Οι Χριστιανοί Ζουν την Αλήθεια
«Όθεν απορρίψαντες το ψεύδος, “λαλείτε αλήθειαν έκαστος μετά του πλησίον αυτού·” διότι είμεθα μέλη αλλήλων.»—Εφεσ. 4:25.
1. Γιατί δεν πρέπει να βρεθή καμμιά μορφή ψεύδους στην εκκλησία του Θεού;
Ο ΙΕΧΩΒΑ Θεός τώρα έχει σε λειτουργία μια κοινωνία Νέου Κόσμου. Σε όλο τον κόσμο εκλέγει ανθρώπους και τους εκπαιδεύει για ζωή στο νέο κόσμο. Αναμένει αυτοί να καθαρισθούν και να παραμείνουν καθαροί, να παραμείνουν χωρισμένοι από το παλαιό σύστημα πραγμάτων υπό τον Σατανά. Δεν υπάρχει τόπος μεταξύ τους για συνήθειες σαν αυτές που ασκεί ο κόσμος. Μερικά από εκείνα που πρέπει να γίνουν αναφέρονται στο τρίτο κεφάλαιο της προς Κολοσσαείς επιστολής. Κατόπιν τα εδάφια 9 και 10 μας νουθετούν: «Μη ψεύδεσθε εις αλλήλους, αφού απεκδυθήτε τον παλαιόν άνθρωπον μετά των πράξεων αυτού· και ενδύθητε τον νέον, τον ανακαινιζόμενον εις επίγνωσιν κατά την εικόνα του κτίσαντος αυτόν.» Είναι καιρός για τους Χριστιανούς να είναι προσεκτικοί για το πώς ζουν. Το να αποφεύγωμε πράγματα που θα οδηγήσουν στο να ψευδώμεθα και να πηγαίνωμε αντίθετα προς την αλήθεια, είναι σοφό. «Τις είναι μεταξύ σας σοφός και επιστήμων; ας δείξη εκ της καλής διαγωγής τα έργα εαυτού εν πραότητι σοφίας. Εάν όμως έχητε εν τη καρδία υμών φθόνον πικρόν και φιλονεικίαν, μη κατακαυχάσθε και ψεύδεσθε κατά της αληθείας.» (Ιάκ. 3:13, 14) Πράγματι, μπορεί πολύ ορθά να λεχθή ότι αν ένας έχη φθόνο και φιλονεικία στην καρδιά του, αν η καρδιά του δεν είναι εν τάξει, δεν θα βραδύνη πολύ ώσπου να ψευσθή. Το ένα κακό οδηγεί στο άλλο· το ένα ψεύδος καλύπτει το άλλο. Αλλά το ψεύδος δεν πρέπει να βρεθή με καμμιά μορφή στην εκκλησία του Θεού. Είναι κακό· αποδοκιμάζεται από τον Ιεχωβά.
2. Ποιο είναι το αποτέλεσμα για κείνους στην εκκλησία που πράττουν ψεύδος;
2 Υπήρξαν περιπτώσεις στο παρελθόν και στους νεωτέρους χρόνους που άτομα προσπάθησαν να ψευσθούν στην εκκλησία του Θεού, και αυτό πάντοτε ωδήγησε σε ταραχή και δυσκολίες. Ιδιαίτερα δε για κείνους που είπαν τα ψεύδη. Συχνά η αιτία για να ψευσθή κανείς, να εκθέση ψεύδη ή να ασκήση απάτη είναι μια κατάστασις φόβου ανθρώπου ή υπερηφανείας στο άτομο εκείνο. Το κεφάλαιο 5 των Πράξεων μάς λέγει: «Άνθρωπος δε τις Ανανίας το όνομα, μετά της γυναικός αυτού Σαπφείρης, επώλησε κτήμα· και εκράτησεν από της τιμής, εν γνώσει και της γυναικός αυτού· και φέρων μέρος τι, έθεσεν εις τους πόδας των αποστόλων. Είπε δε ο Πέτρος, Ανανία, δια τι εγέμισεν ο Σατανάς την καρδίαν σου, ώστε να ψευσθής εις το Πνεύμα το Άγιον, και να κρατήσης από της τιμής του αγρού; ενώ έμενε, δεν ήτο σου; και αφού επωλήθη, δεν ήτο εν τη εξουσία σου; δια τι έβαλες εν τη καρδία σου το πράγμα τούτο; δεν εψεύσθης εις ανθρώπους, αλλ’ εις τον Θεόν. Ενώ δε ήκουσεν ο Ανανίας τους λόγους τούτους, έπεσε και εξεψύχησε· και επέπεσε φόβος μέγας επί πάντας τους ακούοντας ταύτα.» Η σύζυγός του ενώθηκε μαζί του στο ψεύδος και αντιμετώπισε την ίδια κρίσι. Είχαν περιπλακή σε υποκρισία. Ήθελαν να φαίνωνται μπροστά στους άλλους ότι είναι κάτι που δεν ήσαν πραγματικά. Αν είχαν ειπεί την αλήθεια, αν είχαν ειπεί ότι έδιδαν μέρος του τιμήματος που έλαβαν, δεν θα είχαν διαπράξει αδικία. Αλλ’ οι καρδιές των δεν ήσαν ευθείες. Ο Ιεχωβά εξήτασε τα ενδόμυχα των καρδιών των για να ιδή ποια ήσαν τα ελατήριά των, γιατί έκαναν εκείνο που είχαν κάμει. Βρήκε ότι οι καρδιές των ήσαν κακές. Το αποτέλεσμα σ’ αυτούς ήταν η δυσμενής κρίσις του Ιεχωβά. Η περίπτωσις του Ανανία και της Σαπφείρης δείχνει ότι άνθρωποι μπορούν ν’ αποκοπούν από την επικοινωνία επειδή ψεύδονται, επειδή ο Ιεχωβά τους απέκοψε από την επικοινωνία μονίμως. Το ψεύδος δεν πληρώνει καλούς μισθούς.
ΑΛΗΘΕΙΑ ΜΕΤΑΞΥ ΤΩΝ ΑΔΕΛΦΩΝ
3, 4. (α) Τι είδους μαρτυρία πρέπει να δοθή από ένα μάρτυρα όταν διεξάγεται μια ακρόασις από υπηρέτας μιας εκκλησίας; (β) Ποιους παράγοντας που μπορούν να οδηγήσουν στο ψεύδος πρέπει ν’ αποφεύγη ένας Χριστιανός; (γ) Ποια είναι μερικά Γραφικά παραδείγματα βλάβης που επροξενήθη από ψευδείς μάρτυρας;
3 Στις σχέσεις μας με τους αδελφούς μας πρέπει να λέμε την αλήθεια. Πρέπει να κρατούμε την εκκλησία καθαρή, αγνή και αληθινή. Ο Ιεχωβά Θεός μάς λέγει στις Παροιμίες 6:19 ότι μισεί τους ψευδείς μάρτυρας που λαλούν ψεύδη. Αν λέγεται πάντοτε η αλήθεια, τότε θα γίνεται το ορθόν. Ένας αδελφός που κατηγορείται, πιθανόν να θέλη να έχη μια ακρόασι ενώπιον των υπηρετών σε μια εκκλησία και για τούτο ζητείται μια απερίστροφη δήλωσις. Υπάρχει το ερώτημα αν ενήργησε ορθώς ή εσφαλμένως. Ένας που καλείται να μαρτυρήση θα πη την αλήθεια για τον αδελφό του ακόμη και αν αυτό θα έφερε λίγη καταδίωξι ή επίπληξι από εκείνους που έχουν το φρόνημα του κόσμου. Φόβος κάποιου είδους αντεκδικήσεως δεν πρέπει να επιτραπή να χρωματίση τη μαρτυρία. Μερικοί πρωτόγονοι άνθρωποι του κόσμου επηρεάζονται να ψευσθούν επειδή φοβούνται τα «μάγια», αλλά οι μάρτυρες του Ιεχωβά δεν έχουν τέτοιο φόβο· τους προστατεύει η πλήρης πανοπλία του Θεού. (Εφεσ. 6:11-20) Ούτε πρέπει οικογενειακές ή φυλετικές σχέσεις—μια λανθασμένη ιδέα νομιμοφροσύνης—να διαστρέψουν τη μαρτυρία για να υπερασπίση έναν που διέπραξε αδικία. Και μερικοί άνθρωποι έχουν τη νοοτροπία να επιθυμούν πάντοτε να ευαρεστούν κάποιον που θεωρείται ανώτερος, με το να λέγουν εκείνα που το πρόσωπο αυτό θα ήθελε ν’ ακούση. Αλλά ποτέ δεν πρέπει η επιθυμία να ευαρεστήσωμε την ακοή ενός ανθρώπου, να μας οδηγήση να πούμε αναληθή πράγματα, είτε σε μια ακρόασι ενώπιον μιας εκκλησίας είτε σε άλλες περιπτώσεις. Ένας που ευαρεστεί τον Ιεχωβά πρέπει να είναι καθαρός στη μαρτυρία του. Ψεύδη μαζί και αλήθεια δεν εξέρχονται από το Χριστιανικό στόμα.—Ιάκ. 3:10, 11.
