Να Είσθε Ικανοποιημένοι με το να Εργάζεσθε
«Και έτι το να τρώγη πας άνθρωπος, και να πίνη, και να απολαμβάνη καλόν εκ παντός τον μόχθου αυτού, είναι χάρισμα Θεού.»—Ελκλησ. 3:13.
1. Τι εκλέγει να πράττη ο Ιεχωβά, και πώς τον επηρεάζει το να πράττη αυτό;
Ο ΙΕΧΩΒΑ είναι ο υπέρτατος σε όλο το σύμπαν. Δεν υπάρχει κεφαλή επάνω απ’ αυτόν. Δεν λαμβάνει διαταγές από κανέναν. Δεν είναι υπεύθυνος απέναντι κανενός. Έχει απόλυτη ελευθερία να ενεργή όπως ευαρεστείται, να πράττη είτε τούτο είτε εκείνο είτε κάτι άλλο. Εκλέγει την πορεία που τον καθιστά ευτυχή και είναι γνωστός ως ο μακάριος Θεός. Η πορεία της ευτυχίας που εκλέγει είναι το να εργάζεται. Δεν αποκάμνει με το να εργάζεται. «Ο αιώνιος Θεός, ο Ιεχωβά, ο Ποιητής των άκρων της γης, δεν ατονεί, και δεν αποκάμνει.» Επομένως δεν θα μπορούσε να σημαίνη την ανάγκη ανανεώσεως των δυνάμεών του το ότι ανεπαύθη στο τέλος της έκτης δημιουργικής ημέρας. Εις έξ ημέρας εποίησεν ο Ιεχωβά τον ουρανόν και την γην, εν δε τη εβδόμη ημέρα κατέπαυσε και ανεπαύθη.» Ο Ιεχωβά δεν απέσχε ή ανεπαύθη από κάθε έργον, αλλά μόνο από το ιδιαίτερο αυτό δημιουργικό έργον, και όταν το συνεπλήρωσε, το εξήτασε και παρετήρησε ότι ήταν πολύ καλό, σε συμφωνία με τον δικό του κανόνα της τελειότητος, και ανεπαύθη και ικανοποιήθη με τη συμπλήρωσι του έργου αυτού, έργου ανωτάτης ποιότητος. Το να δη αυτό το λαμπρό έργον συμπληρωμένο ήταν χαρά και ευχαρίστησις και αναψυχή για τον Ιεχωβά τον Δημιουργό.—Ησ. 40:28, ΑΣ· Έξοδ. 31:17, ΜΝΚ.
2. Ποια είναι η εκλογή του Ιησού, και με ποια αποτελέσματα;
2 Τα παρακάτω λόγια του Ιησού αποδεικνύουν ότι ο Ιεχωβά εξακολουθεί να εργάζεται το σάββατον ή την εβδόμη ημέρα της δημιουργικής εβδομάδος: «Ο Πατήρ μου εργάζεται έως τώρα, και εγώ εργάζομαι.» Τα λόγια αυτά δείχνουν επίσης τα έργα του Ιησού. Αυτός εκτελεί το έργον που του αναθέτει ο Ιεχωβά. Πρόθυμα και εκούσια εκτελεί το έργον του Θεού, και εξέφρασε την ευχαρίστησί του να πράττη το θέλημα του Ιεχωβά. Το εύρισκε τόσο θρεπτικό και τόσο ικανοποιητικό και τόσο αναψυκτικό όσο και η τροφή· περισσότερο ακόμη, πραγματικά, επειδή, σε μια περίπτωσι που οι μαθηταί του τον προέτρεπαν να φάγη, αυτός απήντησε: «Το εμόν φαγητόν είναι να πράττω το θέλημα του πέμψαντός με, και να τελειώσω το έργον αυτού.» Η χαρά της επιτελέσεως του έργου θα του έδινε στο τέλος αναψυχή, απομακρύνοντας κάθε κούρασι και αφήνοντάς τον ικανοποιημένον και ευχαριστημένον.—Ιωάν. 5:17· 4:34.
3. Πώς ήταν εξηρτισμένος ο άνθρωπος για να εργάζεται, και ποιο έργον του ανετέθη όταν εδημιουργήθη;
3 Ο άνθρωπος εδημιουργήθη κατ’ εικόνα και ομοίωσιν του Θεού και του Χριστού, με μέτρον των ιδιοτήτων των σοφίας, δυνάμεως, δικαιοσύνης και αγάπης. Με τη σοφία του ο άνθρωπος μπορούσε να γνωρίζη πώς να εκτελή έργα, με τη δύναμί του θα ήταν ικανός να τα εκτελή, με την αίσθησι δικαιοσύνης που είχε θα μπορούσε να χρησιμοποιή δικαίως τους καρπούς του κόπου του, και με την ιδιότητα της αγάπης θα μπορούσε να προχωρήση πέρα ακόμη και από τη δικαιοσύνη με το να ασκή γενναιόδωρη και ανιδιοτελή συμπεριφορά. Είχε πλασθή με την ικανότητα να εκτελή καλά έργα και του είχε δοθή έργον προς εκτέλεσιν. Όταν εδημιουργήθη ο άνθρωπος, «έλαβεν Ιεχωβά ο Θεός τον άνθρωπον, και έθεσεν αυτόν εν τω παραδείσω της Εδέμ, δια να εργάζηται αυτόν, και να φυλάττη αυτόν.» Στον άνδρα και στην σύζυγό του ελέχθη: «Αυξάνεσθε και πληθύνεσθε, και γεμίσατε την γην, και κυριεύσατε αυτήν, και εξουσιάζετε επί των ιχθύων της θαλάσσης, και επί των πετεινών του ουρανού, και επί παντός ζώου κινουμένου επί της γης.» Τι θαυμαστό προνόμιον έργου εδόθη στο πρώτο ανθρώπινο ζεύγος όταν η γη με τη ζωική και φυτική της ζωή ετέθη υπό την φροντίδα των και έπρεπε να την γεμίσουν με τους απογόνους των, ο δε Ιεχωβά τούς είχε δώσει τις διανοητικές και φυσικές ικανότητες για να μπορέσουν να εκπληρώσουν το ανατεθειμένο σ’ αυτούς έργον τελείως!—Γεν. 2:15· 1:28.
