Παραδείγματα Τηρητών Ακεραιότητος
1. Στη διάρκεια της παγκοσμίου κυριαρχίας της τρίτης κεφαλής του θηρίου, ποια εξέχουσα περίπτωσι αρνήσεως λατρείας του θηρίου έχομε;
ΤΟ «ΘΗΡΙΟΝ» της Αποκαλύψεως 13:1-8, όπως εξηγείται από τα Ρωμαιοκαθολικά και άλλα Βιβλικά σχόλια, περιλαμβάνει και την αρχαία Βαβυλώνα ή Χαλδαία, την τρίτη παγκόσμια δύναμι. Έτσι ακριβώς, στην ιστορία της Βαβυλώνος ως της τρίτης κεφαλής του συμβολικού θηρίου, όπως εκτίθεται στην Αγία Γραφή, βρίσκομε μια εξέχουσα περίπτωσι ανθρώπων που αρνήθηκαν να λατρεύσουν αυτό το θηρίο πριν από δυόμιση χιλιάδες χρόνια. Ο Δανιήλ 3:1-30 μάς λέγει ότι οι τρεις άνδρες που διεκράτησαν ακεραιότητα ωνομάζοντο Σεδράχ, Μισάχ και Αβδέ-νεγώ. Οι εχθροί των, όταν τους κατηγόρησαν ενώπιον του αυτοκράτορος της Βαβυλώνος, του Ναβουχοδονόσορ, τους χαρακτήρισαν ως άνδρας τινάς Ιουδαίους Κατ’ αίτησιν του προφήτου Δανιήλ, οι τρεις αυτοί Ιουδαίοι είχαν διορισθή από τον Αυτοκράτορα Ναβουχοδονόσορ σε υψηλές θέσεις πάνω στις υποθέσεις της επαρχίας της Βαβυλώνος, ενώ ο Δανιήλ ο ίδιος ήταν στην αυλή του αυτοκράτορος ως κυβερνήτης της όλης επαρχίας της Βαβυλώνος και ως αρχιδιοικητής όλων των σοφών της Βαβυλώνος.—Δαν. 2:48, 49.
2, 3. Γιατί οι Ιουδαίοι αυτοί δεν παρεβίαζαν τη διαθήκη των με τον Ιεχωβά Θεό υπηρετώντας σε τέτοιες υψηλές θέσεις μιας ειδωλολατρικής πολιτικής κυβερνήσεως;
2 Αλλά πώς συνέβη το ότι οι Ιουδαίοι αυτοί, που βρίσκονταν κάτω από μια εθνική διαθήκη με τον Ιεχωβά Θεό μέσω του μεσίτου Μωυσέως, υπηρετούσαν σε τέτοιες υψηλές θέσεις μιας ειδωλολατρικής πολιτικής κυβερνήσεως; Δεν παρεβίαζαν τη διαθήκη των με τον Θεό, ο οποίος τους είχε δώσει τις Δέκα Εντολές μέσω του Μωυσέως; Όχι. Γιατί δεν την παρεβίαζαν; Επειδή η δική των Ιουδαϊκή κυβέρνησις, η Βασιλεία στην Ιερουσαλήμ, δεν υπήρχε τότε. Οι στρατιές του Ναβουχοδονόσορ την είχαν καταστρέψει στο 607 προ Χριστού. Μάλιστα ένδεκα χρόνια πριν από την καταστροφή της, ο Δανιήλ και οι τρείς Ιουδαίοι σύντροφοί του είχαν μεταφερθή από την Ιερουσαλήμ και είχαν εξορισθή στη Βαβυλώνα. Τόσο, λοιπόν, πριν, όσο και μετά την καταστροφή της Ιερουσαλήμ, οι τέσσερες αυτοί Ιουδαίοι ήσαν αιχμάλωτοι και δούλοι της Βαβυλώνος.
3 Ο Ιεχωβά Θεός είχε χρησιμοποιήσει τον Ναβουχοδονόσορ ως δούλον του εκτελώντας ωρισμένες κρίσεις επάνω σε απειθείς λαούς, και Αυτός είχε ειπεί στους ιερείς και στον λαόν της Ιερουσαλήμ: «Δουλεύσατε εις τον βασιλέα της Βαβυλώνος, και θέλετε ζήσει.» Αλλ’ αυτοί αρνήθηκαν και έτσι υπέστησαν θάνατο από τον εκτελεστή. Οι ψευδείς προφήται, Σεδεκίας και Αχαάβ, είχαν δώσει συμβουλή να μην υποταχθούν στον Ναβουχοδονόσορ. Για τούτο ο βασιλεύς της Βαβυλώνος έψησε αυτούς τους εναντιουμένους προφήτας στη φωτιά. (Ιερεμ. 27:16, 17· 29:21-23) Αλλ’ ο Δανιήλ, ο Σεδράχ, ο Μισάχ και ο Αβδέ-νεγώ υπηρετούσαν ευπειθώς τον Ναβουχοδονόσορ ως αιχμάλωτοί του και δούλοι του. Εν τούτοις, όταν ήλθε περίπτωσις ν’ αποδώσουν στον Ναβουχοδονόσορ κάτι που απαιτούσε κατά παράβασιν του υπερτάτου νόμου του Θεού των, αρνήθηκαν να υπακούσουν σ’ αυτόν τον τότε πρώτιστον άρχοντα στη γη. Ενήργησαν όπως ο Πέτρος και οι άλλοι απόστολοι· υπήκουσαν στον Θεόν ως Άρχοντα μάλλον παρά στους ανθρώπους.—Πράξ. 5:29.
