Ερωτήσεις από Αναγνώστας
● Αν απαγορευθή σ’ έναν νεαρό από τον πατέρα του ή την μητέρα του να μελετά την Αγία Γραφή ή να συναναστρέφεται τους Χριστιανούς μάρτυρας του Ιεχωβά είναι υποχρεωμένος να υπακούη σ’ αυτά τα ζητήματα;—Η.Π.Α.
Η Αγία Γραφή προστάζει τα τέκνα: «Τα τέκνα υπακούετε εις τους γονείς σας εν Κυρίω· διότι τούτο είναι δίκαιον.» (Εφεσ. 6:1) «Τα τέκνα υπακούετε εις τους γονείς κατά πάντα· διότι τούτο είναι ευάρεστον εις τον Κύριον.» (Κολ. 3:20) Οι μάρτυρες του Ιεχωβά, ως σταθεροί συνήγοροι της Αγίας Γραφής συνεχώς προτρέπουν τους νεαρούς ν’ ακολουθούν αυτή τη θεία συμβουλή. Εν τούτοις, το γεγονός ότι ο Κύριος Ιησούς Χριστός φέρεται σ’ αυτό το ζήτημα δείχνει ότι η υπακοή στους γονείς δεν είναι απόλυτη. Η εξουσία του Ιησού Χριστού είναι πολύ μεγαλύτερη από εκείνην οποιουδήποτε επιγείου πατρός. Στον Ιησού δόθηκε «πάσα εξουσία εν ουρανώ και επί γης και αυτός είναι η Κεφαλή παντός ανδρός.»—Ματθ. 28:18· 1 Κορ. 11:3.
Επομένως, όταν ένας πατέρας απαιτή από τα τέκνα του να παρακούσουν τον νόμο του Χριστού και συνεπώς και τον νόμον του Θεού, εξέρχεται από τον κύκλο της εξουσίας του. Σε τέτοιες περιπτώσεις λοιπόν τα τέκνα πρέπει ν’ αποφασίζουν τι θα κάμουν. Λόγου χάριν, τι θα γίνη αν ένας πατέρας προστάζη τον γυιο του να κλέπτη, να ψεύδεται, ν’ απατά ή να επιδίδεται σε άλλες παράνομες πράξεις; Ο γυιος μπορεί να γνωρίζη ότι ο Θεός τα απαγορεύει αυτά. Γι’ αυτό, ένας γυιος μπορεί να προτιμήση να υπακούη στον ανώτερο νόμο του Θεού και του Χριστού και να μη βαδίζη μαζί με τον πατέρα του.
Και ο νόμος της χώρας ακόμη θέτει κάποια ευθύνη στα παιδιά σχετικά μ’ αυτό. Μπορεί να κρίνη υπεύθυνο το παιδί για τη διάπραξι ενός εγκλήματος καθ’ υπόδειξιν του πατέρα του. Η Αμερικανική νομολογία λέγει: «Ένα παιδί που ενεργεί κατ’ εντολήν των γονέων του, μπορεί, σε μια κατάλληλη περίπτωσι, ν’ απαλλαγή για ένα έγκλημα που διεπράχθη από αυτό, μολονότι η εντολή του πατρός δεν απαλλάσσει πάντοτε το παιδί για τη διάπραξι εγκλήματος. Όταν ένα παιδί κάνη μια παράνομη πράξι παρουσία του πατρός του, καθ’ υπόδειξίν του, και ένεκα εγκληματικού σκοπού του πατρός του, πρέπει να γίνη φανερό ότι το παιδί ήταν σε ανώριμη ηλικία ή διάνοια και εντελώς υπό την κυριαρχία, την καθοδηγία, και τον έλεγχο του πατρός του, προτού κριθή ότι το έγκλημα είναι του πατρός και όχι του παιδιού.»
Ομοίως, ο νόμος του Θεού δεν απαλλάσσει τα παιδιά για παράνομες πράξεις απλώς διότι αυτά μπορεί να είναι ανήλικα. Λόγου χάριν, όταν μικρά παιδιά έδειξαν βαριά ανευλάβεια στον προφήτη Ελισσαιέ, ο Ιεχωβά Θεός δεν τα απήλλαξε από την τιμωρία, μολονότι μπορεί να ήταν η στάσις των γονέων των απέναντι του Ελισσαιέ που τα υπεκίνησε να το πράξουν αυτό. (2 Βασ. 2:23, 24) Αυτό σημαίνει ότι ο Ιεχωβά Θεός θεωρεί τα παιδιά υπεύθυνα όταν εν γνώσει των παραβαίνουν τις εντολές του.
