Η Λέξις «Άνθρωπος» στις Εβραϊκές Γραφές
ΠΩΣ ο Θεός θεωρεί τον άνθρωπο; Ο λόγος του μας λέγει, «Ιδού, τα έθνη είναι ως ρανίς από κάδου, και λογίζονται ως η λεπτή σκόνη της πλάστιγγος. . . . Αυτός είναι ο καθήμενος επί τον γύρον της γης, και οι κάτοικοι αυτής είναι ως ακρίδες.»—Ησ. 40:15, 22.
Αληθινά, όταν θεωρούμε την άφθαστη Προσωπικότητα, το ένδοξο Πρόσωπο, την εξυψωμένη θέσι, την αιώνια ύπαρξι και την υπάτη εξουσία του Ιεχωβά Θεού, του Δημιουργού, πρέπει να θαυμάζωμε, όπως κι ο ψαλμωδός, για το ότι Αυτός μας λαμβάνει υπ’ όψιν.—Ψαλμ. 144:3, ΜΝΚ.
Γραφικές εκφράσεις όπως αυτές, που δείχνουν πώς ο Θεός βλέπει τον άνθρωπο, θα μπορούσαν να παρουσιασθούν πάμπολλες, αλλά το ενδιαφέρον μας τώρα είναι σ’ ένα ωρισμένο μοναδικό τρόπο με τον οποίον κι αυτός, επίσης, μας αποκαλύπτει την αλήθεια του. Και πώς γίνεται αυτό; Με τις διάφορες λέξεις που χρησιμοποιούνται στις Εβραϊκές Γραφές εν σχέσει με τον άνθρωπο.
Στην Ελληνική γλώσσα «άνθρωπος» απλώς σημαίνει άνθρωπος. Αλλά στην Εβραϊκή χρησιμοποιούνται μερικές διαφορετικές λέξεις, από τις οποίες η καθεμιά θεωρεί τον άνθρωπο από μια ωρισμένη άποψι. Απ’ αυτές, οι τέσσερες κυριώτερες λέξεις είναι ις, που σημαίνει απλώς άνθρωπος· αδάμ, που σημαίνει ανθρώπινος ή γήινος· ενώς, που σημαίνει αδύνατος ή θνητός· και γκέμπερ, που σημαίνει φυσικώς ισχυρός ή δυνατός άνθρωπος.
Πολλοί μεταφρασταί αγνοούν τις διάφορες αποχρώσεις σημασίας, που έχουν αυτές οι λέξεις, αλλ’ όταν πλέον αποκτήσωμε πλήρη κατανόησί των, εκπληττόμεθα από την προσοχή που ήσκησαν κατ’ επανάληψιν οι συγγραφείς των Εβραϊκών Γραφών για να εκλέξουν ακριβώς την ορθή λέξη όταν ήθελαν να καθορίσουν κάτι. Παραδείγματος χάριν, πάρα πολλές μεταφράσεις αποδίδουν το εδάφιο Ψαλμός 8:4 ακριβώς όπως και η Αναθεωρημένη Στερεότυπος Μετάφρασις: «Τι είναι ο άνθρωπος, ώστε να ενθυμήσαι αυτόν; ή ο υιός του ανθρώπου, ώστε να επισκέπτησαι αυτόν;» Τώρα η Εβραϊκή λέξις που μεταφράζεται πολύ λογικά «άνθρωπος» είναι ις, αλλ’ ο Δαβίδ, γράφοντας αυτόν τον Ψαλμό, δεν εχρησιμοποίησε τη λέξι ις, ούτε στη μία ούτε στην άλλη περίπτωσι. Έκαμε μια αντιπαραβολή μεταξύ του Ιεχωβά Θεού του Δημιουργού και του πλάσματός του, του ανθρώπου απλώς, και γι’ αυτό έγραψε, «Τι είναι ο ενώς . . . και ο αδάμ;» Ή, όπως αποδίδεται από τη Μετάφραση Νέου Κόσμου, μια από τις λίγες Αγγλικές μεταφράσεις που ακριβολογούν σ’ αυτές τις λεπτές αποχρώσεις σημασίας, «Τι είναι ο θνητός άνθρωπος ώστε να συλλογίζεσαι αυτόν, και ο υίος του γηίνου ανθρώπου ώστε να λαμβάνης φροντίδα γι’ αυτόν;» Ναι, συγκρινόμενον με το παντοδύναμον, αθάνατον, θείον Πνεύμα, τι είναι αυτό το αδύνατο θνητό γήινο πλάσμα, ώστε ο Θεός να το υπολογίζη;