4. Γιατί ο Ιεχωβά έδωσε στον άνθρωπο έργον προς εκτέλεσιν, και ποια επιστημονικά πορίσματα καταδεικνύουν τώρα ότι ήταν σοφό αυτό;
4 Ο Ιεχωβά δεν ανέθεσε την εκτέλεσι αυτού του έργου στον άνθρωπο για ν’ απαλλαγή από το να το εκτελέση ο ίδιος. Αυτό το έκαμε για το καλό του ανθρώπου, επειδή ο άνθρωπος ήταν εξηρτισμένος για να εργάζεται και θα εύρισκε ευτυχία, εκτελώντας αυτό το έργον που ήταν μέσα στα όρια των ικανοτήτων του. Για την ευχαρίστησι και την απόλαυσι και την ικανοποίησι του ανθρώπου τού ανέθεσε ο Ιεχωβά κατάλληλο έργον. Το έργο θα εγέμιζε τη ζωή του, θα απεμάκρυνε οποιαδήποτε πιθανότητα ανίας ή πληκτικής μονοτονίας, και θα του έδινε την ικανοποιητική συναίσθησι ότι είναι χρήσιμος. Αντί οι θείες ιδιότητες να περιορισθούν ή να εκμηδενισθούν ή να λιμνάζουν με αδράνεια, θα μπορούσαν μάλλον να βρουν μια κατάλληλη διέξοδο για πλήρη έκφρασι στο έργον που είχε προσδιορισθή από τον Ιεχωβά. Πρόσφατες επιστημονικές μελέτες επιβεβαιώνουν τη Γραφική αλήθεια ότι ο άνθρωπος επλάσθη για να εργάζεται. Κατέδειξαν ότι η πλειονότης των ηλικιωμένων ατόμων που η υγεία τους είναι καλή δεν θέλουν ν’ αποσυρθούν από το να εργάζωνται, ότι το ν’ αποσυρθούν συχνότερα φέρνει ανία αντί ευτυχίας, και ότι οι ερευνηταί πιστεύουν πώς η αδράνεια κάνει τα γεμάτα ανία και οκνηρία άτομα να χάνουν τη θέλησι του ζην και πραγματικά περικόπτει το μήκος της ζωής των. Οι προσφιλείς ενασχολήσεις δεν αντικαθιστούν ικανοποιητικά την εργασία στη ζωή των αποσυρομένων προσώπων. Ενώ μπορεί να είναι απολαυστικές ολίγες ώρες την εβδομάδα ως μια αλλαγή και ανάπαυσις από την τακτική εργασία, γίνονται κουραστικές όταν επιδιώκονται όλον τον καιρό. Επίσης, οι προσφιλείς ενασχολήσεις συνήθως υστερούν από αυτή την απαίτησι, όπως αναφέρεται σ’ ένα άρθρο: «Για να διατηρήση διανοητική υγεία ένας άνθρωπος πρέπει να αισθάνεται ότι εκτελεί εργασία που εξυπηρετεί έναν ωφέλιμο σκοπό.» Το να αποσυρθή κανείς από ένα καλό έργον είναι περισσότερο αρρώστια παρά ευλογία. Ο Ιεχωβά, λοιπόν, ενήργησε για το καλό του ανθρώπου όταν ανέθεσε στον άνθρωπο κάποιο έργον.
5. Ποιο είναι το θέλημα του Ιεχωβά όσον αφορά τους καρπούς του μόχθου του ανθρώπου;
5 Ο Ιεχωβά δεν θέλει τον άνθρωπο αποστερημένον από τους καρπούς του μόχθου του. «Ο κοπιάζων γεωργός,» έγραψε ο απόστολος Παύλος, «πρέπει πρώτος να μεταλαμβάνη από των καρπών.» Προηγουμένως είχε εξηγήσει εκτενέστερα αυτή τη θεία αρχή, λέγοντας: «Τις φυτεύει αμπελώνα, και δεν τρώγει εκ του καρπού αυτού; Ή τις ποιμαίνει, ποίμνιον, και δεν τρώγει εκ του γάλακτος του ποιμνίου; Μήπως κατά άνθρωπον λαλώ ταύτα; ή δεν λέγει ταύτα και ο νόμος; διότι εν τω νόμω του Μωυσέως είναι γεγραμμένον, “Δεν θέλεις εμφράξει το στόμα βοός αλωνίζοντος.” Μήπως μέλει τον Θεόν περί των βοών; Ή δι’ ημάς βεβαίως λέγει τούτο; διότι δι’ ημάς εγράφη, ότι ο αροτριών, με ελπίδα πρέπει να αροτριά· και ο άλωνίζων, με ελπίδα να μετέχη της ελπίδος αυτού.» Ακόμη και οι βόες έπρεπε να μετέχουν των καρπών του κόπου των. Αλλ’ αποτελούν οι βόες το πρώτιστο μέλημα; Αν ο Ιεχωβά προστατεύη τα συμφέροντα του εργαζομένου κτήνους, πόσο περισσότερο θα γίνη υπέρμαχος της ευημερίας των εργαζομένων ανθρώπων! Ο Παύλος δεν εκμηδενίζει εδώ τον θείον κανόνα αναγνωρίσεως των δικαιωμάτων των βοών, άλλα μ’ ένα ισχυρό ρητορικό σχήμα δείχνει ότι εν συγκρίσει με τους ανθρώπους οι βόες είναι σαν τίποτε, και αν η αρχή της ευσπλαγχνίας εφαρμόζεται στους βόας, εφαρμόζεται με ασυγκρίτως μεγαλύτερη δύναμι στους ανθρώπους, και ιδιαίτερα σ’ εκείνους που κοπιάζουν στην υπηρεσία του Ιεχωβά και σπείρουν πνευματικά πράγματα προς το συμφέρον των άλλων.—2 Τιμ. 2:6· 1 Κορ. 9:7-11.
6, 7. Πώς το Δευτερονόμιον 20:1, 5, 6 δείχνει με χτυπητό τρόπο ότι ο άνθρωπος πρέπει ν’ απολαμβάνη τα αποτελέσματα του έργου του;
6 Ο νόμος όσον αφορά τους βόας, που παρέθεσε ο Παύλος, βρίσκεται στο Δευτερονόμιον 25:4, στο ίδιο δε αυτό βιβλίο ο Ιεχωβά ενδιαφέρεται απ’ ευθείας για τους ανθρώπους και το δικαίωμά των ν’ απολαμβάνουν τα αποτελέσματα των κόπων των. Η τοποθέτησις του ζητήματος είναι σπουδαία. Το έθνος Ισραήλ είχε μόλις τελειώσει την παραμονή του στην έρημο και είχε σταθμεύσει στις πεδιάδες του Μωάβ για να εισέλθη στη Γη της Επαγγελίας. Η γη αυτή κατείχετο από μαχόμενες ορδές δαιμονολατρών. Η είσοδος του Ισραήλ θα επέσπευδε πόλεμον και στη μάχη ο Ισραήλ θα εύρισκε τον εαυτό του απέναντι εχθρού που θα υπερείχε αριθμητικώς: «Όταν εξέλθης εις μάχην εναντίον των εχθρών σου, και ίδης ίππους, και αμάξας, λαόν περισσότερον παρά σε, μη φοβηθής αυτούς· διότι Ιεχωβά ο Θεός σου είναι μετά σου.» Εν τούτοις, παρά το επείγον του θεοκρατικού πολέμου και τη μεγάλη ανάγκη που υπήρχε από κάθε σωματικώς ικανόν άνδρα στις γραμμές της μάχης, σημειώστε τις ακόλουθες εξαιρέσεις από το στρατιωτικό καθήκον: «Τις άνθρωπος ωκοδόμησεν οικίαν νέαν, και δεν έκαμεν εγκαινισμόν αυτής; ας αναχωρήση, και ας επιστρέψη εις την οικίαν αυτού, μήποτε αποθάνη εν τη μάχη, και εγκαινιάση αυτήν άλλος άνθρωπος. Και τις άνθρωπος εφύτευσεν αμπελώνα, και δεν ευφράνθη εξ αυτού; ας αναχωρήση, και ας επιστρέψη εις την οικίαν αυτού, μήποτε αποθάνη εν τη μάχη, και ευφρανθή εξ αυτού άλλος άνθρωπος.»—Δευτ. 20:1, 5, 6.
