Επιβίωσις και Ζωή σε Εναρμόνισι με τον Σκοπό του Θεού
«Έσωσεν ημάς και εκάλεσε με κλήσιν αγίαν, ουχί κατά τα έργα ημών, αλλά κατά την εαυτού πρόθεσιν και χάριν.»—2 Τιμ 1:9
1. Τι προσκαλεί τώρα το ανθρώπινο γένος, και πώς αυτό δίνει σκοπό στη ζωή αυτών που ανταποκρίθηκαν σ’ αυτή την πρόσκλησι;
ΚΑΤ’ ΑΡΧΗΝ φαίνεται πάρα πολύ καλό για να είναι αληθινό, αλλά ένα πράγματι μεγαλειώδες μέλλον, διευθετημένο από κάποιον που είναι πλήρως αρμόδιος, καλεί τώρα ελκυστικά το ανθρώπινο γένος. Παρά τον θόρυβο και τις κραυγές της κάθε είδους προπαγάνδας, πολλοί άνθρωποι με οξεία ακοή άκουσαν αυτή την κλήσι και ανταποκρίθηκαν ευνοϊκά σ’ αυτήν. Είναι οι πιο ευτυχείς άνθρωποι γι’ αυτό. Τώρα έχουν ένα αξιόλογο προορισμό στη ζωή. Αυτό τους δίνει ένα σκοπό στη ζωή, ένα πραγματικό λόγο για να ζουν και να επιβιώσουν για να ιδούν μια λαμπρή ελπίδα να γίνεται αληθινή. Η ζωή δεν φαίνεται πια ανιαρή και άσκοπη, που δεν οδηγεί παρά σ’ ένα «αδιέξοδο.» Αυτοί ζουν για το επικείμενο δίκαιο νέο σύστημα πραγμάτων.
2. Τι είδους κλήσις είναι αυτή, και γιατί η αποδοχή της δεν οδηγεί σε απογοήτευσι;
2 Πολλοί νομίζουν ότι έχουν μια κλήσι για τον ένα ή τον άλλο σκοπό. Αλλά δεν συμβαίνει το ίδιο με αυτή την κλήσι. Δεν πρόκειται για μια ισχυρή εσωτερική ώθησι η οποία παρακινεί ένα άτομο σε μια ιδιαίτερη πορεία ενεργείας. Δεν πρόκειται απλώς για μια ισχυρή θρησκευτική ώθησι που συνοδεύεται από την πεποίθησι ότι συνδέεται με θεία επιρροή, όπως είναι η ώθησις για την ανάληψι διακονίας σε κάποια θρησκεία. Δεν είναι απλώς μια εσωτερική παρόρμησις που δεν ξέρει κανείς πώς να την περιγράψη και την οποία ο ένας την έχει και οι άλλοι δεν την έχουν. Αντί να είναι κάτι ακαθόριστο, και συχνά αισθηματικό πράγμα, αυτή η παρούσα κλήσις η πρόσκλησις γίνεται με σαφείς λέξεις, και ο άνθρωπος γνωρίζει ότι είναι ελεύθερος να τη δεχθή ή όχι. Δεν είναι απλώς μια κλήσις για ένα πιθανό μέλλον που υπόσχεται μια χρυσή ευκαιρία. Όχι, αλλά η κλήσις άρχεται από ένα πρόσωπο εξουσίας και ευθύνης. Αυτό λοιπόν στο οποίο καλείται ένας άνθρωπος δεν είναι φανταστικό, αλλά πλήρως εγγυημένο. Αν ανταποκριθούμε ευνοϊκά σ’ αυτή τη θαυμάσια κλήσι, δεν θ’ απογοητευθούμε.
3. Τίνος εκδήλωσις είναι συνήθως μια πρόσκλησις, και πώς αυτό αληθεύει για εκείνον που απευθύνει την σημερινή κλήσι;
3 Τι είναι εκείνο που κάνει αυτή την κλήσι ή πρόσκλησι τόσο ξεχωριστή; Στις περισσότερες περιπτώσεις μια πρόσκλησις αποτελεί εκδήλωσι γενναιοδωρίας, καλής θελήσεως. Έχει ένα αγαθό σκοπό πίσω της. Αυτό συμβαίνει με αυτή την ιδιαίτερη πρόσκλησι την οποία πολλοί άνθρωποι που έχουν μεγάλη εκτίμησι των πραγμάτων την δέχονται σήμερα ευχαρίστως. Το γενναιόδωρο πρόσωπο του οποίου την πρόσκλησι δέχθηκαν είναι Εκείνος ο οποίος πριν από πολύν καιρό εφύτευσε έναν παράδεισο στη γη για να τον απολαμβάνη το ανθρώπινο γένος για πάντα. Αυτό έγινε στην αρχή της υπάρξεως του ανθρώπου στη γη. Δεν ήταν ένα καλοπροαίρετο πράγμα αυτό που έκαμε; Ήταν ακριβώς το πράγμα που θα ανεμένετο από Εκείνο το πρόσωπο, διότι αυτό δεν είναι άλλο παρά ο θεός, ο Δημιουργός του ουρανού και της γης. Αυτός είναι εκείνος που έφερε τον άνθρωπο σε ύπαρξι σ’ αυτή τη γη, με όλα τα απαραίτητα πράγματα τέλεια προετοιμασμένα για τον άνθρωπο. Αυτό ήταν όχι μόνον μια πράξις της παρ’ αξίαν αγαθότητος του Θεού στον άνθρωπο αλλά κι ένας σκοπός που είχε ο Θεός υπ’ όψιν. Ήταν ένας αγαθός σκοπός.