4. Γιατί ο Ναβουχοδονόσορ έστησε τη χρυσή εικόνα στην πεδιάδα Δουρά, και τι κατηγόρησαν οι εχθροί τους τρεις συντρόφους του Δανιήλ ότι δεν έπρατταν;
4 Στην πεδιάδα Δουρά, στην επαρχία της Βαβυλώνος, ο Ναβουχοδονόσορ έστησε μια χρυσή εικόνα ύψους ενενήντα ποδών και πλάτους εννέα ποδών. Το αν ήταν μια εικόνα του ευνοουμένου του Θεού Μαρδώκ ή όχι, δεν αναφέρεται. Ένα πράγμα τουλάχιστον είναι βέβαιο, ότι η εικόνα παρίστανε τον σκοπό του αυτοκράτορος να ενώση όλους τους λαούς της αυτοκρατορίας σε μια κοινή λατρεία για να τους κρατή όλους μαζί ως υπηκόους και να τους κάμη να λατρεύουν το «θηρίον». Ο Ναβουχοδονόσορ διέταξε τους αξιωματούχους όλων των επαρχιών της αυτοκρατορίας να προσέλθουν για τα εγκαίνια της εικόνος. Ο κήρυξ εκραύγαζε ότι, όταν θα άκουαν τον ήχο της πολυόργανης ορχήστρας, όλοι θα έπρεπε να πέσουν και ενωμένοι να προσκυνήσουν τη χρυσή αυτή εικόνα. Αν δεν το έκαναν αυτό, θα ερρίπτοντο σε μια κάμινο πυρός. Όταν η ορχήστρα έπαιξε, είτε έναν εθνικό ύμνο είτε όχι, «πάντες οι λαοί, τα έθνη, και αι γλώσσαι, προσεκύνουν την εικόνα την χρυσήν, την οποίαν έστησε Ναβουχοδονόσορ ο βασιλεύς.» Αλλά δεν προσεκύνησαν οι τρεις Ιουδαίοι σύντροφοι του Δανιήλ, οι οποίοι ήσαν παρόντες. Τότε οι Χαλδαίοι παρεπονέθησαν στον Ναβουχοδονόσορ: «Ούτοι . . . τους θεούς σου δεν λατρεύουσι, και την εικόνα την χρυσήν, την οποίαν έστησας, δεν προσκυνούσι.»
5. Με απειλές, τι διέταξε ο Ναβουχοδονόσορ τους τρεις Ιουδαίους επισήμους να παραβούν;
5 Ο Ναβουχοδονόσορ εκάλεσε τους τρεις Ιουδαίους επισήμους. Τους απείλησε. Τους διέταξε να παραβούν τις πρώτες δύο από τις Δέκα Εντολές, δηλαδή: «Εγώ είμαι Ιεχωβά ο Θεός σου, ο εξαγαγών σε εκ γης Αιγύπτου, εξ οίκου δουλείας. Μη έχης άλλους θεούς πλην εμού. Μη κάμης εις σεαυτόν είδωλον, μηδέ ομοίωμα τινός, όσα είναι εν τω ουρανώ άνω, ή όσα εν τη γη κάτω, ή όσα εν τοις ύδασιν υποκάτω της γης· μη προσκυνήσης αυτά, μηδέ λατρεύσης αυτά· διότι εγώ Ιεχωβά ο Θεός σου είμαι Θεός ζηλότυπος.» (Έξοδ. 20:2-5, ΑΣ) Εν όψει τούτου, πώς οι τρεις εκείνοι δούλοι απήντησαν στον αιχμαλωτιστή τους, τον αρχηγόν του Κράτους;
6. Πώς απήντησαν οι τρεις στον αρχηγό του Κράτους;
6 Με ακεραιότητα απέναντι του Ιεχωβά Θεού εμμένοντας σταθερά στις αρχές που εκτίθενται στις εντολές του. Είπαν: «Ναβουχοδονόσορ, ημείς δεν έχομεν χρείαν να σοι αποκριθώμεν περί του πράγματος τούτου. Εάν ήναι ούτως, ο Θεός ημών, τον οποίον ημείς λατρεύομεν, είναι δυνατός να μας ελευθερώση εκ της καμίνου του πυρός της καιομένης· και εκ της χειρός σου, βασιλεύ, θέλει μας ελευθερώσει. Αλλά και αν ουχί, ας ήναι γνωστόν εις σε, βασιλεύ, ότι τους θεούς σου δεν λατρεύομεν, και την εικόνα την χρυσήν, την οποίαν έστησας, δεν προσκυνούμεν.»