«ΙΣ» ΚΑΙ «ΙΣΣΑΧ»
Η λέξις ις, μαζί με τη μορφή που λαμβάνει στον πληθυντικόν αριθμό, δηλαδή, ανασίμ (η οποία κατά καιρούς χρησιμεύει και ως πληθυντικός της λέξεως ενώς), ενέχει πρωτίστως τη σκέψι του «άνθρωπος», δηλαδή ένα πρόσωπον, ένα άτομον. Δεν έχει τέτοιους επιτατικούς προσδιορισμούς, όπως λόγου χάριν, ανθρώπινος, θνητός ή δυνατός, μολονότι ενυπάρχει σ’ αυτό η σκέψις της δυνάμεως όπως ενός άρρενος. Η λέξις ις δεν παρουσιάζεται στις Γραφές παρά μόνο μετά την εμφάνισι της λέξεως που χρησιμοποιείται για τη γυναίκα, δηλαδή, ισσάχ—άνθρωπος με μήτρα—διότι υπό την αυστηρότερη έννοια της λέξεως, μόνον τότε ένας ις παρουσιάζεται με κάτι διακριτικό· πριν απ’ αυτό εκαλείτο ανθρώπινος, αδάμ. Όταν στις Εβραϊκές Γραφές ο άνθρωπος μνημονεύεται εν σχέσει προς τη γυναίκα ή τη σεξουαλική επικοινωνία, χρησιμοποιείται αδιακρίτως το ις, περίπου εβδομήντα φορές εν όλω, μολονότι η λέξις που σημαίνει «άρρην» είναι ζακάρ και απαντάται εβδομήντα εννέα φορές από τη Γένεσι 1:27 κι εμπρός. Χαρακτηριστικό είναι το Λευιτικό, κεφάλαιον 20, που πραγματεύεται για τον θείο νόμο περί σεξουαλικών σχέσεων.
Η λέξις ις, με την έμφασί της στο πρόσωπο, στο άτομο, είναι η εκλογή των Βιβλικών συγγραφέων, όταν έγραφαν για έναν «άνθρωπον του Θεού», κι έναν «διακεκριμένον άνθρωπο.» Όταν ο Νάθαν αντίκρυσε τον Βασιλέα Δαβίδ με το αμάρτημα του, ο Νάθαν εχρησιμοποίησε αυτή τη λέξι. Μήπως είπε, «Συ είσαι ο»—θνητός, ο ανθρώπινος, ο δυνατός άνθρωπος; Όχι, αλλά, «Συ είσαι [εκείνος] ο άνθρωπος!»—Ιησ. Ναυή 14:6· Παροιμ. 10:23· 2 Σαμ. 12:7.
Υπάρχουν και περιπτώσεις όπου οι άλλες λέξεις που σημαίνουν «άνθρωπος» απλώς δεν θα ήσαν κατάλληλες. Έτσι, όταν ο ψαλμωδός προείπε ότι τα ονόματα εκείνων που ανήκουν στο σώμα του Χριστού, που αποκτούν ουράνια δόξα, θα εγίνοντο γνωστά, μπορούσε να χρησιμοποιήση μόνον τη λέξι ις. «Ούτος και εκείνος εγεννήθη εν αυτή·. . . . Ο Ιεχωβά θέλει αριθμήσει, όταν καταγράψη τους λαούς: ‘Ούτος εγεννήθη εκεί’.» Ο Μωυσής, επίσης, όταν εξυμνούσε τη νίκη του Ιεχωβά στην Ερυθρά θάλασσα, δεν θα μπορούσε να χαρακτηρίση τον Ιεχωβά ως ένα αδύνατο θνητό ή ένα γήινο άνθρωπο, και γι’ αυτό εχρειάσθη να χρησιμοποιήση το ις για να μεταδώση τη σκέψι του, όπως αποδίδεται στη Μετάφρασι Νέου Κόσμου: «Ο Ιεχωβά είναι ανδροπρεπής πολεμιστής.»—Ψαλμ. 87:5, 6, ΜΝΚ· Έξοδ. 15:3, ΜΝΚ.
