Ένας Θεός Ελέους
«Δοξολογείτε τον Ιεχωβά, διότι είναι αγαθός, διότι το έλεος αυτού μένει εις τον αιώνα.»—Ψαλμ. 107:1, ΜΝΚ.
1, 2. Πώς θεωρούν μερικοί τον Θεό, σε συμπαραβολή με ό,τι ο Δαβίδ έγραψε;
ΠΟΙΑ είναι η αντίληψίς σας περί Θεού; Μήπως τον θεωρείτε ως μια ευγενική, καλοπροαίρετη θεότητα, αλλά μια θεότητα που ίσως απέχει από τις υποθέσεις και τα προβλήματα του ανθρωπίνου γένους; Ή μήπως τον σκέπτεσθε ως ένα μεροληπτικό αγωνιστή στις υποθέσεις του κόσμου, ένα Θεό ο οποίος ευλογεί τους πολέμους και την αιματοχυσία των εθνών αν μάχωνται για μια «δικαία» υπόθεσι, ίσως ακόμη ως ένα Θεό ο οποίος αυθαιρέτως εξαφανίζει την ζωή ενός προσφιλούς προσώπου χάριν των ανεξερευνήτων σκοπών του.
2 Αυτά δεν ομοιάζουν με τον Θεό για τον οποίο ο ψαλμωδός Δαβίδ είπε: «Αγαθός και ευθύς είναι ο Ιεχωβά· δια τούτο θέλει διδάξει τους αμαρτωλούς την οδόν. Θέλει οδηγήσει τους πράους εν κρίσει, και θέλει διδάξει τους πράους την οδόν αυτού. Πάσαι αι οδοί του Ιεχωβά είναι έλεος και αλήθεια εις τους φυλάττοντας την διαθήκην αυτού και τα μαρτύρια αυτού.»—Ψαλμ. 25:8-10, ΜΝΚ.
3, 4. Ποια πρέπει, να είναι η στάσις μας απέναντι στον Δημιουργό, και γιατί;
3 Ο Δαβίδ υπήρξε ένας φυγάς, ο οποίος έφευγε από τους συμπατριώτας του χάριν της ζωής του, αλλά δεν εύρισκε σφάλμα στον Θεό για τις στενοχώριες του. Απεναντίας προσηύχετο: «Δείξόν μοι, Ιεχωβά, τας οδούς σου· δίδαξόν με τα βήματά σου. Οδήγησόν με εν τη αληθεία σου, και δίδαξόν με· διότι συ είσαι ο Θεός της σωτηρίας μου· σε προσμένω όλην την ημέραν. Μνήσθητι, Ιεχωβά, τους οικτιρμούς σου, και τα ελέη σου, διότι είναι απ’ αιώνος.»—Ψαλμ. 25:4-6, ΜΝΚ.
4 Πολλά άτομα σε ολιγώτερο σκληρές συνθήκες βρήκαν σφάλμα στον Δημιουργό. Δεν μπορούν να εννοήσουν γιατί δεν επεμβαίνει προσωπικώς στις περιπτώσεις των, και έχουν τάσι να επιρρίψουν μομφή για όλες τις θλίψεις των, άσχετα με την προέλευσί των, στον Θεό. Αλλά θα κάνωμε καλά να εξετάσωμε τι έχει να πη ο Λόγος του Ιεχωβά γι’ αυτό. Είναι άρά γε ένας Θεός ελέους και αγάπης, όπως διεκήρυξε ο Δαβίδ ή ένας άστοργος, αιμοδιψής Θεός όπως ακόμη και μερικοί κληρικοί υπεστήριξαν;
5. Ποια συμβουλή του Λόγου του Ιεχωβά ακολούθησε σοφά ο Δαβίδ;
5 Ο Δαβίδ είχε κατηγορηθή ψευδώς και παρενοχλήτο από τον Βασιλέα Σαούλ, στον οποίον ο Ιεχωβά είχε αναθέσει την ηγεσία του λαού του. Αλλά ο Δαβίδ δεν είχε αισθανθή πικρία προς τον Ιεχωβά για τις ζηλότυπες ενέργειες του Σαούλ, και ηρνήθη ν’ αναλάβη τα ζητήματα στα χέρια του και να πατάξη τον «κεχρισμένον του Ιεχωβά.» Ενεθυμήθη τον νόμο του Ισραήλ: «Δεν θέλεις μισήσει τον αδελφόν σου εν τη καρδία σου· θέλεις ελέγξει παρρησία τον πλησίον σου, και δεν θέλεις υποφέρει αμαρτίαν επ’ αυτόν. Δεν θέλεις, εκδικείσθαι, ουδέ θέλεις μνησικακεί κατά των υιών του λαού σου· αλλά θέλεις αγαπά τον πλησίον σου ως σεαυτόν. Εγώ είμαι ο Ιεχωβά.»—Λευιτ. 19:17, 18, ΜΝΚ.
