Η Γενναιοδωρία Είναι Απόδειξις Σοφίας
ΥΠΗΡΞΕ καιρός που επεδεικνύετο γενναιοδωρία, και στις εμπορικές σχέσεις ακόμη. Ήταν ο καιρός οπότε, λόγου χάριν, ένας αρτοποιός έδινε δεκατρία κουλούρια, όταν ένας πελάτης ζητούσε δώδεκα, ώστε να διαμορφωθή η παροιμιώδης φράσις «η δωδεκάδα του αρτοποιού.» Ο αρτοποιός εγνώριζε ότι η πιστωτική του ικανότης δεν εξηρτάτο από το πρόσθετο εκείνο κουλούρι, ότι έκανε τον πελάτη του ευτυχή και ότι το να το δίνη έκανε κι αυτόν ευτυχή. Το πιο πιθανόν είναι ότι δεν εσκέπτετο περί του ότι αυτό ήταν μια καλή δουλειά, αν και ήταν. Η γενναιοδωρία του ήταν απόδειξις σοφίας. Πώς αυτό;
Διότι η ζωή χωρίς ευτυχία είναι φορτική. Δείχνοντας γενναιοδωρία και στα μικρά πράγματα ακόμη μπορούμε να δώσωμε και στους άλλους και στους εαυτούς μας ένα μέτρον ευτυχίας, κάνοντας τη ζωή πιο απολαυστική. Έχομε ανάγκη ο ένας του άλλου. Μήπως δεν είπε ο Δημιουργός για τον πρώτο μας γονέα, «Δεν είναι καλόν να ήναι ο άνθρωπος μόνος»; (Γέν. 2:18) Αλλ’ η τάσις των καιρών και η κληρονομημένη μας ιδιοτελής κλίσις μάς κάνει ν’ αγνοούμε τους άλλους και να ενεργούμε ωσάν η ευτυχία μας να εξηρτάτο εξ ολοκλήρου από το να κερδίζωμε πάντοτε και να εμμένωμε σε όσο το δυνατόν περισσότερα. Ακριβώς το αντίθετον αληθεύει: το να μετέχωμε με τους άλλους είναι εκείνο που φέρνει την ευτυχία και κάνει τη ζωή ευχάριστη.
Απλώς έτσι πρέπει να είναι, διότι, αν και οι τωρινές συνθήκες φαίνεται να το διαψεύδουν, το σύμπαν αυτό είναι ηθικό. Εδημιουργήθη από ένα δίκαιο, φιλάγαθο και σοφό Θεό, ο οποίος έθεσε και τους νόμους του. Αλλιώς κι ο ίδιος ο Ιεχωβά Θεός δεν θα ήταν ευτυχής, διότι όλα τ’ αγαθά προέρχονται απ’ αυτόν, κι ούτε μπορεί κανείς να του ανταποδώση. Όπως πράγματι συμβαίνει, αυτός είναι ο υπερευτυχής, διότι, όπως είπε ο Ιησούς, «Μακάριον είναι να δίδη τις μάλλον παρά να λαμβάνη,» ο δε Θεός βέβαια δίνει τα πλείστα.—Πράξ. 20:35· 1 Τιμ. 1:11.
Ναι, επειδή αυτό το σύμπαν εδημιουργήθη από ένα Θεό, ο οποίος είναι αγάπη, ο οποίος είναι η τελεία έκφρασις της ανιδιοτελείας, αληθές είναι ότι η ιδιοτέλεια είναι αυτοκαταστροφική. Όσο πιο πολλά αποκτούμε, τόσο πιο πολλά ζητούμε και τόσο πιο λίγο εκτιμούμε εκείνο που έχομε. Με τον πρόσθετο πλούτο επέρχεται πρόσθετη ανησυχία, και όσο πιο πολλές ανησυχίες έχομε, τόσο πιο λίγη πιθανότητα έχομε ότι θα είμεθα ευτυχείς. Η ευτυχία δεν είναι δυνατή, αν δεν είμεθα αυτάρκεις. Εφόσον κάνομε κύριον μέλημά μας το ν’ αποκτήσωμε υλικά αγαθά και να εμμένωμε σ’ αυτά, προδίδομε ότι δεν είμεθα αυτάρκεις, ότι δεν έχομε επάρκεια. Πώς μπορούμε να είμεθα ευτυχείς, λοιπόν; Αφ’ ετέρου, αν ευεργούμε γενναιόδωρα, πραγματικά λέγομε ότι υπάρχουν πράγματα μεγαλυτέρας αξίας από τα απλά υλικά αποκτήματα. Επίσης υπονοείται στη γενναιοδωρία η πίστις κι ελπίδα στις προμήθειες του Θεού, ότι Αυτός θα προμηθεύση για κάθε μέρα τον άρτον της.—Ματθ. 6:11, 19, 32.