7 Ο Ιεχωβά θεωρεί ότι ένας άνθρωπος πρέπει ν’ απολαμβάνη τους καρπούς του κόπου του, ότι η εργασία του δεν πρέπει να είναι εις μάτην, χωρίς την ανταμοιβή τής απολαύσεως του αγαθού της. Αυτό έπρεπε να θεωρήται αληθές ακόμη και στον επείγοντα καιρό του πολέμου, οπότε υπήρχε μεγάλη ανάγκη κάθε ικανού ανθρώπου. Αυτός έπρεπε να έχη την ικανοποίησι της απολαύσεως του έργου του και να μην πάη στο μέτωπο της μάχης διερωτώμενος αν θα επέστρεφε για ν’ απολαύση τη ζωή στο σπίτι του ή όχι, ή αν κάποιος άλλος θα ζούσε σ’ αυτό. Ο οικοδόμος έπρεπε να είναι ο πρώτος που θ’ απελάμβανε τα αποτελέσματα του κόπου αυτού. Κατόπιν, αργότερα, θα ανταπεκρίνετο στην πρόσκλησι του πολέμου όταν θα ερχόταν η ώρα και θα μπορούσε να πολεμήση με αδιαίρετη προσοχή, χωρίς να μαστίζεται από σκέψεις ότι ποτέ δεν θ’ απελάμβανε το σπίτι που έκτισε, επειδή τότε θα είχε ήδη δοκιμάσει τη χαρά αυτή. Το ίδιο αλήθευε και για τον άνθρωπο που είχε φυτέψει αμπελώνα. Έπρεπε να φάγη από τον καρπό του προτού πάη στον πόλεμο. Αυτό μπορεί να εσήμαινε απαλλαγή αρκετών ετών, αφού ο νόμος ώριζε ότι δεν έπρεπε να χρησιμοποιηθή καρπός τα πρώτα τρία χρόνια, ότι η παραγωγή του τετάρτου έτους έπρεπε να είναι προσφορά στον Ιεχωβά, και ότι μόνο στο πέμπτο έτος ο καρπός επετρέπετο να δοθή σε κοινή ή γενική χρήσι. Εν τούτοις, η εξαίρεσις ίσχυε ως τον καιρό που ο φυτευτής θα μετείχε από τη συγκομιδή.—Λευιτ. 19:23-25.
8. Πώς ο Ιησούς έδειξε ότι το έργον είναι αυτό καθ’ εαυτό μια ανταμοιβή;
8 Με μια παραβολή ο Ιησούς έδειξε ότι το έργο δίνει τη δική του ανταμοιβή που είναι ευφροσύνη. Ένας άνθρωπος επρόκειτο να ταξιδέψη, προτού δε αναχωρήση συνήθροισε τους δούλους του και τους επεφόρτισε με τη φροντίδα των συμφερόντων του, διανέμοντάς τους τα υπάρχοντά του ανάλογα με τις ποικίλες ικανότητες των δούλων του. Έπειτα από μακρά απουσία επέστρεψε και εζήτησε λογαριασμό. Με επιμελή εργασία, εκείνος που εφρόντιζε για πέντε τάλαντα, τα εδιπλασίασε, και εκείνος που εφρόντιζε για δύο τάλαντα, τα εδιπλασίασε επίσης, αλλά εκείνος στον οποίον είχε ανατεθή η φροντίδα ενός ταλάντου ήταν οκνηρός και δεν έκαμε τίποτε μ’ αυτό και έτσι δεν εκέρδισε τίποτε. Τώρα, πώς αντημείφθησαν οι δύο φιλόπονοι εργάται; Μήπως τους ελέχθη να κάμουν διακοπές σε μια ακρογιαλιά ή στα βουνά; Αυτή ήταν η ανταμοιβή των; Όχι, η ανταμοιβή των για την επίμοχθη εργασία των δεν ήταν διακοπές, αλλά, εκτός από όλα που είχαν κάμει, περισσότερο έργον! Στον καθένα απ’ αυτούς με τη σειρά του, ο κύριος είπε: «Εύγε, δούλε αγαθέ και πιστέ· εις τα ολίγα εστάθης πιστός, επί πολλών θέλω σε καταστήσει· είσελθε εις την χαράν του κυρίου σου.» Η χαρά του κυρίου ήταν σ’ αυτό το έργον, και αναλαμβάνοντας να εκτελέσουν περισσότερο από αυτό το έργον, οι επιμελείς δούλοι εισήρχοντο πληρέστερα στη χαρά του κυρίου των. Αλλά τι θα πούμε για τον οκνηρό δούλο που δεν ήθελε να εργασθή; Τι του συνέβη; Η απόφασις ήταν: «Λάβετε λοιπόν απ’ αυτού το τάλαντον, και δότε εις τον έχοντα τα δέκα τάλαντα.» Αυτό έπρεπε να υπερευχαριστήση τον οκνηρόν. Δεν ήθελε να εργάζεται. Τώρα το έργον αφηρείτο απ’ αυτόν. Μπορούσε να περνά τον καιρό του με οκνηρία. Αλλ’ αντί να ευφραίνεται επειδή δεν υπήρχε έργον, έφυγε κλαίοντας και τρίζοντας τα δόντια του.—Ματθ. 25:14-30.