6. (α) Τι προεσκίαζαν οι πόλεμοι, του Ισραήλ, αλλά τι δεν πρέπει να συμπεράνωμε; (β) Πώς αντήμειψε ο Ιεχωβά τον Δαβίδ;
6 Αργότερα ο Δαβίδ ανέλαβε την ηγεσία στον αγώνα που διεξείγε ο Ισραήλ εναντίον των Χαναναίων για να τους εκδιώξη από την γη που ήταν υποσχεμένη στον Αβραάμ τον προπάτορα του Ισραήλ. Αυτή η ενέργεια ήταν ένα προφητικό πρότυπο του πώς ο Ιεχωβά στην εποχή μας θα καθαρίση τη γη από εκείνους οι οποίοι στασιάζουν κατά της κυριαρχίας του και θα δώση την κληρονομία σ’ αυτούς οι οποίοι τον αγαπούν και τον υπηρετούν, στους «φυλάττοντας την διαθήκην αυτού και τα μαρτύρια αυτού.» Εν τούτοις, δεν υπάρχει Γραφική ένδειξις ότι ο Ιεχωβά στην εποχή μας μάχεται για το ένα ή το άλλο έθνος. Αντιθέτως, ο Ησαΐας προείπε ότι ο λαός του ήθελε σφυρηλατήσει τις μάχαιρες του για υνία και δεν θα μάθαινε πια τον πόλεμο. Στον Δαβίδ δεν εχορηγήθη η τιμή ν’ ανεγείρη το ναό της λατρείας του Ιεχωβά διότι ήταν ανήρ πολέμου. Εν τούτοις ο Δαβίδ είχε υπηρετήσει τη βουλή του Ιεχωβά για την εποχή του κι έτσι ο Ιεχωβά υπεσχέθη ότι η βασιλεία δεν θα εξέλειπε από τη γενεαλογική του γραμμή. (Πράξ. 13:36) Σχετικά μ’ αυτό, ο Ησαΐας διεκήρυξε προφητικώς: «Κλίνατε το ωτίον σας, και έλθετε προς εμέ· ακούσατε, και η ψυχή σας θέλει ζήσει· και θέλω κάμει προς εσάς αιώνιον διαθήκην, τα ελέη του Δαβίδ τα πιστά.» Δεν είναι περίεργο το ότι ο Δαβίδ εδήλωσε: «Αλλ’ εγώ ήλπισα επί το έλεός σου· η καρδία μου θέλει αγάλλεσθαι εις την σωτηρίαν σου. Θέλω ψάλλει εις τον Ιεχωβά, διότι με αντήμειψε.»—Ησ. 55:3· Ψαλμ. 13:5, 6, ΜΝΚ.
7. Πώς συνέδεσε ο Παύλος τα ελέη του Θεού προς τον Δαβίδ με την εποχή του Ιησού;
7 Ο απόστολος Παύλος συνέδεσε τη διαθήκη με τον Δαβίδ με τα γεγονότα της εποχής του Ιησού, κι εξήγησε: «Και ημείς ευαγγελιζόμεθα προς εσάς την γενομένην εις τους πατέρας επαγγελίαν, ότι ταύτην ο Θεός εξεπλήρωσεν εις ημάς τα τέκνα αυτών, αναστήσας τον Ιησούν. Ως είναι γεγραμμένον και εν τω Ψαλμώ τω δευτέρω, ‘Υιός μου είσαι συ· εγώ σήμερον σε εγέννησα.’ Ότι δε ανέστησεν αυτόν εκ νεκρών, μη μέλλοντα πλέον να υποστρέψη εις την διαφθοράν, λέγει ούτως, ‘Ότι θέλω σας δώσει τα ελέη του Δαβίδ τα πιστά.’ Έτσι η υπόσχεσις προς τον Δαβίδ εξεπληρώθη και ο Ιησούς ως ο κληρονόμος του Δαβίδ και μονογενής Υιός του Ιεχωβά ανεστήθη για να γίνη στον ωρισμένο καιρό ο Βασιλεύς στη νέα τάξι πραγμάτων του Ιεχωβά.—Πράξ. 13:32-34.