4, 5. Πώς ο Παύλος, στη δεύτερη επιστολή του στον Τιμόθεο, έδειξε πώς ο σκοπός και η χάρις συνδέονται σε μια κλήσι που κάνει ο Θεός;
4 Το πώς ο σκοπός και η χάρις, δηλαδή η παρ’ αξίαν αγαθότης, συνδυάζονται στις ενέργειες του Θεού για μια θαυμάσια έκβασι, φέρεται στην προσοχή μας από έναν αγγελιοφόρο καλών πραγμάτων στη διάρκεια του πρώτου αιώνος μ.Χ. Αυτός ήταν ο Παύλος, που έγραψε δύο επιστολές στον στενό του φίλο και συνεργάτη Τιμόθεο οι δε επιστολές αυτές του Παύλου διαφυλάχθηκαν για μας στα τελευταία βιβλία της Αγίας Γραφής. Η δεύτερη επιστολή του εγράφη στον Τιμόθεο λίγον καιρό μετά από τότε που η Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία υπό τον Καίσαρα Νέρωνα άρχισε τους διωγμούς της εναντίον των Χριστιανών. Ο Παύλος τότε ήταν φυλακισμένος στη Ρώμη εξαιτίας της αληθινής Χριστιανοσύνης. Αλλά δεν έβρισκε κανένα σφάλμα στον Θεό γι’ αυτή την κατάστασι, ούτε στον ιδρυτή της αληθινής Χριστιανοσύνης, τον Ιησού Χριστό, τον Υιόν του Θεού. Ο Παύλος, που δεν εντρέπετο για τη φυλάκισί του, έγραψε:
5 «Μη αισχυνθής λοιπόν την μαρτυρίαν του Κυρίου ημών, μηδέ εμέ τον δέσμιον αυτού, αλλά συγκακοπάθησον μετά του ευαγγελίου με την δύναμιν του Θεού, όστις ίσως εν ημάς και εκάλεσε με κλήσιν αγίαν, ουχί κατά τα έργα ημών, αλλά κατά την εαυτού πρόθεσιν και χάριν.»—2 Τιμ. 1:8, 9.
6, 7. Είχε η Κλήσις του Παύλου τη μορφή κάποιας ισχυρής εσωτερικής ωθήσεως για ν’ αναλάβη μια ιδιαίτερη πορεία ενεργείας ή καθήκον, ή πώς εκλήθη;
6 Με αυτά τα λόγια ο απόστολος Παύλος ομολογεί ότι το γεγονός ότι εκλήθη με κλήσι αγία δεν ωφείλετο σε αξιέπαινα έργα από μέρους του, αλλ’ ωφείλετο στην «πρόθεσιν και χάριν» του Θεού. Το ίδιο συνέβαινε και στην περίπτωσι του Τιμοθέου. Η κλήσις στις περιπτώσεις του Παύλου και του Τιμοθέου δεν είχε τη μορφή κάποιας ισχυρής εσωτερικής ωθήσεως για ν’ αναλάβουν αυτή την ιδιαίτερη πορεία ενεργείας ή καθήκον. Ο Παύλος εκλήθη άμεσα από τον αναστημένο Ιησού Χριστό, που εμφανίσθηκε στον Παύλο καθ’ οδόν προς τη Δαμασκό της Συρίας και που είπε στον Παύλο ότι στη Δαμασκό θα επληροφορείτο για το τι έπρεπε να κάμη. Αφού ο Παύλος βαπτίσθηκε ως Χριστιανός στη Δαμασκό, άρχισε αμέσως να κάνη εκείνα για τα οποία είχε κληθή και τα οποία του είχαν λεχθή να κάμη. (Πράξ. 9:1-30· 22:1-16) Γι’ αυτό όταν ο Παύλος έδωσε μαρτυρία ενώπιον του Βασιλέως Ηρώδου Αγρίππα σε μια συνεδρίασι του Ρωμαϊκού Δικαστηρίου στην Καισάρεια, είπε:
7 «Όθεν, βασιλεύ Αγρίππα, δεν έγεινα απειθής εις την ουράνιον οπτασίαν, αλλ’ εκήρυττον πρώτον εις τους εν Δαμασκώ και Ιεροσολύμοις και εις πάσαν την γην της Ιουδαίας, και έπειτα εις τα έθνη, να μετανοώσι και να επιστρέφωσιν εις τον Θεόν, πράττοντες έργα άξια της μετανοίας.»—Πράξ. 26:12-20.
