Ψαλμοί
Ένα Αίνιγμα με Παρηγορητική Απάντησι
Σ’ ΟΛΗ την ανθρώπινη ιστορία, πολλοί άνθρωποι βρίσκονται σε σύγχυσι καθώς βλέπουν την ευημερία των ανόμων. Συχνά άνθρωποι χωρίς αρχές κερδίζουν μια θέσι μεγάλης εξουσίας και κατόπιν εκμεταλλεύονται και καταπιέζουν τους φτωχούς και τους καταθλιμμένους. Αλλά πρέπει να φοβούμεθα τους διεφθαρμένους ανθρώπους; Αυτό το ερώτημα είναι ένα βασικό στοιχείο του αινίγματος το οποίο λαμβάνει μια απάντησι στον Ψαλμό 49, ο οποίος εγράφη από έναν Λευίτη από τους «υιούς Κορέ.»
Η αρχική πρότασις αναφέρει: «Ακούσατε ταύτα, πάντες οι λαοί· ακροάσθητε, πάντες οι κάτοικοι της οικουμένης· μικροί τε και μεγάλοι, πλούσιοι ομού και πένητες.» (Ψαλμ. 49:1, 2) Μ’ αυτά τα λόγια, ο ψαλμωδός λέγει σε όλους να προσέξουν—και στους ‘μικρούς,’ δηλαδή στους ανθρώπους χαμηλής κοινωνικής υποστάσεως, καθώς επίσης και στους ‘μεγάλους,’ δηλαδή στους ανθρώπους ανώτερης κοινωνικής υποστάσεως. Ναι, όλοι, και οι πλούσιοι και οι φτωχοί, θα ωφελούντο απ’ αυτά που θα εξετίθεντο.
Ο ψαλμωδός συνεχίζει: «Το στόμα μου θέλει λαλήσει σοφίαν· και η μελέτη της καρδίας μου είναι σύνεσις. Θέλω κλίνει εις παραβολήν το ωτίον μου· θέλω εκθέσει εν κιθάρα το αίνιγμά μου.» (Ψαλμ. 49:3, 4) Αυτό που επρόκειτο να εκφράση ο ψαλμωδός προήρχετο από στοχασμό κάτω από την καθοδηγία του πνεύματος του Θεού. Δεν ήταν ανθρώπινη σοφία, διότι ο ψαλμωδός είπε ότι επρόκειτο να ‘κλίνη εις παραβολήν το ωτίον του,’ σε μια παραβολή από θεία πηγή. Όταν θα ελάμβανε αυτή τη θεία έκφρασι, θα παρουσίαζε το αίνιγμά του ή περιπεπλεγμένο πρόβλημα, κάνοντάς το αυτό με τη συνοδεία μιας κιθάρας.
Κατόπιν εγείρεται η αινιγματική ερώτησις: «Δια τι να φοβώμαι εν ημέραις συμφοράς, όταν με περικυκλώση η ανομία των ενεδρευόντων με;» (Ψαλμ. 49:5) Αλήθεια, έπρεπε να φοβάται όταν οι μέρες συμφοράς επήρχοντο σ’ αυτόν λόγω καταπιεστικών «ενεδρευόντων,» ανθρώπων που θα του στερούσαν τα θεόδοτα δικαιώματά του; Όπως δείχνουν τα επόμενα εδάφια, αυτοί οι ‘ενεδρεύοντες’ ήσαν πλούσια άτομα. Μολονότι αυτά τα άτομα μπορεί να χρησιμοποιήσουν τη θέσι τους για ν’ αποκτήσουν παράνομο κέρδος εις βάρος των άλλων, δεν πρέπει εμείς να ενδώσωμε σε πανικό και φόβο, ούτε να ζηλέψωμε την ευημερία που μπορεί ν’ απολαμβάνουν ιδιοτελείς άνθρωποι. Αυτό που έχουν είναι υλικός πλούτος. Καυχώνται γι’ αυτό που έχουν και, αντί ν’ αποβλέπουν στον Δημιουργό για προστασία και ασφάλεια, εμπιστεύονται σε ασταθή υλικά πλούτη. Ο ψαλμωδός συνεχίζει για να δείξη σαφώς γιατί δεν πρέπει να φοβούμεθα ούτε να ζηλεύωμε κανέναν απ’ αυτούς τους ανθρώπους» Δεν πρόκειται να ζήσουν επ’ άπειρον, ούτε τα πλούτη τους είναι διαρκή αποκτήματα. Ο ψαλμωδός γράφει:
«Οίτινες ελπίζουσιν εις τα αγαθά αυτών και καυχώνται εις το πλήθος του πλούτου αυτών· ουδείς δύναται ποτέ να εξαγοράση αδελφόν, μηδέ να δώση εις τον Θεόν λύτρον δι’ αυτόν· διότι πολύτιμος είναι η απολύτρωσις της ψυχής αυτών, και ανεύρητος διαπαντός, ώστε να ζη αιωνίως, να μη ίδη διαφθοράν. Διότι βλέπει τους σοφούς αποθνήσκοντας, καθώς και τον άφρονα και τον ανόητον απολλυμένους και καταλείποντας εις άλλους τα αγαθά αυτών»—Ψαλμ. 49:6-10,.