7. Ποια πείρα είχαν οι τρεις με την κάμινο του πυρός, και ποια αναγνώρισι του Θεού των, έκαμε τότε ο Ναβουχοδονόσορ;
7 Ο Ναβουχοδονόσορ ήταν ένας πολύ αφωσιωμένος λάτρης του ψευδούς Θεού Μαρδώκ και ένοιωθε τον εαυτό του προσβεβλημένον από την πρόκλησι των τριών Ιουδαίων. Μέσα στην οργή του διέταξε να τους ρίξουν δεμένους στην κάμινο την οποίαν ειδικά εφλόγισαν επτά φορές περισσότερο στην ειδική εκείνη περίπτωσι, για να δείξη πόσο φλογερά ωργισμένος ήταν ο ίδιος εξαιτίας των. Εκείνοι που τους έρριξαν μέσα, κατηναλώθησαν οι ίδιοι από τις φλόγες τής υπερβολικά καιομένης καμίνου. Ασφαλώς, λοιπόν, οι τρεις λάτρεις του Ιεχωβά πρέπει να κατηναλώθησαν επίσης! Αλλ’ όχι! Καθώς εκύτταξε μέσα ο Ναβουχοδονόσορ από αρκετή απόστασι, είπε: «Ιδού, εγώ βλέπω τέσσαρας άνδρας λελυμένους, περιπατούντας εν μέσω του πυρός, και βλάβη δεν είναι εις αυτούς· και η όψις του τετάρτου είναι ομοία με υιόν των θεών.» Τρομαγμένος, εκάλεσε έξω, όχι τον τέταρτον τον όμοιον με υιόν των θεών, αλλά τους τρεις λάτρεις του Ιεχωβά, λέγοντας: «Δούλοι του Θεού του υψίστου, εξέλθετε, και έλθετε.» Μόλις αυτοί εβγήκαν, όλοι γύρω είδαν ότι «επί των σωμάτων αυτών το πυρ δεν ίσχυσε, και θριξ της κεφαλής αυτών δεν εκάη, και τα σαλβάρια αυτών δεν παρήλλαξαν, ουδέ οσμή πυρός επέρασεν έπ’ αυτούς.» Τότε ο πιο ισχυρός άρχων που υπήρχε τότε στη γη ευλόγησε τον Θεόν τους, «όστις απέστειλε τον άγγελον αυτού, και ηλευθέρωσε τους δούλους αυτού, οίτινες ήλπισαν επ’ αυτόν, και παρήκουσαν τον λόγον του βασιλέως, και παρέδωκαν τα σώματα αυτών, δια να μη λατρεύσωσι μηδέ να προσκυνήσωσιν άλλον θεόν, εκτός του Θεού αυτών. . . . άλλος θεός δεν είναι, δυνάμενος να ελευθερώση ούτω.» (ΑΣ) Με τούτο, ο Ναβουχοδονόσορ εννοούσε τον Ιεχωβά Θεόν των Δέκα Εντολών.
8. Με τη στάσι των απέναντι του αυτοκράτορος και της λατρείας του Κράτους, ποιων τα συμφέροντα εφαίνετο ότι έθεταν σε κίνδυνο οι τρεις εκείνοι Ιουδαίοι, αλλά πώς επηρέασε η πιστή των στάσις τον λαόν του Θεού ως την ημέρα αυτή;
8 Για την ακεραιότητά των απέναντί του, ο Ιεχωβά τους απηλευθέρωσε. Με την τολμηρή, ανένδοτη στάσι των απέναντι του κοσμοκράτορος και της λατρείας του Κράτους εφαίνετο ότι έθεταν σε κίνδυνο τα συμφέροντα όλων των άλλων Ιουδαίων που ήσαν τότε αιχμάλωτοι στη Βαβυλώνα. Οι τρεις εκείνοι Ιουδαίοι δούλοι επίσημοι το ήξεραν αυτό. Αλλά ούτε για το φαινομενικό όφελος των Ιουδαίων «πλησίον» των δεν θα συνεβιβάζοντο μ’ έναν άρχοντα κατώτερον από τον Θεό των. Αγαπούσαν τον Θεό περισσότερο από τον εαυτό τους και τον πλησίον τους. Η πιστή των στάσις πραγματικά παρεκίνησε τους Ιουδαίους πλησίον των ν’ αγαπούν τον Θεό πάνω από κάθε άλλον. Ενίσχυσε όλους τους άλλους Ιουδαίους δούλους και πλησίον, καθώς και όλους τους αληθινούς Χριστιανούς ως την ημέρα αυτή, να κρατούν ακεραιότητα στον Ιεχωβά ως Θεόν, και να μη λατρεύουν καμμιά εικόνα που οποιοσδήποτε πολιτικός άρχων στήνει και διατάσσει να λατρευθή. Τούτο επίσης περιλαμβάνει τη λατρεία του συμβολικού θηρίου και της εικόνος του.
9. Πώς γνωρίζομε Γραφικώς τίνος μάρτυρες ήσαν ο Δανιήλ και οι τρεις σύντροφοί του;
9 Ο Δανιήλ και οι άλλοι τρεις Ιουδαίοι δούλοι επίσημοι του Ναβουχοδονόσορ είναι αναμφιβόλως εκείνοι που ειδικώς εννοούνται στην προς Εβραίους επιστολή 11:33, 34 ως άνδρες πίστεως, οι οποίοι «έφραξαν στόματα λεόντων, έσβεσαν δύναμιν πυρός». Το Εβραίους 11:1, 2 λέγει: «Πίστις . . . δια ταύτης έλαβον καλήν μαρτυρίαν οι πρεσβύτεροι.» Αφού το ενδέκατο κεφάλαιο κατονομάζει και περιγράφει πολλούς από τους αρχαίους εκείνους άνδρες και γυναίκες πίστεως, που «έλαβον καλήν μαρτυρίαν», το Εβραίους 12:1 λέγει στους Χριστιανούς: «Περικυκλωμένοι όντες υπό τοσούτου νέφους μαρτύρων.» Τίνος μάρτυρες ήσαν ο Δανιήλ, ο Σεδράχ, ο Μισάχ και ο Αβδέ-νεγώ; Μάρτυρες του Ιεχωβά, ευπειθείς στην εντολή του που αναγράφεται στον Ησαΐα 43:10-12 (ΑΣ): «Σεις είσθε μάρτυρές μου, λέγει ο Ιεχωβά, . . . και εγώ ο Θεός.»
