Ελπίδα για την Ψυχή
Πόση είναι η διάρκεια της ζωής σας; Τι αντιμετωπίζετε στον θάνατο; Θλίψι, ευχαρίστησι, ή εξαφάνισι; Αυτό το άρθρον σάς βοηθεί να εξετάσετε τη Γραφική ελπίδα για την ψυχή.
ΓΙΑΤΙ οι άνθρωποι ανεγείρουν μνημεία και ανδριάντας στους ομοίους των; Γιατί διαφυλάττουν φιλόπονα τη μνήμη των σε μουσεία, βιογραφίες και βιβλία της ιστορίας; Ένας Αμερικανός στρατηγός απαντά: «Τα μνημεία των εθνών είναι όλα διαμαρτυρίες κατά της εκμηδενίσεως μετά θάνατον· έτσι είναι ανδριάντες και οι επιγραφές· έτσι είναι και η ιστορία.» Γιατί πολλοί θνήσκοντες άνθρωποι προτιμούν την ασθένεια και τους πόνους μάλλον παρά τον θάνατο; Γιατί, παρά τις επαγγελίες ελπίδος σε μια μετέπειτα ζωή, εμμένουν και στο τελευταίο υπόλειμμα της παρούσης ζωής, όσο οδυνηρό κι αν είναι αυτό; Μήπως διότι φοβούνται την πιθανότητα του άδου αντί του ουρανού; Μάλλον, διότι δεν μπορούν να παραιτηθούν της σκέψεως ότι αυτοί, με αισθήματα, ικανότητες και φιλοδοξίες, αυτοί, οι πιο σπουδαίοι άνθρωποι στον κόσμο τους, τελειώνουν, παύουν να υπάρχουν. Θα προτιμούσαν πραγματικά τους πόνους! Για να παραθέσωμε τα λόγια του ποιητού Μπαίηλυ, ο οποίος δεν είχε την Ινδουιστική ή Βουδδιστική ελπίδα της καταστάσεως νιρβάνα ή εξαλείψεως: «Ο άδης είναι πιο υποφερτός από την εκμηδένισι.»
Για τον πρώτον άνθρωπο αυτό δεν προέβαλε κανένα πρόβλημα. Ο Δημιουργός του τού είχε δώσει ένα σώμα που έπαλλε από υγεία, μια ζωηρή ενεργό διάνοια, μια σύζυγο ως υποβοηθητικό σύντροφο του βίου κι ένα ωραίο κήπο για να ζη μέσα σ’ αυτόν. Ο θάνατος ήταν πολύ μακριά από τις σκέψεις του, διότι δεν θα υπήρχε τέτοιο πράγμα ενόσω αυτός παρέμενε πιστός στις εντολές του Δημιουργού του. (Γεν. 2:15-25) Αλλά κατόπιν έπταισε και «δι’ ενός ανθρώπου η αμαρτία εισήλθεν εις τον κόσμον, και δια της αμαρτίας ο θάνατος, και ούτω διήλθεν ο θάνατος εις πάντας ανθρώπους.» (Ρωμ. 5:12) Όταν εξεβλήθησαν από τον κήπο της Εδέμ, ο άνδρας και η γυναίκα εδοκίμασαν πόσον ο πειραστής των εψεύσθη στη γυναίκα. Αυτός είχε υποσχεθή συνέχισιν της ανθρωπίνης ζωής στους αποστάτας. Αλλά γρήγορα στην Εδέμ επήλθε η θανατική καταδίκη σ’ αυτούς από τον Δημιουργό τους, η έξωσίς των από τον κήπο της Εδέμ, και εν καιρώ το πλήγμα του θανάτου κατεφέρθη στον γυιό τους Άβελ, ο οποίος εκείτο εκεί, ακίνητος και ψυχρός. Η λύπη που πρέπει να είχε επιφέρει ο άκαιρος θάνατος αποτελούσε απλώς ένα μέρος περισσοτέρων ακόμη θλίψεων που θα επήρχοντο. Ο φόβος, τον οποίον άφησε στις καρδιές τους, ποτέ δεν επρόκειτο να αφαιρεθή ώσπου και οι δικιές τους καρδιές να νεκρωθούν στον θάνατο, διότι ο θνήσκων Αδάμ διεπίστωσε ότι όλοι εκείνοι των οποίων θα εγίνετο πατέρας θ’ αποτελούσαν ένα γένος ανθρώπων, οι οποίοι «δια τον φόβον του θανάτου ήσαν δια παντός του βίου υποκείμενοι εις την δουλείαν.»—Εβρ. 2:15· Γέν. 3:1-4:16.
