Η Κρυμμένη Σοφία του Θεού—Ένα Μυστήριον
«Ο φυσικός όμως άνθρωπος δεν δέχεται τα του πνεύματος του Θεού· διότι είναι μωρία εις αυτόν, . . . Ο δε πνευματικός ανακρίνει . . . πάντα.»—1 Κορ. 2:14, 15.
1, 2. (α) Αν μιλήσωμε ανθρώπινα, πώς άρχισε και διεμορφώθη η Χριστιανική κίνησις; (β) Όσον αφορά την άποψι των Χριστιανών συγγραφέων της Βίβλου, ποιες ερωτήσεις εγείρονται;
ΕΠΙ δεκαπέντε αιώνες και πλέον, εφαίνετο ότι το έθνος Ισραήλ προωρίζετο να είναι για πάντα το όργανον του Ιεχωβά για την εκτέλεσι του σκοπού του. Ήσαν ο εκλεκτός του λαός, και εβασίζοντο ισχυρά στις προσφιλείς των Γραφές για να το αποδείξουν. Έπειτα, για τους άρχοντάς των, συνέβη κάτι το συνταρακτικό. Ένας νέος κήρυξ ενεφανίσθη και, γύρω του, άρχισε μια νέα κίνησις. Έπειτ’ από τριάμισυ χρόνια εφάνηκε ότι αυτή η νέα κίνησις μπορούσε να διαγραφή ως αποτυχία, διότι οι άρχοντες εκείνοι επέτυχαν ν’ απαλλαγούν από τον αρχηγό της εκθέτοντας τον σε δημόσιο όνειδος και προσηλώνοντας τον σ’ ένα ξύλο μαρτυρίου. Οι ολίγοι ακόλουθοί του ενεργούσαν κάτω από την επιφάνεια και συνήρχοντο πίσω από κλεισμένες θύρες. (Ιωάν. 20:19) Αλλά έσβησε μήπως η κίνησις αυτή; Έπειτ’ από πενήντα μία ακριβώς ημέρες κάτι πιο συνταρακτικό ακόμη συνέβη. Αυτή η νέα κίνησις ήλθε πάλι σε ζωή και διεδόθη σαν ακατάσχετη φωτιά! Ο ομιλητής της, που ωνομάζετο Πέτρος, έπειτ’ από μια διεγερτική δημοσία ομιλία, αποδεικνύοντας όλους τους ισχυρισμούς του από τις ίδιες τις Γραφές των Ιουδαίων, έκαμε να ‘έλθη εις κατάνυξιν’ η καρδιά των ακροατών του, και, ως αποτέλεσμα, οι «μετά χαράς δεχθέντες τον λόγον αυτού, εβαπτίσθησαν· και προσετέθησαν εν εκείνη τη ημέρα έως τρεις χιλιάδες ψυχαί» σ’ αυτή την κίνησι. Στα επόμενα τριάμισυ χρόνια η κίνησις ηύξησε και διεδόθη. Κάτι το έκτακτο τότε συνέβη, που ήταν εκπληκτικό και για την ίδια ακόμη την κίνησι. Ο ίδιος αυτός αγορητής, ο Πέτρος, έκαμε ένα βήμα άνευ προηγουμένου και άνοιξε τη θύρα στους καταφρονημένους, απεριτμήτους Εθνικούς για να ενωθούν με τις τάξεις των Ιουδαίων πιστών. Γρήγορα τα μέλη της κινήσεως, από πολλές τώρα εθνικότητες, άρχισαν να συγκροτούνται σε εκκλησίες σε όλο εκείνο το μέρος του κόσμου. Η κίνησις διεμορφώνετο, σαν όργανον που μπορούσε να χρησιμοποιηθή για έναν καθωρισμένο σκοπό. Τι εσήμαιναν όλα αυτά;—Πράξ. 2:37, 41· 10:44-48.
2 Έως εδώ εσκιαγραφήσαμε την προέλευσι και την αύξησι αυτής της νέας κινήσεως όπως θα μπορούσε να φανή στους ανθρώπους. Θυμηθήτε, όμως, έπειτ’ από όσα εξετάσαμε προηγουμένως, ότι ενδιαφερόμεθα να την ιδούμε από την άποψι των Χριστιανών συγγραφέων των Ελληνικών Γραφών. Μήπως έκριναν αυτή την κίνησι, που έφθασε να είναι γνωστή ως η Χριστιανική εκκλησία, απλώς από μια ανθρώπινη άποψι; Ή μπορεί μήπως ν’ αποδειχθή ότι η αντίληψίς των δίνει συντριπτική απόδειξι θείας εμπνεύσεως και Συγγραφής, καθιστώντας αδύνατον να δοθή η τιμή σε ανθρώπινη πρωτοτυπία; Αυτή είναι η προκλητική ερώτησις, για την οποία θέλομε ν’ αποφασίσωμε.
ΕΝΑ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΟ ΕΘΝΟΣ
3. Ποιους ισχυρισμούς για εθνικότητα είχε το Χριστιανικό κίνημα από την ανθρώπινη άποψι;
3 Έχομε δείξει ήδη πώς το προηγούμενο όργανο που χρησιμοποίησε ο Θεός, ο σαρκικός Ισραήλ, ήταν αληθινά ένα έθνος από κάθε άποψι. Αλλά τι θα πούμε γι’ αυτό το νέο όργανο; Κρινόμενο με ανθρώπινους κανόνες, δεν προσαρμόζεται ούτε με μια από τις απαιτήσεις που ανεσκοπήσαμε, τιτλοφορώντας το ή ονομάζοντάς το έθνος. Πού είναι η χώρα του, σημειωμένη στο χάρτη; Από τις ημέρες των αποστόλων και έπειτα, οι αληθινοί Χριστιανοί βρέθηκαν διασκορπισμένοι σε όλο τον κόσμο. Με κανένα τρόπο δεν μπορεί να λεχθή ότι ήσαν, ή είναι, από ένα κοινό στέλεχος, ή ότι μιλούν την ίδια γλώσσα. Όσον αφορά την κυβέρνησι, οι αληθινοί Χριστιανοί βρέθηκαν και βρίσκονται ως νομοταγείς πολίται κάτω από πολλές κυβερνήσεις, σε όλες τις διάφορες χώρες, με τα ποικίλα των έθιμα, παραδόσεις και θεσμούς.