10. Τίνων, λοιπόν, το παράδειγμα πρέπει ν’ ακολουθήσωμε σήμερα, και ειδικώς αποβλέποντας σε ποιον ως παράδειγμα;
10 Όλοι εμείς που είμεθα αφιερωμένοι Χριστιανοί, είμεθα, όπως οι απόστολοι, περικυκλωμένοι από ένα τόσο μεγάλο νέφος μαρτύρων. Το παράδειγμα αυτών πρέπει ν’ ακολουθήσωμε, ειδικώς αποβλέποντας στον μέγιστον από όλους τους μάρτυρας του Ιεχωβά, στον Ιησούν Χριστόν, «τον αρχηγόν και τελειωτήν της πίστεώς» μας. (Εβρ. 12:1, 2) Ο Ιησούς Χριστός δεν ελάτρευσε το «θηρίον».
11. Πώς ο Ιησούς, υπό δοκιμασίαν, δεν ενήργησε σαν το «θηρίον», και ποια αρχή εξέθεσε τότε για να μας κυβερνά;
11 Αμέσως αφού ο Ιησούς εβαπτίσθη στο νερό, ωδηγήθη στην έρημο με την ενέργεια του πνεύματος του Θεού που είχε κατέλθει επάνω του, χρίοντάς τον. Εκεί ετέθη σε δοκιμασία από τον Σατανά ή Διάβολο. Ο Σατανάς ήταν ο συμβολικός Δράκων που είχε κάμει να αναβή το θηρίο από τη θάλασσα και που έδωσε στο θηρίο «την δύναμιν αυτού, και τον θρόνον αυτού, και εξουσίαν μεγάλην.» (Αποκάλ. 13:1, 2) Πειραζόμενος από αυτόν τον Δράκοντα, ο Ιησούς δεν ενήργησε σαν το θηρίο, αλλά παρέμεινε σε αρμονία με τον σκοπό του Θεού όσον αφορά τη βασιλεία του Θεού, τη βασιλεία των ουρανών. Για να βάλη σε πειρασμό τον Ιησούν, ο Διάβολος τού έδειξε «πάντα τα βασίλεια της οικουμένης εν μια στιγμή χρόνου» και είπε: «Εις σε θέλω δώσει άπασαν την εξουσίαν ταύτην και την δόξαν αυτών· διότι εις εμέ είναι παραδεδομένη, και εις όντινα θέλω, δίδω αυτήν· συ λοιπόν εάν προσκυνήσης ενώπιόν μου, σου θέλουσιν είσθαι πάντα.» Ο Ιησούς, αντί ν’ αρπάξη τα βασίλεια του παλαιού αυτού κόσμου, σαν το «θηρίον» το χωρίς κατανόησι, ενέμεινε στην αρχή της λατρείας του Ιεχωβά και προσεκολλήθη στη θεία βασιλεία των ουρανών. Ως ο Αρχηγός της Χριστιανοσύνης, ο Ιησούς απήντησε στον «θεόν του αιώνος τούτου» κατ’ ευθείαν και διεκήρυξε την ειδική αρχή που κυβερνά τη διαγωγή του και τη διαγωγή μας επίσης, αν είμεθα Χριστιανοί: «Θέλεις προσκυνήσει Ιεχωβά τον Θεόν σου, και αυτόν μόνον θέλεις λατρεύσει.»—Λουκ. 4:5-8, ΜΝΚ· Δευτ. 6:13.
12. Ποια ήταν η βασιλεία που επεδίωκε ο Ιησούς;
12 Γι’ αυτό ακριβώς ο Ιησούς δεν ανεμίχθη στην πολιτική και δεν είχε κοσμικές, πολιτικές φιλοδοξίες. Η βασιλεία του δεν ήταν από την ίδια πηγή με τη βασιλεία του Καίσαρος ή του συμβολικού θηρίου. (Ιωάν. 18:36) Ο Ιησούς δεν εμάζεψε στρατό για να ελευθερώση τον αρχαίον Ισραήλ από τη φορολογία και την εξουσία του Καίσαρος ή για να ιδρύση ένα πολιτικό Κράτος επάνω στη γη. Προείπε την καταστροφή του φυσικού Ισραήλ και τον άφησε να καταστραφή από τα στρατεύματα του Ρωμαίου Καίσαρος στην πτώσι της Ιερουσαλήμ και του ναού της το 70 μ.Χ. Γιατί; Επειδή ο Ιησούς ήταν υπέρ του πνευματικού Ισραήλ. Η βασιλεία που επεδίωκε ήταν η πνευματική βασιλεία των ουρανών, η βασιλεία που αυτός εκήρυττε και που διέταξε τους αληθινούς του ακολούθους να κηρύττουν σ’ αυτόν τον καιρό του τέλους του παλαιού αυτού κόσμου.—Ματθ. 24:14.