«ΑΔΑΜ»
Αδάμ, ο ανθρώπινος, ο γήινος, είναι η εκλεγόμενη λέξις οποτεδήποτε οι συγγραφείς των Εβραϊκών Γραφών αναφέρονται στη δημιουργία του ανθρώπου, «Εγώ έκτισα την γην, και εποίησα άνθρωπον επ’ αυτής.» Η λέξις αδάμ δεν σημαίνει αρρενότητα, όπως και η λέξις «ανθρώπινος» δεν σημαίνει αυτό, και για τούτο αναγινώσκομε ότι ο Αδάμ, δηλαδή, ο άνθρωπος, ο γήινος ανήρ, εκάλεσε το πρώτο ανθρώπινο ζεύγος ις και ισσάχ, ο ανήρ και η γυνή.—Ησ. 45:12· Γεν. 5:1, 2· 6:7· Δευτ. 4:32· Εκκλησ. 7:29.
Η λέξις αδάμ, ο άνθρωπος, είναι σχεδόν χωρίς εξαίρεσι και η λέξις που προτιμάται όταν ο άνθρωπος αναφέρεται ως έχων την ίδια πνοή με τα κατώτερα ζώα ή κτήνη. Αυτή η σύνδεσις εμφαίνεται στις αφηγήσεις της δημιουργίας, του Κατακλυσμού, των πληγών της Αιγύπτου και της εβδομηκονταετούς ερημώσεως. Ο ψαλμωδός αινεί τον Ιεχωβά Θεόν για τη διαφύλαξι και του αδάμ (του ανθρώπου) και των κτηνών. Ο άνθρωπος δε είναι εκείνος που δείχνεται ως όμοιος με το κτήνος από τον Εκκλησιαστή: «Διότι το συνάντημα των υιών των ανθρώπων [αδάμ] είναι και το συνάντημα του κτήνους· και έν συνάντημα είναι εις αυτούς· καθώς αποθνήσκει τούτο, ούτως αποθνήσκει και εκείνος· και η αυτή πνοή είναι εις πάντας· και ο άνθρωπος [αδάμ] δεν υπερτερεί κατ’ ουδέν το κτήνος· διότι τα πάντα είναι ματαιότης.»—Γέν. 1:26· 6:7· Έξοδ. 8:17· Ιερεμ. 33:10· Ψαλμ. 36:6· Εκκλησ. 3:19-21.
Κατάλληλα, η λέξις αδάμ, ο γήινος, ο ανθρώπινος, εκλέγεται, επίσης, όταν γίνεται λόγος για τα γενικά χαρακτηριστικά του ανθρωπίνου γένους: «Ο λογισμός της καρδίας του ανθρώπου είναι κακός εκ νηπιότητος αυτού.» «Ουδείς άνθρωπος είναι αναμάρτητος.» «Άνθρωπος γεγεννημένος εκ γυναικός είναι ολιγόβιος, και πλήρης ταραχής.» «Επ’ αληθείας πας άνθρωπος, . . . είναι όλως ματαιότης,» μια πνοή. «Δεν υπάρχει άνθρωπος έχων εξουσίαν επί του πνεύματος, ώστε να εμποδίζη το πνεύμα», δηλαδή, να φυλαχθή από το να πεθάνη. «Ιεχωβά, γνωρίζω ότι η οδός του επιγείου ανθρώπου δεν εξαρτάται απ’ αυτού· του περιπατούντος ανθρώπου δεν είναι το να κατευθύνη τα διαβήματα αυτού.»—Γεν. 8:21· 1 Βασ. 8:46· Ιώβ 14:1· Ψαλμ. 39:5· Εκκλησ. 8:8· Ιερεμ. 10:23, ΜΝΚ.