4. Από ποια άποψι η Γραφή ονομάζει αυτό το κίνημα έθνος;
4 Όμως οι Χριστιανοί εκείνοι συγγραφείς μιλούν γι’ αυτό το κίνημα ότι αποτελεί ένα έθνος, και όχι απλώς ένα σώμα ανθρώπων ενωμένων με τις ίδιες δοξασίες. Ο Πέτρος λέγει γι’ αυτούς: «Σεις όμως είσθε “γένος εκλεκτόν, . . . έθνος άγιον”.» Πώς είναι αυτό αληθινό; Η απάντησις είναι ότι αποτελούν πνευματικό έθνος, διότι, όπως λέγει ο Παύλος: «Το πολίτευμα ημών είναι εν ουρανοίς.» Πνευματικό έθνος; Κανείς ποτέ δεν εσκέφθη ένα τέτοιο πράγμα. Μια τέτοια αντίληψις δεν ήταν ασφαλώς ανθρωπίνης προελεύσεως.—1 Πέτρ. 2:9· Φιλιππησ. 3:20. Βλέπε, επίσης, Ματθαίος 21:43.
5. (α) Πώς οι Γραφές είναι συνεπείς δείχνοντας ότι ο πνευματικός Ισραήλ είναι έθνος; (β) Ποια ειδική σημασία είχε αυτό από το 1919 μ.Χ.;
5 Όταν, ωστόσο, εκτιμούμε την άποψι που εξετέθη από εκείνους τους Χριστιανούς συγγραφείς, μπορούμε να δούμε πόσο αληθινή είναι και πώς όλα προσαρμόζονται σ’ αυτήν. Εκείνοι, που ανήκουν στον πνευματικόν Ισραήλ, έχουν τη δική τους διαθήκη, τη «νέα διαθήκη», της οποίας ο Ιησούς είναι ο Μεσίτης. Είναι όλοι από κοινό στέλεχος, πνευματικώς, διότι «όσοι διοικούνται υπό του πνεύματος του Θεού, ούτοι είναι υιοί του Θεού . . . τέκνα Θεού.» Όλοι μιλούν την ίδια γλώσσα, την ‘καθαράν γλώσσαν’ του λόγου του Θεού, ο οποίος ‘λόγος είναι αλήθεια’. Όλοι υπάγονται και υποτάσσονται αδιαίρετα στην ουράνια κυβέρνησι, την «εξουσία» που είναι επάνω στον ώμον του Βασιλέως Χριστού Ιησού, ο οποίος κυβερνά από την πρωτεύουσα του έθνους, την «πόλιν Θεού ζώντος, την επουράνιον Ιερουσαλήμ.» Ειδικά από το 1919 μ.Χ. υπήρξαν αληθινό έθνος, διότι τότε, όταν πάλι εφάνη ότι ήσαν σε κίνδυνο να σβήσουν, έλαβαν πείραν σαν να έγινε μια νέα γέννησις, όπως είπε ο Ησαΐας γι’ αυτούς στην προφητεία του: «Έθνος ήθελε γεννηθή ενταυτώ;» Έπειτα, επίσης, φέρθηκαν σε πολύ βελτιωμένη κατάστασι κάτω από την ευλογία του Ιεχωβά, η οποία περιεγράφη από τον Ησαΐα ως ‘γη η οποία εγεννήθη εν μια ημέρα’, ναι, γη με καλά προσδιωρισμένα όρια ασφαλούς, σχετικής ελευθερίας, όπως καθωρίσθη θεοκρατικά από τον λόγον του Θεού.—Εβρ. 9:15· Ρωμ. 8:14-16· Σοφον. 3:9· Ιωάν. 17:17· Ησ. 9:6· Εβρ. 12:22· Ησ. 66:8.
6. Πώς ο «Χριστιανικός κόσμος» κατέδειξε την πλήρη αποτυχία του να εκτιμήση τη Γραφική άποψι;
6 Αυτό το πνευματικό έθνος, κατοικώντας στη δική του χώρα, μπορεί πράγματι να βρεθή στον χάρτην του Θεού, τον λόγον Του, αλλά εκτιμούν μήπως αυτή την άποψι εκείνοι που ανήκουν στον «Χριστιανικό κόσμο»; Καθόλου. Πάρτε την εκκλησία του «Χριστιανικού κόσμου», που ισχυρίζεται ότι είναι η μία, αληθινή, παγκόσμια εκκλησία, τη Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία. Βέβαια εκεί θα έπρεπε να εύρωμε την ορθή κατανόησι του θέματος της εθνικότητος όπως αυτό εφαρμόζεται στους Χριστιανούς. Αλλά τι βρίσκομε; Όπως όλοι γνωρίζομε, υπάρχουν Γάλλοι Καθολικοί, Γερμανοί Καθολικοί, Άγγλοι Καθολικοί, πράγματι ένας κατάλογος σχεδόν χωρίς τέλος. Θεωρούν μήπως όλοι αυτοί τον εαυτό τους, πρώτα και κατ’ εξοχήν, ως μέλη του ενός πνευματικού έθνους; Είναι αυτή η άποψις που λαμβάνουν, είναι αυτή η γραμμή της ενεργείας των, σε καιρό πολέμου; Η απάντησις είναι οδυνηρά προφανής. Βλέπουν την εθνικότητα των, με όλες τις αξιώσεις της περί νομιμοφροσύνης και πατριωτισμού, από το σύνηθες ανθρώπινο, σαρκικό επίπεδο. Δεν γνωρίζουν άλλο επίπεδο. Πώς μπορούν να γνωρίζουν, αν δεν τους το λέγη η εκκλησία των; Είναι Γάλλοι, Γερμανοί και Άγγλοι πρώτα, και οι θρησκευτικοί των δεσμοί πρέπει να λάβουν δευτέρα θέσι, αν δεν καταπατώνται άσπλαγχνα, όταν εκρηγνύεται πόλεμος. Το ίδιο επιχείρημα εφαρμόζεται γενικά στις Προτεσταντικές εκκλησίες.