8. Ποιες είναι μερικές αποδείξεις ότι ο Ιεχωβά είναι ελεήμων Θεός;
8 Από αυτή την αρχή μια αυξανόμενη αλυσίδα γεγονότων έδειξε την αγαθότητα και το στοργικό ενδιαφέρον του Ιεχωβά για το ανθρώπινο γένος. Ο σκοπός του Ιεχωβά να ζήσουν δίκαιοι άνθρωποι στη γη με παραδεισιακές συνθήκες δεν θα εματαιώνετο. Όταν ο Ιεχωβά έκαμε τη γη ως μια ωραία κατοικία για τους ανθρώπους, δεν επρομήθευσε μόνο τα όσα απαραιτήτως αναγκαιούσαν, αλλά εκάλυψε το έδαφος με καρποφόρα δένδρα και ανθισμένους θάμνους για τη χαρά και την τέρψι των. Στο μέσον του κήπου εφύτευσε το δένδρον της ζωής, και απέβλεπε στον καιρό που το πρώτο ζεύγος θ’ απεδείκνυε την πιστότητά του και θα επεξέτεινε τα όρια του παραδεισιακού κήπου ως τα πέρατα της γης. Ακόμη και μετά τον στασιασμό τους και την εκτέλεσι της καταδίκης εναντίον των, ο Ιεχωβά σε προφητεία έδειξε την παρ’ αξίαν αγαθότητά του, όταν προείπε την μελλοντική εξαγορά εκείνων οι οποίοι θέτουν την εμπιστοσύνη των σ’ αυτόν.
9. Ποια ανάγκη ανεγνώριζε ο Δαβίδ, και πώς έγινε η προμήθεια αυτής της προσδοκίας;
9 Πώς θα επήρχετο αυτή η αποκατάστασις σε παραδεισιακές συνθήκες; Ο Ιεχωβά είχε υποσχεθή στον Αβραάμ: «Εν τω σπέρματί σου θέλουσιν ευλογηθή πάντα τα έθνη της γης.» Αυτό το σπέρμα του Αβραάμ θ’ απεδεικνύετο μια ευλογία με το να προμηθεύση το μέσον της εξαγοράς. Ο Δαβίδ είχε εκφράσει την ανάγκη γι’ αυτό όταν προσηυχήθη: «Τας αμαρτίας της νεότητός μου, και τας παραβάσεις μου, μη μνησθής· κατά το έλεός σου μνήσθητί μου συ, Ιεχωβά, ένεκεν της αγαθότητός σου. Ένεκεν του ονόματός σου, Ιεχωβά, συγχώρησον την ανομίαν μου, διότι είναι μεγάλη.» (Γέν. 22:18· Ψαλμ. 25:7, 11, ΜΝΚ) Ο Δαβίδ είδε ότι υπήρχε ανάγκη από κάτι περισσότερο από θυσίες ζώων για να γίνη προμήθεια για μια ικανοποιητική εξιλέωσι, και ήλπιζε ότι το έλεος του Ιεχωβά θα το προμηθεύση. Η διαθήκη του Ιεχωβά με τον Δαβίδ ήταν ένα ακόμη βήμα προς τα εμπρός στην επεξεργασία της βουλής του Ιεχωβά. (2 Σαμ. 7:16) Πώς αυτό; Όπως είπε ο Παύλος, σχετικά με τον Ιησού: «Από πάντων αφ’ όσων δεν ηδυνήθητε δια του νόμου του Μωυσέως να δικαιωθήτε, δια τούτου πας ο πιστεύων δικαιούται.» Τι προσδοκία για την ευλογία όλων των εθνών άνοιγε αυτό, χάρις στην παρ’ αξίαν αγαθότητα του Ιεχωβά, ακόμη και συγχώρησις αμαρτιών και σφαλμάτων όπως ανέφερε ο Δαβίδ!—Πράξ. 13:38, 39.