Ω, τι άγονη προοπτική ήταν αυτή! Από τον αρχηγόν του γένους των, τον Αδάμ, οι άνθρωποι έμαθαν πόσο έρημη ήταν η μοίρα τους. Ήσαν πλασμένοι από το χώμα της γης, η δε πνοή της ζωής, που είχε εμφυσηθή στους μυκτήρας των, τους εζωοδότησε, τους κατέστησε ζωντανούς. Η υπακοή στον Δημιουργό θα παρείχε λόγους για να παραμείνουν ζωντανά τα γήινα σώματα των προς αίνον Αυτού. Η παρακοή τούς απεστέρησε της αξιότητος για ζωή. Θα επήγαιναν πάλι στην ανυπαρξία! «Επειδή γη είσαι, και εις γην θέλεις επιστρέψει.»—Γέν. 2:7· 3:19· 5:1.
Αλλά «η σκέψις ότι θα είναι κανείς μηδέν μετά θάνατον αποτελεί φορτίο ανυπόφορο σ’ έναν ενάρετον άνθρωπο», είπε ο Ντράυντεν, ομιλώντας για τους λεγομένους Χριστιανούς. Και, θα μπορούσαμε να προσθέσωμε, για τον μη ενάρετον άνθρωπο επίσης. Κανείς δεν θέλει να ιδή τα έργα του, καλά ή κακά, να εκμηδενίζωνται, το άτομό του να καταρρέη στο χώμα, τ’ όνομά του να εξαφανίζεται από τα χείλη των ανθρώπων, τη φήμη του να βυθίζεται στη λήθη. Πολλοί, οι οποίοι δεν επισύρουν την προσοχή στον εαυτό τους με τα καλά τους έργα, θα φθάσουν να στραφούν στα κακά έργα, ώστε να προκαλέσουν εντύπωσι, να γίνουν κάποιοι, ώστε οι άνθρωποι θα τους θυμούνται επί πολύν καιρό και θα μιλούν γι’ αυτούς.
Η επιθυμία για προσέλκυσι προσοχής, ενθυμίσεως ή μάλλον διαρκούς παραμονής, εγέννησε μια νέα σκέψι στις διάνοιες που επιδιώκουν άνεσι και παρηγορία. Ασφαλώς, σκέφθηκαν, αυτό δεν είναι το άπαντον του ανθρώπου. Ο άνθρωπος είναι ικανός να σκέπτεται, να λογικεύεται, να φαντάζεται, ακόμη και να εφευρίσκη ή να «δημιουργή» υπό μίαν έννοιαν της λέξεως. «Μπορεί το χώμα και μόνο να το κάμη αυτό;» διελογίσθησαν. Η απάντησίς των σ’ αυτό το ερώτημα διετυπώθη γραπτώς από τον Έλληνα φιλόσοφο Αριστοτέλη: «Οτιδήποτε υπάρχει μέσα μας το οποίον αισθάνεται, σκέπτεται, επιθυμεί, και ζωογονεί, είναι κάτι το ουράνιον, το θείον, και συνεπώς, άφθαρτον.» Ω, αυτού ήταν το ζήτημα! Ο άνθρωπος δεν ήταν δυνατόν να πεθάνη, δεν πέθαινε πραγματικά! Ο άνθρωπος ήταν αθάνατος!
Αλλά πώς να εναρμονισθή η σκέψις με την αισθητή πραγματικότητα του θανάτου, την παύσι της υπάρξεως; Μερικοί διεπίστωσαν ότι τη νύχτα έβλεπαν όνειρα και στα όνειρά των έκαναν μακρινά ταξίδια, ανεμπόδιστοι, με άλλα λόγια, από φυσικές συνθήκες. Όταν αφυπνίσθηκαν, ήσαν εκεί στον ίδιο τόπο που ήσαν όταν έπεσαν να κοιμηθούν. Οι φίλοι και οι συγγενείς των επιστοποίησαν ότι ήσαν πάντοτε εκεί. Οι γεμάτοι ελπίδες άνθρωποι έσπευσαν να ερμηνεύσουν τούτο ως απόδειξιν ότι κατείχαν μια ζωή μέσα τους—μια ψυχή, όπως έφθασαν να την λέγουν—η οποία μπορούσε να υπερνικήση τους φυσικούς περιορισμούς και να ξεφύγη απ’ το σώμα. Ήταν μια αθάνατη ψυχή κι έτσι εδώ επί τέλους υπήρχε μια διαφυγή από τη φοβερή πραγματικότητα του θανάτου, της εκμηδενίσεως.