Σημειώστε, αν θέλετε, μερικά εύστοχα παραδείγματα που αναγράφονται στις Γραφές προς όφελός μας. Ο Αβραάμ ήταν ένας άνθρωπος γενναιόδωρος. Όταν οι δούλοι του και οι δούλοι του Λωτ εφιλονείκησαν για βοσκοτόπους, ο Αβραάμ, ως ο ηγέτης της ομάδος και πρεσβύτερος, μπορούσε αυθαίρετα να λάβη το καλύτερο για τον εαυτό του και ν’ αφήση τον Λωτ να πάρη το υπόλοιπο. Αλλ’ όχι, αυτός ήταν γενναιόδωρος. Εκτιμούσε το γεγονός ότι η αγάπη και η φιλία εσήμαιναν πολύ περισσότερο από την εκλογή βοσκοτόπων και γι’ αυτό είπε στον ανεψιό του: «Ας μη ήναι, παρακαλώ, έρις μεταξύ εμού και σου, και μεταξύ των ποιμένων μου και των ποιμένων σου· διότι αδελφοί είμεθα ημείς· δεν είναι πάσα η γη έμπροσθέν σου;»
Άφησε τον Λωτ να λάβη την μερίδα που εξέλεξε, και, φυσικά, ο Λωτ εξέλεξε τους πιο καλούς βοσκοτόπους, ο δε Αβραάμ έλαβε τα υπόλοιπα. Μήπως εθίγη ο Αβραάμ με αυτό; Όχι, διόλου. Είχε ακόμη αρκετό τόπο για τα ποίμνιά του, και διετήρησε τη φιλία και την καλή θέλησι του ανεψιού του, πράγμα που άξιζε πολύ περισσότερο από βοσκοτόπους, ιδιαίτερα εφόσον ήταν και σε μια μη φιλική περιοχή. Μ’ ένα ειρωνικό πλήγμα, στο τέλος ο Λωτ τα έχασε όλα λόγω της ασεβείας των Σοδόμων και των Γομόρρων, που επήλθε εν μέρει από τον πλούτο του τόπου, ενώ ο Αβραάμ διεκράτησε τα αποκτήματά του για να τα κληροδοτήση στο σπέρμα του.—Γέν. 13:8, 9· 19:15-25· 25:5, 6.
Ένα περιστατικό του Ηλία με τη χήρα της Σαρεπτά είναι, επίσης, κατάλληλο. Μολονότι αυτή η χήρα δεν είχε αρκετά παρά μόνο για ένα γεύμα για τον εαυτό της και τον γυιο της και κατόπιν θ’ αντιμετώπιζε τη λιμοκτονία, γενναιόδωρα συνεμορφώθη με την παράκλησι του Ηλία να προσφέρη σ’ αυτόν πρώτα μια μερίδα από το τελευταίο εκείνο τεμάχιο άρτου της. Έτσι, σύμφωνα με την προφητεία του Ηλία, «το πιθάριον του αλεύρου δεν εκενώθη, ουδέ το ρωγίον του ελαίου ηλαττώθη,» ώσπου έληξε η ξηρασία που εστάλη από τον Θεό λόγω της απιστίας του Ισραήλ.—1 Βασ. 17:8-16.
Η γενναιοδωρία μπορεί, επίσης, να λεχθή ότι είναι απόδειξις σοφίας, διότι σχεδόν απαρεγκλίτως είναι μεταδοτική. Έτσι, σχετικά με τις καθημερινές μας σχέσεις, ο Ιησούς είπε: «Δίδετε, και θέλει δοθή εις εσάς· μέτρον καλόν, πεπιεσμένον και συγκεκαθισμένον και υπερεκχυνόμενον θέλουσι δώσει εις τον κόλπον σας· διότι με το αυτό μέτρον με το οποίον μετρείτε, θέλει αντιμετρηθή εις εσάς.» Ναι, όπως η φιλαργυρία του άλλου τείνει να μας κάμη φειδωλούς, λόγω ανησυχίας μήπως καταστούμε ελλιπείς χρημάτων ή απατημένοι, έτσι κι ένα παράδειγμα ανιδιοτελείας, γεναιοδωρίας τείνει να μας κάμη γενναιοδώρους. Δοκιμάστε αυτή την αρχή του Ιησού και ιδέτε πώς λειτουργεί!—Λουκ. 6:38.
Αν ολίγοι υπερβολικά ιδιοτελείς άνθρωποι δεν ανταποκρίνωνται με αγαθότητα στη γενναιοδωρία μας, τότε τι γίνεται; Μήπως εμείς χάνομε; Όχι, διόλου, διότι ισχύει πάλι η αρχή περί μεγαλυτέρας ευτυχίας με το να δίνωμε.
Όλα τ’ ανωτέρω εφαρμόζονται, κατά ένα ειδικόν τρόπον, σε θρησκευτικά ή πνευματικά ζητήματα. Ο Ιεχωβά Θεός έθεσε το πρότυπον της γενναιοδωρίας, και όσο φθάνομε στο να τον γνωρίσωμε, να εννοήσωμε τους σκοπούς του και να εκτιμήσωμε τις ιδιότητές του, θα βρίσκωμε τους εαυτούς μας να μιμούνται αυτόν με το να είμεθα γενναιόδωροι. Μήπως αυτός δεν κάνει τη βροχή να πέφτη και τον ήλιο να λάμπη «επί πονηρούς και αγαθούς»; Αυτός δεν είναι ο Δοτήρ πάσης δόσεως αγαθής και παντός δωρήματος τελείου; Βεβαίως!—Ματθ. 5:45· Ιάκ. 1:17.
Οι αφιερωμένοι Χριστιανοί, λοιπόν, θα είναι γενναιόδωροι στη χρήσι του χρόνου των, των μέσων και της δυνάμεώς των, εκτιμώντας το γεγονός ότι «ο σπείρων με φειδωλίαν, και με φειδωλίαν θέλει θερίσει· και ο σπείρων με αφθονίαν, και με αφθονίαν θέλει θερίσει.» Αυτή η αρχή εφαρμόζεται όχι μόνο στη διακονία του αγρού αλλά και στην παρακολούθησι και υποστήριξι των εκκλησιαστικών συναθροίσεων.—2 Κορ. 9:6.
Αληθινά έγραψε ο σοφός Σολομών: «Οι μεν σκορπίζουσι, και όμως περισσεύονται· οι δε παρά το δέον φείδονται, και όμως έρχονται εις ένδειαν. Η αγαθοποιός ψυχή θέλει παχυνθή· και όστις ποτίζει, θέλει ποτισθή και αυτός.»—Παροιμ. 11:24, 25.