9. Ποιον σκοπόν εξυπηρετούν οι διακοπές;
9 Για να είμεθα ευτυχείς είναι ανάγκη να εργαζώμεθα. Είναι αλήθεια, χρειαζόμεθα κάποια ανάπαυσι, μια αλλαγή στη διάνοια και στο σώμα για να διορθώσωμε τα κουρασμένα νεύρα και να αναλάβωμε φυσική δύναμι. Η διάταξις του σαββάτου του Μωσαϊκού νόμου προνοούσε για μια τέτοια αναπαυτική αλλαγή έπειτα από μια περίοδο σκληρής εργασίας. Οι διακοπές περιορισμένης διαρκείας είναι ανεκτίμητες για την ανανέωσι των δυνάμεων. Αλλά όταν η φυσική και η διανοητική και η νευρική ενεργητικότης έχουν αποκατασταθή με μια απολαυστική διακοπή, αρχίζομε να γινώμεθα ανήσυχοι. Η διακοπή εξυπηρέτησε τον σκοπό της. Εγίναμε πάλι ισχυροί για δράσι και είμεθα έτοιμοι να εργασθούμε. Το να συνεχίσωμε τις διακοπές πέρα απ’ αυτό το σημείο σημαίνει να μπούμε σε μια περίοδο ανίας και ανησυχίας και να ερωτοτροπούμε με τους εξαχρειωτικούς κινδύνους της οκνηρίας. Θέλομε να επιστρέψωμε στην εργασία μας. Στερούμεθα τη χαρά και την ικανοποίησι που προέρχεται από τη χρήσιμη ενασχόλησι.
10. Τι τώρα αντικαθιστά την αγάπη της εργασίας, και τι προκύπτει απ’ αυτό;
10 Ο Ιεχωβά θέλει οι άνθρωποι να ευχαριστούνται με την εργασία και ν’ απολαμβάνουν τους καρπούς της: «Εγνώρισα ότι δεν είναι άλλο καλόν δι’ αυτούς, ειμή να ευφραίνηταί τις, και να κάμνη καλόν, εν τη ζωή αυτού. Και έτι το να τρώγη πας άνθρωπος, και να πίνη, και να απολαμβάνη καλόν εκ παντός του μόχθου αυτού, είναι χάρισμα Θεού.» (Εκκλησ. 3:12, 13) Πολλοί μοχθούν σήμερα, αλλά ολίγοι βρίσκουν βαθιά ευχαρίστησι στον μόχθο τους. Ολοένα ολιγώτερο η ικανοποίησις της εκτελέσεως είναι η ανταμοιβή για τους κόπους των ανθρώπων ολοένα περισσότερο ο αντικειμενικός σκοπός των προσπαθειών των είναι το χρήμα. Είναι η εποχή του υλισμού, οπότε η φιλοτιμία για καλή εργασία κατατρώγεται από τη διάβρωσι της απληστίας, και ο ζήλος για καλλιτεχνικές επιτεύξεις υποκλίνεται ενώπιον του ειδώλου του εμπορικού κέρδους. Η αντικατάστασις της αγάπης της εργασίας από την αγάπη του χρήματος καταλήγει σε χειροτέρευσι της ποιότητος της εργασίας και των καλλιτεχνικών επιτεύξεων. Το χρήμα κυβερνά, και ξεπεσμένα άτομα πληρώνουν για ξεπεσμένα προϊόντα. Μπορεί να έχουν περισσότερα από υλική άποψι, αλλά έχουν ολιγώτερα από πνευματική άποψι. Αντί να βρίσκουν την ευχαρίστησί των στην εργασία των, την ζητούν στη συσσώρευσι χρήματος, αλλά οι ανησυχίες των και οι νευρώσεις και οι διανοητικές διαταραχές των βροντοφωνούν την αποτυχία της πορείας των. Σε περασμένους αιώνες οι άνθρωποι συνέγραφαν ή εζωγράφιζαν ή συνέθεταν μουσική σε σκοτεινά καταλύματα και ετελείωναν τη ζωή τους στην αφάνεια, αλλ’ αντημείβοντο με ικανοποίησι για τους κόπους των, ο ζήλος δε αυτός που τους υποκινούσε παρήγαγε τα ανεγνωρισμένα αριστουργήματα στη φιλολογία και στην τέχνη και στη μουσική. Αυτοί που κάνουν χρήματα σήμερα απολαμβάνουν την ανταμοιβή που ζητούν, όπως οι γραμματείς και οι Φαρισαίοι και οι Σαδδουκαίοι που έκαναν τα έργα τους για να βλέπωνται από τους ανθρώπους· αλλά και οι δύο χάνουν τη βαθιά τέρψι και ευχαρίστησι της εκτελέσεως που ικανοποιεί. Δημιουργημένοι για να εργάζωνται και ν’ απολαμβάνουν την εργασία τους, πολλοί σήμερα την μισούν και την αποφεύγουν, αντ’ αυτού δε ερωτοτροπούν με τον πλούτο και ικανοποιούν τις επιθυμίες της σαρκός και γρήγορα τους καταπίνει.
Η ΜΑΤΑΙΟΤΗΣ ΤΟΥ ΥΛΙΣΜΟΥ
11. Πώς ο Σολομών φαινομενικώς αντιφάσκει επάνω στο θέμα της εργασίας;
11 Όταν ο Σολομών ήταν ακόμη πιστός στον Ιεχωβά, εχρησιμοποιήθη για να γράψη πολλές στοχαστικές παροιμίες και σκέψεις, στο βιβλίο δε του Εκκλησιαστού που εγράφη απ’ αυτόν τονίζονται κατ’ επανάληψιν οι ματαιότητες που υπάρχουν στη ζωή των ανθρώπων επάνω στη γη. Συχνά εκεί η εργασία φέρεται υπό την προσοχή μας και μερικές φορές φαίνεται σαν να αντιφάσκη ο Σολομών επάνω στο θέμα αυτό, πότε λέγοντας ότι η εργασία είναι μάταιη και ανωφελής και σε άλλες περιπτώσεις επαινώντας την ως τέρψιν του ανθρώπου και χάρισμα από τον Θεό. Παραδείγματος χάριν, εις Εκκλησιαστήν 3:13, που είναι το θεματικό εδάφιο του άρθρου αυτού, ο Σολομών λέγει ότι το να τρώγη και πίνη και απολαμβάνη από την εργασία του ο άνθρωπος, είναι χάρισμα Θεού. Όμως εις Εκκλησιαστήν 1:2, 3 γράφει: «Ματαιότης ματαιοτήτων, τα πάντα ματαιότης. Τις ωφέλεια εις άνθρωπον εκ παντός του μόχθου αυτού, τον οποίον μοχθεί υπό τον ήλιον;» Στο επόμενο κεφάλαιο αφηγείται πολλά από τα έργα του και λέγει: «Η καρδία μου ευφραίνετο εις πάντας τους μόχθους μου· και τούτο ήτο η μερίς μου εκ παντός του μόχθου μου.» Αλλ’ αμέσως προσθέτει ότι όλα είναι ματαιότης επειδή θα πεθάνη όπως ακριβώς και ο άφρων και τα αποτελέσματα του μόχθου του θα αφεθούν σε άλλους αντί να τα απαλαύση ο μοχθών. «Εμίσησα έτι εγώ πάντα τον μόχθον μου τον οποίον είχον μοχθήσει υπό τον ήλιον διότι αφίνω αυτόν εις τον άνθρωπον όστις θέλει σταθή μετ’ εμέ. Και τις οίδεν αν θέλη είσθαι σοφός ή άφρων; και όμως θέλει εξουσιάσει επί παντός του μόχθου μου τον οποίον εμόχθησα, και εις τον οποίον εχρησιμοποίησα την σοφίαν μου υπό τον ήλιον· ματαιότης και τούτο.» Εν τούτοις, γρήγορα επαναλαμβάνει ότι η εργασία είναι ευχαρίστησις: «Δεν είναι τίποτε καλύτερον δια τον άνθρωπον από το να τρώγη, και να πίνη, και να κάμνη την ψυχήν αυτού να απολαμβάνη καλόν εκ του μόχθου αυτού. Και τούτο είδον εγώ, ότι είναι από της χειρός του Θεού· διότι χωρίς αυτού τις δύναται να τρώγει ή τις δύναται να έχη απόλαυσιν;»—Εκκλησ. 2:10, 18, 19, 24, 25, ΑΣΜ.