4 Ο Ιεχωβά δεν αγαπά έναν ψεύτη του οποίου η ψευδής μαρτυρία μπορεί ν’ αγορασθή αντί κάποιας ψευδούς ωφελείας ή δωροδοκίας. Σε μια ακρόασι δεν πρέπει κανείς να πη ψεύδη για να φέρη σε ταραχή τον κατηγορούμενο. Εκείνος που παραποιεί τα πράγματα γίνεται μισητός στον Θεό. Με τη μαρτυρία του μπορεί να νομίζη ότι θα κερδίση εύνοια από κάποιον ή θ’ αποκτήση προσωπικό όφελος, αλλ’ ασφαλώς φέρνει τον εαυτό του στη δυσμένεια του Ιεχωβά. «Ο αληθής μάρτυς δεν θέλει ψεύδεσθαι· ο δε ψευδής μάρτυς εκχέει ψεύδη.» (Παροιμ. 14:5) Μεγάλο κακό μπορεί να γίνη σ’ ένα άτομο αν, όταν ένας μαρτυρή γι’ αυτό, διαπράττεται ψευδορκία. Ο Ναβουθαί υπέστη θάνατον εξαιτίας ψευδόρκων μαρτύρων. (1 Βασ. 21:8-13) Ψευδομάρτυρες προσήλθαν εναντίον του Ιησού και συνέβαλαν στον θάνατό του. Ψευδομάρτυρες εμαρτύρησαν εναντίον του Στεφάνου. Η ψευδορκία είναι αδίκημα. Είναι μια μορφή ψεύδους. Είναι ιδιαίτερα κακή όταν καταλήγη στη βλάβη των άλλων, και σχεδόν πάντοτε γίνεται αυτό.—Ματθ. 26:60, 61· Πράξ. 6:10, 11.
5. Πώς και πότε είναι φρόνιμο να πολεμούμε την ψευδορκία;
5 Ένας μπορεί να προτιμά να παραβλέπη την αργόσχολη σπερμολογία που γίνεται εις βάρος του, αλλ’ όταν κάποιος ψευδορκή εναντίον σας ενώπιον δικαστηρίου είναι ασφαλώς κατάλληλο να υπερασπίσετε τον εαυτό σας και να παράσχετε αποδείξεις για ν’ αναιρέσετε τα ψεύδη που ελέχθησαν. Δεν πρέπει να επιτραπή να παραμένουν στην εναντίον σας έκθεσι. Ο απόστολος Παύλος έκαμε την υπεράσπισί του όταν ήταν ενώπιον των αρχόντων. Η περίπτωσις του Ιησού ήταν διαφορετική. Ήταν ενώπιον ενός όχλου και ενώπιον πονηρών ανθρώπων που δεν είχαν αντίληψι δικαιοσύνης. Το να παρουσιάση ένα μακρό επιχείρημα δεν θα προξενούσε τίποτε το καλό. Επί πλέον, στην περίπτωσί του εγνώριζε ότι είχε έλθει ο καιρός του να δώση τη ζωή του. Όταν οι πονηροί φέρνουν τους ψευδομάρτυράς των εναντίον ενός ατόμου, αυτό μπορεί να προκαλή μια στιγμιαία οργή, πρέπει όμως να εξουσιάζωμε τις δυνάμεις μας και να μην προσπαθούμε σε οποιαδήποτε στιγμή να κάμωμε ανταπόδοσι με ψεύδη. Εξακολουθούμε να τηρούμε τον νόμον του Θεού και ν’ ακολουθούμε τις δίκαιες αρχές του και να λέμε την αλήθεια. Η ευθύνη βαρύνει τους πονηρούς για ό,τι κάνουν.—Ψαλμ. 119:69, 70.
6, 7. Τι πρέπει να γίνεται για να προστατεύωνται τα συμφέροντα των αδελφών και να διαφυλάσσεται η ενότης της εκκλησίας;
6 Υπάρχουν περιπτώσεις που πρέπει να δίδεται προσοχή στην προστασία των συμφερόντων των αδελφών. Αν υποβάλλωνται ερωτήσεις από ένα άτομο για τον αδελφό του, ερωτήσεις ίσως προσωπικής φύσεως, και εκείνος που ερωτά δεν είναι ένας υπεύθυνος υπηρέτης στην εκκλησία που έχει το δικαίωμα να γνωρίζη σε καιρό εξετάσεως, τότε είναι καλύτερα για ένα Χριστιανό αδελφό να κυττάξη τη δουλειά του και να προστατεύση τον αδελφό του μη δίνοντας καμμιά απόκρισι. Αποθαρρύνατε τους ανθρώπους που προσπαθούν να εισδύσουν στις υποθέσεις των άλλων. Με άλλα λόγια, είναι καλό να αποφεύγωμε τη σπερμολογία, την κακολογία, τις διαδόσεις ή τις επικρίσεις εναντίον των αδελφών. Ενθυμείσθε ότι ο Ιεχωβά μισεί όχι μόνο ένα μάρτυρα που λέγει ψεύδη, αλλ’ επίσης έναν που σπείρει διχόνοιες μεταξύ των αδελφών. Ψιθυρισμοί εις βάρος αδελφών πρέπει ν’ αποφεύγωνται. Αν νομίζετε ότι κάποιος έκαμε κάτι κακό, πολύ καλά· αν θέλετε να πήτε κάτι γι’ αυτό, πηγαίνετε απ’ ευθείας στον ίδιον. Μην αρχίζετε μια εκστρατεία ψιθυρισμού. Με απλά λόγια η συμβουλή είναι ότι ένας πρέπει να κυττάζη τη δουλειά του και η δουλειά του πρέπει να είναι σύμφωνη με τον Λόγον του Ιεχωβά· τότε δεν θα έχη καμμιά δυσκολία ή ταραχή που να οφείλεται σε πολυπραγμοσύνη.—Παροιμ. 16:28· 18:8· Ματθ. 24:48-51· 1 Πέτρ. 4:15.
7 Όταν, λοιπόν, κάποιος από τους αδελφούς, που έχει ανάγκη πνευματικής βοηθείας, έρχεται σε σας για να μιλήση για τα προβλήματά του, για τις προσωπικές δυσκολίες του, ή για κάτι που έκαμε προ πολλών ετών και που μπορεί να ήταν κακό χωρίς όμως να απαιτή αποκοπή από την επικοινωνία, σεις, ως ώριμος Χριστιανός αδελφός, νουθετήστε τον πώς να εξομαλύνη τις υποθέσεις του. Βοηθήστε τον με κάθε τρόπο. Αλλά θυμηθήτε ότι υπάρχει καιρός για κάθε πράγμα. Επιδείξατε τρυφερότητα στη στενοχωρία των αδελφών σας σε καιρούς ταραχής. Δεν είναι ανάγκη να πήτε κάθε τι που γνωρίζετε στον καθένα. Βοηθήστε τον αδελφό σας, αλλά μην πηγαίνετε να πήτε στον καθένα για τα προβλήματά του και τις δυσκολίες του, για τις οικογενειακές του θλίψεις ή άλλα πράγματα, για τα οποία μπορεί να σας έδειξε εμπιστοσύνη σε καιρό ανάγκης. Δείξτε αγάπη για τον αδελφό σας. Κάμετε το αυτό χάριν της ενότητος της οργανώσεως του Θεού.—Παροιμ. 11:13.
8-10. (α) Ποια ενέργεια προς τους αδελφούς μας αποδεικνύει ότι αγαπούμε τον Θεό; (β) Πώς η σπερμολογία και η ματαιολογία μπορούν να βλάψουν τους αδελφούς και να δείξουν έλλειψι Χριστιανικής αγάπης;
8 Αν οποιοσδήποτε ισχυρίζεται ότι είναι Χριστιανός, ισχυρίζεται ότι αγαπά τον Θεό, πρέπει επίσης ν’ αγαπά και τον αδελφό του. Αν δεν αγαπά τον αδελφό του, ζη, πραγματικά, ένα ψεύδος. «Εάν τις είπη, Ότι αγαπώ τον Θεόν, και μισή τον αδελφόν αυτού, ψεύστης είναι· διότι όστις δεν αγαπά τον αδελφόν αυτού τον οποίον είδε, τον Θεόν, τον οποίον δεν είδε, πώς δύναται ν’ αγαπά; Και ταύτην την εντολήν έχομεν απ’ αυτού, Όστις αγαπά τον Θεόν, να αγαπά και τον αδελφόν αυτού.»—1 Ιωάν. 4:20, 21.
