Αποτυγχάνοντας στον Στόχο
ΠΟΛΛΟΙ άνθρωποι της σημερινής κοινωνίας θεωρούν την πίστι σε ύπαρξι αμαρτίας ως αναχρονιστική, τη δε συναίσθησι αυτής τη θεωρούν κακή για τη διανοητική υγεία. Η άποψις αυτή τείνει ν’ απομακρύνη την ηθική εγκράτεια, με αποτέλεσμα την κατάπτωσι της κοινής ηθικής. Σχολιάζοντας το πώς η ψυχολογία του Φρόυντ συνετέλεσε στην εξαχρειωτική αυτή άποψι, ο Ψυχολόγος Ο. Χόμπαρτ Μόουρερ, πρώην πρόεδρος του Αμερικανικού Ψυχολογικού Συνδέσμου, εδήλωσε:
«Επί μισόν αιώνα τώρα εμείς οι ψυχολόγοι έχομε σε πολύ μεγάλη έκτασι ακολουθήσει τη διδασκαλία του Φρόυντ ότι . . . ο ασθενής στην πραγματικότητα είναι κάτι πολύ καλό· ότι έχει εντός του παρορμήσεις, ειδικώς εκείνες της λαγνείας και της εχθρικότητος, τις οποίες έχει άνευ λόγου καταπνίξει. Και τώρα του λέμε ότι ενυπάρχει υγεία στην εκδήλωσι αυτών των παρορμήσεων.» Με το να προσπαθούν να εξαλείψουν τη συναίσθησι της αμαρτίας οι ψυχολόγοι, έχουν καταργήσει, επίσης, κατά τον Δρα Μόουρερ, την ηθική εγκράτεια, με αποτέλεσμα, ώστε τα συμπτώματα ανωμάλου προσωπικότητος να έχουν διαδοθή και να καταπτοούν περισσότερο.
Παρά τις αντιρρήσεις των κατά κόσμον σοφών, η αμαρτία είναι μια πραγματικότης που δεν μπορεί ν’ αγνοηθή με ελαφρότητα. Εδώ είναι αναμεμιγμένο κάτι περισσότερο από την παράδοσι των ηθικών νόμων. Διαταράσσει τη σχέσι ενός ατόμου με τον Δημιουργό του, διότι η αμαρτία έχει σχέσι με την παραβίασι Θείων νόμων. Η Ελληνική λέξις αμαρτία μεταδίδει τη σκέψι ότι ένας αποτυγχάνει σε κάτι, όπως το να χάση κάποιος τον δρόμο του, ν’ αποτύχη να κάμη κάτι, να χάση το σημείον κατευθύνσεως ή ν’ ακολουθήση εσφαλμένη πορεία. Η Εβραϊκή λέξις για την αμαρτία έχει παρόμοια έννοια. Ο Ιεχωβά Θεός έχει θέσει έναν κανόνα δικαιοσύνης για τα πλάσματά του ως σημείον τελειότητας. Η απώλεια ή αποτυχία συναντήσεως αυτού του σημείου ονομάζεται αμαρτία. Μπορεί να έχη δύο μορφές—κληρονομημένη αμαρτία και αμαρτία που εμείς προσωπικώς διαπράττομε.
Η κληρονομημένη αμαρτία είναι υπεύθυνη για τον ατελή τρόπο λειτουργίας των σωμάτων μας και τον θάνατο που έρχεται αυτομάτως σε όλους. Μιλώντας γι’ αυτό ο λόγος του Θεού λέγει: «Δι’ ενός ανθρώπου η αμαρτία εισήλθεν εις τον κόσμον, και δια της αμαρτίας ο θάνατος, και ούτω διήλθεν ο θάνατος εις πάντας ανθρώπους, επειδή πάντες ήμαρτον.» (Ρωμ. 5:12) Εκείνος ο ένας άνθρωπος, ο Αδάμ, ήταν ο κοινός προπάτωρ όλων των ανθρώπων. Με το ν’ αποτύχη εκουσίως στον στόχο της τελείας υπακοής στον Θεό αμάρτησε κι έφερε τον εαυτό του σε κατάστασι ατελείας. Τα τέκνα του, με το να γεννηθούν σ’ αυτή την κατάστασι, εκληρονόμησαν την ατέλειά του, που προέκυψε από την αμαρτία του. Έτσι, κανείς από τους απογόνους του δεν εγεννήθη χωρίς τ’ αποτελέσματα της αμαρτίας του.
Η άλλη μορφή αμαρτίας είναι το αποτέλεσμα των προσωπικών μας αποτυχιών στο να φθάσωμε τον στόχο που έχει θέσει ο Θεός, που είναι το δικό του μέτρο δικαιοσύνης. Επειδή είμεθα ατελείς, αδυνατούμε να φθάσωμε σ’ αυτόν τον στόχο, αλλά μπορούμε ν’ αποβλέπωμε σ’ αυτόν και να προσπαθούμε να έλθωμε όσο το δυνατόν πλησιέστερα σ’ αυτόν υπακούοντας στους νόμους του Θεού. Τέτοιες προσπάθειες δείχνουν την αγάπη μας για τη δικαιοσύνη. Έχοντας ειλικρινή επιθυμία να κάνωμε ό,τι είναι ορθό στα όμματα του Ιεχωβά, θα αισθανώμεθα βαθιά λύπη, όταν παραβιάζωμε κάποιον από τους νόμους του. Θα μετανοήσωμε για ό,τι έκαναμε, θα προσευχηθούμε θερμά για συγχώρησι και για να μην επαναλάβωμε την αμαρτία. Ο Θεός θα καλύψη την αμαρτία μας μέσω της απολυτρωτικής θυσίας του Χριστού και δεν θα έχη κάτι εναντίον μας. Λόγω της διαθέσεως μας προς μετάνοιαν θα μας συγχωρήση.