7. Από ποιους ο Θεός εκράτησε κρυμμένη τη σοφία του, αλλά σε ποιους και πώς την απεκάλυψε;
7 Όταν έχωμε υπ’ όψι την αξιοθρήνητη αποτυχία του «Χριστιανικού κόσμου» να εκτιμήση την πνευματική άποψι των Χριστιανικών Ελληνικών Γραφών, πώς, λοιπόν, ο κλήρος του και οι ομιληταί του είναι σε θέσι να επικρίνουν αυτά τα συγγράμματα και την έμπνευσί των; Πόσο αληθινός ήταν ο λόγος του αποστόλου όταν έγραφε: «Λαλούμεν σοφίαν Θεού μυστηριώδη, την αποκεκρυμμένην, . . . την οποίαν ουδείς των αρχόντων του αιώνος τούτου εγνώρισε·. . . τα οποία ο Θεός ητοίμασεν. . . . Εις ημάς δε ο Θεός απεκάλυψεν αυτά δια του πνεύματος αυτού· επειδή το πνεύμα ερευνά τα πάντα, και τα βάθη του Θεού.» Ναι, υπάρχει η πηγή της εμπνεύσεως εκείνων των Χριστιανών συγγραφέων—το άγιο πνεύμα του Θεού. Πριν από την Πεντηκοστή και την έκχυσι του πνεύματος του Θεού, δεν ήσαν έτοιμοι να φιλοξενήσουν την ιδέα ότι ο Θεός επρόκειτο ν’ αλλάξη το όργανον μέσω του οποίου θα εξετέλει τους σκοπούς του. Αλλά έπειτα από το διεγερτικό αυτό γεγονός, όχι μόνο άρχισαν να κατανοούν ότι εγίνετο μια τέτοια αλλαγή, αλλά και τα συγγράμματά των αποκαλύπτουν μια πνευματική αντίληψι, η οποία θα μπορούσε να προέλθη μόνο από τον Ιεχωβά τον ίδιο. Το εκτιμάτε αυτό;—1 Κορ. 2:7-10.
ΕΝΑΣ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΟΣ ΝΑΟΣ
8. (α) Τι εννοείται συνήθως με ναό ή εκκλησία; (β) Πώς περιγράφει η Βίβλος τη Χριστιανική εκκλησία σχετικά με τούτο;
8 Σε μια ακόμη άποψι για επιβεβαίωσι αυτού του ίδιου θέματος επιθυμούμε να επισύρωμε την προσοχή σας. Όταν αριθμούσαμε τα διάφορα πράγματα που καθιστούσαν αρμόδιον τον κατά σάρκα Ισραήλ ως όργανον του Ιεχωβά, εσημειώσαμε τον ναό τους, που εκείτο στο Όρος Μοριά στην Ιερουσαλήμ. Αυτός ήταν σπουδαίος, διότι ήταν το κέντρον της λατρείας των. Μήπως το νέο όργανο που εχρησιμοποίει τώρα ο Ιεχωβά, η Χριστιανική εκκλησία, έχει ναό; Συνήθως, ναός σημαίνει ένα μόνο πράγμα, και αυτό είναι ένα οικοδόμημα κτισμένο από πέτρα ή κάποιο άλλο υλικό, ένα οικοδόμημα αφιερωμένο στην υπηρεσία μιας θεότητος. Στον «Χριστιανικό κόσμο» ναός, ή εκκλησία, είναι τόπος δημοσίας Χριστιανικής λατρείας. Σε κάθε περίπτωσι, είναι ένα κατά γράμμα κτίριο, που μπορεί να σημειωθή και να προσδιορισθή τοπικώς σ’ ένα χάρτη. Πού, λοιπόν, είναι ο ναός της αληθινής Χριστιανικής εκκλησίας; Η απάντησις είναι, Διασκορπισμένος σε όλο τον κόσμο! Πώς; Είναι πνευματικός ναός. Ποιος σκέφθηκε ή άκουσε ποτέ για ένα τέτοιο πράγμα; Αλλά σ’ αυτό το ίδιο κεφάλαιο, που ο Πέτρος μιλεί για την αληθινή εκκλησία ως «έθνος άγιον», μιλεί προηγουμένως για τα μέλη ατομικώς και λέγει «σεις, ως λίθοι ζώντες, οικοδομείσθε οίκος πνευματικός [ή ναός], ιεράτευμα άγιον, δια να προσφέρητε πνευματικάς θυσίας, ευπροσδέκτους εις τον Θεόν δια Ιησού Χριστού», ο οποίος έχει τεθή ως ο ‘ακρογωνιαίος λίθος’. Τι υψηλή αντίληψις! Καθώς λέγει ο Παύλος: «Δεν εξεύρετε ότι είσθε ναός Θεού, και το πνεύμα του Θεού κατοικεί εν υμίν;»—1 Πέτρ. 2:5, 6· 1 Κορ. 3:16.