12. Τι καθιστά μάταιον τον μόχθον, και γιατί η εργασία μερικών είναι ματαιότης;
12 Κάτι, λοιπόν, που καθιστούσε μάταιον τον μόχθο ήταν ότι τους καρπούς του δεν μπορούσε πάντοτε να τους απολαμβάνη ο μοχθών λόγω της παρεμβάσεως του θανάτου. Κατόπιν υπήρχαν μερικοί των οποίων η εργασία ήταν ματαιότης επειδή και ενόσω ακόμη ζούσαν δεν απελάμβαναν τους καρπούς της αλλά ήσαν φιλάργυροι, αρνούμενοι στον εαυτό τους ευχαρίστησι για ν’ αποθησαυρίζουν τον πλούτο τους: «Πάλιν εστράφην εγώ, και είδον ματαιότητα υπό τον ήλιον· υπάρχει τις και δεν έχει δεύτερον· ναι, δεν έχει ούτε υιόν, ούτε αδελφόν και όμως δεν παύει από παντός του μόχθου αυτού· μάλιστα ο οφθαλμός αυτού δεν χορταίνει πλούτου· και δεν λέγει, Δια τίνα εγώ κοπιάζω, και στερώ την ψυχήν μου από αγαθών; Και τούτο είναι ματαιότης, και περισπασμός λυπηρός.» «Τρώγει αυτά ξένος· και τούτο ματαιότης, και είναι νόσος κακή.» Θυμάστε τα Γραφικά περιστατικά που εσημειώσαμε προηγουμένως και που δείχνουν ότι ο Ιεχωβά θέλει να απολαμβάνη κάθε άνθρωπος τους καρπούς του κόπου του; Αν δεν γίνεται αυτό, ο κόπος είναι ανωφελής και μάταιος για τον κοπιάζοντα.—Εκκλησ. 4:7, 8· 6:2.
13. Ποιο πνεύμα παραμορφώνει πολλή εργασία σήμερα, και ποια είναι η ισορροπημένη άποψις;
13 «Προσέτι, εγώ εθεώρησα πάντα μόχθον, και πάσαν επίτευξιν έργου, ότι αποτελεί ανταγωνισμόν του ανθρώπου προς τον πλησίον αυτού· και τούτο ματαιότης και αγών οπίσω του ανέμου. Ο άφρων περιπλέκει τας χείρας αυτού, και τρώγει την εαυτού σάρκα. Καλήτερον μία δραξ πλήρης ησυχίας, παρά δύο, πλήρεις μόχθου και αγώνος οπίσω του ανέμου.» (Εκκλησ. 4:4-6, Ιουδ. Έκδ.) Για πολλούς το ελατήριο της εργασίας δεν είναι το να εκτελέσουν κάτι άξιον εκτελέσεως, αλλά είναι ένας φθονερός ανταγωνισμός για την εξόντωσι του συνανθρώπου των. Είναι η πίεσις του συναγωνισμού και της απληστίας εκείνη που τους ωθεί να εργάζωνται σκληρότερα και καλύτερα από τον πλησίον των, και μ’ ένα πνεύμα φθόνου προσπαθούν να φθάσουν ή και να υπερβούν τον υλισμό του πλησίον των. Για να μεταχειρισθούμε μια σύγχρονη φράσι, αυτοί ένα σκοπό έχουν πώς να «είναι εναρμονισμένοι με τους επιδεικτικώς ζώντας.» Αυτό είναι ιδιοτελές, φέρνει ταραχή, είναι ενοχλητικό και μάταιο. Το άλλο άκρον είναι ο άφρων που περιπλέκει τα χέρια του στην οκνηρία, που καταπιέζεται από ένδεια, και που κατατρώγει τη σάρκα του σε λιμοκτονία. Καλύτερο είναι ν’ ακολουθή κανείς μια μέσην οδόν, να εργάζεται ήσυχα και ειρηνικά, χωρίς ταραχή και φθόνο για τα υπάρχοντα του άλλου, και ν’ απολαμβάνη μια επαρκή φούχτα με ήρεμη ευχαρίστησι, παρά ν’ αρπάζη φθονερά δυο φούχτες αποκτημένες με πικρόν συναγωνισμό ή να κάθεται σε ένδεια με δυο χέρια αφημένα κενά από ανόητη οκνηρία. Καλό είναι ούτε το πάρα πολύ, ούτε το πολύ ολίγο—το πρώτο κάνει τους ανθρώπους να αισθάνωνται πώς είναι ανεξάρτητοι από τον Θεό και το δεύτερο τους βάζει σε πειρασμό να κλέψουν: «Πτωχείαν και πλούτον μη δώσης εις εμέ· τρέφε με με αυτάρκη τροφήν· μήποτε χορτασθώ, και σε αρνηθώ, και είπω, Τις είναι ο Ιεχωβά; ή μήποτε ευρεθείς πτωχός κλέψω, και λάβω το όνομα του Θεού μου επί ματαίω.»—Παροιμ. 30:8, 9, ΑΣ.