Όπως ακριβώς η λέξις αδάμ ξεχωρίζει τον άνθρωπο από τα κατώτερα ζώα, έτσι, επίσης, εφιστά την προσοχή μας στην κατωτερότητα του ανθρώπου έναντι του Δημιουργού του, του Ιεχωβά Θεού. Έτσι, ελέχθη στον Μωυσή ότι κανείς άνθρωπος δεν θα μπορούσε να ιδή τον Θεό και να ζήση. Στον Σαμουήλ έγινε υπόμνησις ότι ένας άνθρωπος μπορεί να ιδή μόνον το έξωθεν, αλλ’ ο Θεός μπορεί να ιδή την καρδιά. Ο Δαβίδ προσηυχήθη να μην εμπέση σε ανθρώπινα χέρια, αλλά στα χέρια του Θεού, επειδή κατεμέτρησε αλαζονικά τους πολεμιστάς του έθνους του. Ο ναός του Σολομώντος, είπε ο Δαβίδ, επρόκειτο ν’ ανεγερθή, όχι για ανθρώπους, αλλά για τον Θεό. Ο Ιωσαφάτ συνεβούλευσε τους κριτάς να ενθυμούνται ότι έκριναν όχι για ανθρώπους, αλλά για τον Θεό. Ο Ελιού ηρνήθη να δώση κολακευτικούς τίτλους σε κοινούς ανθρώπους.—Έξοδ. 33:20· 1 Σαμ. 16:7· 1 Χρον. 21:13· 29:1· 2 Χρον. 19:6· Ιώβ 32:21.
Ο ψαλμωδός ερώτησε δυο φορές γιατί ο μέγας Δημιουργός να λαμβάνη υπ’ όψιν απλούς ανθρώπους· επίσης, είπε ότι, μολονότι μερικοί ήσαν «θεοί», θα πέθαιναν όπως ένας χοϊκός άνθρωπος. Ο φόβος των ανθρώπων στήνει παγίδα, αλλ’ εκείνος που ελπίζει στον Ιεχωβά θα είναι ασφαλής. Γιατί να καταβαίνετε στην Αίγυπτο για βοήθεια; Οι Αιγύπτιοι δεν είναι πνεύματα αλλ’ απλοί άνθρωποι, χοϊκοί. Και για να εξάρη ο Θεός τη σοβαρότητα της ιδιοτελείας των ιερέων της εποχής του Μαλαχία, ερώτησε: «Μήπως θέλει κλέπτει ο άνθρωπος τον Θεόν;»—Ψαλμ. 8:4· 144:3· 72:7· Παροιμ. 29:25· Ησ. 31:3· Μαλαχ. 3:8.
«ΕΝΩΣ»
Η σκέψις πίσω από τη λέξι ενώς, αδύνατος ή θνητός, δείχνει, εν πρώτοις, ότι οι συγγραφείς των Εβραϊκών Γραφών, δεν είχαν την αυταπάτη ότι ο άνθρωπος είναι αθάνατος. Πώς θα μπορούσαν να την είχαν, αφού είχαν λάβει τη «θεολογία» των, όχι από ειδωλολατρικές πηγές, αλλ’ από τον ίδιον τον Θεό, ο οποίος κατέστησε σαφώς γνωστή τη θνητή φύσι του ανθρώπου, προειδοποιώντας τον ότι θα πέθαινε αν αμάρτανε και καταδικάζοντάς τον, μετά το αμάρτημά του, να επιστρέψη στη γη από την οποία είχε ληφθή.—Γέν. 2:17· 3:19.
Η λέξις ενώς έχει πάντοτε μια δυσμενή δευτερεύουσα σημασία και γι’ αυτό, ποτέ δεν χρησιμοποιείται με μια φιλοφρονητική έννοια. Κατάλληλα συνδέεται συχνά με τη λέξι αδάμ, άνθρωπος, όταν ο άνθρωπος αντιπαραβάλεται προς τον αθάνατο Πλάστη, του, τον Ιεχωβά Θεό. Οι Ψαλμοί 8:4 και 144:3 είναι χαρακτηριστικοί της συνδέσεως αυτής της λέξεως ενώς με τη λέξι αδάμ, όταν αντιπαραβάλλουν τον άνθρωπο προς τον Θεό. Έτσι, ο Μωυσής, επίσης, έγραψε, «Επαναφέρεις τον άνθρωπον [ενώς] εις τον χουν· και λέγεις, Επιστρέψατε, υιοί των ανθρώπων [αδάμ].» Λόγω της ασεβείας του ανθρώπου, ο Θεός προειδοποίησε ότι θα έκανε τον ενώς ‘πολυτιμότερον υπέρ χρυσίον καθαρόν και τον αδάμ υπέρ το χρυσίον του Οφείρ.’ Οι λόγοι του Ιεχωβά προς τον Ησαΐα θέτουν τις λέξεις ενώς και αδάμ στις κατάλληλες θέσεις των, «Εγώ, εγώ είμαι ο παρηγορών υμάς. Συ τις είσαι, και φοβείσαι από ανθρώπου [ενώς] θνητού, και από υιού ανθρώπου [αδάμ], όστις θέλει γείνει ως χόρτος; Και ελησμόνησας Ιεχωβά τον Ποιητήν σου, τον εκτείναντα τους ουρανούς, και θεμελιώσαντα την γην.»—Ψαλμ. 90:3· Ησ. 13:12· 51:12, 13, ΜΝΚ.