9. Εκτιμά ο «Χριστιανικός κόσμος» αυτή την άποψι, και πώς αποδεικνύεται αυτό;
9 Πάλι ερωτούμε, Το εκτιμά ο «Χριστιανικός κόσμος» αυτό; Όχι μόνο απέτυχε να το εκτιμήση, αλλά, λόγω της κοσμικόφρονος επιρροής του, η ίδια η λέξις «εκκλησία» έχασε σε μεγάλο βαθμό την αρχική της σημασία. Η Ελληνική λέξις εκκλησία σημαίνει μια συνάθροισι που εκλήθη έξω από τον κόσμο για τον σκοπό του Θεού, ως όργανόν του. (Βλέπε Ματθαίος 16:18· Πράξεις 5:11· 11:22· Ρωμαίους 16:5.) Η Ελληνική αυτή λέξις ποτέ δεν εχρησιμοποιήθη για ένα κτίριο. Αλλά σήμερα, οποτεδήποτε οι άνθρωποι μιλούν για εκκλησία, η μετάβασι στην εκκλησία, αναφέρονται κατά κανόνα σ’ ένα κατά γράμμα κτίριο, ή τόπο λατρείας. Τεράστια χρηματικά ποσά δαπανώνται για μερικά από αυτά τα ιστορικά κτίρια, αλλά ποιος δείχνει ενδιαφέρον για την πνευματική υγεία των συναθροίσεων που συνδέονται μ’ αυτά;
10. Τι εννοείται με τον «ναόν» του Θεού στην Αποκάλυψι 7:15, και ποια ενθάρρυνσι δίνει αυτό;
10 Αντί να τερματίσωμε το θέμα σ’ αυτό το σκοτεινό σημείο, σας υπενθυμίζομε την εμπνέουσα εκείνη όρασι που αναγράφεται στην Αποκάλυψι, κεφάλαιο 7. Στα πρώτα οκτώ εδάφια έχομε μια περιγραφή της αληθινής εκκλησίας, που αποτελεί τις δώδεκα φυλές του πνευματικού Ισραήλ. Έπειτα ακολουθεί η περιγραφή ενός «πολλού όχλου» που λαμβάνεται «εκ παντός έθνους» και εικονίζει εκείνους που αγαπούν δικαιοσύνη και ‘έρχονται εκ της θλίψεως της μεγάλης’, η οποία πλήττει τον κόσμο του Σατανά στη διάρκεια αυτού του διαλείμματος της μακροθυμίας του Θεού. Η ελπίδα των για μέλλουσα ζωή κείται σε μια παραδείσια γη. Αλλά ποια είναι η τωρινή των θέσις υπηρεσίας ενώπιον του Θεού; Το θείο υπόμνημα λέγει: «Λατρεύουσιν αυτόν ημέραν και νύκτα εν τω ναώ αυτού.» Σε κάποιο επίγειο κτίριο; Φυσικά όχι. Μαθαίνουν, με μεγάλη χαρά και ικανοποίησι, πώς να υπηρετούν τον Θεό ευπρόσδεκτα και δραστήρια, υπηρετώντας σε στενή συντροφιά με το όργανον που χρησιμοποιεί ο Ιεχωβά, το πιστό υπόλοιπο της αληθινής εκκλησίας. Δεν συμβαίνει όπως στις εκκλησίες του «Χριστιανικού κόσμου», όπου πολύ ολίγοι έχουν άμεσο μέρος στις υπηρεσίες των, αλλά στον πνευματικό ναό του Θεού, όλοι προσκαλούνται και βοηθούνται να ‘αναφέρουν πάντοτε εις τον Θεόν θυσίαν αινέσεως, τουτέστι, καρπόν χειλέων ομολογούντων το όνομα αυτού’. Απολαμβάνετε κάποια μερίδα σ’ αυτή την υπηρεσία; Μπορούμε να σας βοηθήσωμε σ’ αυτό το ζήτημα;—Αποκάλ. 7:9-15· Εβρ. 13:15.
11. Ποιες περαιτέρω συγκρίσεις μπορούν να γίνουν μεταξύ του πνευματικού και του σαρκικού Ισραήλ, που οδηγούν σε ποιο συμπέρασμα;
11 Έως εδώ έχομε εξετάσει δύο από τα προσόντα που έκαναν τον σαρκικόν Ισραήλ εκλεκτό όργανο, την εθνικότητά του και τον ναό του, και έπειτα είδαμε τη στενή αντιστοιχία με την αληθινή εκκλησία, μόνο από μια πνευματική άποψι. Ομοίως, θα μπορούσαμε να λάβωμε άλλα προσόντα του σαρκικού Ισραήλ, το ιερατείο και τον αρχιερέα των, καθώς και τις θυσίες των, και να δείξωμε πώς αυτά μπορούν να βρεθούν στο νέο όργανον που χρησιμοποιεί ο Θεός. Σε κάθε χαρακτηριστικό, εν τούτοις, οι Χριστιανοί συγγραφείς αποκαλύπτουν μια νέα αντίληψι, πνευματική και ουράνια αντίληψι, που περιλαμβάνει τις υποσχέσεις που δίδονται, σε αντίθεσι με τους συγγραφείς των Εβραϊκών Γραφών. Ασφαλώς πρέπει να παραδεχθούμε ότι, αν και δεν έγραψαν από την ίδια άποψι, υπάρχει μια θαυμαστή εσωτερική αρμονία μεταξύ των δύο σειρών Βιβλικών συγγραφέων. Δεν υπάρχει σύγκρουσις.