9 Αν ένας αδελφός, πριν από είκοσι ίσως χρόνια, έκαμε ένα σφάλμα και εξωμολογήθη το αδίκημά του τότε και συνεχωρήθη, δεν είναι ανάγκη οι άλλοι να φέρνουν στην επιφάνεια αυτά τα πράγματα συνεχώς. Αυτό δεν είναι εκδήλωσις αγάπης για τον αδελφό. Αν πραγματικά αγαπάτε τον αδελφό σας, δεν θα σπερμολογήτε μιλώντας γι’ αυτόν. Ενώ είναι αληθές ότι πρέπει να λέμε την αλήθεια όταν μιλούμε, δεν χρειάζεται να λέμε όλα όσα γνωρίζομε για τον αδελφό μας. Αν πράγματι συνεχωρήθη, τότε το ζήτημα έληξε, ετερματίσθη και δεν πρέπει να έρχεται στην επιφάνεια για συζήτησι κάθε εβδομάδα σε μια Αίθουσα Βασιλείας ή μεταξύ εκείνων που ανήκουν στην εκκλησία. Πού είναι το έλεος που εκδηλώνεται απ’ αυτούς όταν λέγουν συνεχώς ιστορίες για τον αδελφό τους και προσπαθούν να φέρουν στην επιφάνεια τα λάθη του; Πού είναι η ενότης που δημιουργούν; Πού η διατήρησις της αρμονίας και του πνεύματος της χαράς της εκκλησίας; Αν κανείς επιθυμή να μιλή, υπάρχουν πολλές αλήθειες της Βασιλείας και πείρες του αγρού για να τις συζητή.
10 Εκείνοι που σπείρουν διχόνοια μέσω σπερμολογίας, ματαιολογίας ή απάτης μέσω ψευδών διδασκαλιών, δεν φροντίζουν για τα συμφέροντα της οργανώσεως του Ιεχωβά. Εις Τίτον 1:10-12 ο Παύλος μιλεί για κείνους που είναι ανυπότακτοι και ματαιολόγοι και πλανούν τη διάνοια, δείχνοντας πώς αυτοί ανατρέπουν ολοκλήρους οίκους με τα ψευδή που διδάσκουν. Αναφέρει ότι οι «Κρήτες» είναι πάντοτε ψεύσται. Συναφώς δείχνει στο ένατο εδάφιο ότι οι επίσκοποι ή επόπται στην εκκλησία απαιτείται να ελέγχουν εκείνους που αντιλέγουν στην αλήθεια. Η αλήθεια πρέπει να διαφυλάττεται στην εκκλησία του Θεού.
ΕΝΕΡΓΩΝΤΑΣ ΔΙΚΑΙΩΣ ΚΑΙ ΤΙΜΙΩΣ
11. (α) Πώς σχετίζονται η τιμιότης και η φιλαλήθεια; (β) Είναι δυνατόν ανέντιμα άτομα να συνταυτισθούν με την εκκλησία του Θεού για ένα διάστημα;
11 Ο Ιεχωβά «σοι έδειξεν, άνθρωπε, τι το καλόν, και τι ζητεί ο Ιεχωβά παρά σου, ειμή να πράττης το δίκαιον, και να αγαπάς έλεος, και να περιπατής ταπεινώς μετά του Θεού σου (Μιχ. 6:8, ΑΣ) Το να ενεργή κανείς δικαίως ή τιμίως και το να λέγη την αλήθεια προσαρμόζονται το ένα με το άλλο. Είναι ιδιότητες που πρέπει να βρίσκωνται μεταξύ των Χριστιανών. Οι Χριστιανοί είναι αδελφοί που συμπεριφέρονται τίμια ο ένας προς τον άλλον και βοηθούν ο ένας τον άλλον. Αλλά δεν υπάρχει ανάγκη ένας ελεήμων Χριστιανός να συνεχίση να υποφέρη την αδικοπραγία, αν στην οργάνωσι έρχεται κάποιος που δεν έχει ορθά ελατήρια της καρδιάς. Ενίοτε έρχονται στις συναθροίσεις ή συνταυτίζονται με την κοινωνία του Νέου Κόσμου του Ιεχωβά άτομα που στα ενδόμυχα της καρδιάς των δεν είναι τίμιοι άνθρωποι, δεν είναι άνθρωποι αληθείας και δικαιοσύνης. Αυτοί ενίοτε ονομάζονται «παράσιτα», άνθρωποι που ασκούν δόλο και απάτη, άνθρωποι που περιέρχονται ζητώντας να δανεισθούν χρήματα ή εμπορεύματα και υπάρχοντα των αδελφών των, και που ενδομύχως δεν έχουν πρόθεσι να τα επιστρέψουν και ποτέ δεν θα τα επιστρέψουν. Οι τέτοιου είδους άνθρωποι κάνουν μια εξωτερική επίδειξι Χριστιανοσύνης, αλλά το ενδιαφέρον των είναι καθαρά ιδιοτελές. Ο Ιούδας ήταν ένας κλέφτης, ο οποίος έδειχνε υποκριτική συμπάθεια για τους πτωχούς.—Ιωάν. 12:6.
12. (α) Είναι καλή συνήθεια να δανειζώμεθα χρήματα από αδελφούς; (β) Πώς ο Ιεχωβά, έλαβε πρόνοια για τιμιότητα στον αρχαίον Ισραήλ, και τι απητείτο από τον πταίστην για να επανορθώση τα πράγματα;
12 Δεν είναι πάντοτε μια καλή συνήθεια να δανείζωνται αδελφοί χρήματα από αδελφούς. Μερικές φορές δείχνει αγάπη το να δανείσωμε χρήματα, αλλά συχνά οδηγεί σε ταραχή στην εκκλησία. (Λουκ. 6:35) Αν αδελφοί συναλλάσσωνται μαζί, κάνουν συμφωνίες να πληρώσουν χρήματα ή κάνουν ωρισμένες πληρωμές εμπορευμάτων, πρέπει να τηρούν τις υποσχέσεις των, να λέγουν την αλήθεια και ν’ αποφεύγουν τη δολιότητα. Επειδή υπάρχουν πιθανότητες να σφάλη η μνήμη και προς υποβοήθησιν αποφυγής διενέξεων, είναι φρόνιμο να γίνεται ένα κατάλληλο γραπτό υπόμνημα όλων αυτών των πράξεων. Η απάτη, η ανειλικρίνεια και η δολιότης είναι αμαρτίες ενώπιον του Θεού. Μεταξύ του λαού του αρχαίου Ισραήλ ο Ιεχωβά είχε κάμει προμήθεια εξιλεώσεως γι’ αυτές τις αμαρτίες. Ήταν ανάγκη το άτομο που έπταισε να κάμη επανόρθωσι στον αδελφό του και ενώπιον του Ιεχωβά. «Εάν τις αμαρτήση, και πράξη παρανομίαν κατά του Ιεχωβά, και ψευσθή προς τον πλησίον αυτού δια παρακαταθήκην, ή δια πράγμά τι εμπεπιστευμένον εις τας χείρας αυτού, ή δια αρπαγήν, ή ηπάτησε τον πλησίον αυτού, ή εύρε πράγμα χαμένον και ψεύδεται περί αυτού, ή ομόση ψευδώς περί τινος εκ πάντων όσα πράττει ο άνθρωπος, ώστε να αμαρτήση εις αυτά· όταν αμαρτήση, και ήναι ένοχος, θέλει αποδώσει το άρπαγμα το οποίον ήρπασεν, ή το πράγμα το οποίον έλαβε δι’ απάτης, ή την παρακαταθήκην την εμπιστευθείσαν εις αυτόν, ή το χαμένον πράγμα το οποίον εύρεν, ή παν εκείνο περί του οποίου ώμοσε ψευδώς· θέλει αποδώσει το κεφάλαιον αυτού, και θέλει προσθέσει το πέμπτον επ’ αυτό· εις όντινα ανήκει, εις τούτον θέλει αποδώσει αυτό, την ημέραν καθ’ ην θέλει φανή ένοχος. Και θέλει φέρει προς τον Ιεχωβά την περί ανομίας προσφοράν αυτού, κριόν άμωμον εκ του ποιμνίου, κατά την εκτίμησίν σου, εις προσφοράν περί ανομίας, προς τον ιερέα· και ο ιερεύς θέλει κάμει εξιλέωσιν υπέρ αυτού ενώπιον του Ιεχωβά· και θέλει συγχωρηθή εις αυτόν, περί παντός πράγματος εκ των όσων έπραξε, ώστε να ανομήση εις αυτά.»—Λευιτ. 6:2-7· 19:11-13, ΜΝΚ.
