερείς και οι Λευίται, και οι λοιποί εκ των υιών της αιχμαλωσίας, τον οίκον τούτον του Θεού.» (Έσδρας 6:16) Τώρα η λατρεία του Ιεχωβά στην Ιερουσαλήμ είχε πλήρως αποκατασταθή. Πρέπει να ήταν μεγάλη η ευφροσύνη των οικοδόμων, αφού έβλεπαν την ανέγερσι του ναού τελείως αποπερατωμένη.
Η ΑΝΟΙΚΟΔΟΜΗΣΙΣ ΤΗΣ ΠΟΛΕΩΣ ΕΛΚΥΕΙ ΤΗΝ ΠΡΟΣΟΧΗ
8. (α) Πότε συνέβη να διεγερθή κάποιος για να συμπληρώση την ανοικοδόμησι της Ιερουσαλήμ, και ποιος απεδείχθη ότι ήταν αυτός; (β) Τι ήταν εκείνο που ειδικά διήγειρε τον Νεεμία σε δράσι;
8 Αλλά τι συνέβη με αυτή την ίδια την πόλι; Και τι θα λεχθή για την προφητεία του Ησαΐα ότι η Ιερουσαλήμ θα εγίνετο ανθηρή και την προφητεία του Δανιήλ όσον αφορά την ανοικοδόμησι της πλατείας και των τειχών της; Μολονότι υπήρχε ακόμη καιρός προτού γίνη αυτό, εν τούτοις ήταν κάτι που έπρεπε να γίνη για να ετοιμασθή η οδός για την έλευσι του Μεσσίου του Άρχοντος. Μόλις στη βασιλεία του Βασιλέως Αρταξέρξου της Περσίας ο Ιεχωβά διήγειρε το πνεύμα ενός άλλου πιστού δούλου του για να φροντίση να γίνη αυτό. Αυτός ο δούλος ήταν ο Νεεμίας, ο οποίος την εποχή εκείνη κατείχε την υπεύθυνη θέσι του οινοχόου του Βασιλέως Αρταξέρξου της Περσίας. Μολονότι δεν μπορούσε να βρίσκεται στην Ιερουσαλήμ, εν τούτοις η καρδιά του ήταν εκεί, διότι εκεί, το εγνώριζε, ήταν το κέντρον της αληθινής λατρείας του Ιεχωβά. Η Ιερουσαλήμ ήταν ο τόπος όπου είχε τεθή το όνομα του Ιεχωβά και εκεί είχε ανοικοδομηθή τώρα ο ναός του Ιεχωβά. Μας λέγει για το ενδιαφέρον του για την πόλι και για την καθυστέρησι της ανοικοδομήσεως, που απεκαλύφθη από μια έκθεσι της καταστάσεώς της εξήντα περίπου χρόνια μετά την ανοικοδόμησι του ναού: «Και εν τω μηνί Χισλεύ, εν τω εικοστώ έτει, ότε ήμην εν Σούσοις τη βασιλευούση, ο Ανανί, είς εκ των αδελφών μου, ήλθεν, αυτός και τινές εκ του Ιούδα, και ηρώτησα αυτούς περί των διασωθέντων Ιουδαίων, οίτινες εναπελείφθησαν εκ της αιχμαλωσίας, και περί Ιερουσαλήμ. Και είπον προς εμέ, Οι υπόλοιποι, οι εναπολειφθέντες εκ της αιχμαλωσίας εκεί εν τη επαρχία, είναι εν θλίψει μεγάλη και ονειδισμώ· και το τείχος της Ιερουσαλήμ καθηρέθη, και αι πύλαι αυτής κατεκαύθησαν εν πυρί. . . . (Εγώ ήμην οινοχόος του βασιλέως).»—Νεεμ. 1:1-3, 11.