12. Σε ποια αυθεντία βασίζουν οι Χριστιανοί συγγραφείς την πνευματική των αντίληψι;
12 Μια ακόμη ερώτησι. Από πού οι Χριστιανοί εκείνοι συγγραφείς έλαβαν το κύρος για τη δική των αντίληψι πραγμάτων; Αφού τοποθετούν τα πράγματα, όχι απλώς σ’ ένα υψηλότερο ανθρώπινο επίπεδο, αλλά σ’ ένα τελείως διαφορετικό είδος επιπέδου, σ’ ένα πνευματικό επίπεδο, φαίνεται ότι πρέπει να έλαβαν το κύρος των από μια εντελώς νέα πηγή. Αλλά ιδού κάτι το εκπληκτικό. Τα συγγράμματά των δείχνουν, κατ’ επανάληψιν, ότι αυτοί απέκτησαν την υποστήριξι για τη νέα των αντίληψι από τις ίδιες τις αναγραφές των αρχαίων εκείνων Εβραίων προφητών, τους οποίους πάρα πολλοί θεωρούν ως ανθρώπους που ψηλαφούσαν για τον Θεό και των οποίων τα συγγράμματα θεωρούνται ως πολύ γήινα και όχι πνευματικά.
13. Πώς ο Παύλος αποδεικνύει το επιχείρημα του (α) για τον πραγματικόν Ισραήλ, (β) για την πρόσκλησι ενός νέου λαού, και (γ) για την αποδοχή των ενώπιον του Θεού;
13 Σε απόδειξι τούτου, εξετάστε σύντομα το επιχείρημα του αποστόλου, που αρχίζει στην προς Ρωμαίους επιστολή, κεφάλαιο 9, όπου αυτός παρέχει εξήγησι για την αλλαγή στο όργανο του Θεού. Δείχνει ότι «πάντες οι εκ του Ισραήλ, δεν είναι ούτοι Ισραήλ. Ουδέ διότι είναι σπέρμα του Αβραάμ, δια τούτο είναι πάντες τέκνα . . . Τουτέστι, τα τέκνα της σαρκός [με κοινή γέννησι], ταύτα δεν είναι τέκνα Θεού· αλλά τα τέκνα της επαγγελίας λογίζονται δια σπέρμα», όπως ακριβώς ο Ισαάκ ήταν τέκνον της επαγγελίας του Θεού, που εγεννήθη όταν ο Αβραάμ και η Σάρρα ήσαν ‘νενεκρωμένοι’ σε ό,τι αφορούσε τη γέννησι γυιού. (Εβρ. 11:12) Έπειτα, με περαιτέρω περικοπές από τις Εβραϊκές Γραφές, ο Παύλος αποδεικνύει ότι ο Θεός έχει το απόλυτο δικαίωμα να εκλέγη εκείνον που θέλει, και ότι οι αρχαίοι εκείνοι προφήται προείπαν ότι ο Θεός θα εξέλεγε τελικά έναν λαό μη αναγνωρισμένον προηγουμένως, όπως έγραψε ο Ωσηέ: ‘Θέλω ειπεί προς τον ου λαόν μου, Λαός μου είσαι· υιοί του Θεού του ζώντος.’ (Ωσηέ 2:23· 1:10) Με περαιτέρω περικοπές, αποδεικνύει έπειτα ότι «τα έθνη», οι Εθνικοί, απέκτησαν ‘την δικαιοσύνην την εκ πίστεως’, την οποία δίκαιη στάσι ο σαρκικός Ισραήλ απέτυχε ν’ αποκτήση επειδή, όπως λέγει ο Παύλος, ο Ισραήλ «δεν εζήτει αυτήν εκ πίστεως, αλλ’ ως εκ των έργων του νόμου». Τελικά, ο Παύλος παραθέτει ό,τι και ο Μωυσής και ο Ησαΐας ανέγραψαν ως ειπωμένο από τον Θεό εναντίον του Ισραήλ: «Θέλω σας παροξύνει εις ζηλοτυπίαν με τους μη έθνος», και, «Ευρέθην παρά των μη ζητούντων με.» (Δευτ. 32:21· Ησ. 65:1)—Ρωμ. 9:6-8, 25, 26, 30-32· 10:19, 20.
14. Ποια περαιτέρω σημεία αποδεικνύονται ομοίως (α) ως προς το ιερατείο και τη θυσία και (β) την περιτομή;
14 Σε κάθε περίπτωσι, οι σπόροι, ή οι ρίζες, της αντιλήψεως πραγμάτων των Χριστιανών συγγραφέων ευρίσκοντο εντεθειμένοι και κρυμμένοι, να το πούμε έτσι, στις Εβραϊκές Γραφές. Παραδείγματος χάριν, ο Παύλος δείχνει ότι ο αρχιερεύς, που θα επρομήθευε τη μόνη ευπρόσδεκτη θυσία, κάτι πολύ καλύτερο από τις θυσίες ζώων, δεν θα ήταν Λευιτικός ιερεύς, όπως απητείτο από τον νόμον του Ισραήλ. Πώς το γνωρίζομε αυτό; Επειδή, όπως λέγει ο Παύλος, σύμφωνα με τις Γραφές των, «περισσότερον έτι κατάδηλον είναι, διότι κατά την ομοιότητα του Μελχισεδέκ εγείρεται άλλος ιερεύς, όστις δεν έγεινε κατά νόμον σαρκικής εντολής [ή καταγωγής], αλλά κατά δύναμιν ζωής ατελεύτητου. Διότι μαρτυρεί, λέγων, “Ότι συ είσαι ιερεύς εις τον αιώνα κατά την τάξιν Μελχισεδέκ”.» (Εβρ. 7:15-17· Ψαλμ. 110:4) Πάλι, ο Στέφανος, κάνοντας την υπεράσπισί του ενώπιον του Σάνχεδριν, παρέθεσε από την προφητεία του Ησαΐα, όπου προσκιάζεται μια κατοικία για τον Θεό διαφορετικού και υψηλότερου είδους από τον ωραίο πέτρινο ναό του Ισραήλ. (Πράξ. 7:48, 49· Ησ. 66:1) Επίσης, ο Παύλος μίλησε για την περιτομή των πνευματικών Ιουδαίων (Χριστιανών) ότι είναι «η της καρδίας, κατά πνεύμα, ουχί κατά γράμμα [του νόμου].» Αλλά ο Μωυσής, πριν από αιώνες, είχε μιλήσει για την περιτομή της καρδιάς, ότι είναι πιο σπουδαία από την περιτομή της σαρκός.—Ρωμ. 2:29· Δευτ. 10:16· 30:6.