8. Τι μέρος είπε ο Παύλος σχετικά με την κλήσι του Τιμοθέου;
8 Στην περίπτωσι του Τιμοθέου, επίσης, δεν επρόκειτο για μια κλήσι η πρόσκλησή του από μια απλή εσωτερική ώθησι συνοδευμένη από την πεποίθησι θείας επιρροής. Δεν υπήρχε τίποτε το αισθηματικό σ’ αυτό, αλλ’ ο Τιμόθεος είχε ακούσει τον απόστολο Παύλο να κηρύττη στην εκκλησία των Λύστρων, δέχθηκε το άγγελμα της Βασιλείας και βαπτίσθηκε ως Χριστιανός. (Πράξ. 14:6-23) Ο απόστολος Παύλος επιβεβαίωσε τη Χριστιανική κλήσι του Τιμοθέου θέτοντας τα χέρια του επάνω του και μεταδίδοντας ένα πνευματικό χάρισμα σ’ αυτόν. Συνεπώς, στην τελευταία του επιστολή προς τον Τιμόθεο του είπε: «Διά την οποίαν αιτίαν σε υπενθυμίζω να αναζωπυρής το χάρισμα του Θεού, το οποίον είναι εν σοι διά της επιθέσεως των χειρών μου.» (2 Τιμ. 1:6) Επειδή ο Τιμόθεος ανταποκρίθηκε στην κλήσι ως βαπτισμένος Χριστιανός, του ανοίχθηκε η οδός για να γίνη ένας έμπιστος και στενός σύντροφος του αποστόλου Παύλου στο ιεραποστολικό του έργο. Ο Παύλος και ο Τιμόθεος, επειδή είχαν λάβει το πνεύμα του Θεού με την εκδήλωσί του, εγνώριζαν ότι είχαν κληθή από τον Θεό λόγω της προθέσεως και της χάριτος του Θεού.
9, 10. (α) Τι έθεσε στη ζωή του Παύλου η γνώσις ότι είχε μια κλήσι; (β) Επομένως, πού είχε τα μάτια του προσηλωμένα ο Παύλος, και με ποιον παρωμοίασε τον εαυτό του;
9 Το να γνωρίζη κανείς θετικά ότι έχει μια κλήσι ή πρόσκλησι θέτει ένα σκοπό στη ζωή του. Ο Παύλος επέστησε την προσοχή μας σ’ αυτό το γεγονός όταν, γράφοντας τη δεύτερη επιστολή του, είπε στον Τιμόθεο: «Συ όμως παρηκολούθησας την διδασκαλίαν μου, την διαγωγήν. την πρόθεσιν, την πίστιν, την μακροθυμίαν, την αγάπην, την υπομονήν.» (2 Τιμ. 3:10) Επειδή ο Παύλος είχε ένα σκοπό, υπέμεινε με μακροθυμία και ενέμενε σε μια ωρισμένη πορεία ζωής. Δεν έχανε από τα μάτια του τον θεόδοτο σκοπό του. Είχε ένα «στόχο» ή «σκοπό των οφθαλμών» όπως είναι η έννοια των Ιαπωνικών και Κορεατικών λέξεων για τον σκοπό. (Στην Ιαπωνική, μόκου τέκι· Κορεατικά, μοκ τζοκ) Παρωμοίασε τον εαυτό του μ’ ένα διαγωνιζόμενο δρομέα με τα μάτια του σταθερά προσηλωμένα στον στόχο όπου το βραβείο θα απενέμετο στον νικητή. Έγραψε λοιπόν τα εξής λόγια για τον εαυτό του:
10 «Τρέχω όμως κατόπιν, ίσως λάβω αυτό, δια το οποίον και ελήφθην υπό του Ιησού Χριστού. Αδελφοί, εγώ δεν στοχάζομαι έμαυτον ότι ελαβον αυτό αλλ’ εν πράττω τα μεν οπίσω λησμονών, εις δε τα έμπροσθεν επεκτεινόμενος, τρέχω προς τον σκοπόν δια το βραβείον της άνω κλήσεως του Θεού εν Χριστό Ιησού.»—Φιλιππ. 3:12-14.