Όπως έδειξε ο ψαλμωδός, τα πλούτη δεν μπορούν να σώσουν από τον θάνατο έναν αδελφό. Όλος ο πλούτος του κόσμου δεν θα μπορούσε να παράσχη απολυτρωτικό τίμημα επαρκούς αξίας ακόμη και για μια ανθρώπινη ζωή. Δεν υπάρχει τρόπος να εμποδισθή ο θάνατος. Ως προς τους ανθρώπους, δεν μπορούν αυτοί να παράσχουν ένα τέτοιο απολυτρωτικό τίμημα. Κανείς δεν μπορεί να πληρώση ένα συγκεκριμένο ποσόν για να σώση ένα άτομο και να το εμποδίση να κατέβη στον λάκκο του θανάτου και να το καταστήση ικανό να εξακολουθή να ζη. Ο σοφός, ο άφρων και ο ανόητος—όλοι πρέπει να πεθάνουν. Όσα υλικά αγαθά κι αν έχη αποκτήσει το άτομο στη διάρκεια της ζωής του, πρέπει να μείνουν πίσω για να τα χαίρωνται άλλοι.
Ασφαλώς, οι πλούσιοι καταπιεστές δεν θα το ήθελαν αυτό. Τουλάχιστον, επιθυμούν να διατηρηθή η μνήμη τους στις επερχόμενες γενεές. Αλλά μπορούν να το επιτύχουν αυτό; Παρατηρήστε την απάντησι του ψαλμωδού:
«Ο εσωτερικός λογισμός αυτών είναι, ότι οι οίκοι αυτών θέλουσιν υπάρχει εις τον αιώνα, αι κατοικίαι αυτών εις γενεάν και γενεάν· ονομάζουσι τα υποστατικά αυτών με τα ίδια αυτών ονόματα. Πλην ο άνθρωπος ο εν τιμή δεν διαμένει, ωμοιώθη με τα κτήνη τα φθειρόμενα. Αύτη η οδός αυτών είναι μωρία αυτών· και όμως οι απόγονοι αυτών ηδύνονται εις τα λόγια αυτών . . . . Ως πρόβατα εβλήθησαν εις τον άδην· θάνατος θέλει ποιμάνει αυτούς· και οι ευθείς θέλουσι κατακυριεύσει αυτούς το πρωί· η δε δύναμις αυτών θέλει παλαιωθή εν τω άδη, αφού έκαστος αφήση την κατοικίαν αυτού.»—Ψαλμ. 49:11-14.
Εξετάστε αυτά που λέγει ο ψαλμωδός. Μέσα τους, οι πλούσιοι που έχουν συσσωρεύσει πλούτη με παράνομα μέσα ελπίζουν ότι η περιουσία τους θα διαρκή επ’ αόριστον, και θα περνά από τη μια γενιά στην άλλη. Επειδή έχουν ονομάσει τα υποστατικά τους με τα δικά τους ονόματα, νομίζουν ότι θα διαιωνίσουν τη μνήμη τους. Ωστόσο, δεν αντιλαμβάνονται ότι είναι απλώς άνθρωποι, φτιαγμένοι από χώμα. Μολονότι μπορεί να τους τιμούν οι άλλοι λόγω του πλούτου των, οι ιδιοτελείς άνθρωποι δεν μπορούν να ζουν επ’ άπειρον στη γη. Όλες οι προσπάθειες τους να διατηρήσουν τα ονόματά τους επ’ άπειρον είναι καταδικασμένες σε αποτυχία. Δεν είναι καλύτεροι από τα άλογα ζώα που πεθαίνουν.
Παρά τον πλούτο τους, οι άνομοι άνθρωποι φθάνουν σ’ ένα τέλος που μοιάζει πολύ με το τέλος των ζώων τα οποία οι άνθρωποι φονεύουν για τροφή ή για να εμποδίσουν τις αρπαγές τους. Δεν υπάρχει τίποτα στη ζωή τους που να ανυψώνη αυτούς τους ανθρώπους πάνω από την άλογη κτίσι, διότι η ζωή τους αγνοεί πλήρως τον Δημιουργό, τον αιώνιο Θεό. Έτσι, είναι ανοησία εκ μέρους τους να φαντάζωνται ότι μπορούν να διαιωνίσουν τα ονόματά τους. Εκείνοι που υιοθετούν τη φιλοσοφία ή «λόγια» ιδιοτελών ανθρώπων είναι, ομοίως, ανόητοι και θα φθάσουν στο ίδιο άδοξο τέλος. Πρέπει να πάνε στον άδη, και εκεί να τους ποιμάνη, ή να τους οδηγήση, ο θάνατος.
Αλλά τι θα λεχθή για κείνους που θέτουν την εμπιστοσύνη τους στον Ιεχωβά; Αυτοί οι πιστοί δούλοι του Θεού θα κερδίσουν «το πρωί.» Αυτό θα συμβή στην αρχή της νέας ημέρας μετά την απελευθέρωσί τους από τη θλίψι και την καταπίεσι.