15. Τι αποδεικνύει η εσωτερική αρμονία των Γραφών, και σε ποιο συμπέρασμα οδηγεί;
15 Βλέποντας όλη αυτή την επισώρευσι αποδείξεων, που δείχνει μια τέτοια θαυμαστή πνευματική αντίληψι από μέρους των Χριστιανών εκείνων συγγραφέων, που εναρμονίζεται, όμως, τόσο στενά με το υπόδειγμα των Εβραϊκών Γραφών, πώς θα μπορούσαμε ν’ αποδώσωμε την αντίληψι αυτή σε ανθρώπινη έμπνευσι και προέλευσι; Ασφαλώς είναι αληθές ότι, όπως στην πρώτη περίπτωσι «δεν ήλθε ποτέ προφητεία εκ θελήματος ανθρώπου, αλλ’ υπό του πνεύματος του αγίου κινούμενοι ελάλησαν οι άγιοι άνθρωποι του Θεού», έτσι, επίσης, αληθεύει εξίσου ότι η κατάλληλη κατανόησις της προφητείας δεν μπορεί ποτέ να καθορισθή από ανθρώπους που ασκούν τη δική των σοφία, αλλά εξαρτάται εντελώς από τον Πρωτουργόν της προφητείας, που μιλεί στον καιρό του μέσω εκείνων που είναι γεμάτοι από το πνεύμα του.—2 Πέτρ. 1:21.
ΕΡΓΟΝ ΕΝΟΣ ΑΝΘΡΩΠΟΥ, Ή ΤΟΥ ΘΕΟΥ;
16. Πώς ανεπτύχθη ο Ισραήλ ως έθνος ενόσω ήταν στην Αίγυπτο;
16 Στρεφόμεθα τώρα σε μια διαφορετική γραμμή μαρτυρίας. Παρατηρήστε τι συνέβη λίγο μετά την αναχώρησι του Ισραήλ από την Αίγυπτο. Πρώτα, όμως, σας υπενθυμίζαμε ότι 215 χρόνια προηγουμένως ο Ιακώβ και οι δώδεκα γυιοί του και τα μικρά των επήγαν στην Αίγυπτο λόγω του λιμού. Ήταν μια οικογενειακή υπόθεσις. Ο Θεός είπε στον Ιακώβ σ’ ένα όραμα τότε: «Μη φοβηθής να καταβής εις Αίγυπτον διότι έθνος μέγα θέλω σε καταστήσει εκεί.» Αυτό δεν εσήμαινε ως μεγάλη κυρίαρχο δύναμι, αλλ’ αριθμητικώς, διότι το θείο υπόμνημα λέγει ότι «ηυξήνθησαν οι υιοί Ισραήλ, και επληθύνθησαν . . . ώστε ο τόπος εγέμισεν απ’ αυτών.» (Γεν. 46:3· Έξοδ. 1:7) Η όλη παραμονή των στην Αίγυπτο ήταν κατ’ ανοχήν, διότι ήσαν κτηνοτρόφοι, πράγμα που ήταν «βδέλυγμα εις τους Αιγυπτίους.» Κατώκησαν, λοιπόν, «εν τη γη Γεσέν», χωριστά από τους Αιγυπτίους. Κάτω από τέτοιες περιστάσεις, δεν θα ήταν συνετό, ή καν δυνατό, ν’ αναπτύξουν μια ισχυρή, ανεξάρτητη εθνική πολιτική, ή σύστημα κυβερνήσεως. Θα ζούσαν εντελώς απλά σαν μια αγροτική κοινότης, σύμφωνα με τις πατριαρχικές κατευθύνσεις, στις οποίες ήσαν συνηθισμένοι.—Γεν. 46:34.
17. Από τη γέννησι του Μωυσέως, τι υπέστη ο Ισραήλ, που ωδήγησε σε ποια σπουδαία γεγονότα;
17 Κατόπιν «εσηκώθη, νέος βασιλεύς επί την Αίγυπτον, όστις δεν εγνώριζε τον Ιωσήφ», και τουλάχιστον επί ογδόντα έτη, από τον καιρό της γεννήσεως του Μωυσέως ως την έξοδο, ‘κατεπίκραινον την ζωήν αυτών δια της σκληράς δουλείας . . . με την οποίαν κατεδυνάστευον αυτούς’. Καμμιά ευκαιρία για εθνική ανάπτυξι εκεί. Έπειτα ήλθαν οι δέκα πληγές και η έξοδος, και τελικά όλος ο Ισραήλ, μαζί με «μέγα πλήθος σύμμικτον», που επήγε μαζί του, διήλθε ασφαλώς την Ερυθρά Θάλασσα—με τις Αιγυπτιακές δυνάμεις πίσω τους, όλους νεκρούς. Έπειτα από χρονικό διάστημα λιγότερο των τριών μηνών, «κατεσκήνωσεν ο Ισραήλ απέναντι του όρους (του Όρους Σινά).» Αυτή ήταν μια πολύ σπουδαία περίοδος στην ιστορία του Ισραήλ. Ήταν πραγματικά η αρχή μιας χωριστής και ανεξάρτητης εθνικής υπάρξεως γι’ αυτόν τον λαό. Αλλά πώς αυτή ανεπτύχθη, δεδομένου ότι είχαν έλλειψι πείρας στις εθνικές και κυβερνητικές υποθέσεις;—Έξοδ. 1:8, 14· 12:38· 19:1, 2.