9. Πώς ο Βασιλεύς Αρταξέρξης έδωσε στο Νεεμία την ευκαιρία να παρουσιάση το αίτημά του;
9 Ο Νεεμίας ελυπήθη πολύ στο άκουσμα αυτής της εκθέσεως. Έφερε αμέσως το ζήτημα ενώπιον του Ιεχωβά με προσευχή. Η απάντησις στην προσευχή του δεν εβράδυνε να έλθη. Μας λέγει: «Και εν τω μηνί Νισάν, εν τω εικοστώ έτει Αρταξέρξου του βασιλέως, ήτο οίνος έμπροσθεν αυτού· και λαβών τον οίνον, έδωκα εις τον βασιλέα. Ποτέ δε δεν είχον σκυθρωπάσει ενώπιον αυτού. Όθεν ο βασιλεύς είπε προς εμέ, Δια τι το πρόσωπόν σου είναι σκυθρωπόν, ενώ συ άρρωστος δεν είσαι; τούτο δεν είναι ειμή λύπη καρδίας. Τότε εφοβήθην πολύ σφόδρα.»—Νεεμ. 2:1, 2.
10. (α) Πώς εζήτησε ο Νεεμίας την καθοδήγησι του Θεού προτού παρουσιάση το αίτημά του, και ποια ήταν η απάντησις του βασιλέως; (β) Ποια ήταν η αίτησις που έκαμε ο Νεεμίας;
10 Ο Νεεμίας εξήγησε την αιτία της θλίψεώς του στον βασιλέα. Όταν ο Αρταξέρξης ερώτησε: «Περί τίνος κάμνεις συ αίτησιν;» ο Νεεμίας έκαμε μια σιωπηρή προσευχή στον Ιεχωβά κι έλαβε θάρρος για να ζητήση από τον βασιλέα να τον στείλη για ν’ ανοικοδομήση την Ιερουσαλήμ. Η προσευχή εισηκούσθη· ο Βασιλεύς Αρταξέρξης εδέχθη. Και ο Νεεμίας αφηγείται: «Και ευηρεστήθη ο βασιλεύς και με έπεμψε· και έδωκα εις αυτόν προθεσμίαν. Και είπα προς τον βασιλέα, Εάν ήναι αρεστόν εις τον βασιλέα, ας μοι δοθώσιν επιστολαί προς τους πέραν του ποταμού [Ευφράτου] επάρχους, δια να με συμπαραπέμψωσιν εωσού έλθω εις τον Ιούδαν· και επιστολή προς τον Ασάφ τον φύλακα του βασιλικού δάσους, δια να μοι δώση ξύλα να κατασκευάσω τας πύλας του φρουρίου του ναού, και το τείχος της πόλεως, και τον οίκον εις τον οποίον θέλω εισέλθει. Και εχάρισεν ο βασιλεύς εις εμέ πάντα, κατά την επ’ εμέ αγαθήν χείρα του Θεού μου.»—Νεεμ. 2:3-8.
11. (α) Ποια εναντίωσι συνήντησαν, και πώς ο Νεεμίας και οι συνεργάται του την υπερνίκησαν; (β) Πότε συνεπληρώθη το τείχος;
11 Πόσο θαυμαστά απέδειξε ο Ιεχωβά ότι η χειρ του δεν είχε σμικρυνθή! Όπως ακριβώς είχε προείπει στο εδάφιο Δανιήλ 9:25, το έργο της ανοικοδομήσεως έγινε, σε καιρούς στενοχωρίας, δυσκολιών. Ακόμη και μετά το διάταγμα του βασιλέως ο Νεεμίας και οι συνοικοδόμοι του αντιμετώπισαν πολλές απειλές και μεγάλη εναντίωσι από τους γύρω μη Ιουδαϊκούς λαούς. Κατεβλήθησαν προσπάθειες για να τους αποσπάσουν από το έργο. Η ζωή του Νεεμία είχε τεθή σε κίνδυνο, αλλά με πίστι κι εμπιστοσύνη στον Παντοδύναμο Θεό και με το να οπλισθούν οι ίδιοι για άμυνα εναντίον της επιθέσεως, και με το να προσκολληθούν στο έργο που τους είχε αναθέσει ο Θεός, εξετέλεσαν την ανέγερσι των αμυντικών τειχών γύρω από τη Σιών ή Ιερουσαλήμ στο διάστημα δύο μηνών. «Ούτω συνετελέσθη το τείχος κατά την εικοστήν πέμπτην του μηνός Ελούλ, εν πεντήκοντα δύο ημέραις.» (Σύμφωνα με τον υπολογισμό του Νεεμία, το έτος άρχισε με τον μήνα Τισρί και έληξε με τον μήνα Ελούλ ως τον δωδέκατο μήνα.)—Νεεμ. 6:15.