10. Με ποιον τρόπο το ανθρώπινο γένος γενικά ανταπεκρίθη στις προμήθειες του Ιεχωβά, και τι δείχνει αυτό;
10 Ακόμη ως αυτή την ημέρα το ανθρώπινο γένος δεν εδέχθη για να εφαρμόση το μάθημα του ελέους που εδίδαξαν ο Ιεχωβά και ο Υιός του. Αντιθέτως, σ’ όλον τον κόσμο υπάρχει μίσος που οφείλεται σε διαφορά εθνικότητος, προκατάληψις που οφείλεται σε θρησκευτικές διαφορές, βία και σκληρότης που οφείλονται σε φυλετικούς λόγους. Εκείνοι οι οποίοι ακολουθούν μια τέτοια πορεία δείχνουν ότι περιπατούν στο σκότος, όσον αφορά την άποψι του Δημιουργού των, και ότι το σκότος τούς έχει τυφλώσει. (1 Ιωάν. 2:9-11) Το ν’ ακολουθή ένας την πορεία του ελέους σημαίνει να περιπατή σ’ ενότητα με τον Ιεχωβά, να περιπατή στο φως. Αυτό το φως από τον Λόγο του αποκαλύπτει περαιτέρω την αντίθεσι μεταξύ εκείνων οι οποίοι είναι τέκνα του Θεού και εκείνων οι οποίοι ακολουθούν τη Σατανική πορεία της σκληρότητος, της διαιρέσεως και του μίσους. «Εν τούτω γνωρίζονται τα τέκνα του Θεού και τα τέκνα του διαβόλου. Πας όστις δεν πράττει δικαιοσύνην, δεν είναι εκ του Θεού, ουδέ όστις δεν αγαπά τον αδελφόν αυτού. Διότι αύτη είναι η παραγγελία την οποίαν ηκούσατε απ’ αρχής, να αγαπώμεν αλλήλους· ουχί καθώς ο Κάιν ήτο εκ του πονηρού, και έσφαξε τον αδελφόν αυτού.»—1 Ιωάν. 3:10-12.
11. (α) Ποια παραβολή περί ελέους είπε ο Ιησούς; (β) Πώς εκείνος έδειξε την ίδια με τον Πατέρα του αμεροληψία;
11 Ούτε αυτή η αγάπη ενός προς τον αδελφό του πρέπει να εννοηθή ότι σημαίνει τους αδελφούς του μέσα στην οικογένειά του ή ακόμη και από την φυλή του. Όπως είπε ο Ιησούς: «Μήτηρ μου και αδελφοί μου είναι ούτοι, οι ακούοντες τον λόγον του Θεού και πράττοντες αυτόν.» (Λουκ. 8:21) Έτσι δεν έκανε διάκρισι λόγω δεσμών αίματος ή φυλής. Εγνώριζε ότι ο Πατήρ του είχε δείξει παρ’ αξίαν αγαθότητα σε όλα τα είδη ανθρώπων και ότι Αυτός είναι αμερόληπτος προς όλους. Έκαμε όλους τους ανθρώπους εξ ενός αίματος, και έδωσε σε όλους την ίδια ελπίδα ζωής μέσω του Υιού του υπό την διακυβέρνησι της Βασιλείας του. Ένας μελετητής του Νόμου, που εγνώριζε την εντολή του Ιεχωβά ν’ αγαπούμε τον πλησίον μας ως τον εαυτό μας, ερώτησε: «Τις είναι ο πλησίον μου;» Ο Ιησούς απαντώντας ανέφερε για ένα άνθρωπο ο οποίος μετέβαινε από την Ιερουσαλήμ στην Ιεριχώ και τον ελήστευσαν, τον έδειραν και τον εγκατέλειψαν ημιθανή. Αφού τον αγνόησαν ένας ιερεύς κι ένας Λευίτης που διήρχοντο, τελικά τον εσπλαγχνίσθη ένας Σαμαρείτης. Ο Ιησούς ερώτησε: «Τις λοιπόν εκ των τριών τούτων σοι φαίνεται ότι έγεινε πλησίον του εμπεσόντος εις τους ληστάς;» Ασφαλώς εκείνος ο άνθρωπος ο οποίος ήσκησε έλεος ήταν αυτός που απέδειξε ότι ήταν ο πραγματικός πλησίον. Ο Ιησούς επήνεσε αυτή την ενέργεια, λέγοντας σ’ αυτόν ο οποίος υπέβαλε την ερώτησι: «Ύπαγε, και συ κάμνε ομοίως.»—Λουκ. 10:29-37.