18. Ενόσω ήταν στο Όρος Σινά, πόσο μέρος από την Πεντάτευχο έγραψε πιθανώς ο Μωυσής;
18 Ιδού τι συνέβη. Πρώτον, ο Θεός έδωσε τις Δέκα Εντολές, καθώς κι ένα μεγάλο αριθμό δικαστικών αποφάσεων ή «κρίσεων», που εσχετίζοντο με ζητήματα τέτοια όπως η δουλεία, η αποζημίωσις για βλάβες, περιπτώσεις κλοπής, αποπλανήσεως, δάνεια και ούτω καθεξής, καθώς και τήρησι σαββάτων και εορτών. Αλλ’ αυτά δεν ήσαν όλα. Έπειτα από μερικές ημέρες ο Μωυσής ανέβη πάλι στο όρος για να λάβη περαιτέρω οδηγίες, «και εστάθη ο Μωυσής επί του όρους τεσσαράκοντα ημέρας και τεσσαράκοντα νύκτας.» Με ποιο αποτέλεσμα; Όλες οι αποδείξεις τονίζουν ισχυρά το γεγονός ότι ο Μωυσής έγραψε τα βιβλία της Γενέσεως, της Εξόδου, του Λευιτικού και ίσως τα αρχικά κεφάλαια του βιβλίου των Αριθμών ενόσω ήταν στο Όρος Σινά.—Έξοδ. 21:1· 24:18.
19. Αν μιλήσωμε ανθρώπινα, τι παρήγαγε ο ένας άνθρωπος Μωυσής για τον Ισραήλ;
19 Αν πρόκειται να λάβωμε όλο αυτό τα υπόμνημα ως ανθρωπίνης συγγραφής, όπως γενικά θεωρείται, τότε θα είχαμε να πούμε ότι, μέσα σε λίγους μήνες, ο ένας άνθρωπος, ο Μωυσής, παρήγαγε ένα περιεκτικό και λεπτομερές σχεδιάγραμμα για κάθε άποψι της εθνικής ζωής του Ισραήλ, πολιτικής και θρησκευτικής. Δεν έδωσε μόνο τους θεμελιώδεις νόμους, τις Δέκα Εντολές, καθώς και αναρίθμητους κανονισμούς αστικής φύσεως, αλλ’ ο ένας αυτός άνθρωπος, επίσης, έδωσε γραπτές οδηγίες, που εκάλυπταν κάθε μικροσκοπική λεπτομέρεια, που αφορούσε τη θρησκευτική ζωή και λατρεία του Ισραήλ. Τούτο περιελάμβανε την κατασκευή της Κιβωτού του μαρτυρίου, της σκηνής και των περιεχομένων της, της γύρω αυλής, των ενδυμάτων για τους ιερείς και τον αρχιερέα, τις τελετές της εγκαταστάσεως των, περιλαμβανομένων πλήρων λεπτομερειών των υλικών που θα εχρησιμοποιούντο, του χρώματος των και των μέτρων των, και ούτω καθεξής. Εκτός τούτου, στο Λευιτικόν, έχομε όλους τους νόμους που ερρύθμιζαν την πρόσοδο του λαού στον Θεό, και τα διάφορα είδη προσφορών.
20. Γιατί είναι αδύνατον να αποδώσωμε όλα αυτά σ’ έναν άνθρωπο;
20 Ειλικρινώς, είναι αδύνατον να αποδώσωμε όλα αυτά σ’ έναν άνθρωπο. Εκτός από την απέραντη ποσότητα λεπτομερειών, η όλη σύλληψις είναι πάρα πολύ υψηλής τάξεως. Κανείς άνθρωπος η κυβέρνησις δεν παρήγαγε κάτι που να εξισούται μ’ αυτό ή κάπως να το προσεγγίζη. Είναι δεκτό ότι στην πατριαρχική κοινωνία, με την οποίαν ο Θεός επολιτεύθη πριν από τον Μωυσή, θα υπήρχαν καλά συγκροτημένοι κώδικες νόμου, αλλά πολύ από το έργο του Μωυσέως είχε τον χαρακτήρα προμηθείας για ένα νέο σύστημα λατρείας για έναν λαό που ήκμαζε σε πλήρη εθνικότητα. Ούτε μπορεί να γίνη δεκτό και για μια στιγμή ότι ο Μωυσής, αν και ‘εδιδάχθη πάσαν την σοφίαν των Αιγυπτίων’, αντέγραψε από αυτό το ειδωλολατρικό υπόδειγμα ζωής και λατρείας.—Πράξ. 7:22.