13. Ποιος ήταν ο «θρόνος του Ιεχωβά», επάνω στον οποίον ο Ιησούς ήθελε να καθήση;
13 Ο «θρόνος του Ιεχωβά», επάνω στον οποίον ο Ιησούς ήθελε να καθήση ως Κεχρισμένος Άρχων, δεν ήταν ο θρόνος εκείνος, επάνω στον οποίον είχε καθήσει ο Βασιλεύς Δαβίδ και τον οποίον είχε ανατρέψει ο Βασιλεύς Ναβουχοδονόσορ το 607 π.Χ., αλλά ήταν ο πραγματικός θρόνος του Ιεχωβά στους υψίστους ουρανούς, όπου εκρατείτο η θέσις για τον Ιησούν στα δεξιά του Ιεχωβά.—Ψαλμ. 110:1, 2· Εβρ 10:12, 13.
14. Αν αγαπούμε τον Ιεχωβά με παν ό,τι έχομε, ποιον πρέπει ν’ αγαπούμε επίσης και επομένως να μιμούμεθα, και γιατί;
14 Αν διατασσώμεθα να αγαπούμε τον Ιεχωβά με όλη μας την καρδιά, την ψυχή και τη διάνοια, τότε πρέπει επίσης ν’ αγαπούμε τη ζωντανή εικόνα του Ιεχωβά, τον Ιησού Χριστό. (Εβρ. 1:2, 3· Κολ. 1:15· Ιωάν. 14:9) Επομένως οι Χριστιανοί πρέπει να μιμούνται τον Ιησού Χριστό, τον Αρχηγό τους. Η μίμησίς του πρέπει να είναι μια οδηγούσα αρχή στη ζωή των αφιερωμένων ακολούθων του. Πρέπει να είμεθα λαός ορθής λατρείας. Μόνο ως τέτοιοι θα απελευθερωθούμε.
ΣΥΝΑΝΑΣΤΡΟΦΗ ΤΟΥ ΝΕΟΥ ΚΟΣΜΟΥ
15. (α) Τι λέγει ο Δαβίδ στον Ψαλμό 26 για ν’ αποδείξη ότι περιεπάτησε στις αρχές της λατρείας του Ιεχωβά; (β) Τι, επομένως, μπορούσε να ικετεύη τον Ιεχωβά να μην κάμη σ’ αυτόν;
15 Ο Δαβίδ, για ν’ αποδείξη ότι είχε περιπατήσει στις αρχές της λατρείας του Ιεχωβά και ως αντιπρόσωπος της βασιλείας του Ιεχωβά, είπε: «Περιεπάτησα εν τη αληθεία σου. Δεν εκάθισα μετά ανθρώπων ματαίων· και μετά υποκριτών δεν θέλω υπάγει. Εμίσησα την σύναξιν των πονηρευομένων, και μετά ασεβών δεν θέλω καθίσει. Θέλω νίψει εν αθωότητι τας χείρας μου, και θέλω περικυκλώσει το θυσιαστήριόν σου, Ιεχωβά· δια να κάμω να αντηχήση φωνή αινέσεως, και δια να διηγηθώ πάντα τα θαυμάσια σου. Μη συμπεριλάβης μετά αμαρτωλών την ψυχήν μου, και μετά ανδρών αιμάτων την ζωήν μου· εις των οποίων τας χείρας είναι ανομία, και η δεξιά αυτών πλήρης δώρων.» (Ψαλμ. 26:3-7, 9, 10) Ο Βασιλεύς Δαβίδ δεν ήθελε να συναναστρέφεται με τέτοια άτομα στη διάρκεια της ζωής του. Δεν ήθελε ούτε και νεκρός ακόμη να βρεθή μαζί τους, είτε άρχοντες ήσαν αυτοί είτε πολιτικοί επίσημοι είτε απλοί πολίται. Μ’ αυτή την επιθυμία στην καρδιά του, τους απέφευγε στη διάρκεια της ζωής του και εκρατείτο μακριά από το ψεύδος και την υποκρισία, από την ενοχή αίματος και από τη χαλαρή διαγωγή, και από το να δέχεται ή ν’ απαιτή δώρα. Επάνω σ’ αυτή τη βάσι, μπορούσε να ικετεύη τον Θεό να μη συμπεριλάβη την ψυχή του και τη ζωή του με τους αμαρτωλούς και τους ενόχους αίματος ανθρώπους. Ήθελε ν’ απελευθερωθή από την καταστροφή που θα επήρχετο από το χέρι του Θεού σε τέτοιους αμαρτωλούς και κηλιδωμένους με αίμα ανθρώπους. Μολονότι το θεοκρατικό βασίλειο του Ισραήλ, του οποίου ήταν άρχων, βρισκόταν στο μέσον του κόσμου στη Μέση Ανατολή, εν τούτοις ο Βασιλεύς Δαβίδ δεν ήθελε η βασιλεία του ν’ αποτελή μέρος του κόσμου τούτου.