12. (α) Για ποια πράγματα δεν πρέπει ν’ αποδίδεται μομφή στον Θεό; (β) Πώς οι Γραφές το δείχνουν αυτό;
12 Παρά το γεγονός ότι πολλοί άνθρωποι όχι μόνο αντιπαρέρχονται και αγνοούν τους πλησίον τους, όταν υπάρχη ανάγκη βοηθείας, αλλά και ενεργούν στασιαστικά απέναντι στον δημιουργό τους, ο Ιεχωβά εξακολούθησε να φέρεται με μακροθυμία, υπομονή και έλεος προς το ανθρώπινο γένος. (Ψαλμ. 107:11-13) Δεν μπορεί ν’ αποδοθή σ’ αυτόν η μομφή για τους αιφνιδίους θανάτους λόγω ατυχημάτων, τους πολέμους ή τις ασθένειες που πλήττουν χιλιάδες νέους και ηλικιωμένους ακριβώς όταν αυτό είναι το ολιγώτερο που αναμένεται. Αντιθέτως, αυτός είναι εκείνος ο οποίος ανοίγει τον δρόμο για ζωή γι’ αυτούς που την επιθυμούν. Τόσον αυτός όσον και ο Υιός του συνιστούν και εκδηλώνουν παρ’ αξίαν αγαθότητα.—Εκκλησ. 9:11· Εβρ. 2:14.
13. (α) Σε ποια κατάστασι είχε περιπέσει ο Ισραήλ σύμφωνα με τον Ωσηέ; (β) Τι είδους Θεός θ’ απεδείκνυε ότι είναι ο Ιεχωβά αν ο λαός μετανοούσε;
13 Εν τούτοις, η εκδήλωσις ελέους από τον Ιεχωβά προς τους ανθρώπους δια μέσου των αιώνων δεν σημαίνει ότι παραβλέπει ή ότι για αισθηματικούς λόγους θα συγχωρήση όλη την πονηρία. Στον Ισραήλ περιέγραψε τον εαυτό του με τα εξής λόγια: «Ιεχωβά, Ιεχωβά ο Θεός, οικτίρμων και ελεήμων, μακρόθυμος, και πολυέλεος, και αληθινός, φυλάττων έλεος εις χιλιάδας, συγχωρών ανομίαν και παράβασιν και αμαρτίαν, και ουδόλως αθωόνων τον ένοχον· ανταποδίδων την ανομίαν των πατέρων επί τα τέκνα, και επί τα τέκνα των τέκνων, έως τρίτης και τετάρτης γενεάς.» (Έξοδ. 34:6, 7, ΜΝΚ) Ο Ισραήλ στον ωρισμένο καιρό έγινε άξιος τιμωρίας. Ο Ωσηέ περιέγραψε την καλωσύνη των ανθρώπων ότι ήταν «ως νεφέλη πρωινή, και ως δρόσος εωθινή ήτις παρέρχεται.» Οι Ιουδαίοι δολίως παρεβίασαν τη διαθήκη των με τον Ιεχωβά. Αντί να ασκήσουν το έλεος του Θεού των, η Γαλαάδ έγινε «πόλις εργαζομένων ανομίαν, ενεδρεύουσα αίμα. Και ως στίφη ληστών παραμονεύοντα άνθρωπον, ούτως ο σύλλογος των ιερέων φονεύουσιν . . . έπραξαν αισχρά.» Ο Ισραήλ είχε μολυνθή. Ασφαλώς με τέτοιες συνθήκες στη χώρα ήταν αληθές ότι και το λίγο έλεος που υπήρχε εξέλιπε την αυγή όπως η δρόσος. Είχε λόγους ο Ωσηέ να παρακαλή: «Έλθετε, και ας επιστρέψωμεν προς τον Ιεχωβά· διότι αυτός διεσπάραξε, και θέλει μας ιατρεύσει· επάταξε και θέλει περιδέσει την πληγήν ημών.» Ο Ιεχωβά ήθελε την νομιμόφρονα αγάπη των παρά θυσίες, και ν’ αναγνωρίσουν την σπουδαιότητα της γνώσεως του Θεού μάλλον παρά τα ολοκαυτώματα. (Ωσηέ 6:1-10, ΜΝΚ) Αν οι άνθρωποι μετανοούσαν, τότε ο Ιεχωβά θ’ απεδείκνυε ότι είναι ένας Θεός ‘μακρόθυμος και πολυέλεος, αλλά ουδόλως αθωόνων τον ένοχον.’