Η αναγραφή τούτου εμφαίνεται σε αρχαιολογικές ανασκαφές των αρχαίων τόπων. Μεταξύ των προκατακλυσμιαίων Γασσουλίων ευρέθησαν τάφοι υπενδεδυμένοι με λίθους, με στολίδια και αγγεία, που περιείχαν αρχικά τροφή, η οποία είχε τεθή στον καιρό της ταφής. Τροφή για την ψυχή που απήλθε! Στην αρχαία Εριντού ανέμεναν παρόμοιες ανακαλύψεις. Για κείνους, και τα ζώα επίσης είχαν αθανασία. Απόδειξις; Ένας λίθινος τάφος νεαρού παιδιού περιείχε όχι μόνο τα οστά του παιδιού και του σκύλου του, αλλά κι ένα κύπελλο τροφής για το παιδί κι ένα κόκκαλο για τον σκύλο!
Με ιδέες περί του ότι ο γήινος άνθρωπος διαφεύγει σ’ έναν πνευματικό κόσμο, διεμορφώθη η αντίληψις περί επαφής μ’ έναν «κόσμο θεών» μέσα στις διάνοιες των ανθρώπων. Υστερ’ απ’ αυτό, δεν ήταν παρά ένα βραχύ βήμα για την πίστι στην επικοινωνία με τους προσφιλείς που απέθαναν, για τη λατρεία των προγόνων, για τη θεοποίησι των «μεγάλων» ανδρών που επήγαν στο «υπερπέραν».
Η ΑΝΘΡΩΠΙΝΗ ΨΥΧΗ
Έτσι, λοιπόν, ανεπήδησε ένα δόγμα, το δόγμα της αθανασίας της ψυχής, της διαφυγής της ψυχής, της επιβιώσεως της ψυχής. Η ψυχή, σύμφωνα μ’ αυτή την ιδέα, ήταν ο πραγματικός άνθρωπος, ο ενδότερος άνθρωπος· το σώμα ήταν απλώς το εξωτερικό περίβλημα, που διηυκόλυνε την ψυχή στη διάρκεια των επιγείων της ταξιδιών και δοκιμασιών, μόνο για να παραπεταχθή σαν κουκούλι πεταλούδας, ενώ η ψυχή επήρε τον δρόμο προς τον ουρανό. Η ψυχή ήταν κάτι απροσδιόριστο, άυλο.
Ο παρατηρητής, όμως, μπορεί να θεωρήση παράδοξο το ότι η απόδειξις της πίστεως αυτής βρίσκεται μεταξύ των εθνών εκείνων που ήσαν πάντοτε έξω από τη λατρεία του Ιεχωβά· δηλαδή, στον προκατακλυσμιαίο πολιτισμό που κατεστράφη, στον μετακατακλυσμιαίο Βαβυλωνιακό πολιτισμό, στα Αιγυπτιακά, Ασσυριακά, Μηδο-Περσικά, Ελληνικά και Ειδωλολατρικά Ρωμαϊκά θρησκευτικά συστήματα, μεταξύ άλλων.
Ακόμη πιο παράδοξο πράγμα, τουλάχιστον στους λαούς του «Χριστιανισμού» που εδιδάχθησαν το δόγμα της αθανασίας της ψυχής, πρέπει να είναι η καθ’ υπερβολήν ανθρώπινη εικόνα την οποίαν το δικό τους Βιβλίον των βιβλίων διαζωγραφίζει περί ψυχής. Δεν λέγει, όπως οι διδάσκαλοι των, ότι η ψυχή εγχύνεται μέσα στο σώμα κατά τη γέννησι, ότι το σώμα γεννάται αλλ’ όχι και η ψυχή. Η Γραφή λέγει ότι οι ψυχές γεννώνται, ότι η Λεία, η σύζυγος του Ιακώβ, «τούτους εγέννησεν εις τον Ιακώβ, δεκαέξ ψυχάς». Οι θρησκευτικοί των ποιμένες μπορεί να παραδέχωνται εξελικτικές ιδέες περί αναπτύξεως του ανθρωπίνου σώματος από ζώα, αλλά λέγουν ότι η έγχυσις της ψυχής από τον Θεό είναι εκείνο που κατέστησε αυτό το σώμα άνθρωπον κατ’ εικόνα Θεού.—Γέν. 46:18.