11. (α) Με τι, λοιπόν, Ο Παύλος εναρμόνισε την πορεία της ζωής του; (β) Ποια αξία έδωσε ο Παύλος στο βραβείο που είχε τεθή μπροστά του;
11 Σύμφωνα με αυτά τα λόγια του αποστόλου Παύλου, ο Θεός ήταν εκείνος που έκαμε την κλήσι μέσω του Χριστού Ιησού, και, αυτή η κλήσις ήταν για ένα σκοπό. Ο Παύλος, εκτιμώντας αυτή την παρ’ αξίαν αγαθότητα του Θεού προς αυτόν, εναρμόνισε την πορεία της ζωής του με τον σκοπό του Θεού. Ο Παύλος είδε καθαρά ποιον δρόμο έπρεπε ν’ ακολουθήση, διότι ο Θεός είχε θέσει ένα σκοπό ενώπιόν του. Αν έφθανε επιτυχώς σ’ αυτόν τον σκοπό, θα ελάμβανε ένα βραβείο από τα χέρια του Θεού. Ο Παύλος δεν περιφρόνησε αυτό το βραβείο, διότι αν το έκανε αυτό θα εσήμαινε ότι απέρριπτε την παρ’ αξίαν αγαθότητα του Θεού. Επρόκειτο για ένα θαυμάσιο βραβείο, και αντιπροσώπευε μια εξαιρετική γενναιοδωρία και μεγαλοψυχία εκ μέρους του Θεού. Ήταν πραγματικά το ανώτατο, το μεγαλύτερο βραβείο που θα έδινε ο Θεός σε πλάσματα, δηλαδή, συγκληρονομία με τον δοξασμένο Υιόν του Θεού, τον Ιησού Χριστό, στην ουράνια βασιλεία του. (Φιλιππ. 3:7-11· 2:9-11) Ας μη φαίνεται παράδοξο ότι ο Παύλος θεωρούσε ως σκύβαλα όλα τα επίγεια πλεονεκτήματα που εσήμαιναν ιδιοτελές όφελος γι’ αυτόν! Είχε τα μάτια του προσηλωμένα στο βραβείο.
Ο ΣΚΟΠΟΣ ΤΟΥ ΘΕΟΥ ΜΕ ΤΟΝ ΟΠΟΙΟΝ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΕΝΑΡΜΟΝΙΣΘΟΥΜΕ ΤΩΡΑ
12, 13. (α) Στη διάρκεια των περασμένων δεκαεννέα αιώνων, με τι εναρμόνισαν την πορεία της ζωής των άνθρωποι όπως ο Παύλος; (β) Τελευταία, τι έθεσαν ως στόχο τους εκατοντάδες χιλιάδες άνθρωποι, σύμφωνα με τον σκοπό του Θεού;
12 Στους περασμένους δεκαεννέα αιώνες άνθρωποι, όπως ο απόστολος Παύλος και ο Τιμόθεος, εναρμόνισαν τη ζωή τους με την κλήσι του Θεού σε ουράνια ελπίδα, σε συμμετοχή με τον εξυψωμένο Ιησού Χριστό σε μια ουράνια βασιλεία που θα δώση άφθονες ευλογίες στην ανθρωπότητα. Ακολούθησαν την παρότρυνσι και την ενθάρρυνσι του Παύλου: «Διά να περιπατήσητε αξίως του Θεού του προσκαλούντος υμάς εις την εαυτού βασιλείαν και δόξαν.»—1 Θεσσ. 2:11, 12.
13 Εν τούτοις, Ο θεός δεν έχει σκοπό μόνον εν σχέσει με αυτή την τάξι της Βασιλείας, αλλ’ έχει επίσης σκοπό εν σχέσει με το ανθρώπινο γένος που θα ζήση με ευτυχία κάτω άπ’ αυτή την ουράνια βασιλεία. Δεν είναι καλό να γνωρίζομε ότι ο Θεός δεν άφησε την ανθρωπότητα γενικά έξω από τους σκοπούς του; Αυτό που έθεσε ο Θεός ενώπιον της ανθρωπότητος, και στο οποίον τώρα εφιστά ιδιαίτερα την προσοχή, είναι κάτι μεγαλειώδες που θα επιτύχη το ανθρώπινο γένος κάτω από τη βασιλεία του αγαπητού Υιού του Θεού, του Ιησού Χριστού. Έχει γίνει ένας στόχος τον οποίον εκατοντάδες χιλιάδες άνθρωποι που έχουν εκτίμησι αγωνίζονται τώρα να τον επιτύχουν με τη βοήθεια του Θεού. Γι’ αυτούς είναι σαν ένα βραβείο που τους κάνει να προχωρούν, κάτι ευχάριστο που τους προσκαλεί να έλθουν και να συμμετάσχουν.