13. Έχει αλλάξει έως την ημέρα αυτή η αρχή της τιμιότητος που έχει θεσπίσει ο Ιεχωβά;
13 Ενώ εμείς οι Χριστιανοί σήμερα δεν ζούμε κάτω από την ίδια ιερατική διάταξι με τον αρχαίον Ισραήλ, εν τούτοις είμεθα κάτω από την υποχρέωσι να είμεθα τίμιοι και ευθείς και να τακτοποιούμε κατάλληλα όλες τις οφειλές και τις υποσχέσεις. Δεν εξαπατούμε τους αδελφούς, αλλά πρέπει να είμεθα σε όλα εν τάξει με τους αδελφούς και να ζητούμε τη συγχώρησι του Ιεχωβά για οποιοδήποτε κακό που διεπράχθη. Οι αδελφοί θα πολιτεύωνται δίκαια ο ένας προς τον άλλον σε κάθε εργασία και θα κρατούν τα ψεύδη, τη δολιότητα και την απάτη έξω από τον κύκλο τους.
14. Ποια είναι η κατάλληλη ενέργεια που πρέπει να κάμη ένας Χριστιανός όταν επιθυμή να του επιστραφή κάτι που εδάνεισε;
14 Κατά καιρούς έρχονται αναφορές στην Εταιρία από αδελφούς ως άτομα ή από εκκλησίες που δείχνουν ότι κάποια δόλια, ανήθικα πρόσωπα εισέδυσαν στην εκκλησία. (Ιούδ. 4) Είναι σαφές πώς πρέπει να πολιτευώμεθα με τους ανηθίκους, αλλά τι θα πούμε για ανθρώπους που περιέρχονται ληστεύοντας τους αδελφούς των, ή που φαίνεται ότι είναι αδελφοί απλώς για τον σκοπό να αποσπάσουν χρήματα και οι οποίοι είναι όπως λέγει ο ψαλμωδός: «Δανείζεται ο ασεβής και δεν αποδίδει»; (37:21) Τι μπορεί να γίνη γι’ αυτούς; Αν ένας αδελφός μέσα στην αγάπη του και στην αγαθότητά του επιτρέπη να έχη ένας άλλος, που φαίνεται ότι είναι αδελφός, μερικά από τα χρήματά του ή υλικά αντικείμενα για ένα διάστημα, και κατόπιν το άτομο που δανείσθηκε, έπειτα από τον συμφωνημένο καιρό εξαφανίσθηκε, αρνείται να αποδώση, ο αδελφός που εδάνεισε μπορεί να πάη σ’ εκείνον που πήρε τα χρήματα ή υλικά αντικείμενα και να του ζητήση να τα επιστρέψη πλήρως. Είναι κατάλληλο να πάτε στον αδελφό σας όταν έχετε κάτι εναντίον του και να του μιλήσετε. (Ματθ. 18:15-17) Αν δεν κάμη την δέουσα τακτοποίησι, τότε ο αδικημένος αδελφός μπορεί να μιλήση στον υπηρέτη της εκκλησίας και να φροντίση να έχη μια ακρόασι ενώπιον της επιτροπής, με τον πταίστη παρόντα. Σ’ έναν καιρό σαν τον σημερινό θα βρη κανείς ότι είναι προς όφελός του να έχη μια υπογεγραμμένη γραπτή συμφωνία, οπότε δεν θα είναι μια περίπτωσις του λόγου ενός ατόμου απέναντι ενός άλλου. Αν βεβαιωθή ενοχή, η επιτροπή μπορεί να ορίση ένα περιορισμένο αλλά λογικό διάστημα για να αποδώση ο πταίστης τις οφειλές του ή να επανορθώση το άδικο που έκαμε.
15. (α) Τι μπορεί να γίνη από μια εκκλησία αν ένας αδελφός αρνήται ή παραλείπη να αποδώση δεόντως όσα εδανείσθη; (β) Είναι ποτέ κατάλληλο να προσφύγωμε σ’ ένα κοσμικό δικαστήριο για να μας αποδοθή ένα χρέος; (γ) Προτού κανείς προσφυγή στο δικαστήριο, τι πρέπει να εξετασθή;
15 Αν ο πταίστης αρνήται να κάμη μια δίκαιη και κατάλληλη επανόρθωσι, είναι μήπως κατάλληλο ο αδελφός που εδάνεισε να φέρη τον οφειλέτη αδελφό στο δικαστήριο και να του κάμη αγωγή; Οι Γραφές μάς νουθετούν ότι πρέπει να φέρνωμε τέτοια ζητήματα ενώπιον των ωρίμων αδελφών της εκκλησίας και να μη φέρνωμε έναν αδελφό ενώπιον του δικαστηρίου. (1 Κορ. 6:1-10) Μπορεί, όμως, ν’ αποκοπή από την επικοινωνία αν είναι ένας εκβιαστής. Πρέπει να αποφεύγεται στο εξής. Η αποκοπή από την επικοινωνία είναι η πιο μεγάλη τιμωρία που μπορεί να επιβληθή σ’ ένα τέτοιο άτομο από ανθρώπους, επειδή όταν οι ώριμοι αδελφοί ενεργούν σύμφωνα με τη νουθεσία των Γραφών, ενεργούν στην πραγματικότητα αντί του Ιεχωβά και η κρίσις προέρχεται από τον Λόγον του. Αν επιθυμή ή όχι κάποιος που εξαπατήθηκε να φέρη στο δικαστήριο ένα άτομο που απεκόπη από την επικοινωνία, απόκειται σ’ αυτόν τον ίδιο ν’ αποφασίση. Το άτομο που απεκόπη από την επικοινωνία δεν είναι πια αδελφός, η δε εκκλησία έχει εξαντλήσει την εξουσία της σ’ αυτή την υπόθεσι, κι έτσι το μόνο μέρος προσφυγής θα ήσαν τα νόμιμα δικαστήρια της χώρας. Αλλά είναι καλό να εξετάζωμε τη δαπάνη που συνεπάγεται αυτό σε χρόνο και χρήμα. Μια δικαστική αγωγή είναι δαπανηρή και ενίοτε το αποτέλεσμα είναι ότι οι δικηγόροι τα παίρνουν όλα για την αμοιβή τους. Είναι επίσης αναγκαίο να σκεπτώμεθα για τη μομφή που θα μπορούσε να επέλθη στο έργον μέσω μιας τέτοιας δημοσίας ενεργείας. Γι’ αυτό ακριβώς ένας αδελφός δεν πρέπει να φέρνη τον αδελφό του στο δικαστήριο· επέρχεται μομφή στην οργάνωσι. Ο Παύλος υποστηρίζει ότι είναι καλύτερο να αποστερηθή κανείς παρά να επιφέρη μομφή στην εκκλησία. Αλλά μ’ ένα πρόσωπο που απεκόπη από την επικοινωνία η περίπτωσις είναι διαφορετική, μολονότι οι άνθρωποι γενικά μπορεί να μη γνωρίζουν ότι ο εναγόμενος έχει αποκοπή από την επικοινωνία. Αν ακολουθηθή η δικαστική οδός, ο αντικειμενικός σκοπός πρέπει να είναι η απόδοσις των αφαιρεθέντων, και όχι εκδίκησις. Οποιοσδήποτε που φθάνει έως εκεί για να του πληρωθή ένα χρέος, πρέπει να έχη γραπτή συμφωνία από την αρχή. Ή αν ο αδικημένος αδελφός προτιμά να παραβλέψη το ζήτημα, μπορεί να το αφήση στα χέρια του Ιεχωβά, ο οποίος ερευνά τις καρδιές όλων των ανθρώπων και γνωρίζει τα ελατήριά των, και ο οποίος ανταμείβει με ζωή εκείνους που πράττουν το ορθόν.—Ρωμ. 12:17-19· 1 Κορ. 5:11-13· Εβρ. 10:26-31.