Φυσικά, τα πολύ μικρά παιδιά ούτε γνωρίζουν ούτε καταλαβαίνουν όλες τις απαιτήσεις του Θεού. Γι’ αυτό, και αν ακόμη ο ένας γονεύς είναι αληθής δούλος του Θεού, τα μικρά παιδιά θεωρούνται σπλαγχνικά ως άγια και καθαρά από την άποψι του Θεού. (1 Κορ. 7:14) Φυσικά, ο πιστός γονεύς έχει ευθύνη να διδάξη τα τέκνα το θείο θέλημα άσχετα με τη στάσι του απίστου συζύγου. (Παροιμ. 6:20) Κατόπιν, καθόσον τα τέκνα μεγαλώνουν, αποκτούν ευθύνη ενώπιον του Θεού να ενεργούν σύμφωνα με ό,τι γνωρίζουν ότι είναι ορθόν. Αυτό περιλαμβάνει και ζητήματα που σχετίζονται με την αληθινή λατρεία. Είναι θέλημα του Θεού για τους επιδοκιμασμένους δούλους του να μελετούν τον Λόγο του, να συνέρχωνται με τους ομοπίστους των και να διακηρύττουν τη Γραφική αλήθεια και σε άλλους.—Ματθ. 24:14· Ιωάν. 17:3· Εβρ. 10:24, 25.
Εν τούτοις, αν ένας πατέρας απηγόρευε αυτή τη Χριστιανική δράσι, τα τέκνα θα μπορούσαν λογικά και με σεβασμό να εξηγήσουν τη θέσι των σ’ αυτόν. Μια τέτοια εξήγησις θα εβάρυνε αν υπεστηρίζετο από μια υποδειγματική διαγωγή. Πραγματικά ο πατέρας δεν θα είχε κανένα δίκαιο παράπονο για τα παιδιά που επιζητούν να κάμουν το θείο θέλημα. Αν τα παιδιά μπορούν να τον βοηθήσουν να καταλάβη ότι έχουν γίνει καλύτεροι γυιοι και θυγατέρες αφότου άρχισαν να μελετούν τον Λόγο του Θεού, αυτό πολλά μπορεί να κάμη για να διαλύση κάθε προκατάληψι. Μπορεί να τον βοηθήση να διακρίνη ότι τα τέκνα του αποτελούν μια πραγματική τιμή γι’ αυτόν και στέκουν σε έντονη αντίθεσι με τον αυξανόμενο αριθμό των ανευλαβών και άνομων νέων σήμερα στον κόσμο. Αφού σκεφθή αυτά τα σημεία μπορεί να μην έχη καμμιά αντίρρησι να εξακολουθήσουν τα παιδιά του να ακολουθούν μια πορεία που διευκολύνει αυτόν ως κεφαλή της οικογενείας.
Υπάρχουν περιπτώσεις που τα τέκνα είναι τα μόνα στην οικογένεια που θέλουν να μάθουν για τον Λόγο του Θεού. Μπορεί να πάνε στο σπίτι ενός από τους μάρτυρας του Ιεχωβά και να θέσουν Γραφικές ερωτήσεις ή και να παρακολουθήσουν συναθροίσεις στην Αίθουσα Βασιλείας. Αν οι γονείς ζητήσουν από τα τέκνα των να παύσουν κάθε επαφή με τους μάρτυρας του Ιεχωβά, τα τέκνα πρέπει ν’ αποφασίσουν τι πρόκειται να κάμουν βάσει αυτών που ξέρουν ότι είναι ορθά. Αν οι γονείς αρχίσουν με άμεσο τρόπο να επιβλέπουν κάθε μορφή δραστηριότητος των τέκνων των και τ’ απομακρύνουν από κάθε δυνατή επαφή με τους Χριστιανούς μάρτυρας του Ιεχωβά, αυτό δεν εμποδίζει τους νεαρούς να δείξουν την επιθυμία των να κάμουν το θέλημα του Θεού τηρώντας καλή διαγωγή, μελετώντας την Αγία Γραφή μόνοι των και προσευχόμενοι να έλθη ο καιρός που θα είναι πιο ελεύθεροι να ακολουθήσουν την αληθινή λατρεία και μπορούν να εξακολουθούν να ζητούν την άδεια των γονέων των για να μετέχουν πληρέστερα στη Χριστιανική δράσι.