Εν τούτοις, η εκ μέρους του Ιεχωβά συγχωρητικότης δεν επεκτείνεται στο άτομο, που κάνει την αμαρτία τακτικό μέρος της ζωής του και την ασκεί έτσι εξακολουθητικά. Ένα τέτοιο άτομο δεν έχει την τάσι ή επιθυμία ν’ αγωνισθή για τον στόχο που έχει θέσει ο Θεός. Παραβιάζει εκουσίως τους νόμους του Θεού, μη δείχνοντας αγάπη για τη δικαιοσύνη και μη αισθανόμενος τύψεις για τις αμαρτίες του. Η συνείδησίς του γίνεται καυτηριασμένη και αναίσθητη ως προς την πορεία του που είναι εσφαλμένη στα όμματα του Θεού. Σχετικά με ένα τέτοιο άνομο άτομο, η Γραφή λέγει: «Πας όστις πράττει την αμαρτίαν, πράττει και την ανομίαν· διότι η αμαρτία είναι η ανομία. Όστις πράττει την αμαρτίαν, είναι εκ του διαβόλου· διότι απ’ αρχής ο διάβολος αμαρτάνει.» (1 Ιωάν. 3:4, 8) Απ’ την αρχή της αμαρτωλής του πορείας, το πονηρό πνευματικό πλάσμα, που είναι γνωστό ως Διάβολος, έχει παραβή εκουσίως τους νόμους του Θεού. Προφανώς έχει καταπνίξει κάθε αίσθημα ενοχής και υποστηρίζει ως επιθυμητό εκείνο που ο Θεός διακηρύσσει ως αμαρτία. Οι εκούσιοι αμαρτωλοί εκδηλώνουν τη διανοητική του διάθεσι.
Δεν μπορούμε να αναμένωμε από τον Θεό να συγχωρήση τις αμαρτίες ενός ατόμου, που αρνείται να συναισθανθή την αμαρτία και δεν επιζητεί την εκ μέρους του συγχώρησι. Δεν είναι τίποτε περισσότερο από αυταπάτη το ν’ αρνηθή κανείς την ύπαρξι αμαρτίας. Επειδή ένα άτομο αρνείται ν’ αναγνωρίση τους νόμους του Θεού, αυτό δεν τους κάνει ανυπάρκτους· δεν απαλλάσσει έναν της ενοχής, όταν τους παραβιάζη. Όπως οι ανθρώπινοι δικασταί δεν θα κρίνουν ως αθώο ένα άτομο που αρνείται ν’ αναγνωρίση τους νόμους που παραβιάζει, έτσι κι ο Θεός δεν τον κρίνει ως αθώον επειδή παραβιάζει τους θείους νόμους. Είναι γραμμένο: «Εάν είπωμεν ότι αμαρτίαν δεν έχομεν, εαυτούς πλανώμεν, και η αλήθεια δεν είναι εν ημίν. Εάν ομολογώμεν τας αμαρτίας ημών, είναι πιστός και δίκαιος, ώστε να συγχωρήση εις ημάς τας αμαρτίας και να καθαρίση ημάς από πάσης αδικίας.»—1 Ιωάν. 1:8, 9.
Η συγχώρησις εκτείνεται στο άτομο που αναγνωρίζει την αμαρτία του και με αίσθημα μετανοίας ομολογεί την αμαρτία του στον Θεό, ζητώντας συγχώρησι. Ένα τέτοιο άτομο φανερώνει την ορθή διάθεσι σχετικά με την υπακοή στους θείους νόμους. Επειδή εκδηλώνει την ορθή διάθεσι καρδιάς, η αμαρτία του δεν είναι τέτοια που να οδηγή στην εξάλειψί του. Αν και μπορεί να πεθάνη κατά «φυσικόν» θάνατο λόγω της κληρονομημένης από τον Αδάμ αμαρτίας, έχει ελπίδα αναστάσεως. Αυτό, όμως, δεν μπορεί να λεχθή για τον άνθρωπο που είναι άνομος όσον αφορά τους νόμους του Θεού και έχει τη διάθεσι του Διαβόλου έναντι της αμαρτίας. Επειδή δεν αισθάνεται ενοχή για την παράβασι των θείων νόμων, δεν μετανοεί και δεν κάνει προσπάθεια για να εκζητήση συγχώρησι. Η κατ’ εξακολούθησιν αμαρτία έχει καυτηριάσει τη συνείδησί του σε σημείο που έχει σκληρυνθή στην αδικοπραγία. Το υπόμνημα ενός τέτοιου ατόμου δεν το κρατεί ο Θεός. «Η μνήμη του δικαίου είναι μετ’ ευλογίας· το δε όνομα των ασεβών σήπεται.»—Παροιμ. 10:7.
Είτε είναι η ψυχολογία του Φρόυντ είτε κάποια άλλη εξαχρειωτική γραμμή σκέψεως, που εξουδετερώνει την ηθική εγκράτεια, υφίσταται σοβαρός κίνδυνος αν της δώσωμε προσοχή. Είναι η οδός της αμαρτίας και του θανάτου, όχι η οδός της ζωής. «Μην πλανάσθε· ο Θεός δεν εμπαίζεται· επειδή ό,τι αν σπείρη ο άνθρωπος, τούτο και θέλει θερίσει.»—Γαλ. 6:7.