14. Ποια ήταν η κατάστασις του Ισραήλ στις ημέρες των αποστόλων, και ποια προμήθεια έκαμε ο Ιεχωβά για τα Έθνη;
14 Αιώνες αργότερα ο απόστολος Παύλος εσχολίασε την ισορροπία του Ιεχωβά ως ενός Θεού ελέους, αλλά ο οποίος δείχνει αυστηρότητα όταν πρέπει. Παρέθεσε τους λόγους του Ιεχωβά στον Ησαΐα: «Όλην την ημέραν εξέτεινα τας χείρας μου προς λαόν απειθούντα και αντιλέγοντα.» Ο Ηλίας μάλιστα είχε παρακαλέσει τον Ιεχωβά εναντίον του Ισραήλ, λέγοντας: «Ιεχωβά, τους προφήτας σου εθανάτωσαν, και τα θυσιαστήριά σου κατέσκαψαν και εγώ εναπελείφθην μόνος.» Αλλά ο Ιεχωβά δεν απέρριψε τον λαό του. Εγνώριζε ότι υπήρχαν επτά χιλιάδες άνδρες πιστοί οι οποίοι παρέμειναν εκτός από τον Ηλία. Έτσι, μολονότι το έθνος προσέκοψε συχνά, δεν είχαν χάσει τελείως την εύνοια του Ιεχωβά, και, όπως οι επτά χιλιάδες οι οποίοι αρνήθηκαν να λατρεύσουν τον Βάαλ τον καιρό του Ηλία, ένα υπόλοιπο από τον Ισραήλ στη διάρκεια της διακονίας του Ιησού απεδείχθη πιστό. Ο Παύλος έγραψε: «Ούτω λοιπόν και επί του παρόντος καιρού απέμεινε κατάλοιπόν τι κατ’ εκλογήν χάριτος.» Εν τούτοις, η πλειονότης του Ισραήλ ενήργησαν ως να εκτιμώνται βαθιά, με τα μάτια των κλειστά και τ’ αυτιά των κωφά στη θαυμασία ευκαιρία που ο Ιεχωβά με την παρ’ αξίαν αγαθότητά του άνοιγε ενώπιόν τους. Η αποτυχία των άνοιξε την οδό για να έλθουν τα Έθνη, οι λαοί των εθνών, στη νέα διαθήκη που εγκαινίασε ο Ιησούς. Οι Ιουδαίοι δεν προεβάλλοντο πλέον ως ένας λαός ξεχωρισμένος από όλα τα άλλα έθνη, αλλά το μεσότοιχον του διαχωρισμού είχε καταπέσει και τώρα ήταν ανοικτή η οδός για να έλθουν και άλλοι στην εύνοια του Ιεχωβά ως λαός της διαθήκης του—Ρωμ. 10:21 έως 11:11, ΜΝΚ· 1 Πέτρ. 2:1.0.
15. Πώς εξεικόνισε ο Παύλος την ενέργεια του Ιεχωβά, και ποια προειδοποίησι έδωσε;
15 Ο Παύλος το περιέγραψε αυτό παρομοιάζοντας τον υπό διαθήκην λαό του Ιεχωβά με τους κλάδους μιας ελαίας. Εφόσον ο Ισραήλ ως έθνος απεδείχθη άκαρπος, οι πνευματικώς νεκροί κλάδοι είχαν αποκοπή και ενεκεντρίσθησαν νέοι κλάδοι από μια αγριελαία, οι οποίοι αντιπροσωπεύουν ανθρώπους πίστεως από τα έθνη, για να λάβουν τα πλούτη του Ιεχωβά και τις ευλογίες που θα επρομήθευε. Ο Παύλος προειδοποιεί ότι αυτό δεν ωφείλετο σε εξαιρετικά έργα εκείνων οι οποίοι ενεκεντρίσθησαν, αλλά σε έλλειψι πίστεως εκείνων στους οποίους είχε πρώτα προσφερθή η ευκαιρία. Υπενθυμίζει σ’ αυτούς: «Εάν ο Θεός δεν έφείσθη τους φυσικούς κλάδους, πρόσεχε μήπως δεν φεισθή μηδέ σε. Ιδέ λοιπόν την χρηστότητα και την αυστηρότητα του Θεού· επί μεν τους πεσόντας, την αυστηρότητα· επί σε δε, την χρηστότητα, εάν επιμείνης εις την χρηστότητα· διότι άλλως και συ θέλεις αποκοπή.» (Ρωμ. 11:21, 22) Πίστις και υπακοή απαιτούνται για να παραμείνη ένας στην χρηστότητα του Ιεχωβά. Δεν είναι ζήτημα εθνικότητος ή φυλής. Όπως ο Παύλος το θέτει, «δεν είναι διαφορά Ιουδαίου τε και Έλληνος· διότι ο αυτός Κύριος είναι πάντων, πλούσιος προς πάντας τους επικαλουμένους αυτόν. Διότι ‘πας όστις επικαλεσθή το όνομα του Ιεχωβά, θέλει σωθή’.»—Ρωμ. 10:12, 13, ΜΝΚ· 2:7-11.