Εξ άλλου, μολονότι οι γονείς αρνούνται να επιτρέψουν σ’ ένα παιδί να παρακολουθή Χριστιανικές συναθροίσεις ή ν’ αφήσουν ένα διάκονο να έρχεται και να συμμελετά τη Γραφή με αυτό, ίσως να μη ασκούν καμμιά αυστηρή επίβλεψι. Ποια είναι η ευθύνη των Χριστιανών μαρτύρων του Ιεχωβά απέναντι ενός τέτοιου παιδιού; Οι μάρτυρες του Ιεχωβά ορθώς σέβονται τις επιθυμίες των γονέων για το τι θα γίνη στο δικό τους σπίτι. Αλλ’ αυτό δεν σημαίνει ότι οι μάρτυρες του Ιεχωβά δεν μπορούν ν’ απαντούν σε Γραφικά ερωτήματα που εγείρονται από νεαρούς που τους επισκέπτονται ή που τους συναντούν στο δρόμο ή αλλού. Οι μάρτυρες του Ιεχωβά δεν έχουν ευθύνη ν’ απομακρύνουν τα παιδιά από τις Αίθουσες Βασιλείας των, επειδή οι γονείς μπορεί να μη θέλουν να πηγαίνουν εκεί τα τέκνα των. Η Αγία Γραφή λέγει: «Όστις θέλει, ας λαμβάνη δωρεάν το ύδωρ της ζωής.» (Αποκάλ. 22:17) Αν οι νεαροί είναι μεταξύ εκείνων που επιθυμούν το ύδωρ της ζωής, ποιος είναι εκείνος που θα τους απεμάκρυνε; Ο Ιησούς Χριστός είπε στους μαθητάς του: «Αφήσατε τα παιδία και μη εμποδίζετε αυτά να έλθωσιν προς εμέ· διότι των τοιούτων είναι η βασιλεία των ουρανών.»—Ματθ. 19:14.
● Ποια είναι η έννοια των εδαφίων Εκκλησιαστής 9:5, 6: «Διότι οι ζώντες γνωρίζουσιν ότι θέλουσιν αποθάνει· αλλ’ οι νεκροί δεν γνωρίζουν ουδέν, ουδέ έχουσι πλέον απόλαυσιν επειδή το μνημόσυνον αυτών ελησμονήθη. Έτι και η αγάπη αυτών, και το μίσος αυτών, και ο φθόνος αυτών, ήδη εχάθη· και δεν θέλουσιν έχει πλέον εις τον αιώνα μερίδα εις πάντα όσα γίνονται υπό τον ήλιον»;—Η.Π.Α.
Αναγινώσκοντας τα συμφραζόμενα μπορούμε να διακρίνωμε ότι ο Σολομών, ο συγγραφεύς του βιβλίου Εκκλησιαστής, ομιλεί από την άποψι της ζωής που υπάρχει σήμερα στη γη, «υπό τον ήλιον,» θα μπορούσαμε να πούμε, από την αυστηρή ανθρώπινη άποψι, από την αντικειμενική όψι ενός παρατηρητού. Εδώ αυτός δεν λαμβάνει υπ’ όψιν τον σκοπό του Θεού να πραγματοποιήση ανάστασι. Πραγματεύεται την κατάστασι του ανθρώπου όπως περιγράφεται από τον απόστολο Παύλο στην επιστολή προς Ρωμαίους 8:20: «Επειδή η κτίσις υπετάχθη εις την ματαιότητα.» Ο Σολομών λέγει ότι «τα πάντα [είναι] ματαιότης,» ότι «εν συνάντημα είναι εις τον δίκαιον και εις τον ασεβή.»—Εκκλ. 1:2· 9:2, 3.
Αυτή είναι η κατάστασις στην οποία βρίσκεται όλο το ανθρώπινο γένος. Πλούσιοι και φτωχοί, μεγάλοι μικροί, καλοί και κακοί—όλοι πεθαίνουν. Ο απόστολος Παύλος το εξέφρασε αυτό: «Πάντες αποθνήσκωσιν εν τω Αδάμ.» (1 Κορ. 15:22) Βέβαια, οι δίκαιοι βασικά δεν είναι σε καλύτερη θέσι από τους πονηρούς ως προς τα χρόνια της ζωής των. Αλλ’ αυτό δεν αναιρεί το γεγονός ότι ο Θεός θεωρεί τους δικαίους ως διαφορετικούς και ότι αυτός παρέσχε ελπίδα γι’ αυτούς η οποία τους διατηρεί τώρα και προσφέρει ζωή στο μέλλον. Η δήλωσις του αποστόλου, που παρετέθη εν μέρει ανωτέρω λέγει τα εξής: «Επειδή η κτίσις υπετάχθη εις την ματαιότητα, ουχί εκουσίως, αλλά διά τον υποτάξαντα αυτήν, επ’ ελπίδι και αυτή η κτίσις θέλει ελευθερωθή από της λείας της φθοράς και μεταβή εις την ελευθερίαν δόξης των τέκνων του Θεού.»—Ρωμ. 8:20, 21.