Ιδιαίτερα στο βιβλίο του Ιώβ, που παρουσιάζει την κυριαρχία του Θεού σε αντιπαραβολή προς τη μικρότητα του ανθρώπου, η λέξις ενώς είναι ένας προσφιλής όρος, όταν τονίζεται το εξής: «Πώς ο άνθρωπος θέλει δικαιωθή ενώπιον του Θεού;» «Τι είναι ο άνθρωπος, ώστε μεγαλύνεις αυτόν, και βάλλεις τον νουν σου επ’ αυτόν;» «Σαρκός οφθαλμούς έχεις [Ιεχωβά]; ή βλέπεις καθώς βλέπει άνθρωπος; Ανθρώπινος είναι ο βίος σου; ή τα έτη σου ως ημέραι ανθρώπου;» «Καθώς άνθρωπος περιγελά άνθρωπον, θέλετε περιγελά αυτόν [τον Θεόν];» «Ο Θεός είναι μεγαλήτερος του ανθρώπου.»—Ιώβ 9:2· 7:17· 10:4, 5· 13:9· 33:12.
Από τις προσευχές του μπορούμε να ίδωμε ότι ο Δαβίδ είχε όμοια ζωηρή εκτίμησι: «Ανάστηθι, Ιεχωβά· ας μη υπερισχύη άνθρωπος.» «Δια να κρίνης τον ορφανόν και τον τεταπεινωμένον, ώστε ο άνθρωπος ο γήινος να μη καταδυναστεύη πλέον.» «Του ανθρώπου αι ημέραι είναι ως χόρτος.»—Ψαλμ. 9:19, ΜΝΚ· 10:18· 103:15.
«ΓΚΕΜΠΕΡ»
Ο όρος γκέμπερ σημαίνει δυνατός, καλοαναπτυγμένος, γεροδεμένος, δηλαδή ένας ισχυρός στην περίπτωσι ανθρώπου. Μολονότι έχει φιλοφρονητικές έννοιες, ο τρόπος με τον οποίον χρησιμοποιείται από τους συγγραφείς των Εβραϊκών Γραφών κρατεί τον άνθρωπο ενήμερο της κατωτερότητός του εν σχέσει με τον Πλάστη του, τον Ιεχωβά Θεό. Έτσι, διαπιστώνομε ότι, όταν τελικά ο Ιεχωβά Θεός εκάλεσε τον υπομονητικό Ιώβ ν’ αποδώση λόγο για την εσφαλμένη του άποψι των πραγμάτων, ο Θεός δυο φορές απηυθύνθη στον Ιώβ, όχι σαν ένα απλούν ις, ένα απλούν αδάμ, ή ένα απλούν ενώς, αλλ’ εχρησιμοποίησε τον όρον γκέμπερ. «Ζώσον ήδη την οσφύν σου ως ανήρ [δυνατός άνθρωπος, ΜΝΚ]· διότι θέλω σε ερωτήσει, και φανέρωσόν μοι,» αφού ήσουν τόσο βέβαιος για τον εαυτό σου ώστε να μη με δικαιώσης! Πόσο εύστοχο!—Ιώβ 38:3· 40:7.
Ο Φαραώ, όταν άρχισε να υποχωρή κάτω από το βάρος των πληγών, κατά πρώτον επέτρεψε μόνο στους δυνατούς άνδρες να πάνε στην έρημο να λατρεύσουν. Όταν δε οι Ισραηλίται τελικά ανεχώρησαν από την Αίγυπτο, αναγινώσκομε ότι 600.000 [δυνατοί, ΜΝΚ] άνδρες, ηλικίας πάνω από είκοσι ετών και ικανοί για πόλεμο, έφυγαν από την Αίγυπτο μαζί με τα μικρά των.—Έξοδ. 10:11· 12:37.