16. Πώς κατέστη δυνατή η ελπίδα αιωνίου ζωής;
16 Ο Ιεχωβά άνοιξε τη θύρα για ζωή μέσω της παρ’ αξίαν αγαθότητός του, ισορροπώντας τον ζυγό της δικαιοσύνης με το να προμηθεύση τον Υιό του ως αντίλυτρο για να μπορέσωμε να διαφύγουμε από την καταδίκη και τον θάνατο που κληρονομήσαμε από τον Αδάμ. Ο Παύλος το τονίζει αυτό στην επιστολή του προς Τίτον 3:4-7, λέγοντας: «Ότε εφανερώθη η χρηστότης και η φιλανθρωπία του Σωτήρος ημών Θεού, ουχί εξ έργων δικαιοσύνης, τα οποία επράξαμεν ημείς, αλλά κατά το έλεος αυτού έσωσεν ημάς, δια λουτρού παλιγγενεσίας, και ανακαινίσεως του αγίου πνεύματος, το οποίον εξέχεε πλουσίως εφ’ ημάς, δια Ιησού Χριστού του Σωτήρος ημών· ίνα δικαιωθέντες δια της χάριτος εκείνου, γείνωμεν κληρονόμοι κατά την ελπίδα της αιωνίου ζωής.» Ο Ιεχωβά είναι πράγματι ένας Θεός ελέους. Δεν αποκτούμε δικαίωμα ζωής λόγω των ιδικών μας έργων δικαιοσύνης, αλλά με την επίδειξι παρ’ αξίαν αγαθότητας εκ μέρους του Ιεχωβά ο οποίος επρομήθευσε ένα αντίλυτρο, το οποίο κατέστησε διαθέσιμον ο Ιησούς με το να δώση την ανθρώπινη ζωή του ως θυσία. «Και ο Λόγος έγεινε σαρξ, και κατώκησε μεταξύ ημών, (και είδομεν την δόξαν αυτού, δόξαν ως μονογενούς παρά του Πατρός,) πλήρης χάριτος και αληθείας. Και πάντες ημείς ελάβομεν εκ του πληρώματος αυτού, και χάριν αντί χάριτος.» Μ’ αυτό ο Ιησούς αντανακλά τις ιδιότητες χάριτος του Πατρός του.—Ιωάν. 1:14, 16.
17. Με ποιο τρόπο εβασίλευσε η χάρις του Θεού;
17 Έτσι μπορεί να φανή καθαρά ότι δεν οφείλεται σε ενέργεια εκ μέρους του ατόμου το ότι αυτό έχει την ελπίδα αιωνίου ζωής, διότι όλοι αμάρτησαν· ωστόσο ο Θεός χορηγεί αυτή την προσδοκία του να δικαιωθή το άτομο μέσω πίστεως στην απολυτρωτική θυσία του Χριστού Ιησού ως μια δωρεά της παρ’ αξίαν αγαθότητός του. (Ρωμ. 3:23, 24) Ως την εποχή του Χριστού ο νόμος που είχε δώσει ο Θεός παρέμενε ως μια υπενθύμισις στον Ισραήλ της ατελείας και της αμαρτωλότητός των, αλλά το αντίλυτρο του Ιησού άνοιξε την οδό για να λάβουν τα οφέλη της παρ’ αξίαν αγαθότητος του Θεού. Ως τον καιρό εκείνο ήταν αληθές ότι η αμαρτία εβασίλευσε δια του θανάτου, αλλά τότε ο Ιεχωβά άνοιξε την οδό ώστε «η χάρις να βασιλεύση δια της δικαιοσύνης εις ζωήν αιώνιον.» (Ρωμ. 5:21) Ο Ιησούς είχε έλθει ως ηγέτης και προστάττων για να ευλογήση όλα τα έθνη σ’ εκπλήρωσι της ‘διαθήκης [του Θεού για] τα ελέη του Δαβίδ τα πιστά.’—Ησ. 55:3, 4.