14. (α) Πώς εκδηλώνεται ο φιλόξενος τόνος αυτής της προσκλήσεως στην Αποκάλυψι 22:17; (β) Ποια είναι η ζωή για την ανθρωπότητα που έχει υπ’ όψιν αντί η πρόσκλησις;
14 Ο φιλόξενος τόνος της προσκλήσεως εκδηλώνεται στα θεόπνευστα λόγια που βρίσκονται στην Αποκάλυψι 22:17: «Και το πνεύμα και η νύμφη λέγουσιν, Ελθέ και όστις ακούει ας είπη, Ελθέ· και, όστις δίψα ας έλθη και όστις θέλει, ας λαμβάνη δωρεάν το ύδωρ της ζωής.» Η ζωή που νοείται εδώ δεν είναι η δυσάρεστη ζωή που είμεθα υποχρεωμένοι να διάγωμε τώρα λόγω των παγκοσμίων συνθηκών και της φυσικής κληρονομιάς που έχομε εκ γενετής. Πρόκειται για μια ζωή στη γη που καμμιά ανθρώπινη κυβέρνησις έως τώρα δεν μπόρεσε να δώση στην ανθρωπότητα, και που μόνον η βασιλεία του Θεού δια του Υιού του Ιησού Χριστού θα μπορέση να δώση στους ανθρώπους ως υπηκόους της. Είναι η ζωή την οποία ο Θεός ο Δημιουργός προώρισε για τους κατοίκους της γης όταν έθεσε τον πρώτο άνδρα και τη γυναίκα στη γη ανάμεσα στις δόξες και τις ομορφιές του παραδείσου εκείνου που ελέγετο Κήπος της Εδέμ.
15, 16. (α) Γιατί ο παράδεισος της γης έγινε προσωρινή κατοικία του Αδάμ και της Εύας; (β) Όταν ο Θεός εξέθεσε τον σκοπό του γι’ αυτούς, μήπως είπε κάτι για μια ουράνια κατοικία γι’ αυτούς, αλλά τι τους είπε;
15 Όταν ο στοργικός Δημιουργός έπλασε τον πρώτον άνδρα και τη γυναίκα στον Κήπο της Εδέμ, δεν προώρισε εκείνον τον Παράδεισο να είναι απλώς μια προσωρινή κατοικία των, ή μια μικρή «φωλιά αγάπης» όπου θα έμεναν αυτοί μόνοι για ένα χρονικό διάστημα χωρίς να έχουν γύρω τους τέκνα. Ο λόγος για τον οποίον εκείνος ο παράδεισος της γης έγινε προσωρινή κατοικία γι’ αυτούς ήταν επειδή αυτοί έπαυσαν να εναρμονίζουν την πορεία της ενεργείας των με τον στοργικά σκοπό του Θεού.
16 Ο σκοπός του Θεού ποτέ δεν ήταν να τους πάρη στον ουρανό μετά από μια περίοδο δοκιμασίας εδώ στη γη. Δεν εχρειάζοντο τον ουρανό για να είναι τελείως ευτυχείς και ικανοποιημένοι. Ούτε τους εχρειάζετο ο Θεός εκεί στον ουρανό μαζί του για να είναι τελείως ευτυχής και ικανοποιημένος. Επομένως, όταν ο Θεός εξέθεσε τον σκοπό του γι’ αυτούς, δεν είπε τίποτε για μια ουράνια κατοικία, αλλά είπε: «Αυξάνεσθε και πληθύνεσθε και γεμίσατε την γην και κυριεύσατε αυτήν, και εξουσιάζετε επί των ιχθύων της θαλάσσης και επί των πετεινών του ουρανού και επί παντός ζώου κινουμένου επί της γης.»—Γεν. 1:28.
17. (α) Πόσον χρόνο ώρισε ο Θεός για να εκπληρωθή αυτό το προνόμιο υπηρεσίας; (β) Σε ποια αιτία οφείλονται οι συνθήκες της γης που επικρατούν στο τέλος των έξη χιλιάδων ετών;
17 Σύμφωνα με την Αγία Γραφή, ο Θεός ώρισε μια περίοδο επτά χιλιάδων ετών για να εκπληρωθή αυτό το προνόμιο. Σήμερα έχουν περάσει περίπου έξη χιλιάδες χρόνια της ανθρώπινης ιστορίας, και η γη αυτή δεν είναι ένας παγγήινος παράδεισος. Η γη έχει τώρα πληθυσμό σχεδόν τέσσερα δισεκατομμύρια κατοίκους, αλλ’ ο κολοσσιαίος αριθμός των νεκροταφείων σε όλη την υδρόγειο σφαίρα πιστοποιεί ότι η μεγάλη πλειονότης εκείνων που έχουν προέλθει από τον Αδάμ και την Εύα έχουν πεθάνει και ότι όλη η ανθρωπότης σήμερα είναι καταδικασμένη σε θάνατο. Τα πτηνά του ουρανού, τα χερσαία ζώα και τα ψάρια της θάλασσας παρέμειναν υποτελή στον άνθρωπο έως τώρα, αλλ’ ο αριθμός των έχει ελαττωθή επικίνδυνα, και σε μερικές περιπτώσεις πλησιάζει στο σημείον της εξαφανίσεως. Το έδαφος που πατούμε έχει μολυνθή, όχι μόνον από τα απορρίμματα των πόλεων και, των βιομηχανοποιημένων κοινοτήτων, άλλα πάνω απ’ όλα, από την έκχυσι αίματος που γίνεται με τους φόνους σε Ιδιωτική κλίμακα και σε μαζική κλίμακα στους πολέμους, θρησκευτικούς, φυλετικούς, εμπορικούς και πολιτικούς. Γιατί όλ’ αυτά; Προφανώς διότι η ανθρωπότης δεν έχει ενεργήσει σε αρμονία με τον σκοπό του Θεού.