16. Επομένως, ποιους πρέπει εμείς ως ακόλουθοι του Μεγαλυτέρου Δαβίδ ν’ αποφεύγωμε να συναναστρεφώμεθα, και τούτο σύμφωνα με ποια αρχή που ανέφερε ο Ιησούς;
16 Τούτο τονίζει την αρχή που πρέπει να οδηγή εμάς, οι οποίοι ακολουθούμε τον Μεγαλύτερον Δαβίδ, δηλαδή, τον Ιησού Χριστό, ο οποίος ήταν υιός Δαβίδ κατά σάρκα, αλλ’ ο οποίος τώρα είναι Κύριος του Δαβίδ σύμφωνα με το πνεύμα της ζωής που απολαμβάνει στον ουρανό. Εμείς, αν ισχυριζώμεθα ότι είμεθα ακόλουθοί του, πρέπει ν’ αποφεύγωμε να συναναστρεφώμεθα με αυτόν τον παλαιό κόσμο, ο οποίος είναι τώρα τόσο γεμάτος από ανθρώπους σαν εκείνους που απέφευγε ο Δαβίδ. Επειδή είμεθα σάρκα και αίμα όπως και οι άλλοι άνθρωποι, κατ’ ανάγκην ζούμε σ’ αυτόν τον κόσμο στη διάρκεια του «εσχάτου καιρού» του. Αλλά δεν μπορούμε να είμεθα από αυτόν τον παλαιό κόσμο και συγχρόνως να είμεθα από τον νέο κόσμο του Θεού, τον οποίο κηρύττομε. Ο Ιησούς ο ίδιος ανέφερε αυτή την αρχή με τα εξής λόγια: «Εάν ήσθε εκ του κόσμου, ο κόσμος ήθελεν αγαπά το ιδικόν του· επειδή όμως δεν είσθε εκ του κόσμου, αλλ’ εγώ σας εξέλεξα εκ του κόσμου, δια τούτο σας μισεί ο κόσμος.» Σύμφωνα με αυτή την ίδια αρχή, ο Ιησούς προσηυχήθη στον Θεό και είπε: «Εγώ έδωκα εις αυτούς τον λόγον σου· και ο κόσμος εμίσησεν αυτούς, διότι δεν είναι εκ του κόσμου, καθώς εγώ δεν είμαι εκ του κόσμου. Δεν παρακαλώ να σηκώσης αυτούς εκ του κόσμου, αλλά να φύλαξης αυτούς εκ του πονηρού.»—Ιωάν. 15:19· 17:14, 15.
17. Αν ελαμβανόμεθα έξω από αυτόν τον κόσμο, τι δεν θα εκάναμε υπό την φύλαξι του Θεού;
17 Αν ελαμβανόμεθα έξω από αυτόν τον κόσμο, δεν θα μπορούσαμε να είμεθα μάρτυρες του Ιεχωβά ως Θεού, ούτε μάρτυρες του Ιησού ως του κεχρισμένου Βασιλέως του Θεού, ο οποίος βασιλεύει από το 1914. Γι’ αυτό δεν έχομε ‘αρθή’ εκ του κόσμου τούτου, αλλά μας επετράπη να παραμείνωμε σ’ αυτόν για να δώσωμε μαρτυρία για τη βασιλεία του Θεού. Αλλ’ ο Ιησούς προσηυχήθη για μας, για να επαγρυπνή ο ουράνιος Πατήρ του επάνω μας εξαιτίας του πονηρού, Σατανά ή Διαβόλου, ο οποίος εξώσθη τώρα από τον ουρανό και ερρίφθη κάτω σ’ αυτή τη γη.
18. Σε ποια παγκόσμια διαμάχη δεν μπορούμε να είμεθα τώρα ουδέτεροι, και πώς δείχνομε ότι δεν είμεθα ουδέτεροι σύμφωνα με την αρχή της προς Ρωμαίους επιστολής 10:9, 10;
18 Επειδή το κύριο ζήτημα που πρέπει ν’ αποδειχθή ενώπιον όλης της νοητικής κτίσεως είναι η παγκόσμιος κυριαρχία του Ιεχωβά Θεού, η βασιλεία του Θεού, η βασιλεία των ουρανών, είναι η πρωτίστη διδασκαλία του γραπτού του λόγου, της Αγίας Γραφής. Όλοι οι αφιερωμένοι Χριστιανοί διατάσσονται να κηρύττουν αυτή τη βασιλεία ως την πιο καλή αγγελία που υπάρχει. Η διαμάχη μαίνεται τώρα φλογερά μεταξύ της βασιλείας του Θεού που ιδρύθη στους ουρανούς το 1914 μ.Χ. και των βασιλειών του παλαιού αυτού κόσμου. Σ’ αυτή την παγκόσμια διαμάχη δεν μπορούμε να είμεθα ουδέτεροι. Είναι αλήθεια ότι πρέπει να πληρώνωμε φόρους στον Καίσαρα αποδίδοντάς του ό,τι του ανήκει, ακόμη και σ’ αυτόν τον καιρόν του τέλους του. Αλλά πρώτα, τελευταία και πάντοτε, πρέπει να είμεθα υπέρ της βασιλείας του Θεού δια του Χριστού. Πρέπει να γνωστοποιήσουμε φανερά ότι είμεθα υπέρ αυτής με το να την κηρύττωμε στον Καίσαρα και σε όλους τους άλλους. Καμμιά πολιτική κυβέρνησις του καταδικασμένου αυτού κόσμου δεν αποκλείεται από το να της δοθή η μαρτυρία με το κήρυγμα της Βασιλείας. (Ματθ. 24:14) Ενώ πιστεύομε με όλη μας την καρδιά ότι ο αναστημένος Χριστός είναι τώρα Βασιλεύς, πρέπει, όμως, να κάμωμε δημοσία διακήρυξι της πίστεώς μας αν θέλωμε να σωθούμε, ή αν θέλωμε ν’ απελευθερωθούμε. Αυτή είναι η αμετάβλητη αρχή που είναι γραμμένη στην προς Ρωμαίους επιστολή 10:9, 10.