21. Ποια περαιτέρω μαρτυρία αποδεικνύει ότι ο Μωυσής και όλοι οι Βιβλικοί συγγραφείς ενεπνεύσθησαν να γράψουν από το πνεύμα του Ιεχωβά;
21 Δύο ακόμη σημεία είναι άξια υπογραμμίσεως. Ενώ συχνά απαιτούνται γενεές για να αναπτύξη ένα έθνος ένα σύστημα νόμων και κατόπιν να διαπιστώση ότι πρέπει να προσαρμοσθούν και να μεταβληθούν, οι νόμοι που εδόθησαν δια του Μωυσέως δεν ήσαν υποκείμενοι σε τέτοια μεταχείρισι, ούτε κατ’ ελάχιστον. Το άλλο σημείο είναι τούτο. Ο Παύλος λέγει: «Ο νόμος [έχει] σκιάν των μελλόντων αγαθών», και στην προς Εβραίους επιστολή του λαμβάνει πολλές απόψεις του νόμου και δείχνει πώς εξεικονίζουν κατάλληλα τα ‘επουράνια’. Τώρα, πώς θα μπορούσε πιθανώς ο Μωυσής να έχη προΐδει και να έχη κατευθύνει εκείνα που έγραψε έτσι, ώστε να προσκιάση κάτι του οποίου δεν είχε γνώσιν; Πράγματι, πώς μπορούσε ο απόστολος Παύλος, ή οποιοσδήποτε άλλος άνθρωπος, ασκώντας τη διανοητική του ικανότητα, να δη το ουράνιο υπόδειγμα του νέου οργάνου του Ιεχωβά κατωπτρισμένο ωραία στον αρχαίο εκείνο Νόμο; Πόσο καταπείθει αυτό ότι και ο Μωυσής και ο Παύλος, και όλοι οι άλλοι Βιβλικοί συγγραφείς, ήσαν εμπνευσμένοι από το άγιο πνεύμα του Ιεχωβά να γράψουν το μεγάλο Του Βιβλίο!—Εβρ. 10:1· 9:23.
22. Με ποιον τρόπο επανεγράφη σε μια λέξι ο κώδιξ του νόμου, και ποια σύγκρισι έχει αυτή με όσα έγραψε ο Μωυσής;
22 Τι συνέβη, λοιπόν, μετά τον Μωυσή; Πάνω από δεκαπέντε αιώνες αργότερα, ένας άλλος Βιβλικός συγγραφεύς εξηγεί πώς αυτή η διαθήκη του νόμου έφθασε να σβήση. Λέγει ότι ο Θεός ‘εξήλειψε το καθ’ ημών χειρόγραφον [ή διαθήκη] . . . και αφήρεσεν αυτό εκ του μέσου, προσηλώσας αυτό επί του σταυρού’. Έπειτα, σ’ ένα άλλο μέρος, ο ίδιος Βιβλικός συγγραφεύς, ανθρωπίνως ειπείν, ξαναγράφει ολόκληρον τον κώδικα του νόμου σε μια λέξι—ΑΓΑΠΗ! Υποστηρίζει και αποδεικνύει ότι «εκπλήρωσις του νόμου [είναι] η αγάπη», και ότι «όλος ο νόμος εις ένα λόγον συμπληρούται, εις τον, “Θέλεις αγαπά τον πλησίον σου ως σεαυτόν”.» Αυτή δεν είναι αγάπη όπως την εννοούν οι άνθρωποι, η οποία είναι κυρίως μια αισθηματική υπόθεσις, αλλά αγάπη όπως φαίνεται και παρουσιάζεται παραδειγματικά στον Ιεχωβά τον ίδιο, διότι, όπως ο απόστολος Ιωάννης λέγει, «ο Θεός είναι αγάπη.» Τούτο μπορεί να μην είναι τόσο θεαματικό όσο όλο εκείνο που παρήγαγε ο Μωυσής, αλλά πηγαίνει πολύ βαθύτερα.—Κολ. 2:14· Ρωμ. 13:10· Γαλ. 5:14· 1 Ιωάν. 4:16.
23. Ποιες ευλογίες και προσδοκίες αναμένουν εκείνους που αληθινά δέχονται τη Γραφή ως λόγον του Θεού;
23 Έτσι, από οποιαδήποτε πλευρά η όψι εξετάζομε αυτό το θέμα, μια και ελάβαμε την ορθή άποψι, μπορούμε να εκτιμήσωμε περισσότερο παρά ποτέ πριν, ότι πράγματι «όλη η γραφή είναι θεόπνευστος» και είναι άφθαρτο μνημείον του ‘Ιεχωβά του Θεού της αληθείας’. Μπορούμε να έχωμε πλήρη εμπιστοσύνη, όχι μόνο στην αυθεντικότητα του λόγου, ολοκλήρου της Γραφής, αλλά και στη βεβαιότητα της εκπληρώσεως όλων όσα αυτή έχει προείπει. Η κοινωνία Νέου Κόσμου των μαρτύρων του Ιεχωβά, ένας λαός τελείως αφιερωμένος στον Ιεχωβά και που δέχεται με όλη την καρδιά τον λόγον του, λαμβάνει τώρα πείραν μερικών από αυτά τα καλά πράγματα, και σεις, επίσης, μπορείτε να έχετε συμμετοχή σ’ αυτά. Καθώς ο ίδιος ο Ιεχωβά το εξέφρασε, λέγοντας: «Ο λόγος μου . . . δεν θέλει επιστρέψει εις εμέ κενός, αλλά θέλει εκτελέσει το θέλημά μου, και θέλει ευοδωθή εις ό,τι αυτόν αποστέλλω. Διότι θέλετε εξέλθει εν χαρά, και οδηγηθή εν ειρήνη.»—2 Τιμ. 3:16· Ψαλμ. 31:5, ΜΝΚ· Ησ. 55:11, 12.
24. Ποια περαιτέρω ερώτησις εγείρεται όσον αφορά τη Βίβλο;
24 Όταν ζητούμε ν’ αποκτήσωμε μια κατάλληλη εκτίμησι οποιουδήποτε βιβλίου, ή συλλογής βιβλίων, όπως συμβαίνει με τη Γραφή, αποτελεί μεγάλο βοήθημα, αν όχι απόλυτη ανάγκη, το να γνωρισθούμε με την προσωπικότητα του συγγραφέως. Πώς μπορεί αυτό να γίνη; Θα είναι άξιο του χρόνου μας να δώσωμε αυτή την ειδική προσοχή μας σε ό,τι αφορά τη Βίβλο και τον Συγγραφέα της.