Καιρός και Τόπος για Κάθε Πράγμα
«ΧΡΟΝΟΣ είναι εις πάντα, και καιρός παντί πράγματι υπό τον ουρανόν», έγραψε ο σοφός Βασιλεύς Σολομών υπό την έμπνευσι του Παντοδυνάμου Θεού. Έτσι, πραγματικά, συμβαίνει. Υπάρχει «καιρός του γεννάσθαι, και καιρός του αποθνήσκειν· . . . καιρός του αποκτείνειν, και καιρός του ιατρεύειν· . . . καιρός του κλαίειν, και καιρός του γελάν· καιρός του πενθείν, και καιρός του χορεύειν· . . . καιρός του αγαπήσαι, και καιρός του μισήσαι· καιρός πολέμου, και καιρός ειρήνης.»—Εκκλησ. 3:1-8.
Στη διάρκεια των περασμένων 6.000 σχεδόν ετών, η γη αυτή υπήρξε ένας τόπος που αντηχούσε από τις κραυγές του κλαυθμού και του πένθους, καθώς πολεμούσαν ο ένας εναντίον του άλλου ανθρώπου γεμάτοι από μίσος, φονεύοντας και προξενώντας θάνατο. Το γέλιο, το σκίρτημα από χαρά, η αγάπη και η ειρήνη επήραν, βεβαίως, μια δευτερεύουσα θέσι. Θα συμβαίνη το ίδιο πάντοτε; Μπορεί μήπως και στη ζωή ακόμη των δούλων του Θεού να υπάρχη καιρός και τόπος για κλαυθμό και πένθος, για μίσος, και για πόλεμο και φόνο και θάνατο;
Αρχικά δεν ήταν θέλημα του Θεού να πεθαίνη ο άνθρωπος ακόμη να λάβη πείραν πολέμου ή φόνου. Ο αρχικός του σκοπός ήταν να ζουν οι άνθρωποι ατελεύτητα σε τελεία ειρήνη, χωρίς ποτέ να λάβουν πείραν ενός καιρού κλαυθμού. Εν τούτοις, ο στασιασμός εναντίον της κυριαρχίας του Θεού από το πρώτο ανθρώπινο ζεύγος επέφερε αποξένωσι από τον Θεό. Προέκυψε αμαρτία και θάνατος· και έτσι πόλεμος, φόνος και μίσος ήλθαν στην ημερησία διάταξι. Οι δούλοι του Θεού βρέθηκαν να ζουν ανάμεσα σ’ αυτόν τον πονηρό κόσμο που εναντιώνεται στον Θεό, και, για τούτο, κάτω από τέτοιες περιστάσεις, βρίσκουν ότι τα λόγια του Σολομώντος στον Εκκλησιαστή εφαρμόζονται και στην περιπτωσί των.
Αλλά πώς συμβαίνει αυτό; Δεν πρέπει οι δούλοι του Θεού να γελούν και να σκιρτούν αντί να κλαίουν; Πότε αυτοί θα διεξήγαν πόλεμο και θα εφόνευαν, ή θα μισούσαν ο ένας τον άλλον;
Ο Σολομών είπε: «Κάλλιον η λύπη παρά τον γέλωτα· διότι εκ της σκυθρωπότητος του προσώπου η καρδία γίνεται φαιδροτέρα.» Ο μεγαλύτερος από τον Σολομώντα, ο Ιησούς, είπε: «Μακάριοι οι κλαίοντες τώρα, διότι θέλετε γελάσει.» Και πάλι, «Ουαί εις εσάς οι γελώντες τώρα, διότι θέλετε πενθήσει και κλαύσει.» Σ’ αυτές τις κινδυνώδεις, πονηρές ημέρες οι λαοί περιστοιχίζονται από ουαί και αντιμετωπίζουν σοβαρούς κινδύνους. Οι ανόητοι, σε μια πομπώδη επίδειξι ταραχώδους ζωής, γελούν γι’ αυτά σαν να ήσαν φυσιολογικά, αλλά φρόνιμοι άνθρωποι δεν βρίσκουν ευχαρίστησι σ’ αυτά. Αυτοί στενάζουν και βοούν για όλα τα βδελυκτά πράγματα που γίνονται. Δεν βρίσκουν αιτία για χαρά σ’ αυτόν τον παλαιό κόσμο, αλλά μόνο στον Θεό και στον δίκαιο, νέο του κόσμο.—Εκκλησ. 7:3· Λουκ. 6:21, 25· Ιεζ. 9:4.
Ο πόλεμος και ο φόνος δεν είναι ξένα για τους δούλους του Θεού. Βρήκαν ότι υπάρχει καιρός γι’ αυτά. Ο Αβραάμ διεξήγαγε πόλεμο για να σώση τον ανεψιό του Λωτ από τους πονηρούς αιχμαλωτιστάς. Ο Δαβίδ, ο αγαπητός του Θεού, ήταν ισχυρός στον πόλεμο, ‘πατάσσοντας μυριάδας’. Ανόμοια με τους δούλους του Θεού στο παρελθόν, οι Χριστιανοί δεν πολεμούν κατά σάρκα , αλλά διεξάγουν πνευματικό πόλεμο ‘καθαιρούντες λογισμούς, και παν ύψωμα επαιρόμενον εναντίον της γνώσεως του Θεού.’—Γεν. 14:14-16· 1 Σαμ. 18:7· 2 Κορ. 10:3-5.