Ο Σολομών λαμβάνοντας τη θέσι ενός παρατηρητού, τονίζει ότι ο μέσος άνθρωπος, ένας άνθρωπος του κόσμου, γνωρίζει ότι θα πεθάνη, ακριβώς όπως βλέπει και όλους τους άλλους ανθρώπους να πεθαίνουν. Έχει συναίσθησι του θανάτου. Η παρατήρησις επίσης αποκαλύπτει ότι όταν ένα άτομο είναι νεκρό, δεν έχει συναίσθησι των πραγμάτων που είναι γύρω του. Οι άνθρωποι δεν μπορούν τίποτα να κάνουν γι’ αυτόν· το χρήμα δεν σημαίνει τίποτα. Ο κόσμος προχωρεί, όπως και οι συγγενείς και οι φίλοι του, στο ταχυκίνητο ρεύμα της καθημερινής ζωής, δεν μπορούν πια να τον συμπεριλάβουν στα σχέδιά των και στις υποθέσεις των, και γι’ αυτό, κατ’ ανάγκην, πρέπει τελικά να τον λησμονήσουν. Όχι ότι αυτοί δεν ενθυμούνται ότι αυτός υπήρχε, ότι δεν αποτελεί πια μια δύναμι—δεν εμφανίζεται στη δική τους ζωή. Μέγα μέρος της προσωπικότητάς του έχει λησμονηθή, η δε επόμενη γενεά πραγματικά διόλου δεν τον γνωρίζει.
Ο νεκρός δεν μπορεί πια να εκδηλώνη αγάπη, μίσος ή ζηλοτυπία. Οσηδήποτε δύναμι, εξουσία ή πλούτη κι αν είχε όταν ζούσε, αυτά περιέρχονται σε άλλα χέρια, και δεν μπορεί να πη τίποτε γι’ αυτό. (Εκκλ. 2:21) Σ’ αυτό το σύστημα πραγμάτων δεν έχει μερίδα επ’ αόριστον, και θα παρέμενε εντελώς αφανής για πάντα, πραγματικά, αν δεν υπήρχε η πρόνοια του Θεού για μια νέα τάξι και για την ανάστασι των νεκρών.
Ο Σολομών λοιπόν γράφει απλώς για να παραστήση την κατάστασι που θεωρείται σαν ο παρών κόσμος να αποτελή όλο εκείνο που υπάρχει. Δείχνει τη ματαιότητα της ζωής για κείνον που δεν είναι λάτρης του Θεού. Αλλ’ ο απόστολος Παύλος είπε στους Χριστιανούς της Θεσσαλονίκης: «Δεν θέλω δε να αγνοήτε, αδελφοί, περί των κεκοιμημένων, διά να μη λυπήσθε καθώς και οι λοιποί οι μη έχοντες ελπίδα. Διότι εάν πιστεύωμεν ότι ο Ιησούς απέθανε και ανέστη ούτω και ο Θεός τους κοιμηθέντας διά του Ιησού θέλει φέρει μετ’ αυτού.»—1 Θεσσ. 4:13, 14.
Ο Σολομών ήταν «ο Εκκλησιαστής» (η σημασία της Εβραϊκής λέξεως Κοέλεθ, τίτλος του βιβλίου του Σολομώντος.) Προσπαθούσε να συνάγη τον λαό στη λατρεία του Ιεχωβά. Γι’ αυτό και περιέγραψε μια εικόνα της ματαίας καταστάσεως του κόσμου τούτου και, αφού εξήτασε την πλήρη ματαιότητα και την έλλειψι ελπίδος, υπέδειξε την ορθή πηγή της ελπίδος, λέγοντας: «Ας ακούσωμεν το τέλος της όλης υποθέσεως· φοβού τον Θεόν και φύλαττε τας εντολάς αυτού, επειδή τούτο είναι το παν του ανθρώπου. Διότι ο Θεός θέλει φέρει εις κρίσιν παν έργον και παν κρυπτόν, είτε αγαθόν είτε πονηρόν.»—Εκκλ. 12:13, 14.