Η Γραφή λέγει ότι ο Ιεχωβά εδημιούργησε—δεν έκαμε να εξελιχθή—τον πρώτον άνθρωπο: «και έπλασεν Ιεχωβά ο Θεός τον άνθρωπον από χώματος εκ της γης· και ενεφύσησεν εις τους μυκτήρας αυτού πνοήν ζωής, και έγεινεν ο άνθρωπος, εις ψυχήν ζώσαν.» Η ψυχή δεν είναι κάτι το άυλο, το απροσδιόριστο μέσα στον άνθρωπο· ορίζεται σαφώς ως συνένωσις γηίνου σώματος και πνοής ζωής. Όταν πεθαίνη ο άνθρωπος, αντιστρέφεται η ενέργεια που έκαμε τον άνθρωπο να είναι ψυχή, «και επιστρέψη το χώμα εις την γην, καθώς ήτο, και το πνεύμα επιστρέψη εις τον Θεόν, όστις έδωκεν αυτό.» (Γεν. 2:7· Εκκλησ. 12:7) Διαφυλάττεται, λοιπόν, η συνειδητότης δια της εκφυγής μιας «ψυχής»; Ή το «πνεύμα» αυτό που επιστρέψει στον Θεό είναι κάτι το συνειδητό; Όχι, διότι όταν πεθάνη ο άνθρωπος «το πνεύμα αυτού εξέρχεται· αυτός επιστρέφει εις την γην αυτού· εν εκείνη τη ημέρα οι διαλογισμοί αυτού αφανίζονται.» Κατέρχεται στην ανυπαρξία.—Ψαλμ. 146:4.
Μεταξύ της γεννήσεως και του θανάτου της η ψυχή επιδεικνύει καταπληκτικά ανθρώπινες ιδιότητες για κάτι που υποτίθεται ότι είναι αιθέριο και θείο. Κατέχει αίμα, πεινά, και τρώγει κρέας, σταφύλια και κηρήθραν. Μπορεί να απειληθή με ρομφαίαν και να κατασπαραχθή από ένα λέοντα. (Γεν. 9:5· Δευτ. 12:20· 23:24· Παροιμ. 27:7· Ψαλμ. 22:20· 7:2) Ναι, η ψυχή είναι πραγματικά ανθρώπινη· το ανθρώπινο πλάσμα είναι η ψυχή, και όταν το ανθρώπινο πλάσμα πεθαίνη, η ψυχή πεθαίνει, εξ ολοκλήρου. Μην παίρνετε δικά μας λόγια για το προκείμενο ζήτημα. Πάρτε τα λόγια του Θεού: «Η ψυχή η αμαρτήσασα, αυτή θέλει αποθάνει.»—Ιεζ. 18:4, 20.
«Αλλά,» θ’ αντιτείνουν μερικοί, «το νεκρόν σώμα που κείται ενώπιόν μας όταν πεθαίνη ένας άνθρωπος, το χωρίς ζωή εκείνο πτώμα, δεν μπορεί να είναι το όλον που απέμεινε από μια ψυχή. Εξέλιπε η ζωή, η συνειδητότης, η αισθητικότης. Πρέπει να υπάρχη μια ‘ψυχή’ που αφήνει ένα νεκρό σώμα και συνεχίζει τη ζωή της.» Αλλά το Αγγαίος 2:13 ομιλεί για ένα «νεκρό σώμα», μεταφράζοντας έτσι την Εβραϊκή λέξι νεφές, την οποίαν αλλού μεταφράζει ψυχήν. Ώστε το νεκρό σώμα, στη Γραφική γλώσσα, είναι πραγματικά μια νεκρή ψυχή, και στους Αριθμούς 6:6 χρησιμοποιείται η ίδια έκφρασις όταν ειδοποιήθη ένας που ήθελε να παραμείνη τελετουργικά καθαρός ότι «επί πάση ψυχή τετελευτηκυία ουκ εισελεύσεται.» (Μετάφρασις Ο΄) Τι το εσφαλμένον υπάρχει σ’ αυτή τη διατύπωσι; Τίποτα! Δεν λέγομε μήπως για ένα πτώμα ότι είναι ένας «νεκρός άνθρωπος», καίτοι υφίσταται ακόμη ένα μέρος μόνον του ό,τι αποτελεί έναν άνθρωπο; Ένας ζωντανός άνθρωπος είναι μια ζώσα ψυχή· ένας νεκρός άνθρωπος είναι μια νεκρή ψυχή.