Η ΕΚΠΛΗΡΩΣΙΣ ΤΟΥ ΣΚΟΠΟΥ ΤΟΥ ΘΕΟΥ ΦΕΡΝΕΙ ΕΥΤΥΧΙΑ
12. Ποιος διήγειρε τους εχθρούς ν’ αντισταθούν στο έργο ανοικοδομήσεως, και γιατί εμάχοντο εναντίον των ιδίων των συμφερόντων;
12 Τίποτε δεν μπορούσε να εμποδίση την εκπλήρωσι του σκοπού του Ιεχωβά. Ήταν ένα πολύ μικρό ζήτημα γι’ αυτόν να παραμερίση τους άσπονδους εχθρούς, που είχε εγείρει ο Σατανάς ή Διάβολος. Ήσαν τελείως τυφλοί όσον αφορά τον ένδοξο σκοπό, εναντίον του οποίου εμάχοντο και δεν κατανοούσαν την καταπληκτική σπουδαιότητα, την οποία είχε αυτό το έργο ανοικοδομήσεως σχετικά με την έλευσι του Σπέρματος της Επαγγελίας, που επρόκειτο να ευλογήση όλες τις φυλές της γης. Εμάχοντο δίχως να το γνωρίσουν εναντίον μιας διευθετήσεως, η οποία θα είχε τελικό αποτέλεσμα την ευλογία πολλών από αυτούς τους ιδίους.
13. (α) Τι είναι εκείνο που κατέστησε ικανούς τους οικοδόμους της πόλεως να συνεχίσουν; (β) Ποια διοργάνωσι διευθέτησε ο Νεεμίας μόλις συνεπληρώθησαν τα τείχη;
13 Αλλά ο Ιεχωβά είχε λαό, ο οποίος αγαπούσε αυτόν και τη λατρεία του και ο οποίος απέβλεπε στην έλευσι του Μεσσίου. Μπορούσε να τους εμπνεύση ζήλο και δύναμι για να εκτελέσουν αυτό το σπουδαίο έργο ανοικοδομήσεως, ακόμη και σε καιρούς στενοχωρίας. Ο Νεεμίας αφηγείται: «Αφού δε το τείχος εκτίσθη, και έστησα τας θύρας, και διωρίσθησαν οι πυλωροί και οι ψαλτωδοί και οι Λευίται, προσέταξα περί της Ιερουσαλήμ τον αδελφόν μου Ανανί, και τον Ανανίαν τον άρχοντα του φρουρίου· διότι ήτο ως άνθρωπος πιστός, και φοβούμενος τον Θεόν, υπέρ πολλούς.»—Νεεμ. 7:1, 2.
14. (α) Ποιες εορτές εώρτασαν τον επόμενο μήνα; (β) Ποιο γνωστό πρόσωπο ήταν παρόν, και πώς ο Νεεμίας ενίσχυσε τους εορτάζοντας; (γ) Ποια επιθυμία του Ιεχωβά για το λαό του εξεπληρώθη τον καιρό εκείνο;
14 Αυτός ήταν ασφαλώς ο καιρός για τη μεγίστη ευφροσύνη. Συνεπώς τον επόμενο μήνα, τον μήνα Τισρί, το εικοστό πρώτο έτος του Αρταξέρξου, ετελέσθησαν οι κανονικές θρησκευτικές εορτές αυτού του μηνός: ο ήχος της σάλπιγγος και η εορτή της πρώτης ημέρας, της ημέρας της νέας σελήνης, της ημέρας του εξιλασμού την δεκάτη ημέρα και, αρχίζοντας από τη δεκάτη πέμπτη ημέρα, η εορτή της σκηνοπηγίας. Ο Έσδρας, ο έμπειρος γραμματεύς στο νόμο του Θεού, ήταν εκεί παρών για ν’ αναγνώση δημοσία σ’ αυτούς τον γραπτό Λόγο του Θεού. Ύστερ’ από την ανάγνωσι, ο Κυβερνήτης Νεεμίας ενίσχυσε τους εορταστάς με τα εξής λόγια: «Μη λυπείσθε· διότι η χαρά του Ιεχωβά είναι η ισχύς σας.» Ο Ιεχωβά επιθυμούσε να είναι ευτυχής ο πιστός του λαός και πράγματι ήταν, όπως αναφέρει η αφήγησις: «Από των ημερών Ιησού υιού του Ναυή, μέχρις εκείνης της ημέρας, οι υιοί Ισραήλ δεν είχον κάμει ούτω. Και έγεινεν ευφροσύνη μεγάλη σφόδρα. Και καθ’ εκάστην ημέραν, από της πρώτης ημέρας μέχρι της τελευταίας ημέρας, ανεγίνωσκεν εν τω βιβλίω του νόμου του Θεού. Και έκαμον εορτήν επτά ημέρας· την δε ογδόην ημέραν, πάνδημον σύναξιν, κατά το διατεταγμένον.»—Νεεμ. 8:1-18, ΜΝΚ.