Επειδή ένας «ανήρ» [«δυνατός», ΜΝΚ] αποκλίνει στο να είναι «αλαζών», εμπιστευόμενος στην ίδια του δύναμι, κατ’ επανάληψιν ξεχωρίζεται σε ανάμνησι της μωρίας μιας τέτοιας νοοτροπίας. «Ιδού, ο [δυνατός, ΜΝΚ] άνθρωπος, όστις δεν έθεσε τον Θεόν δύναμιν αυτού.» «Τις [δυνατός, ΜΝΚ] άνθρωπος θέλει ζήσει, και δεν θέλει ιδεί θάνατον;» Αλλ’ ο [δυνατός, ΜΝΚ] άνθρωπος αποθνήσκει, και παρέρχεται.» Ναι, «Επικατάρατος ο [δυνατός, ΜΝΚ] άνθρωπος, όστις ελπίζει», όχι εις τον Ιεχωβά, αλλά . . . «επί [γήινον, ΜΝΚ] άνθρωπον [αδάμ].»—Αββακ. 2:5· Ψαλμ. 52:7· 89:48· Ιώβ 14:10· Ιερεμ. 17:5.
Η λέξις γκέμπερ συχνά χρησιμοποιείται για να εντυπώση ένα σημείο με αντιπαραβολή. Έτσι, ο ψαλμωδός παραπονείται: «Έγεινα ως [δυνατός, ΜΝΚ] άνθρωπος μη έχων δύναμιν.» Δεν θα έκανε πολύ τονισμό αν έλεγε ότι έγινα σαν ένας αδύνατος θνητός, ένας ενώς, διότι ένας τέτοιος δεν έχει δύναμι κατ’ αρχήν! Ο Σολομών, τονίζοντας το ίδιο, παρετήρησε ότι δεν είναι καλό ν’ ‘ανομήση [ένας δυνατός, ΜΝΚ] άνθρωπος δι’ έν κομμάτιον άρτου’. Θα μπορούσε να υπάρξη δικαιολογία για έναν ενώς να το πράξη αυτό, αλλ’ ασφαλώς όχι για έναν γκέμπερ. Τα δυσάρεστα νέα που έλαβε ο Ιερεμίας έκαμαν να σαλευθούν τα οστά του ‘ως [δυνατού, ΜΝΚ] ανθρώπου συνεχόμενου υπό οίνου’, δηλαδή να υποστή ένα βίαιο κλονισμό. Αυτός, επίσης, ετόνισε την ανομία των ανδρών του Ισραήλ χρησιμοποιώντας αυτά τα λόγια: «Δια τι βλέπω έκαστον [δυνατόν, ΜΝΚ] άνδρα με τας χείρας αυτού επί την οσφύν αυτού, ως τίκτουσαν, και πάντα τα πρόσωπα εστράφησαν εις ωχρίασιν;» Ναι, αυτό ήταν σοβαρό όταν μάλιστα και δυνατοί άνδρες, όχι απλοί ενώς, δηλαδή αδύνατοι θνητοί, ήσαν έτσι βεβαρημένοι!—Ψαλμ. 88:4· Παροιμ. 28:21· Ιερεμ. 23:9· 30:6.
Λογικώς μας λέγεται ότι «ο σοφός άνθρωπος ισχύει», όχι ως αδάμ, ις ή ενώς, αλλ’ ως γκέμπερ, ένας «δυνατός άνθρωπος». Ένας συνετός γκέμπερ εμπιστεύεται όχι στη δική του δύναμι, αλλά στον Ιεχωβά: «Ευλογημένος ο [δυνατός] άνθρωπος ο ελπίζων επί τον Ιεχωβά, και του οποίου ο Ιεχωβά είναι η ελπίς.»—Παροιμ. 24:5· Ιερεμ. 17:7, ΜΝΚ.
Πραγματικά, το να γνωρίζωμε τον τρόπο, με τον οποίο χρησιμοποιείται η λέξις «άνθρωπος» στις Εβραϊκές Γραφές, ενισχύει την πίστι μας και μας βοηθεί ν’ αποκτήσωμε την άποψι του Θεού περί ανθρώπου. Αυτό αποτελεί μια υγιά διδασκαλία για να κρατούμε την κατάλληλη σχέσι μας με τον Δημιουργό μας και ν’ αποκτήσωμε την επιδοκιμασία και την ευλογία του.