16. Πώς οι αδελφοί μπορούν να δείξουν έλεος στους χρεώστας;
16 Έλεος πρέπει να εκδηλωθή σε πολλές περιπτώσεις. Ένα άτομο μπορεί να έχη δανεισθή λίγα χρήματα και να παραμέλησε τελείως να τα πληρώση, αλλά χωρίς πρόθεσι να εξαπατήση. Πρέπει να του επιτραπή ν’ αποδώση ό,τι οφείλει και, αν η καρδιά του είναι εν τάξει, θα επιθυμή να εξοφλήση το χρέος του προς έναν αδελφό. Μερικοί δε αδελφοί μπορεί να μην έχουν ανάγκη και μπορεί να επιθυμούν να χαρίζουν τα χρέη. (Ματθ. 6:12· 18:23-35· Λουκ. 7:41-43) Κανείς δεν πρέπει να περιμένη να χαρισθή το χρέος του· δεν επιβάλλεται να του χαρισθή, αλλά μπορεί να του χαρισθή λόγω της αγάπης που βρίσκεται στην καρδιά ενός αδελφού. Η συνείδησις και η καλή καρδιά του οφειλέτου πρέπει να τον ωθή να θέλη να εξοφλήση τα χρέη του, και πρέπει να προσπαθήση τουλάχιστον. Σε μερικές μικρής σημασίας υποθέσεις, η επιτροπή μιας εκκλησίας μπορεί ν’ αποφασίση να συστήση, κατά τον καιρό μιας ακροάσεως, όπως χαρισθή το χρέος ενός ασθενούς, απόρου αδελφού, αλλά μπορεί μόνο να γίνη μια σύστασις, εκείνος δε που εδάνεισε πρέπει ν’ αποφασίση τελικά. Αυτό δείχνει την ανάγκη να έχωμε συνετούς, ωρίμους αδελφούς ως υπηρέτας στην επιτροπή της εκκλησίας.
17. (α) Προειδοποιώντας μια εκκλησία για ένα δόλιο άτομο, τι πρέπει να προσέχη ένας υπηρέτης; (β) Μπορεί ένας πταίστης να αποκατασταθή στην εκκλησία;
17 Αν γίνωνται ανακοινώσεις σε εκκλησίες όσον αφορά κάποιον ο οποίος αρνείται να πληρώση χρέη ή περιέρχεται παίρνοντας χρήματα ή άλλα πράγματα από άτομα στην εκκλησία, ο υπηρέτης της εκκλησίας πρέπει να είναι εκείνος που κάνει τις ανακοινώσεις και πρέπει να είναι προσεκτικός ώστε ν’ αποφεύγη να διατυπώση κάτι με συκοφαντικό τρόπο, αλλ’ απλώς να αναφέρη τα γεγονότα καθώς υπάρχουν ή ότι ένα πρόσωπο έχει αποκοπή από την επικοινωνία για δολιότητα ή απάτη. Τότε εκείνοι που είναι στην εκκλησία μπορούν να γνωρίζουν τι συμβαίνει και θα είναι εις θέσιν να προφυλάξουν τα συμφέροντά τους και τα συμφέροντα των αδελφών τους. «Η πονηρία αυτού θέλει φανερωθή εν μέσω της συνάξεως.» (Παροιμ. 26:26, 18, 19) Αν κάποιος αποκοπή από την επικοινωνία και αργότερα αποδώση το οφειλόμενο, μπορεί να γίνη δεκτός και πάλι επειδή έδειξε μια δίκαιη καρδιά με μια δίκαιη πορεία ενεργείας. Η αποκατάστασίς του στην εκκλησία θα είναι στη διάκρισι της επιτροπής. Αυτό είναι μια επαρκής αιτία για να μη φερθή ένας αδελφός στο δικαστήριο για την απόδοσι ενός χρέους.
18. Τι δείχνει ότι η παραβολή του Ιησού εις Λουκάν 16:1-8 δεν αποτελεί επιδοκιμασία εκ μέρους του της δολιότητος;
18 Η δολιότης δεν επιδοκιμάζεται ούτε επικροτείται από τον Ιησούν στην παραβολή που αναφέρεται εις Λουκάν 16:1-8· ο Ιησούς ποτέ δεν επιδοκιμάζει την αδικία. Μερικοί ενόμισαν ότι ο «κύριος» που αναφέρεται εκεί εννοεί εκείνον που είπε την παραβολή, τον Ιησού Χριστό, αλλά δεν συμβαίνει αυτό· ο Ιησούς δεν επήνεσε τον άδικον οικονόμον. Απλώς αναφέρθηκε στον κύριον του αδίκου οικονόμου, ο οποίος δεν μπορούσε παρά να θαυμάση την πανουργία του απίστου οικονόμου. Ο Ιησούς έδειξε πώς οι άνθρωποι του κόσμου κάνουν χρήσι των μέσων των για να εξασφαλίσουν το μέλλον των. Οι «υιοί του φωτός» πρέπει, επίσης, ν’ αποβλέπουν στο μέλλον και να χρησιμοποιούν τα υπάρχοντά των και τις ικανότητές των για να ευαρεστούν τον Ιεχωβά και ν’ αποκτήσουν διαρκή πλούτη αιωνίου ζωής.—Για λεπτομέρειες, βλέπε Η Σκοπιά, 1ης Ιουλίου 1948.
ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ ΑΠΟ ΕΧΘΡΟΥΣ
19. Όταν αντιμετωπίζη εχθρούς, τι μπορεί να πράξη ένας Χριστιανός για την προστασία του;
19 Όταν πονηροί άνθρωποι ζητούν να επιφέρουν βλάβη σ’ ένα Χριστιανό ή σε μερικούς από τους αδελφούς του ή στην οργάνωσι του Θεού και έρχωνται προσπαθώντας να εισδύσουν σε ιδιωτικές υποθέσεις, είναι μήπως ανάγκη να απαντήση ένας Χριστιανός στους πονηρούς αυτούς ανθρώπους; Τι μπορεί να γίνη για αυτοδιαφύλαξι ή προστασία των Χριστιανών ιδίως σε καιρούς δυσκολιών ή διωγμού; Αν γνωρίζετε ότι ένας πονηρός άνθρωπος προσπαθεί να επιφέρη βλάβη σ’ έναν αδελφό και ερωτά πού μπορεί να βρεθή αυτός ο αδελφός, δεν είναι ανάγκη να απαντήσετε. Ο Ιησούς συχνά αντιμετώπιζε ερωτήσεις με άλλες ερωτήσεις, πράγμα που έφερνε τους αντιπάλους του σε δύσκολη θέσι. Αυτό δείχνει, επίσης, πώς μπορεί κανείς κατάλληλα να υπεκφεύγη όταν έχη να κάμη με πονηρούς ανθρώπους. (Ματθ. 15:1-6· 21:23-27· 22:15-21) Υπάρχουν περιπτώσεις, τέτοιες που υφίσταντο στο Εθνικοσοσιαλιστικό Γερμανικό καθεστώς, όπου εθεωρείτο έγκλημα το να είναι κανείς ένας από τους μάρτυρας του Ιεχωβά. Αν κάποιος ήρχετο και ζητούσε από ένα άτομο να του ομολογήση αν ήταν ένας από τους μάρτυρας του Ιεχωβά ή όχι και το άτομο αυτό απαντούσε ότι ήταν, θα μπορούσε αμέσως να συλληφθή και φυλακισθή. Σε μια τέτοια περίπτωσι αυτό το άτομο θα έπρεπε ν’ αποφασίση για τον εαυτό του τι ήθελε να πράξη. Μπορούσε να κρίνη ότι είναι κατάλληλο να πη απλώς, «Είμαι ένας Χριστιανός», ή και να μην πη απολύτως τίποτε. Αυτό δεν θα ήταν άρνησις του Χριστού τέτοια που αναφέρεται εις Ματθαίον 10:33. Στη Δομινικανή Δημοκρατία σήμερα είναι αντίθετο προς το νόμο το να είναι κανείς μάρτυς του Ιεχωβά. Ο σκληρός αυτός νόμος κατηρτίσθη από ένα δικτάτορα με την προσπάθεια να σταματήση την εκτέλεσι του έργου του κηρύγματος εκεί. Φαίνεται, λοιπόν, ότι θα ήταν ασύνετο για ένα άτομο να περιέρχεται λέγοντας στον καθένα ότι είναι μάρτυς του Ιεχωβά, μπορεί, όμως, να συνεχίση το έργο του, το να λέγη, δηλαδή, στους ανθρώπους τα αγαθά νέα από τη Γραφή, προστατεύοντας τα συμφέροντα του εαυτού του και της οργανώσεως του Ιεχωβά με το να μην απαντά σε ερωτήσεις που θα μπορούσε ο καθένας να υποβάλη.—Ψαλμ. 39:1.