15. Περιγράψτε τα γεγονότα κατά την εγκαινίασι των τειχών.
15 Μολονότι η αφήγησις της εγκαινιάσεως των τειχών δεν είχε εξιστορηθή στο βιβλίο του Νεεμία, εν τούτοις έλαβε χώραν πιθανώς μετά την ανωτέρω αναφερομένη θρησκευτική εορτή. Επέτρεψε στους Ισραηλίτας να επεκτείνουν πέρα από τις εορτές την έκφρασι της ευφροσύνης των η οποία είχε εκχειλίσει. Διαβάζομε: «Και εν τοις εγκαινίοις του τείχους της Ιερουσαλήμ, εζήτησαν τους Λευίτας από πάντων των τόπων αυτών, δια να φέρωσιν αυτούς εις Ιερουσαλήμ, να κάμωσι τα εγκαίνια μετ’ ευφροσύνης, υμνούντες και ψάλλοντες εν κυμβάλοις, ψαλτηρίοις, και εν κιθάραις.» Ήταν μια μεγαλοπρεπής εγκαινίασις με δύο πομπές σχηματισμένες για να βαδίσουν προς αντίθετες κατευθύνσεις επάνω στο συμπληρωμένο τείχος. Το τείχος δεν είχε κανένα ρήγμα. «Και εστάθησαν οι δύο χοροί των αινούντων εν τω οίκω του Θεού», λέγει ο Νεεμίας, «και εγώ, και το ήμισυ των προεστώτων μετ’ εμού· και οι ιερείς . . . Και οι ψαλτωδοί ύψωσαν την φωνήν αυτών, μετά του Ιεζραΐα του επιστάτου.» Κατόπιν οι εορτασταί μετέβησαν στον ναό επάνω στο Όρος Μοριά και προσέφεραν με ευφροσύνη μεγάλες θυσίες στον βωμό του Ιεχωβά. «Διότι ο Θεός εύφρανεν αυτούς ευφροσύνην μεγάλην. Και αι γυναίκες έτι και τα παιδία ευφράνθησαν και η ευφροσύνη της Ιερουσαλήμ ηκούσθη έως μακρόθεν.»—Νεεμ. 12:27-43.
16. Για ποια πράγματα μπορούσαν οι πιστοί Ιουδαίοι να ευφρανθούν την εποχή εκείνη, και τι θα φέρη σ’ αυτούς μεγαλύτερη ευφροσύνη στο μέλλον;
16 Πόσο αξιοθαύμαστα έδειξε ο Ιεχωβά Θεός τη δύναμί του να πραγματοποιή τους σκοπούς του! Τι νίκη εναντίον του Σατανά ή Διαβόλου και τι ταπείνωσις στους εναντιουμένους προς την αληθινή λατρεία του Ιεχωβά! Τι πνευματική ενίσχυσις για το πιστό Ιουδαϊκό υπόλοιπο εκεί στην Ιερουσαλήμ! Ήσαν διπλά βέβαιοι για τη στοργική αγαθότητα και την βεβαιότητα των προθέσεων του Ιεχωβά. Με πόση εμπιστοσύνη και ζήλο μπορούσαν να ψάλλουν τους αίνους του Θεού και να διηγούνται στα τέκνα των καθώς και σε άλλους τα θαυμάσια έργα του Θεού! Ακόμη και αυτοί οι ίδιοι τον καιρό εκείνο δεν μπορούσαν να εννοήσουν πλήρως το θαυμαστό μέρος που έπαιξαν στους σκοπούς του Θεού. Πόσο, όμως, θα ευφρανθούν, όταν θα επιστρέψουν με μια ανάστασι μέσω του Μεσσίου, στον οποίον απέβλεπαν και όταν θα ιδούν το μέρος, που επέτρεψε σ’ αυτούς ο Ιεχωβά να παίξουν στην ανάπτυξι των προθέσεων του σχετικά με τον μεγάλο Μεσσία, το Σπέρμα της επαγγελίας.