14. Πώς ο Σολομών έδειξε την ματαιότητα της επισωρεύσεως πλούτοι, και πώς ο Μιδράς επεξηγεί με παραβολή τα λόγια του;
14 Ποια διαρκής ωφέλεια μπορεί να προέλθη από τα πλούτη που επισωρεύονται από ταραχώδη και φλογερόν συναγωνισμό; Όπως λέγουν οι σύγχρονοι, «Δεν μπορείς να τα πάρης μαζί σου.» Ο Σολομών το εξέφρασε αυτό πιο εύγλωττα: «Καθώς εξήλθεν εκ της κοιλίας της μητρός αυτού, γυμνός θέλει επιστρέψει, υπάγων καθώς ήλθε· και δεν θέλει βαστάζει ουδέν εκ του κόπου αυτού, δια να έχη εν τη χειρί αυτού. Και τούτο έτι κακόν θλιβερόν, καθώς ήλθεν, ούτω να υπάγη· και τις ωφέλεια εις αυτόν ότι εκοπίασε δια τον άνεμον και εδαπάνησε πάσας τας ημέρας αυτού εν σκότει και εν πένθει, και εν πολλή λύπη, και αρρωστία και βασάνω;» Ο Ιουδαίος Μιδράς το εικονίζει αυτό με μια παραβολή. Μια αλεπού βρήκε έναν αμπελώνα που ήταν περιφραγμένος, αλλά παρετήρησε μια τρύπα απ’ την οποία θα μπορούσε να μπη. Ήταν κάπως πολύ χοντρή, γι’ αυτό νήστεψε επί τρεις ημέρες και έγινε λεπτή, κατόπιν δε σύρθηκε μέσα από το άνοιγμα. Μέσα στον αμπελώνα έφαγε άφθονα σταφύλια ώσπου έγινε πάλι παχειά, ώστε όταν προσπάθησε να φύγη δεν μπορούσε να χωρέση μέσα από την τρύπα. Νήστεψε και άλλες τρεις ημέρες για να γίνη αρκετά ισχνή ώστε να συρθή έξω. Όταν βγήκε, κύτταξε πίσω προς τον αμπελώνα και ανεφώνησε: «Όλα όσα είναι μέσα είναι πράγματι ωραία, αλλά τι ωφέλεια έχει κανείς από σας; Όπως μπαίνει έτσι και βγαίνει.» Έτσι συμβαίνει και μ’ αυτόν τον κόσμο, τελειώνει η παραβολή. Μπαίνομε χωρίς τίποτε και αναχωρούμε με τον ίδιο τρόπο»—Εκκλησ. 5:15-17, ΜΑΜ.
15. Σύμφωνα με τον Σολομώντα, και προς άρσιν της φαινομενικής αντιφάσεως στις παρατηρήσεις του για την εργασία, ποιο έργον είναι μάταιο και ποιο όχι;
15 Τι καλό, λοιπόν, προέρχεται από το ν’ αφοσιωθή κανείς στον υλισμό; Ποια διαρκής ωφέλεια προκύπτει; Το να μοχθή κανείς αποβλέποντας σ’ αυτόν είναι μάταιο. Το να εργάζεται για να συσσωρεύη πλούτη για αποθησαύρισμα είναι μωρία. Το να συναγωνίζεται με φθονερόν ανταγωνισμό είναι ένας ενοχλητικός αγών για τον άνεμο. Το να κοπιάζη κανείς για να επισώρευση υλικόν θησαυρό είναι τόσο μάταιο όσο ανόητη είναι και η οκνηρία. Πρέπει να εργαζώμεθα για την αναγκαία μας τροφή και ποτό και για την καθαρή απόλουσι της εργασίας: «Ιδού τι είδον εγώ αγαθόν· είναι καλόν να τρώγη τις και να πίνη, και να απολαμβάνη τα αγαθά όλου του κόπου αυτού, τον οποίον κοπιάζει υπό τον ήλιον, κατά τον αριθμόν των ημερών της ζωής αυτού, όσας έδωκεν ο Θεός εις αυτόν διότι τούτο είναι η μερίς αυτού.» Ο Σολομών ωνόμασε αγαθόν αυτό το έργον, το είδε, όχι ως ματαιότητα, αλλ’ ως άξιον λόγου, και είπε ότι είναι η μερίς του ανθρώπου στη ζωή που του δίδει ο Ιεχωβά. Σε τελευταία ανάλυσι, ο Σολομών δεν αγνοούσε τον Ιεχωβά ούτε συνιστούσε μια ζωή δοσμένη στις σαρκικές εντρυφήσεις χωρίς σκέψι του Θεού ή του μέλλοντος: «Ας ακούσωμεν το τέλος της όλης υποθέσεως· Φοβού τον Θεόν, και φύλαττε τας εντολάς αυτού, επειδή τούτο είναι το παν του ανθρώπου. Διότι ο Θεός θέλει φέρει εις κρίσιν παν έργον, και παν κρυπτόν, είτε αγαθόν, είτε πονηρόν.» Πρόκειται να δοθή λογαριασμός. Πρέπει να εργαζώμεθα με φόβο του Ιεχωβά, επειδή αυτός τελικά θα κρίνη τα έργα μας, ακόμη και τα κρυπτά, ακόμη και τα ελατήρια της καρδιάς μας. Το έργο μας είναι να κάνωμε το καλό σύμφωνα με τις εντολές του. Ένα τέτοιο έργο δεν είναι ματαιότης. Δεν χάνεται μαζί μας, αλλά εξακολουθεί να βρίσκεται στη μνήμη του Θεού και θα κερδίση για μας μια ευνοϊκή κρίσι. Περισσότερα όμως, γι’ αυτό θα πούμε αργότερα.—Εκκλησ. 5:18· 12:13.
16. Ως αποτέλεσμα της εισβολής του υλισμού ποια ασθένεια και κίνδυνο αντιμετωπίζει τώρα ο κόσμος;
16 Αμέσως τώρα ας εξετάσωμε μερικές τελικές παρατηρήσεις για τον υλισμό. Ακούμε πολλά γι’ αυτόν σήμερα. Ο κομμουνισμός στιγματίζεται ως υλιστικός και δικαίως καταδικάζεται γι’ αυτό. Αλλά δεν είναι ολόκληρος ο κόσμος υλιστικός; Ακόμη και εκείνοι που ισχυρίζονται ότι μιλούν για τον Θεό, εργάζονται για τον υλισμό, τον θεωρούν πρακτικόν, θέτουν την εμπιστοσύνη των σ’ αυτόν, και πραγματικά θεωρούν ως ανοήτως μη πρακτικούς τους σχετικώς ολίγους που ασκούν πίστι στον Ιεχωβά και στον Λόγον του και στον νέο του κόσμο. Συγκεντρωμένοι στην υλιστική επιστήμη, είναι πνευματικώς ασθενείς και η ηθική και η ακεραιότης και ο αγών για τις δίκαιες αρχές εκλείπουν από τους ανθρώπους του κόσμου και θεωρούνται ως ωφελιμιστικά επιχειρήματα, οι δε υλιστικές απόψεις γίνονται πιο ζωντανές και ενεργητικές στις ανθρώπινες υποθέσεις. Η πρόοδος του υλισμού υπήρξε τόσο μεγάλη όσο και η υποχώρησις της πνευματικότητος, και μάλιστα ένας διεφθαρμένος κόσμος, τυφλωμένος από την τεχνητή λάμψι του υλικού του πλούτου, αρχίζει να στενοχωρήται για τις ομιχλώδεις συνέπειες της πνευματικής πτωχείας του. Το περιοδικό Νιουσγουήκ της 29ης Μαρτίου 1954 έλεγε: «Η λαμπρή επιστημονική διάνοια του ανθρώπου έχει επινοήσει το μέσον της ολικής καταστροφής του ανθρώπου. Η νωθρή πολιτική διάνοια του ανθρώπου θα πρέπει τώρα να αγωνισθή με το πρόβλημα της σωτηρίας του ανθρώπου από την ίδια του ευφυΐα.» Ο Μαλένκωφ είπε ότι ο ατομικός πόλεμος «σημαίνει τον θάνατο του παγκοσμίου πολιτισμού». Ο Αϊζενχάουερ παρεδέχθη ότι ο ατομικός πόλεμος θα εσήμαινε την «καταστροφή του πολιτισμού».