Είναι μήπως δύσκολο να παραδεχθή κανείς ότι όταν ένας άνθρωπος πεθαίνη δεν υπάρχει υπόλειμμα ζωής που να επιζή κάπου; Θα ρωτήσετε ακόμη, «Πού πήγε η ζωή;» Για να βοηθήσωμε στην κατανόησι, θα μπορούσαμε να ρωτήσωμε: «Όταν αποχωρίζετε νερό στα συστατικά του μέρη, υδρογόνον και οξυγόνον, πού πηγαίνει το νερό;» Ή πάλι, όταν αφαιρήτε το οξυγόνο από τη φλόγα ενός κηρίου, πού πηγαίνει η φλόγα; Πριν από μια στιγμή η ενέργεια της καύσεως ήνωνε το υλικό στο φυτίλι με οξυγόνο, και υπήρχε φλόγα. Πού είναι τώρα η φλόγα; Η απάντησις και στα δύο παραδείγματα είναι «πουθενά». Απαιτείται υδρογόνο και οξυγόνο για να γίνη νερό· χωρίστε τα αυτά και το νερό παύει να υπάρχη. Απαιτείται καύσιμη ύλη και οξυγόνο για να γίνη η φλόγα· χωρίστε τα αυτά και η φλόγα παύει να υπάρχη. Απαιτείται σώμα και πνοή ζωής για να παραχθή ψυχή· αποχωρίστε τα αυτά και τότε η ψυχή παύει να υπάρχη.
«Πού με αφήνει αυτό;» μπορεί να ρωτήσετε. «Αναμένω να πεθάνω μια μέρα, όπως και κάθε άλλος άνθρωπος. Αν ο Θεός με έκαμε έτσι, τι θα μου μείνη τότε; Τι μέλλον θα έχω;»
ΤΙ ΜΕΛΛΟΝ ΥΠΑΡΧΕΙ ΓΙΑ ΤΗΝ ΨΥΧΗ;
Στις διάνοιες των εθνών, τα οποία απορρίπτουν τον Ιεχωβά Θεό και τον Υιό του Ιησού Χριστό, αυτό το ερώτημα ωδήγησε στο δόγμα της αθανασίας της ψυχής. Δεν συμβαίνει, όμως, το ίδιο στις διάνοιες εκείνων που απεδέχθησαν τις ανωτέρω θεόπνευστες Γραφικές περιγραφές περί θνητής ψυχής. Μπορείτε να είσθε βέβαιοι ότι αυτοί είχαν μια ελπίδα. Να είσθε βέβαιοι ότι ο Θεός, που έδωσε στην πρώτη τέλεια ανθρώπινη κτίσι του την ελπίδα τού να ζήση για πάντα αν θα ήταν ευπειθής, δεν άφησε τους πιστούς αυτούς συγγραφείς της Βίβλου, όταν θ’ απέθνησκαν, χωρίς ελπίδα.
Ο απόστολος Παύλος ανασκοπεί μερικές από τις ιστορίες της πιστής των ζωής στην επιστολή του προς Εβραίους, ενδέκατο κεφάλαιο. Με ευγλωττία αναγράφει τους θριάμβους της πίστεώς των, θριάμβους εναντίον μαχαίρας, πυρός, θηρίων, εναντιουμένων βασιλείων, και αυτών των ιδίων των αδυναμιών. Γιατί τα υπέμειναν όλα αυτά τόσο πιστά; «Δια να αξιωθώσι καλητέρας αναστάσεως.» (Εβρ. 11:32-35) Όχι αθανασία, αλλά ανάστασις είναι η ελπίδα μας!