19. Πώς ο Πέτρος, και ενωρίτερα ακόμη ο Ιωήλ, εξέθεσαν την ίδια αρχή;
19 Πριν από δεκαεννέα αιώνες, την ημέρα της Πεντηκοστής, ο απόστολος Πέτρος εξέθεσε την ίδια αρχή, λέγοντας: «Πριν έλθη η ημέρα του Ιεχωβά η μεγάλη και επιφανής . . . πας όστις αν επικαλεσθή το όνομα του Ιεχωβά, θέλει σωθή.» (Πράξ. 2:20, 21) Ο προφήτης Ιωήλ, του οποίου την περικοπή ανέφερε ο Πέτρος, εξέθεσε την ίδια αρχή ακόμη ενωρίτερα, εκατοντάδες χρόνια πριν από τον Πέτρο, στο κεφάλαιο 2:31, 32 της προφητείας του. Σήμερα μπορούμε να κρατήσωμε ακεραιότητα μόνο με το να ενεργούμε σύμφωνα μ’ αυτή την αρχή, δηλαδή, να επικαλούμεθα το όνομα του Ιεχωβά ή να το διακηρύττωμε δημοσία.
20. Για να ενεργή σύμφωνα μ’ αυτή την ίδια αρχή, ποιον οίκον προτιμούσε ο Δαβίδ, και συνεπώς ποια ωφέλεια απειργάσθησαν οι ψαλμοί του;
20 Προ πολλού ο Βασιλεύς Δαβίδ ενήργησε σύμφωνα μ’ αυτή την αρχή ενώ συγχρόνως προσηύχετο να διαφυλαχθή από το να εκτελεσθή με τους πονηρούς, και να λυτρωθή και να λάβη την εύνοια του Ιεχωβά Θεού. Γι’ αυτό ακριβώς προτιμούσε τον οίκον της λατρείας του Ιεχωβά από τη συντροφιά και τη συναναστροφή των πονηρών. Έλεγε: «Ιεχωβά, ηγάπησα την κατοίκησιν του οίκου σου, και τον τόπον της σκηνής της δόξης σου.» Η λατρεία στον οίκον του Ιεχωβά τού παρείχε την ευκαιρία να περικυκλώνη το θυσιαστήριον του Θεού, να κάνη ν’ αντηχή φωνή αινέσεως και να διηγήται όλα τα θαυμάσια έργα του Ιεχωβά. Με τούτο ως σκοπόν του, ο Δαβίδ ετελείωσε τον εικοστό έκτο ψαλμό, λέγοντας: «Εν εκκλησίαις θέλω ευλογεί τον Ιεχωβά.» (Ψαλμ. 26:8, 12) Η δημοσία διακήρυξις που έκαμε ο Δαβίδ και έπειτα διετύπωσε σε γραπτούς ψαλμούς απειργάσθη τη σωτηρία του στον νέο κόσμο του Θεού και απεργάζεται επίσης τη σωτηρία των Χριστιανών που διαβάζουν τους ψαλμούς του Δαβίδ.
21. Ποια μέτρα λαμβάνονται για να μας κάμουν να αποτύχωμε στην υποχρέωσί μας και στο δικαίωμά μας να κηρύττωμε τα αγαθά νέα, και γιατί ο Παύλος δεν εματαίωσε με δωροδοκία το να κάμη έκκλησι για την περίπτωσί του;
21 Ποτέ εμείς οι αφιερωμένοι Χριστιανοί ας μην αποτύχωμε στην υποχρέωσί μας και στο δικαίωμά μας να κηρύττωμε τα αγαθά νέα της Βασιλείας όπως διέταξε ο Χριστός. Αυτός και οι μαθηταί του μας προειδοποίησαν ότι οι πολιτικές και θρησκευτικές εξουσίες του κόσμου τούτου θα προσπαθούσαν ν’ αφαιρέσουν το θεόδοτο δικαίωμά μας να κηρύττωμε, να κατασιγάσουν το άγγελμα, αν όχι να μας θανατώσουν επίσης και να κατασιωπήσουν τις φωνές μας. Όσον αφορά το δικαίωμα αυτό ο απόστολος Παύλος δεν συνεβιβάσθη. Θρησκευτικά άτομα, περιλαμβανομένων ανθρώπων που επηγγέλλοντο ότι ελάτρευαν Κύριον τον Θεόν, διήγειραν εναντίωσι κατά του Παύλου στους Φιλίππους, στη Θεσσαλονίκη, στη Βέροια και τελικά στην Ιερουσαλήμ. Δεν ήταν με κάποια έννοια συμβιβασμός το ότι ο Παύλος τελικά επεκαλέσθη τον Καίσαρα για να σταματήση αυτή την παρέμβασι των θρησκευομένων και να εδραιώση νομικώς το δικαίωμα να κηρύττη τη βασιλεία του Θεού. Γιατί, λοιπόν, ο Παύλος έκαμε την έκκλησι; Για να φέρη τον αγώνα στο πλήρες τέλος, στο ανώτατο δικαστήριο της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, χωρίς να ζητή το έλεος του εχθρού και χωρίς να δώση τίποτε. Οι νόμοι αφ’ ετέρου του Καίσαρος δεν έδιναν εξουσία στους θρησκευομένους της εποχής εκείνης να παρεμβαίνουν στο κήρυγμα της βασιλείας του Θεού. Επί πλέον, οι νόμοι του Θεού ήσαν όλοι υπέρ του κηρύγματος αυτού. Ο Παύλος, λοιπόν, αγωνίσθηκε με όλα τα όπλα που είχε το δικαίωμα να χρησιμοποιήση. Ακόμη και για την προσωπική του άνεσι ο Παύλος δεν εχρησιμοποίησε ύπουλα μέσα, που θα άφηναν ωστόσο το επίμαχο ζήτημα ατακτοποίητο, ανεπιβεβαίωτο νομικώς. Συνεπώς αρνήθηκε να δωροδοκήση τον Κυβερνήτην Φήλικα για να τον αποφυλακίση.—Πράξ. 24:26, 27.