18. Ποια φαίνεται να είναι η κατάστασις του αρχικού σκοπού του Θεού και ποιο ερώτημα τίθεται κατ’ ανάγκην σ’ εμάς;
18 Η επιτυχία του αρχικού σκοπού του Θεού για τον άνθρωπο και την επίγειο κατοικία του φαίνεται ότι παρεμποδίσθηκε, η τουλάχιστον, απειλήθηκε κρίσιμα. Αν ληφθή υπ’ όψιν ο χρόνος που απέμεινε, τίθεται κατ’ ανάγκην σ’ εμάς το ερώτημα, θα αποτύχη ο αρχικός σκοπός του Θεού για το ανθρώπινο γένος ή μήπως έχει εγκαταλειφθή σαν μια αθεράπευτη περίπτωσις;
19. Τι είπε ο Θεός μέσω του Ησαΐα 55:10, 11 για το αν θα επιτρέψη να αποτύχη ο σκοπός που εξέφρασε;
19 Για τον Παντοδύναμο Θεό κανένα σχέδιο δεν είναι απραγματοποίητο. Μολονότι πέρασε μακρά περίοδος χρόνου, αυτό δεν μεταβάλλει τίποτε σχετικά με τους σκοπούς του. Ο Θεός δεν λησμονεί τους καθωρισμένους σκοπούς του. Ποτέ δεν αποδεικνύεται αναληθής στον λόγο που έδωσε. Στον Κήπο της Εδέμ είχε δώσει τον λόγο του με ευλογία στα τέλεια ανθρώπινα πλάσματα του, τον Αδάμ και την Εύα, και σχεδόν τρεις χιλιάδες τριακόσια χρόνια αργότερα είπε διά στόματος του προφήτου του Ησαΐα τα εξής: «Διότι καθώς καταβαίνει η βροχή και η χιών εκ του ουρανού και δεν επιστρέφει εκεί, άλλα ποτίζει την γην και κάμνει αυτήν να εκφύη και να βλαστάνη, διά να δώση σπόρον εις τον σπείροντα και άρτον εις τον εσθίοντα, ούτω θέλει είσθαι ο λόγος μου ο εξερχόμενος εκ του στόματος μου δεν θέλει επιστρέψει εις εμέ κενός, αλλά θέλει εκτελέσει το θέλημα μου και θέλει ευοδωθή εις ό,τι αυτόν αποστέλλω.»—Ησ. 55:10, 11.
20, 21. (α) Πότε ο Ιησούς παρουσίασε ειδικά την ελπίδα της αποκαταστάσεως του Παραδείσου στη γη; (β) Μετά την ανάστασί του σε ποιο έργο απέβλεπε;
20 Επίσης μετά από επτά αιώνες και πλέον ύστερα απ’ αυτή τη θεία δήλωσι, δηλαδή την ημέρα του Πάσχα του έτους 33 μ.Χ., ο Ιησούς Χριστός ο Υιός του Θεού παρουσίασε την ελπίδα της αποκαταστάσεως του Παραδείσου στο ανθρώπινο γένος. Εκείνη την ημέρα, που η βασιλεία του Θεού εφαίνετο σαν μια χαμένη υπόθεσις, καθώς ο Ιησούς κρεμόταν καρφωμένος στο ξύλο του μαρτυρίου από τους Ρωμαίους στρατιώτας, ένας καταδικασμένος κακούργος που εκρέμετο δίπλα του εξεδήλωσε πίστι στην ανάστασι των νεκρών και στη Μεσσιανική βασιλεία του Θεού.