Τότε, ενώ οι δίκαιοι θ’ απολαμβάνουν θεία εύνοια, οι ασεβείς, μολονότι θα έχουν απολαύσει πλούτο και δύναμι, θα λειώνουν στο χώμα. Έτσι, ‘οι δυνάμεις τους θέλουσι παλαιωθή.’ Αντί ν’ απολαμβάνουν ένα αρχοντικό τόπο κατοικίας, θα σαπίζουν στα βάθη του Άδου.
Οι «ευθείς,» το υπόλοιπο των κληρονόμων της Βασιλείας και ο ‘πολύς όχλος,’ θα επιζήσουν από τον πόλεμο του Αρμαγεδδώνος και θα δοκιμάσουν την υποσχεμένη απελευθέρωσι, ενώ οι άνομοι θα καταστρέφωνται. Στη διάρκεια της χιλιετούς βασιλείας του Χριστού όλοι οι νεκροί που βρίσκονται στον Άδη θα αναστηθούν.
Ο Λευίτης, ψαλμωδός, αντιπαραβάλλοντας το δικό του μερίδιο με το μερίδιο των ανθρώπων που δεν έχουν αρχές, συνεχίζει:
«Αλλ’ ο Θεός θέλει λυτρώσει την ψυχήν μου εκ χειρός άδου· διότι θέλει με δεχθή . . . Μη φοβού όταν πλουτήση άνθρωπος, όταν αυξήση η δόξα της οικίας αυτού· διότι εν τω θανάτω αυτού δεν θέλει συμπαραλάβει ουδέν, ουδέ θέλει καταβή κατόπιν αυτού η δόξα αυτού. Αν και ηυλόγησε την ψυχήν αυτού εν τη ζωή αυτού, και οι άνθρωποι θέλωσι σε επαινεί αγαθοποιούντα σεαυτόν, θέλει υπάγει εις την γενεάν των πατέρων αυτού· εις τον αιώνα δεν θέλουσιν ιδεί φως. Ο άνθρωπος ο εν τιμή και μη εννοών ωμοιώθη με τα κτήνη τα φθειρόμενα.»—Ψαλμ. 49:15-20.
Όπως ο ψαλμωδός, κι εμείς ορθά κάνομε επίκεντρο της ζωής μας την εκτέλεσι του θείου θελήματος. Με πλήρη εμπιστοσύνη στον Θεό του, αυτός ο Λευίτης μπορούσε να είναι βέβαιος ότι ο Ιεχωβά θα τον απελευθέρωνε από τον άδη, και δεν θα τον άφηνε να υποστή πρόωρο θάνατο. Έτσι, θα ελαμβάνετο, όχι από τον Σιεόλ, αλλά από τον σωτήρα του, τον Ιεχωβά. Όταν έχωμε τον Ιεχωβά ως Θεό μας, δεν πρέπει να φοβούμεθα τους ασεβείς ούτε να τους ζηλεύωμε. Ο πλούτος τους μπορεί ν’ αυξάνη, και τα σπίτια τους και τα άλλα αποκτήματά τους μπορεί να γίνωνται ακόμη πιο πολυτελή. Στη διάρκεια της ζωής τους μπορεί να συγχαίρουν τον εαυτό τους για τη θέσι και τον πλούτο που μπόρεσαν ν’ αποκτήσουν. Επίσης, οι άνθρωποι γενικά μπορεί να τους τιμούν επειδή απέκτησαν τόσα πολλά υλικά αγαθά, και μπορεί να τους αποδίδουν σεβασμό.
Σε τελική ανάλυσι, όμως, τα άτομα αυτά δεν επιτυγχάνουν τίποτε περισσότερο από τους προγόνους τους, δηλαδή, τον θάνατο. Έτσι, έχουν μόνο ένα κόσμο σκότους, όχι φως. Άσχετα, λοιπόν, με το πόσο πολύ μπορεί να τιμώνται σ’ αυτό το σύστημα πραγμάτων, οι άνθρωποι που δεν εννοούν ούτε εκτιμούν τα πνευματικά πράγματα και αποκλείουν τον Δημιουργό από τη ζωή τους ομοιάζουν με τα κτήνη που δεν έχουν την ικανότητα να λατρεύουν τον Δημιουργό. Συνεπώς, οι πλούσιοι ιδιοτελείς άνθρωποι ζουν σαν τα κτήνη και πεθαίνουν σαν αυτά.
Η απάντησις στο περιπεπλεγμένο πρόβλημα σχετικά με το αν πρέπει να φοβούμεθα την καταπίεσι εκ μέρους των ασεβών, πρέπει οπωσδήποτε να μας βοηθήση να διακρίνωμε τι πρέπει να εξακολουθήσωμε να θέτωμε πρώτο στη ζωή μας. Τίποτε υλικό δεν είναι μόνιμο. Αν θέλωμε ένα μόνιμο μέλλον, πρέπει να θέσωμε την εμπιστοσύνη μας στον αιώνιο Θεό ο οποίος μπορεί ν’ αποκαταστήση ακόμη και τους νεκρούς σε ζωή.