17. (α) Ποια γεγονότα συνέβησαν σχετικά με τον Μεσσία, τα οποία κατέστησαν ουσιώδες για την Ιερουσαλήμ ν’ αποκατασταθή μετά την ερήμωσί της από τη Βαβυλώνα; (β) Ποιος άλλος παράγων σχετικά με αυτά τα γεγονότα είναι σπουδαίος, και τι μας προμηθεύει;
17 Με το να συγκεντρώση τον λαό του πίσω στην Ιερουσαλήμ, ο Θεός διετήρησε άθικτο ένα έθνος, στο οποίο ήλθε ο Μεσσίας. Μέγα μέρος του κηρύγματος του Μεσσίου έγινε στην περιοχή του ναού, όπου πολλοί, οι οποίοι ήρχοντο για να λατρεύσουν τον Ιεχωβά, μπορούσαν ν’ ακούσουν και να είναι μεταξύ των πρώτων ακολούθων του. Έξω από τις πύλες του έδωσε τη ζωή του ως θυσία για το ανθρώπινο γένος. Πράγματι, αποτελούσε ένα ουσιώδες μέρος του σκοπού του Ιεχωβά ν’ αποκατασταθή η Ιερουσαλήμ μετά την ερήμωσί της από τη Βαβυλώνα. Αλλά υπάρχει ένας άλλος πολύ σπουδαίος παράγων, που έχει σχέσι με αυτά τα γεγονότα και την προφητεία του Δανιήλ, η οποία σχετίζεται με αυτά. Αυτός είναι ο καιρός στον οποίον συνέβησαν. Μας προμηθεύει ένα από τα πιο ακριβή σημεία αναγνωρίσεως του Μεσσίου. Βοηθεί όλους, όσοι πιστεύουν στις Εβραϊκές Γραφές, Ιουδαίους ή Εθνικούς, να διαπιστώσουν για τον εαυτό τους χαρακτηριστικά της διακονίας του υποσχεμένου Μεσσίου του Θεού, τα οποία μπορούν να οδηγήσουν στη σωτηρία των. Το σπουδαίο αυτό θέμα θα συζητηθή στο μεταπροσεχές τεύχος μας.
[Υποσημειώσεις]
a Εφόσον ο Δαρείος 1 δεν εγκατεστάθη στη Βαβυλώνα προτού νικήση τον στασιαστή Ναβουχοδονόσορ 3 τον Δεκέμβριο του 522 και λίγο αργότερα τον συλλάβη και τον φονεύση στη Βαβυλώνα, το έτος 522 π.Χ. μπορεί να θεωρήται ως το έτος της ενθρονίσεως του Βασιλέως Δαρείου Α΄. Εφόσον το έτος της βασιλείας ενός Πέρσου βασιλέως άρχιζε τον εαρινό μήνα Νισάν, το πρώτο έτος της βασιλείας του Βασιλέως Δαρείου 1 έχει αρχίσει την άνοιξι του 521 π.Χ., όπως εκτίθεται στο βιβλίο Βαβυλωνιακή Χρονολογία 626 π.Χ.-75 μ.Χ. (σελίς 28), υπό Πάρκερ και Ντουμπερστάιν. Συνεπώς, το έκτο έτος της βασιλείας του Βασιλέως Δαρείου 1 άρχισε στις 11-12 Απριλίου του 516 π.Χ., και συνέχισε ως το τέλος του δωδεκάτου σεληνιακού μηνός (Αδάρ) του έκτου έτους του, ή ως το τέλος Μαρτίου του 515 π.Χ. Με αυτή τη βάσι, η ανοικοδόμησις του ναού επερατώθη από τον Ζοροβάβελ στις 5-6 Μαρτίου του 515 π.Χ.