21 Αυτός ο ετοιμοθάνατος κακούργος, παίρνοντας στα σοβαρά την κατηγορία που είχε απαγγελθή κατά του Ιησού ότι είναι ο «βασιλεύς των Ιουδαίων,» του είπε με σεβασμό: «Μνήσθητί μου, Κύριε, όταν έλθης εν τη βασιλεία σου.» Και ο Ιησούς επίσης είχε πλήρη πίστι στην ανάστασι και στη βασιλεία του Θεού, που τότε απείχε πολύ ακόμη, και γι’ αυτό απήντησε στον κακούργο: «Αληθώς σοι λέγω σήμερον, θέλεις είσθαι μετ’ εμού εν τω παραδείσω.» (Λουκ. 23:39-43) Την τρίτη μέρα από τότε, ο Ιησούς Χριστός αναστήθηκε εκ νεκρών ως ένδοξο πνευματικό ον και απέβλεπε στον καιρό που ο Θεός θα του έδινε τη Μεσσιανική βασιλική εξουσία και θα μπορούσε ν’ αποκαταστήση τον Παράδεισο στη γη προς όφελος αυτού του συμπαθούς κακούργου και των λοιπών από την απολυτρωμένη ανθρωπότητα.—Εβρ. 10:12, 13.
22. (α) Πώς το Εβραίους 13:8 εξασφαλίζει την επιτυχή πραγματοποίησι του σκοπού του Θεού για το ανθρώπινο γένος; (β) Με τι συνδυάζεται τώρα αυτή η εκπλήρωσις;
22 Έτσι, ο Ιησούς Χριστός επεβεβαίωσε τον αρχικό σκοπό του ουρανίου Πατρός του, του Ιεχωβά Θεού, εν σχέσει με το ανθρώπινο γένος και την επίγεια κατοικία του. Σχετικά με τον Ιησού, είναι γραμμένα τα εξής κάτω από θεία έμπνευσι: «Ο Ιησούς Χριστός είναι ο αυτός χθες και σήμερον και εις τους αιώνας.» (Εβρ. 13:8) Ποτέ, λοιπόν, δεν θα παραβή τον λόγο που έδωσε, έστω και αν αυτός που έλαβε τον λόγον της υποσχέσεως ήταν ένας καταδικασμένος κακούργος. Αυτό εξασφαλίζει την επιτυχή πραγματοποίησι του αρχικού σκοπού του Θεού για τους απογόνους του Αδάμ και της Εύας. Αλλά συνδέει την εκπλήρωσι αυτού του θείου σκοπού με τη Μεσσιανική βασιλεία του Θεού που την ασκεί ο Υιός του Ιησούς Χριστός. Με αυτόν τον τρόπο ο αρχικός σκοπός του Θεού για το ανθρώπινο γένος συνδυάζεται με τον σκοπό Του σχετικά με τη Μεσσιανική βασιλεία.
23. Ποιος εκληρονόμησε την «οικουμένην την μέλλουσαν» και τι θεωρεί υποχρέωσί του να καμη γι’ αυτήν;
23 Ο Ιησούς Χριστός ο Υιός του Θεού ήταν ο πιο πράος άνθρωπος που υπήρξε ποτέ στη γη, πιο πράος και από τον προφήτη Μωυσή ακόμη. (Αριθμ. 12:3) Στην επί του Όρους Ομιλία του ο Ιησούς είπε στους μαθητάς του: «Μακάριοι οι πραείς, διότι αυτοί θέλουσι κληρονομήσει την γην.» (Ματθ. 5:5· Ψαλμ. 37:11) Σε αρμονία με αυτή τη θεόπνευστη δήλωσι, ο Ιησούς Χριστός ως ο πιο πράος άνθρωπος στη γη εκληρονόμησε την γην. Σύμφωνα με αυτό, αναγράφονται τα εξής στην επιστολή προς Εβραίους, κεφαλάιον 2, εδάφια πέντε έως εννέα: «Δεν υπέταξεν εις αγγέλους την οικουμένην την μέλλουσαν, περί της οποίας λαλούμεν Τον ολίγον τι παρά τους αγγέλους ηλαττωμένον Ιησούν βλέπομεν διά το πάθημα του θανάτου με δόξαν και τιμήν εστεφανωμένον, διά να γευθή θάνατον υπέρ παντός ανθρώπου διά της χάριτος του Θεού.» Ως κληρονόμος της γης, ο δοξασμένος Ιησούς Χριστός αισθάνεται την υποχρέωσί του να φέρη όλη τη γη στην κατάστασι που προώρισε ο Θεός να είναι, στην κατάστασι του Παραδείσου, σ’ ένα Κήπο της Εδέμ, για την αιώνια ευτυχή κατοικία του ανθρωπίνου γένους. Αυτός θα επιδιορθώση τελείως την κληρονομιά του.