Ο Ιησούς ενεθάρρυνε τους ακολούθους του ν’ αγαπούν τους εχθρούς των, αλλά ο λόγος του Θεού, επίσης, λέγει να μισώμεν το κακόν. Όταν ένα άτομο επιμένη σε μια πορεία κακίας αφού εγνώρισε ποιο είναι το ορθόν, όταν το κακό εισχωρή τόσο, ώστε γίνεται μέρος της συστάσεως του ατόμου, τότε, για να μισήση ένας Χριστιανός εκείνο που είναι κακό, πρέπει να μισήση το άτομο με το οποίο η κακία είναι αχώριστα συνδεδεμένη. Ο Δαβίδ, δείχνοντας ότι ο Ιησούς δεν εννοούσε το ν’ αγαπούμε τους εχθρούς του Ιεχωβά που έχουν σκληρυνθή, εξέφρασε αυτή τη διάθεσι που επιδοκιμάζεται από τον Θεό: «Μη δεν μισώ, Ιεχωβά, τους μισούντάς σε; και δεν αγανακτώ κατά των επανισταμένων επί σε; Με τέλειον μίσος μισώ αυτούς· δια εχθρούς έχω αυτούς.»—Ματθ. 5:44· Αμώς 5:15· Ψαλμ. 139:21, 22, ΜΝΚ.
Οι δούλοι του Θεού αποβλέπουν σε αιώνια ζωή. Ωστόσο μπορεί να υπάρχη «καιρός του αποθνήσκειν», ακόμη και για ένα Χριστιανό. Για κείνους που θα κληρονομήσουν ουράνια ζωή ως βασιλείς και ιερείς με τον Ιησού Χριστό ο θάνατος είναι αναπόφευκτος. Υπάρχει καιρός γι’ αυτόν. Είναι αναγκαίος για να πραγματοποιήσουν την ουράνια αμοιβή των. Μολονότι πολλοί Χριστιανοί σήμερα διακρατούν την ελπίδα να ζήσουν μέσ’ από το τέλος αυτού του πονηρού συστήματος πραγμάτων στον νέο κόσμο του Θεού χωρίς να πεθάνουν ποτέ, ωστόσο μπορεί να υπάρχη καιρός γι’ αυτούς να πεθάνουν. Ένας δούλος του Θεού, αντιμετωπίζοντας την εκλογή να υπακούση πιστά στον νόμον του Θεού και να πεθάνη γι’ αυτό, ή να συμβιβασθή και να κερδίση μια προσωρινή παράτασι της ζωής, θα είναι πιστός μέχρι θανάτου. Είναι καιρός γι’ αυτόν να πεθάνη!—Ματθ. 16:25.
Το μίσος, ο πόλεμος, ο φόνος και ο θάνατος μαζί με τον κλαυθμό και τη λύπη είναι αχώριστα συνδεδεμένα με τον πονηρό αυτόν κόσμο—αυτός απεδείχθη ότι είναι ο τόπος της υπάρξεώς των. Εφ’ όσον ο παλαιός αυτός κόσμος παραμένει, θα είναι καιρός, ακόμη και στη ζωή των δούλων του Θεού, που η πικρότερη πείρα θα είναι αναμεμιγμένη με τη γλυκειά. Αλλά η ευτυχής υπόσχεσις του λόγου του Θεού είναι ότι γρήγορα τώρα «ο κόσμος παρέρχεται, και η επιθυμία αυτού». Εκείνοι που πράττουν το θέλημα του Θεού θα επιζήσουν στον νέο κόσμο που θα δημιουργήση ο Θεός, όπου «θέλει . . . εξαλείψει παν δάκρυον από των οφθαλμών αυτών, και ο θάνατος δεν θέλει υπάρχει πλέον ούτε πένθος, ούτε κραυγή, ούτε πόνος δεν θέλουσιν υπάρχει πλέον διότι τα πρώτα παρήλθον». Ο Θεός παρέχει τη διαβεβαίωσι ότι «καταπαύει τους πολέμους έως των περάτων της γης,» και υπόσχεται ότι «αφθονία ειρήνης βάλει είσθαι εωσού μη υπάρξη η σελήνη.»—1 Ιωάν. 2:17· Αποκάλ. 21:4· Ψαλμ. 46:9· 72:7.
Ο νέος κόσμος του Θεού θα είναι ο καιρός και ο τόπος για την απόλαυσι αυτών των ευλογιών του Ιεχωβά και δεν θα προσθέση καμμιά λύπη σ’ αυτές. Η γη θα είναι τόπος γεμάτος από γέλιο και αγάπη, οι θεραπευμένοι θα σκιρτούν, και η ειρήνη θα είναι ατελεύτητη. Ήχος κλαυθμού δεν θ’ ακούεται και ποτέ πάλι δεν θα διεξαγάγουν οι άνθρωποι πόλεμο και δεν θα φονεύουν, ούτε θα μισούν ο ένας τον άλλον.—Παροιμ. 10:22.
Για όλους όσοι επιθυμούν να ζουν τότε, είναι τώρα καιρός να γνωρίσουν τις απαιτήσεις του Ιεχωβά για ζωή, και να ζήσουν μ’ αυτές. Μόνο μ’ αυτόν τον τρόπο μπορεί κανείς να εξασφαλίση μια θέσι στον νέο κόσμο του Θεού, ν’ απολαύση την ευλογία του, «ζωήν έως του αιώνος».—Ψαλμ. 133:3.