20. Στις Ηνωμένες Πολιτείες, πότε μπορεί ένα άτομο να αρνηθή να μαρτυρήση εναντίον του εαυτού του;
20 Το Σύνταγμα των Ηνωμένων Πολιτειών προβλέπει ότι ένα άτομο δεν είναι υποχρεωμένο να μαρτυρή εναντίον του εαυτού του. Το Σύνταγμα αποκλείει τον εξαναγκασμό ενός ατόμου να μαρτυρήση εναντίον του εαυτού του στη διαδικασία που σχετίζεται με το έγκλημα. Δίνει, επίσης, σ’ ένα μάρτυρα το δικαίωμα σε οποιαδήποτε νομική ή νομοθετική ή εκτελεστική διαδικασία να αρνηθή να απαντήση σε μια ερώτησι με την αιτιολογία ότι μπορεί να τον ενοχοποιήση. Ένα άτομο δεν έχει το δικαίωμα να αρνηθή να απαντήση με την αιτιολογία ότι η απάντησίς του θα μπορούσε να ενοχοποιήση κάποιο άλλο άτομο, αλλά κάτω από τέτοιες περιστάσεις θα μπορούσε κανείς να παραμείνη σιωπηλός και ν’ αντιμετωπίση την κατηγορίαν ότι δεν υπακούει. (Βλέπε εξήγησι στην παράγραφο 22.) Η εξαίρεσις είναι ατομική και προς όφελος μόνο του ατόμου που την αξιοί. Υπάρχουν νόμοι, σύμφωνα με τους οποίους μερικά άτομα μπορούν να χάσουν την εργασία τους αν αρνούνται ν’ απαντήσουν σε ερωτήσεις. Ακόμη και σε περιπτώσεις εργασίας ένα άτομο δεν μπορεί να εξαναγκασθή να ενοχοποιήση τον εαυτό του. Αλλ’ η άρνησίς του να απαντήση—είτε ενοχοποιεί είτε όχι—αποτελεί νόμιμη αιτία απολύσεως. Απόκειται στο άτομον να κάμη την απόφασι αν επιθυμή ν’ απαντήση στις ερωτήσεις ή να υποστή την ποινή που συνεπάγεται η σιωπή του.
21. (α) Στις Αγγλόφωνες χώρες, πότε μπορεί ένα άτομο να αρνηθή να απαντήση σε ερωτήσεις που αποβλέπουν σε ενοχοποίησι; (β) Πότε πρέπει να απαντήση; (γ) Ποια άδικη ενέργεια έγινε εναντίον του Ιησού;
21 Καμμιά βλάβη δεν προκύπτει, όμως, με την κατακράτησι ενοχοποιητικών πληροφοριών προς κάποιον που δεν έχει το δικαίωμα να γνωρίζη. Ένα παράδειγμα τούτου στις Αγγλόφωνες χώρες είναι ότι, όταν ένας έχη συλληφθή, μπορεί νομίμως, αν προτιμά, να απέχη από το να δώση πληροφορίες σ’ έναν αξιωματούχο της αστυνομίας που ενδεχομένως υποβάλλει ερωτήσεις για ενοχοποίησι. Καμμιά απάντησις δεν είναι ανάγκη να του δοθή, επειδή το ζήτημα αυτό δεν ανήκει στην αρμοδιότητά του. Είναι ζήτημα της αρμοδιότητος του δικαστηρίου. Αλλά όταν πηγαίνη κανείς σ’ ένα δικαστήριο και προσέρχεται στη θέσι του μάρτυρος και ορκίζεται να πη την αλήθεια, σε ζητήματα σχετικά με την εκδικαζόμενη υπόθεσι, που ήσαν έως τότε εμπιστευτικά και ίσως ενοχοποιητικά, δεν μπορούν πια να κατακρατούνται χωρίς να ριψοκινδυνεύση κανείς να κατηγορηθή γι’ άρνησι μαρτυρίας ή απόκρυψι της αληθείας, επειδή ο δικαστής έχει την εξουσία να απαιτήση μια απάντησι. Ένας άνθρωπος που κατηγορείται για ένα έγκλημα, όταν βρίσκεται στο εδώλιο του κατηγορουμένου και απαντά σ’ ερωτήσεις που υποβάλλονται από το δικαστήριο, δεν μπορεί να αξιώση εξαίρεσι από το να απαντήση σε ερωτήσεις για το έγκλημα για το οποίο κατηγορείται. Ένας μάρτυς, επίσης,—εις τας Αγγλοφώνους χώρας—πρέπει να πη όλα όσα γνωρίζει για το ειδικό εκείνο έγκλημα που διερευνάται, αλλά ούτε ο κατηγορούμενος ούτε ο μάρτυς δεν μπορούν να εξαναγκασθούν να μαρτυρήσουν εις βάρος του εαυτού των όσον αφορά κάποια άλλη ποινικώς διώξιμο πράξι. Όλα όσα αναφέρονται στην κρινομένη υπόθεσι πρέπει να τύχουν απαντήσεως. Αν ένας κατηγορούμενος επιθυμή ν’ αποφύγη την ενοχοποίησι του εαυτού του για την υπόθεσι αυτή που εκδικάζεται, δεν πρέπει να προσέλθη στη θέσι που στέκονται οι μάρτυρες, αν ο νόμος της χώρας του δίδη αυτό το δικαίωμα· και σε μερικές χώρες συμβαίνει αυτό. Ενώ ο κατηγορούμενος μπορεί να αρνηθή να μαρτυρήση, ένας μάρτυς που έλαβε κλήσι να μαρτυρήση δεν μπορεί να αρνηθή να προσέλθη για να εξετασθή ως μάρτυς. Όταν ένας καταθέτη ως μάρτυς εις το δικαστήριο για την υπόθεσι ή το έγκλημα που εκδικάζεται, θεωρείται ότι έτσι παραιτείται από το δικαίωμά του να εξαιρεθή καταθέσεως που τον ενοχοποιεί για την ειδική εκείνη υπόθεσι ή έγκλημα. Μπορεί να αξιώση την εξαίρεσί του όσον αφορά άλλα εγκλήματα ή υποθέσεις. Τέτοια εξαίρεσις εφαρμόζεται επίσης σε όλους τους μάρτυρας που καταθέτουν ενώπιον ανακριτικών επιτροπών του Αμερικανικού Κογκρέσου. Σ’ αυτή την περίπτωσι δεν πρόκειται περί ειδικής ποινικώς κολάσιμης πράξεως. Αυτή την εξαίρεσι καταθέσεως ενώπιον των επιτροπών αυτών έχει καθένας δικαίωμα να αξιώση. Η εξαίρεσις από την αυτοενοχοποίησι περιορίζεται συνήθως στις Αγγλόφωνες χώρες. Στην περίπτωσι του Ιησού, εις Ματθαίον 26:63-65, το δικαστήριο έκαμε υπέρβασι εξουσίας, όταν ο αρχιερεύς ώρκισε τον Ιησούν να πη αν αυτός ήταν ο Χριστός, ο Υιός του Θεού. Ο Ιησούς απήντησε: «Συ είπας· πλην σας λέγω, Εις το εξής θέλετε ιδεί τον Υιόν του ανθρώπου καθήμενον εκ δεξιών της δυνάμεως, και ερχόμενον επί των νεφελών του ουρανού.» Ο Ιησούς εξηναγκάσθη αδίκως να δώση απάντησι και το σύνολον της αποκρίσεώς του δείχνει ότι η απάντησίς του κατενοήθη από τον αρχιερέα ως καταφατική.