ΚΑΤΙ ΓΙΑ ΤΟ ΟΠΟΙΟ ΑΞΙΖΕΙ Η ΕΠΙΒΙΩΣΙΣ
24. Τίνος η επιβίωσις στη γη τίθεται τώρα σε αμφισβήτησι και γιατί;
24 Δεν είναι αυτό κάτι για το οποίο οι γεμάτοι εκτίμησι άνδρες και γυναίκες θα ήθελαν να επιζήσουν; Σήμερα σχεδόν όλοι είναι απορροφημένοι από ιδιοτελείς προσπάθειες να επιζήσουν για να μπορέσουν να ζήσουν λίγο περισσότερο κάτω άπ’ αυτό το δυσάρεστο σύστημα πραγμάτων. (Ιακ. 4:13, 14) Κάτω από τις συνθήκες του κόσμου που χειροτερεύουν, η ανθρώπινη επιβίωσις γίνεται ολοένα πιο δύσκολη. Αν και είναι κακές οι συνθήκες τώρα σε όλον τον κόσμο, οι διορατικοί άνθρωποι προλέγουν ότι θα έλθουν χειρότερα πράγματα, καθώς βλέπουν την παγκόσμια πείνα που διαφαίνεται στον ορίζοντα! Ακόμη και η επιβίωσις ολόκληρης της ανθρώπινης φυλής για πάντα τίθεται τώρα σε αμφισβήτησι, διότι ο πυρηνικός πόλεμος με τα διηπειρωτικά βαλλιστικά βλήματα του αποτελεί μια τρομακτική πιθανότητα, με τη συσσώρευσι οπλών μαζικού φόνου που διαθέτουν τώρα και που είναι περισσότερα από ό,τι χρειάζεται για να εξολοθρεύσουν ολόκληρη την ανθρώπινη οικογένεια, εκτός από τη ζωική κτίσι.
25, 26. (α) Φέρνει η παρούσα κατάστασις γης τιμή στον Δημιουργό και τι είναι λογικό να αναμένεται εκ μέρους Του; (β) Γιατί είναι πιο δικαιολογημένη η αιτία τώρα παρά πριν από χιλιάδες χρόνια για ν’ αναλάβη ο Θεός τη δράσι που απαιτείται;
25 Ο Θεός, βέβαια, όταν ευλόγησε τον Αδάμ και την Εύα στον Κήπο της Εδέμ στην αρχή της ανθρώπινης υπάρξεως με την τελειότητα της, δεν προώρισε την ανθρωπότητα να φθάση σ’ αυτή την κατάστασι που υπάρχει σήμερα. Η γη σε μια τόσο θλιβερή κατάστασι δεν φέρνει τιμή σ’ Αυτόν ως τον Δημιουργό. Δεν πρέπει λοιπόν ν’ αναμένεται ότι θα κόμη κάτι γι’ αυτή; Δεν πρέπει εκείνος τον οποίον ο Θεός έκαμε κληρονόμο της γης να θέλη επίσης να κάμη κάτι για τη βελτίωσι της ιδιοκτησίας του; Όταν δούμε τι έκαμαν στο παρελθόν ο Θεός και ο Ιησούς Χριστός, είναι πολύ λογικό ν’ αναμένωμε ότι θ’ αναλάβουν να κάμουν κάτι γι’ αυτή την κατάστασι. Πριν από πολύν καιρό, όχι σε προϊστορικούς καιρούς, αλλά σε ιστορικούς χρόνους, ο Θεός επενέβη σε μια κατάστασι όμοια με τη σημερινή, αλλ’ όχι τόσο κακή όσο η δική μας τώρα. Η κατάστασις εκείνη ήταν 1.656 μόνον χρόνια μετά τη δημιουργία του ανθρώπου, ενώ σήμερα είναι κάτι λιγώτερο από έξη χιλιάδες χρόνια από τη δημιουργία και πτώσι του ανθρώπου.
26 Λόγω της συνεχούς διαφθοράς της ανθρώπινης διαγωγής, η εξαχρειωμένη, ανήθικη και ιδιοτελής κατάστασις του ανθρωπίνου γένους είναι πολύ χειρότερη τώρα από όσο ήταν πριν από τέσσερις χιλιάδες τριακόσια χρόνια. Αυτό το γεγονός παρέχει μια πιο δικαιολογημένη αιτία για ν’ αναλάβη ο Θεός ο Δημιουργός τη δράσι που απαιτείται παρά πριν από χιλιάδες χρόνια. Ήλθε ο καιρός για να το κάμη αυτό με σκοπό την υπεράσπισι του εαυτού του.
[Εικόνα στη σελίδα 84]
Ο σκοπός του Θεού για τον πρώτο άνδρα και τη γυναίκα ήταν να επεκτείνουν αυτοί και οι απόγονοί των τον κήπο της Εδέμ σε όλη τη γη και ν’ απολαμβάνουν τον παράδεισο για πάντα