22. Σε ποιον σκοπό ήταν ο Παύλος εμπιστευμένος σχετικά με τούτο;
22 Ως Ρωμαίος πολίτης ο Παύλος ετίμησε το άγγελμα της Βασιλείας επικαλούμενος την υψίστη επίγεια δικαστική εξουσία της εποχής εκείνης, τον Καίσαρα, στον οποίον ο Παύλος ως Χριστιανός επλήρωνε φόρους. (Πράξ. 25:10-12) Ο Παύλος ήταν τελείως εμπιστευμένος «εις την απολογίαν, και εις την [νομικήν] βεβαίωσιν του [δικαιώματος διακηρύξεως του] ευαγγελίου.» (Φιλιππησ. 1:7) Αυτή η πορεία συνέβαλλε στην εκπλήρωσι της προφητείας του Ιησού που αναγράφεται στο κατά Ματθαίον 10:8.
23. Σαν τον Παύλο, λοιπόν, πώς ενεργούν οι μάρτυρες του Ιεχωβά εκεί που υπάρχει και εκεί που δεν υπάρχει απαγόρευσις, αποβλέποντας σε σωτηρία από ποιον;
23 Σήμερα βασιζόμεθα στην ορθότητα της αρχής που ακολούθησε ο Χριστιανός απόστολος Παύλος. Εκεί που δεν υπάρχουν απαγορεύσεις εναντίον των μαρτύρων του Ιεχωβά, εμείς, ως πολίται που πληρώνομε φόρους, επικαλούμεθα τον Καίσαρα του σημερινού καιρού, για να σταματήσωμε τους εχθρούς τού κηρύγματος της Βασιλείας με τους ίδιους τους νόμους του Καίσαρος. Όπου υπάρχουν απαγορεύσεις, οι μάρτυρες του Ιεχωβά υπό την απαγόρευσι δεν μπορούν να επικαλεσθούν τον Καίσαρα μέσα στην επικράτειά του. Αλλά όσον αφορά τη διαταγή του Ιεχωβά προς τους μάρτυράς Του να κηρύττουν τη βασιλεία του, υπακούουν στον Θεόν μάλλον ως Άρχοντα παρά στην απαγόρευσι των ανθρώπων που μάχονται εναντίον του Θεού και που θα απολεσθούν τώρα ή όχι αργότερα από τον παγκόσμιο πόλεμο του Αρμαγεδδώνος. (Ησ. 51:12) Σωτηρία σε αιώνια ζωή στον νέο κόσμο του Θεού θα έλθη, όχι μέσω του Καίσαρος, ο οποίος σύντομα πρέπει να απολεσθή, αλλά δια του Θεού Ιεχωβά και μέσω του Ιησού Χριστού, του ανάσσοντος Βασιλέως του.
24. Πώς, λοιπόν, θα ενεργήσωμε όπως ακριβώς εξετέθη από τον Δαβίδ στον Ψαλμό 26, και πώς, επομένως, θα τύχουν απαντήσεως οι προσευχές μας;
24 Όπως ο Βασιλεύς Δαβίδ, εμείς, το υπόλοιπο των κληρονόμων της βασιλείας του Θεού ως επίσης και ο πολύς όχλος συντρόφων καλής θελήσεως προς τη βασιλεία του Θεού, αγαπούμε την κατοίκησι του οίκου του Ιεχωβά και τον τόπον της σκηνής της δόξης του. Εδώ θα εξακολουθήσουμε να τον λατρεύωμε με μια στοργική προσκόλλησι στις αρχές που εξέθεσε στον γραπτό του λόγο για να οδηγούν και κυβερνούν τη Χριστιανική μας διαγωγή. Εδώ, εν μέσω των εκκλησιών με τα πλήθη των λατρευτών του, θα ευλογούμε τώρα και πάντοτε τον Ιεχωβά. Ως το τέλος αυτού του παλαιού κόσμου θα περιπατούμε ευσυνείδητα στην Γραφικώς προσδιορισμένη ακεραιότητα απέναντι του Θεού. Αφού ενεργούμε έτσι, οι προσευχές μας θα είναι ευπρόσδεκτες σ’ αυτόν και θα μας απολυτρώση μέσω του Χριστού. Όταν θα αφαιρέση την ψυχή και ζωή των αμαρτωλών και κηλιδωμένων με αίμα ανθρώπων του κόσμου τούτου, θα μας διαφυλάξη ανάμεσα στο καταστροφικό των τέλος. Ως μισθαποδότης εκείνων που ένθερμα τον εκζητούν, θα μας απελευθερώση στον υποσχεμένον εκείνον νέον κόσμο του, ένα κόσμο θεοσεβών αρχών και ακεραιότητος.