17. Ποια υποδεικνύει ο Τόυνμπη ως χρειώδη αν η ανθρώπινη ζωή πρόκειται να συνεχισθή επάνω στη γη;
17 Γράφοντας στο περιοδικό Τάιμς της Νέας Υόρκης της 26ης Δεκεμβρίου 1954, ο διάσημος Βρεττανός ιστορικός Άρνολντ Ι. Τόυνμπη άρχιζε: «Ποιες είναι οι συγκινήσεις μας καθώς πλησιάζομε στο νέο έτος 1955; Αισθανόμεθα ότι ο κόσμος χρειάζεται πάλι μια πνευματική αφύπνισι;» Λέγει ότι ο κόσμος βρίσκεται κάτω από τη γοητεία της Δύσεως, αλλ’ ότι η κοσμική φιλοσοφία υπό την οποία η Δύσις ζη αποδεικνύει έναν ανεπαρκή οδηγό. Λόγω του φανατισμού και των πολέμων ψευδών θρησκειών οι προπάτορές μας πριν από το τέλος του δεκάτου εβδόμου αιώνος «επήραν τον θησαυρό τους από τη θρησκεία και τον ενέδυσαν με φυσική επιστήμη», η πίστις δε αυτή στην επιστήμη «υπήρξε η καθοδηγούσα έμπνευσις της Δύσεως ως την εποχή μας, ώσπου τέλος τα όριά της και η αδυναμία της εξετέθησαν ως μια ειρωνική συνέπεια της εκθαμβωτικής της επιτυχίας. . . . Στον καιρό μας, η επιστήμη έθεσε στα ανθρώπινα χέρια τη δύναμι να καταστρέφη ζωή επάνω στη γη.» Ο αποσκληρυμμένος αυτός παλαιός κόσμος δεν εθεώρησε κατορθωτή την αγάπη, αλλ’ ο Τόυνμπη διακηρύττει ότι αυτή αποτελεί ζωτική, πρακτική ανάγκη: «‘Ιδού, εγώ έθεσα ενώπιον σου σήμερον την Ζωήν και το Αγαθόν, και τον Θάνατον και το Κακόν.’ Οι φτερωτοί λόγοι του Γιαχβέ προς τον Ισραήλ πρέπει να ηχούν στ’ αυτιά μας σήμερα. Τώρα που οι λαοί του κόσμου βρίσκουν τους εαυτούς των να στέκουν σε μια οριζόντια γραμμή ο ένας με τον άλλον κρατώντας θανατηφόρα όπλα στα χέρια των οι αρετές της συνέσεως, της εγκρατείας, της ανεκτικότητος, της σοφίας και—πολύ πιο πάνω από όλες αυτές—της αγάπης, έχουν γίνει χρειώδη της ζωής με την κυριολεκτική σημασία. Η ανθρώπινη ζωή επάνω στη γη δεν μπορεί να συνεχισθή εκτός αν εμείς οι κοινοί άνδρες και γυναίκες μπορέσωμε να θέσωμε σε εφαρμογή αυτές τις αρετές σ’ ένα πολύ υψηλότερο επίπεδο από ό,τι ενομίσαμε έως τώρα ότι είναι κατορθωτό ώστε να το απαιτήσωμε από τον εαυτό μας.»
18. Πώς η εφημερίς Γιουνάιτεντ Στέιτς Νιους εντ Ουώρλντ Ρηπόρτ θρηνολογεί τον γοργά αυξανόμενο υλισμό;
18 Στην εφημερίδα Γιουνάιτεντ Στέιτς Νιους εντ Ουώρλντ Ρηπόρτ, της 31ης Δεκεμβρίου 1954, ο Δαβίδ Λώρενς έγραψε σ’ ένα κύριο άρθρο: «Ένας παχυλός υλισμός ανεδύθη για να επηρεάση τη διάθεσι του αιώνος. Η Ευρώπη ευδοκιμεί σε μια πρόσφατα αποκτημένη ευημερία που ζωογονείται με Αμερικανικά δολλάρια. Η ‘ουδετερότης’ και η εγκατάλειψις των αρχών αποτελούν κοινοτοπία. Σ’ αυτή τη χώρα—όπου τα υψηλά επίπεδα διαβιώσεως, οι μισθοί οι άνευ προηγουμένου σε εβδομαδιαία ποσά, οι ανέσεις των πλασμάτων, τα μηχανήματα και οι πολυτέλειες μιας ‘άφθονης ζωής’ όχι μόνο περιθάλπονται ως κοινωνικός αντικειμενικός σκοπός αλλά και υπογραμμίζονται ως η υπερτάτη υποχρέωσις της πολιτικής κυβερνήσεως—δίδεται ολοένα ολιγώτερη έμφασις στην ηθική και ολοένα περισσότερη υποταγή στους θεούς της σκοπιμότητας. Πράγματι, η φιλοσοφία που διέπει τον σύγχρονο ‘διανοούμενο’ είναι ότι ‘χάριν του δημοσίου συμφέροντος’, ο Πέτρος πρέπει να ληστευθή για να πληρωθή ο Παύλος, και ότι, αδιάφορο τι μπορεί να λέγουν τα λόγια του Συντάγματος, ο σκοπός αγιάζει τα μέσα. Αυτό το ύπουλο μικρόβιο διατρέχει το αίμα της κυβερνήσεως.»