22. Κάτω από ολοκληρωτική διακυβέρνησι, όταν Χριστιανοί ετέθησαν υπό όρκον, ποιες πορείες ενεργείας ανοίχθηκαν σ’ αυτούς;
22 Ακόμη στο δικαστήριο, υπό όρκον, παρουσιάσθησαν περιπτώσεις στις ολοκληρωτικές χώρες, όπως υπό την διακυβέρνησι του Χίτλερ, που οι αδελφοί αντιμετώπισαν την ανάγκη να εκλέξουν ανάμεσα σε δύο κακές πορείες. Η μία πορεία ήταν να πουν κάθε τι που ήξεραν και να ενοχοποιήσουν και εκθέσουν αδελφούς σε καταδίωξι και τιμωρία και να φέρουν επίσης καταδίκη στον εαυτό τους. Η άλλη πορεία ήταν να αρνηθούν να απαντήσουν σε ερωτήσεις όταν βρίσκονταν στη θέσι του μάρτυρος και να κρατηθούν για απείθεια στο δικαστήριο. Σε όμοιες περιπτώσεις σήμερα απόκειται στο άτομο να εκλέξη αν θέλη να απαντήση ή όχι. Η άρνησις σημαίνει τιμωρία. Μπορεί ένας να προτιμήση να μείνη σιωπηλός και να φυλακισθή ή να μιλήση και να πολλαπλασιάση την τιμωρία του ή να θέση τους αδελφούς του σε κίνδυνο. Αποκλείεται η προτίμησις να ψευσθή, αλλά μπορεί να αρνηθή να απαντήση, ενθυμούμενος ότι πρέπει να υποστή την ποινή που επιβάλλει ο Καίσαρ, η οποία μπορεί να είναι έτη φυλακίσεως. Ένας Χριστιανός δεν μπορεί να ορκισθή ψευδώς, και για τούτο εκείνοι που ήσαν στην Εθνικοσοσιαλιστική Γερμανία έπρεπε να υποστούν τις συνέπειες της διαβιώσεως σε μια χώρα όπου δεν υπήρχε δικαιοσύνη, όπου εθεωρείτο έγκλημα το να είναι κανείς Χριστιανός. Ο Ιεχωβά τούς έδωσε δύναμι και σοφία για να υπομείνουν. Εν τούτοις, αυτό δεν σημαίνει ότι ένα άτομο πρέπει πάντοτε να παραμένη σιωπηλό ενώπιον ενός άδικου δικαστηρίου. Υπάρχουν περιπτώσεις που μπορεί να προέλθη καλό προς τιμήν του ονόματος του Ιεχωβά με το να δοθή μια τολμηρή μαρτυρία. Ο Ιησούς Χριστός ετόνισε ότι οι ακόλουθοί του θα ήρχοντο ενώπιον των αρχόντων για να δώσουν μαρτυρία και ότι θα μιλούσαν. (Ματθ. 10:17-20) Τα κεφάλαια 22 και 26 των Πράξεων δείχνουν πώς ο Παύλος έδωσε τολμηρή, διακριτική μαρτυρία ενώπιον των αρχών. Απόκειται, λοιπόν, στον κατηγορούμενο Χριστιανό να κρίνη αν είναι σκόπιμο κάτω από τις διάφορες περιστάσεις να μιλήση ελεύθερα ή όχι, αλλ’ αν κανείς προτιμά να μιλήση, πρέπει να πη την αλήθεια.
23. Εψεύσθη ο Ιησούς υπό όρκον;
23 Μερικοί ισχυρίσθησαν ότι περιστάσεις σαν εκείνες της Εθνικοσοσιαλιστικής Γερμανίας θα δικαιολογούσαν το να ψευσθή κανείς υπό όρκον, αλλά η Βίβλος δεν το λέγει αυτό. Ο Ιησούς, όταν ήταν υπό όρκον, απήντησε λέγοντας την αλήθεια, μολονότι είπε ολίγα. Δεν υπάρχει ένδειξις στη Γραφή ότι ο Ιησούς εψεύσθη ποτέ. Τα λόγια του εις Ιωάννην 7:8 (ΑΣ) «Σεις ανάβητε εις την εορτήν ταύτην· εγώ δεν αναβαίνω εις την εορτήν ταύτην, και το ότι επήγε στην εορτή αργότερα, τα επικαλούνται εκείνοι που θέλουν να δικαιολογηθούν λέγοντας κάτι αναληθές· εν τούτοις, μια εξέτασις της γλώσσης του κειμένου ή άλλων μεταφράσεων δείχνει ότι ο Ιησούς δεν είπε πράγματι κάτι αναληθές. Είπε: «Εγώ ούπω αναβαίνω εις την εορτήν ταύτην», Κείμενον· ή «Εγώ δεν αναβαίνω ακόμη εις την εορτήν αυτήν», Μετάφρασις Νέου Κόσμου· ή «Εγώ δεν αναβαίνω έτι εις την εορτήν ταύτην», Νεοελληνική Μετάφρασις.
24. Τι μαθαίνομε από την πικρή πείρα του Πέτρου;
24 Αναγράφεται στο Ματθαίο 26:69-75 πώς ο Πέτρος αρνήθηκε τον Ιησούν με όρκο. Όταν κανείς ορκίζεται, πρέπει να πη την αλήθεια. Εκείνο που έκαμε ο Πέτρος δεν ήταν βέβαια ορθό. Το ήξερε αυτό, επειδή κατόπιν έκλαψε πικρά. Η συνείδησίς του τον έτυπτε. Ο Ιησούς δεν του είχε δώσει τέτοιο παράδειγμα για να το ακολουθήση. Είχε σφάλει, αλλά σ’ αυτή την περίπτωσι είναι προφανές ότι ο Ιεχωβά έδειξε παρ’ αξίαν χάριν στον Πέτρο και τον εσυγχώρησε, επειδή αργότερα εχρησιμοποιήθη για να συνεχίση το έργο των πρώτων Χριστιανών και να υπηρετήση τους αδελφούς. Η καλή πορεία του Ιησού Χριστού και οι πικρές πείρες του Πέτρου είναι παραδείγματα για τους συγχρόνους Χριστιανούς.
25. Ποια ζητήματα προβάλλουν μερικοί, και σε τι πρέπει αποβλέπωμε;
25 Διάφοροι χαρακτήρες της Βίβλου κατηγορήθηκαν ότι εψεύσθησαν, όπως ο Ιακώβ, η Ραάβ, οι Γαβαωνίτες, ο Δαβίδ και άλλοι, αλλά δεν αναγράφεται στη Βίβλο ότι απεδοκιμάσθησαν από τον Θεό για τούτο. Το πώς πρέπει να κατανοηθούν οι περιπτώσεις αυτές φαινομενικού ψεύδους, θα το πραγματευθούμε σ’ ένα άλλο άρθρο που ελπίζομε να το δημοσιεύσωμε στη Σκοπιά.
ΕΥΧΕΣ ΚΑΙ ΟΡΘΕΣ ΠΡΑΞΕΙΣ
26, 27. Πώς είναι δυνατόν ένα άτομο να ζη ένα ψεύδος;
26 Εκείνοι που συνταυτίζονται με την κοινωνία του Νέου Κόσμου του Ιεχωβά και αφιερώνονται στην υπηρεσία του Ιεχωβά, κάνουν μια ευχή, την οποία δεν μπορεί να την παραβή κάνεις χωρίς να προκύψη η δέουσα τιμωρία. Εκείνοι που κάνουν τέτοιες ευχές, πρέπει να τηρούν όλους τους όρους της αφιερώσεώς των, πράγμα που σημαίνει πλήρη υπακοή στον Παντοδύναμο Θεό, Ιεχωβά. (Δευτ. 23:21-23) Ή αν κανείς έλθη σε γνώσι της αληθείας και γνωρίζη τι είναι ορθό, και αυτός επίσης έχει την ευθύνη να πράττη εκείνο που είναι ορθόν ενώπιον του Ιεχωβά. Είτε, λοιπόν, ένας κάνει μια αφιέρωσι ή απλώς ομολογεί ότι είναι ένας θεοσεβής Χριστιανός, απαιτείται εξίσου απ’ αυτόν να πράττη το ορθόν και να τηρή την αλήθεια. «Εάν είπωμεν ότι κοινωνίαν έχομεν μετ’ αυτού, και περιπατώμεν εν τω σκότει, ψευδόμεθα και δεν πράττομεν την αλήθειαν. Εάν όμως περιπατώμεν εν τω φωτί καθώς αυτός είναι εν τω φωτί, έχομεν κοινωνίαν μετ’ αλλήλων, και το αίμα του Ιησού Χριστού του Υιού αυτού καθαρίζει ημάς από πάσης αμαρτίας.» (1 Ιωάν. 1:6, 7) Αυτό σημαίνει ότι ζούμε ένα ψεύδος αν ισχυριζώμεθα ότι είμεθα κάτι που δεν είμεθα, πράγμα που είναι ακριβώς εκείνο που έκαμε ο Ανανίας και η Σαπφείρα. Ο ασεβής κλήρος της εποχής του Ιησού έκανε επίσης το ίδιο. Όλοι όσοι είναι άπιστοι κάνουν τους εαυτούς των ψεύτες. Το να λάβη κανείς μια κακή πορεία ενεργείας είναι πράγματι άρνησις του Ιησού Χριστού. «Τις είναι ο ψεύστης, ειμή ο αρνούμενος ότι ο Ιησούς δεν είναι ο Χριστός;»—1 Ιωάν. 2:22.
27 Ο Ιεχωβά μάς έχει δώσει πολλές οδηγίες στον Λόγο της αληθείας του, ώστε μπορούμε να εξαρτισθούμε για ζωή στον νέο του κόσμο, και αναμένεται από μας να τηρούμε τις εντολές του. Ο Ιεχωβά έκαμε μια γεμάτη έλεος προμήθεια μέσω του Χριστού για να άρη την ανικανότητα και την αμαρτία που ήλθαν επάνω μας μέσω του πρώτου μεγάλου ψεύδους. Αν τον υπηρετούμε κατάλληλα θα υπακούωμε στις εντολές που ο Ιεχωβά έχει δώσει μέσω του Υιού του. Εκείνοι που ισχυρίζονται ότι είναι δούλοι του Θεού, Χριστιανοί, και όμως δεν τηρούν τις εντολές, είναι πραγματικά ψεύσται και ζουν ένα ψεύδος. «Και εν τούτω γνωρίζομεν, ότι εγνωρίσαμεν αυτόν, εάν τας εντολάς αυτού φυλάττωμεν. Όστις λέγει, Εγνώρισα αυτόν, και τας εντολάς αυτού δεν φυλάττει, ψεύστης είναι και εν τούτω η αλήθεια δεν υπάρχει.»—1 Ιωάν. 2:3, 4.