Ν’ αναστηθή μια ψυχή που αποσυνετέθη; Πώς; Τι πρόκειται ν’ αναστηθή; Τι ίχνος παραμένει των πιστών ανθρώπων που είναι τώρα νεκροί επί αιώνες; Ο μόνος παράγων του σύμπαντος που επιτρέπει την ανάστασι είναι η μνήμη, η μεγαλύτερη μνήμη του σύμπαντος, η Θεία μνήμη. «Η μνήμη του δικαίου είναι μετ’ ευλογίας· το δε όνομα των ασεβών σήπεται.» (Παροιμ. 10:7) Οι εκουσίως ασεβείς θα εκλείψουν για πάντα, θα παρέλθουν και θα λησμονηθούν, αλλά χάρις στην ισχυρή μνήμη του Ιεχωβά, οι πιστοί άνδρες όπως ο Αβραάμ, ο Ισαάκ και ο Ιακώβ «πάντες ζώσιν εν αυτώ.» (Λουκ. 20:38) Είναι αληθές ότι αυτοί, ως ζώσαι ψυχαί, από πολύν καιρό έπαυσαν να υπάρχουν· αυτοί «δεν είναι», αλλ’ ο Ιεχωβά είναι ο Θεός ‘ο ζωοποιών τους νεκρούς και καλών τα μη όντα ως όντα.’—Ρωμ. 4:17.
Τα πρότυπα πιστής ζωής διαφυλάττονται ανεξίτηλα, σε όλες τις πολύπλοκες λεπτομέρειές των, στη διάνοια Εκείνου, ο οποίος είναι ικανός να έχη προσωπική γνωριμία με όλα αλλά και με το καθένα χωριστά από τα φαινομενικώς αναρίθμητα άστρα: «Αριθμεί τα πλήθη των άστρων· καλεί τα πάντα ονομαστί.» (Ψαλμ. 147:4) Κείμενοι στους τάφους των, οπουδήποτε κι αν είναι, οι πιστοί εμπερικλείονται στην απεριόριστη μνήμη του Θεού. Επί πλέον, «έρχεται ώρα, καθ’ ην πάντες οι εν τοις μνημείοις θέλουσιν ακούσει την φωνήν αυτού· και θέλουσιν εξέλθει.» (Ιωάν. 5:28, 29) Αυτός, του οποίου η άφθαστη δύναμις εδημιούργησε ή συνέθεσε τις πρώτες ανθρώπινες ψυχές μπορεί να ανασυνθέση τις πιστές ανθρώπινες ψυχές και πάλι στη ζωή, μπορεί να τις στήση εκ νέου στη ζωή. Αυτή είναι η έννοια της αναστάσεως.
Αυτό είναι το αληθινό αντικείμενο του ανθρωπίνου πόθου, ο τελειωμένος σκοπός των μακρών του αναζητήσεων για συνεχή ύπαρξι, η απάντησις στο ερώτημά του που εξεφωνήθη από τον πιστόν Ιώβ: «Εάν αποθάνη ο άνθρωπος, θέλει αναζήσει;» (Ιώβ 14:14) «Ναι,» απαντά η Γραφή, «εάν η πιστότης αυτού διαφυλάττη αυτόν εις την μνήμην του Θεού.» Σε μερικούς ανθρώπους, στις ταραχώδεις αυτές έσχατες ημέρες του παλαιού αυτού κόσμου, μπορεί να έλθουν και μεγαλύτερες ακόμη ευλογίες, το προνόμιο του να επιζήσουν από το τέλος του παρόντος κόσμου και να μην πεθάνουν ποτέ, όπως τότε που «ολίγαι (τουτέστιν οκτώ) ψυχαί διεσώθησαν δι’ ύδατος», όταν επήλθε ο κατακλυσμός των ημερών του Νώε. (1 Πέτρ. 3:20) Είθε οι λογισμοί σας, οι πόθοι σας, οι επιδιώξεις σας, να εναποθέσουν την πίστι και την ελπίδα σας, όχι στις ψευδείς ειδωλολατρικές επαγγελίες περί αθανασίας, αλλά στη Θεόδοτη επαγγελία που είδατε δια μέσου των οφθαλμών του λόγου Του.