19. Σύμφωνα με μια έκθεσι του περιοδικού Σάιενς Νιους Λέττερ, ποια νόσος είναι πιο απειλητική σήμερα, και ποια είναι τα συμπτώματά της, και ποιο είναι το φάρμακο;
19 Το περιοδικό Σάιενς Νιους Λέττερ της 11ης Δεκεμβρίου 1954, μετέδωσε ότι σύμφωνα με τον Δρα Τζούλιαν Π. Πράις του συμβουλίου επιτρόπων της Αμερικανικής Ιατρικής Εταιρίας, «η νόσος που απειλεί το έθνος σήμερα είναι πνευματική, όχι φυσική ή διανοητική,» στα συμπτώματα δε της νόσου περιλαμβάνονται «χαλάρωσις των ηθών στην εθνική μας κυβέρνησι κατά τα τελευταία χρόνια, η ωργανωμένη φαυλότης που διέπει τη νομοθετική και την κοινωνική ζωή, η αύξησις του εγκλήματος στον εφηβικό πληθυσμό, η δωροδοκία και η ανήθικη διαγωγή που εκδηλώνεται στον ερασιτεχνικό αθλητισμό, η παράφρων αναζήτησις της ηδονής που κάνει τον λαό μας να δαπανά τετραπλάσια ποσά για ποτά από ό,τι δαπανά για θρησκευτική και αγαθοεργό δράσι.» Η συνταγή του; «Το μόνο φάρμακο που φέρνει κάποια ωφέλεια—και σ’ αυτή την ιστορία δίνει μαρτυρία—έγκειται σε μια αλλαγή καρδιάς. Είναι ειλικρινής μου πεποίθησις ότι η μεγίστη ανάγκη της χώρας μας σήμερα—και του επαγγέλματός μας—είναι μια πνευματική αναγέννησις, μια επιστροφή στον Θεό και στις αιώνιες αρχές Του. Και η αναγέννησις πρέπει να γίνη στην καρδιά του μέσου πολίτου.»
20. Από τι υποφέρει αυτός ο κόσμος;
20 Οι άνθρωποι αρχίζουν να αναγνωρίζουν ότι εκείνο που τους κάνει να υποφέρουν είναι ο υλισμός, ότι χρειάζεται να γίνη αλλαγή καρδιάς και επιστροφή στις πνευματικές αξίες. Αλλιώς η ζωή απογυμνώνεται από τις βαθύτερες χαρές της. Η χαρά της εργασίας απέρχεται, με κάθε προσπάθεια που μετριέται με το χρήμα. Θυμηθήτε τα λόγια του Σολομώντος που παρετέθησαν προηγουμένως, ότι όταν είπε να τρώγη κανείς και να πίνη και να απολαμβάνη την εργασία επειδή εδόθη από τον Θεό, προσέθεσε: «Διότι χωρίς αυτού τις δύναται να τρώγη ή τις δύναται να έχη απόλαυσιν;» (Εκκλησ. 2:24, 25, ΑΣΜ) Το έργον πρέπει να είναι καλόν έργον, που εκτελείται με ορθά ελατήρια, σύμφωνα με τον σκοπόν του Ιεχωβά, έργον δοσμένο από το χέρι του και που εκτελείται σύμφωνα με τις αρχές της ακεραιότητος και της ηθικής. Αλλά εφ’ όσον οι σύγχρονοι άνθρωποι δεν το εθεώρησαν αυτό κατορθωτό και το βλέπουν ως εμπόδιο στον παράφρονα αγώνα των να συσσωρεύσουν συναγωνιστικά χρήμα και υλικά αγαθά, το απέρριψαν σαν δεσμά, μόνο και μόνο για να βρουν τον εαυτό τους φυλακισμένο και ηττημένο από την ίδια τους απληστία και τον κόσμο τους έρποντα με τρόμο λόγω ενός ηθικώς παρακμάζοντος υλισμού ατομικής δυνάμεως.
21. Τι αξία θα έχη ο υλικός πλούτος στον Αρμαγεδδώνα;
21 Η αναζήτησις απ’ αυτούς υλικού πλούτου τώρα τους βλάπτει πνευματικώς, και στον Αρμαγεδδώνα δεν θα τους κάνη καλό φυσικώς. Σ’ αυτές τις έσχατες ημέρες η πορεία των αυτή μαρτυρεί εναντίον των. «Έλθετε τώρα οι πλούσιοι, κλαύσατε ολολύζοντες δια τας επερχομένας ταλαιπωρίας σας. Ο πλούτος σας εσάπη, και τα ιμάτια σας έγειναν σκωληκόβρωτα. Ο χρυσός σας και ο άργυρος εσκωρίασε, και η σκωρία αυτών θέλει είσθαι εις μαρτυρίαν εναντίον σας, και θέλει φάγει τας σάρκας σας ως πυρ· εθησαυρίσατε δια τας εσχάτας ημέρας. Ετρυφήσατε επί της γης, και εσπαταλήσατε.» Ο υλισμός των δεν μπορεί να τους ελευθερώση από τη θεία οργή: «Ουδέ το αργύριον αυτών, ουδέ το χρυσίον αυτών θέλει δυνηθή να λυτρώση αυτούς εν τη ημέρα της οργής του Ιεχωβά· και πάσα η γη θέλει καταναλωθή υπό του πυρός του ζήλου αυτού· διότι θέλει κάμει συντέλειαν, μάλιστα ταχείαν, επί πάντας τους κατοικούντας την γην.» Τόσο άχρηστο θα είναι το χρήμα τους ώστε θα απορριφθή: «Το αργύριον αυτών θέλουσι ρίψει εις τας οδούς, και το χρυσίον αυτών θέλει είσθαι ως ακαθαρσία· το αργύριον αυτών και το χρυσίον αυτών δεν θέλουσι δυνηθή να λυτρώσωσιν αυτούς εν τη ημέρα της οργής του Ιεχωβά.» Θέτοντας κατά μέρος τις δίκαιες αρχές για να μην έχουν εμπόδιο στη συσσώρευσι πλούτου, απορρίπτουν εκείνο που θα μπορούσε να ελευθερώση: «Τα πλούτη δεν ωφελούσιν εν ημέρα οργής· η δε δικαιοσύνη ελευθερώνει εκ θανάτου.»—Ιάκ. 5:1-3, 5· Σοφον. 1:18· Ιεζ. 7:19· Παροιμ. 11:4, ΑΣ.
22. Γιατί πολλά έργα σήμερα είναι μάταια, ποιο, όμως έργο δεν είναι;
22 Πάρα πολλοί σήμερα δεν απολαμβάνουν πια την εργασία τους, η ανταγωνιστική απληστία τούς αποστερεί την ειρηνική απόλαυσι της ζωής, ο επιστημονικός υλισμός είναι μια τρομερή απειλή στην ύπαρξί τους, και όταν πεθαίνουν δεν μπορούν να πάρουν κανένα από τους καρπούς του μόχθου των μαζί τους. Αληθινά ένα τέτοιο έργον είναι ματαιότης. Αλλά με μια εκτίμησι των πνευματικών αξιών ο άνθρωπος μπορεί ν’ απολαμβάνη το έργον του, να τρώγη και να κοιμάται με διανοητική ειρήνη, να μη φοβάται τον υλισμό, και ακόμη όταν πεθαίνη οι ευεργετικοί καρποί του κόπου του δεν θα είναι χαμένοι γι’ αυτόν. Αυτό το έργον δεν είναι ματαιότης, αλλά δίδει βαθιά ικανοποίησι. Το ακόλουθο άρθρο παρέχει λεπτομέρειες.