Η ΣΥΝΕΙΔΗΣΙΣ
28. Τι είναι Χριστιανική συνείδησις, και πώς είναι οδηγός στο να πράττη κανείς το ορθόν;
28 Ο Ιεχωβά έχει δώσει στους ανθρώπους μια συνείδησι. Η συνείδησις αυτή μπορεί να είναι αγαθή ή κακή. Ο απόστολος Παύλος έγραψε στον Τιμόθεο για ανθρώπους σε ‘υστέρους καιρούς’ που θα είχαν τη συνείδησί τους καυτηριασμένη. Αυτοί είναι εκείνοι που απομακρύνονται από τις διδασκαλίες του Θεού. Είναι εκείνοι των οποίων οι συνειδήσεις δεν πληγώνονται από την αδικοπραγία. Αλλ’ ο Χριστιανός πρέπει να έχη αγαθή συνείδησι. Πρέπει να έχη πεποίθησι στο γεγονός ότι πράττει το ορθόν, ότι είναι προσκολλημένος στην αλήθεια στο κάθε τι. Είναι ανάγκη να έχωμε αγαθή συνείδησι ενώπιον του Ιεχωβά για να επιτύχωμε στην πίστι μας, έχοντας «πίστιν και αγαθήν συνείδησιν, την οποίαν τινές αποβαλόντες, εναυάγησαν εις την πίστιν.» (1 Τιμ. 1:19) Όταν γνωρίζωμε την αλήθεια, αφήνομε πίσω μας την πονηρή συνείδησι και με την προμήθεια που έχει κάμει ο Ιεχωβά γινόμεθα καθαροί. «Ας πλησιάζωμεν μετά αληθινής καρδίας εν πληροφορία πίστεως, έχοντες τας καρδίας ημών κεκαθαρμένας από συνειδήσεως πονηράς, και λελουμένοι το σώμα με ύδωρ καθαρόν.» (Εβρ. 10:22) Η Χριστιανική συνείδησις, εκπαιδευμένη από τον Λόγον του Θεού, είναι ένας καλός οδηγός στο να πράττη κανείς το ορθόν και καθιστά άχρηστη τη συγκρότησι ενός κώδικος κανόνων ομοίου με το Ταλμούδ. Ο Χριστιανός πρέπει να εξετάζη ατομικώς τη συμβουλή του Λόγου του Ιεχωβά, για να δη τι είναι ορθόν και να καθορίση τι πρέπει να πράξη όταν αντιμετωπίζη την περίπτωσι εκλογής για το αν θα απαντήση ή όχι.
29. Γιατί μια αγαθή συνείδησις είναι ευλογία;
29 Για να πράξωμε το ορθόν και να πούμε την αλήθεια, συχνά χρειάζεται να υποφέρωμε στα χέρια διωκτών και εκείνων μέσα στον κόσμο που είναι εναντίον του καλού. Πράττοντας το ορθόν συμμετέχομε στη μαρτυρία όσον αφορά τον Παντοδύναμον Θεόν και έχομε μερίδα στη διεκδίκησι του ονόματός του. Είναι ευχάριστο να έχη κανείς αγαθή συνείδησι, αλλά είναι βασανιστικό για ένα άτομο να λέγη ψεύδη και ν’ ακολουθή τον εσφαλμένο δρόμο και να έχη κακή συνείδησι. Αν ένας λέγη την αλήθεια, δεν χρειάζεται να στενοχωρήται διαρκώς για να κρατή σε συνέπεια τις ιστορίες του. Εκείνοι που συνηθίζουν να ψεύδωνται πρέπει πάντοτε να κρατούν σκεπασμένα τα ίχνη των. Γιατί να βρίσκεσθε σε δυσκολίες όλη τη ζωή σας, προσπαθώντας να καλύψετε ψεύδη; Γιατί να μη λέτε την αλήθεια πάντοτε και ν’ απολαμβάνετε τη ζωή με μια καθαρή συνείδησι; Αν κανείς πρέπει να υποστή παθήματα επειδή λέγει την αλήθεια, δεν είναι τόσο δύσκολο να τα υποφέρη αν έχη αναπαυμένη τη συνείδησί του ενώπιον του Ιεχωβά. Είναι προνόμιο να πάσχη κανείς επειδή πράττει το ορθόν και διατηρεί μια αγαθή συνείδησι.—1 Πέτρ. 2:19, 20.
30. Πώς ωφελούμε τον εαυτό μας και τα τέκνα μας με το να έχωμε καθαρή καρδιά και να παραμένωμε κοντά στην οργάνωσι του Ιεχωβά;
30 Από όλα όσα πράττομε στη ζωή μας, το κυριώτερο που επιθυμούμε να πράττωμε είναι να είμεθα ευάρεστοι στον Ιεχωβά. Θέλομε να πράττωμε εκείνο που είναι ευχάριστο στον Θεό. Για τούτο είμεθα στενά προσκολλημένοι στην οργάνωσι που έχει συγκροτήσει ο Ιεχωβά και πράττομε εκείνο που ο Λόγος του μας λέγει να πράττωμε. Πρέπει ν’ αποφεύγουμε τις κακές επιρροές του παλαιού αυτού κόσμου και να μη μαθαίνωμε ήθη από το περιβάλλον του. Είμεθα υποχρεωμένοι να πράττωμε με τη μεγίστη μας ικανότητα όσα ο Ιεχωβά θα ήθελε να πράττωμε. Γεμίστε την καρδιά με αλήθεια, και τότε θα ομιλήται αλήθεια. (Ματθ. 12:34· Φιλιππησ. 4:8) Είναι σαφές σ’ εμάς ότι ο Ιεχωβά ερευνά τις ενδόμυχες σκέψεις μέσα στα βάθη των καρδιών μας, εξετάζοντας τα ελατήριά μας για να δη αν είναι ορθά ή εσφαλμένα. Αν λέμε την αλήθεια, μπορούμε να περιμένομε ότι θα έχωμε την εύνοια του Ιεχωβά. Και τα τέκνα μας θα κερδίσουν επίσης την εύνοιά του, διότι θα βλέπουν στους γονείς των το κατάλληλο παράδειγμα και θα είναι φιλαλήθη ενώπιον του Ιεχωβά επίσης. Βέβαια, είναι ουσιώδες το να εκπαιδεύωμε τα τέκνα από τα πρώτα χρόνια της ζωής να λέγουν την αλήθεια.
31. Γιατί η φιλαλήθεια και η ευθύτης είναι αναγκαίες μεταξύ εκείνων που αποτελούν την κοινωνία του Νέου Κόσμου;
31 Είναι αλήθεια ότι κάνομε λάθη· αλλ’ υπολογίζομε στο έλεος του Ιεχωβά Θεού και στην αγάπη των αδελφών μας, καθώς εκτελούμε όσο μπορούμε καλύτερα το έργον που ο Ιεχωβά Θεός έχει δώσει στην κοινωνία του Νέου του Κόσμου στους εσχάτους αυτούς καιρούς. Υπάρχει ένας μόνο όμιλος ανθρώπων σήμερα που κρατούν ακεραιότητα και υποστηρίζουν τις αρχές της αληθείας και της δικαιοσύνης που βρίσκονται στον Λόγον του Θεού, οι άνθρωποι δε αυτοί είναι εκείνοι που αποτελούν την κοινωνία του Νέου Κόσμου. Είναι ορθό και ευάρεστο ενώπιον του Θεού να είναι αγνοί και ευθείς και καθαροί εκείνοι που είναι δούλοι του, να λέγουν την αλήθεια, να συμπεριφέρωνται δίκαια και τίμια προς τους αδελφούς των, και να διατηρούν την ειρήνη και την ενότητα της οργανώσεως. Ας μην επιτρέψωμε να υπάρχη αδικοπραγία μεταξύ εκείνων που συνταυτίζονται με τη θεοκρατική οργάνωσι του Ιεχωβά. Ας συμπεριφερώμεθα δίκαια ο ένας προς τον άλλον και ας μάθωμε πώς να ζούμε για τον νέο κόσμο τώρα, για να μπορέσωμε να ζήσωμε στον νέο κόσμο τότε όταν θα βρίσκεται σε πλήρη λειτουργία.—Εφεσ. 4:15, 16.