18. Πώς μερικοί αθετούν την χάρι του Θεού;
18 Σήμερα οι Χριστιανοί δεν βρίσκονται κάτω από τη διαθήκη του Μωσαϊκού νόμου με τον Θεό, αλλά επειδή είναι συνταυτισμένοι με τη νέα διαθήκη, οδηγούνται από το πνεύμα του Θεού. (Ρωμ. 6:14) Αλλά ακόμη και τότε, η προσδοκία μας για δικαία στάσι στα όμματα του Θεού δεν έρχεται ως αποτέλεσμα των έργων μας. Ο απόστολος Παύλος ωμίλησε με δύναμι γι’ αυτό, δείχνοντας ότι κανείς δεν μπορεί ν’ αποκτήση ζωή με τις δικές του προσπάθειες: «Δεν αθετώ την χάριν του Θεού· διότι αν η δικαίωσις γίνηται δια του νόμου, άρα ο Χριστός εις μάτην απέθανε.» (Γαλ. 2:21) Πραγματικά, ο Παύλος επροχώρησε για να πη: «Απεχωρίσθητε από του Χριστού όσοι δικαιόνεσθε δια του νόμου· εξεπέσατε από της χάριτος.»—Γαλ. 5:4· Ρωμ. 11:5, 6.
19. Ποιο προνόμιο έχει δώσει, ο Ιεχωβά στους Χριστιανούς σήμερα;
19 Εν τούτοις, μολονότι όχι με τις δικές μας προσπάθειες αλλά μάλλον με την αξία της θυσίας του Χριστού έχομε την θαυμαστή ελπίδα αιωνίου ζωής, είτε στον ουρανό είτε επάνω στη γη, το γεγονός αυτό δεν σημαίνει ότι ο Ιεχωβά δεν μας έχει δώσει ένα διορισμό υπηρεσίας. Έτσι ο Παύλος υπενθύμισε στους Γαλάτας: «Ο Θεός, ο . . . καλέσας [με] δια της χάριτος αυτού, να αποκαλύψη τον Υιόν αυτού εν εμοί, δια να κηρύττω αυτόν μεταξύ των εθνών.» (Γαλ. 1:15, 16) Με το να δεχθούν επίσης την κλήσι ν’ αναγγέλλουν τ’ αγαθά νέα οι Χριστιανοί σήμερα μπορούν να συμμετέχουν στη διακονία και να δείχνουν ότι εκτιμούν τη χάρι του Ιεχωβά. Ως υιοί του Θεού, οφείλομε ν’ αντανακλούμε την ιδιότητα της χάριτός του σε άλλους, και ποιος καλύτερος τρόπος μπορεί να υπάρχη για να γίνη αυτό από το να τους φέρωμε την αλήθεια η οποία οδηγεί στη ζωή! Ο Ιησούς το έκαμε αυτό, απολαμβάνοντας χάρι και αλήθεια μέσω της διακονίας του.—Ιωάν. 1:17, 18.
20. Ποιος είναι η πραγματική πηγή αγαθότητος, και ποια πρόσκλησι εξαποστέλλει;
20 Ο ίδιος ο Ιεχωβά είναι η αρχική πηγή αγαθότητος. Όπως έγραφε ο γηραιός απόστολος Ιωάννης: «Τις δεν θέλει σε φοβηθή, Ιεχωβά, και δοξάσει το όνομά σου; διότι είσαι μόνος έλεος.» (Αποκάλ. 15:4, ΜΝΚ, έκδοσις 1950) Ακόμη και γι’ αυτούς οι οποίοι εστράφησαν σε κατεύθυνσι αντίθετη από αυτήν του Θεού, αν αλλάξουν την πορεία των ενεργείας, η ευκαιρία να συμφιλιωθούν και να λάβουν το δώρον της ζωής μπορεί να είναι ακόμη ανοικτή, όπως ακριβώς ο προφήτης Ιωήλ εκαλούσε τους δυστρόπους Ισραηλίτας: «Επιστρέψατε προς Ιεχωβά τον Θεόν σας· διότι είναι ελεήμων και οικτίρμων, μακρόθυμος και πολυέλεος.»—Ιωήλ 2:13, ΜΝΚ.
21. Ποιες προσπάθειες καταβάλλει ο Σατανάς αλλά τι μπορεί να οδηγήση σε σωτηρία;
21 Εξ άλλου, ο Σατανάς κάνει ό,τι μπορεί για ν’ αντιδράση στην αγαθότητα του Ιεχωβά, γνωρίζοντας ότι έχει ολίγο μόνο καιρό ακόμη για να τυφλώνη τις διάνοιες των ανθρώπων στο ευαγγέλιον. (2 Κορ. 4:4) Κάθε προσπάθειά του έχει σκοπό να δυσφημήση τον Δημιουργό ως ένα Θεό ο οποίος δεν φροντίζει και δεν ενδιαφέρεται για τα προβλήματα και τις δοκιμασίες του ανθρωπίνου γένους, ένα Θεό ο οποίος μεροληπτεί στους ανθρωπίνους πολέμους κι έτσι είναι υπεύθυνος για τις ταλαιπωρίες και τις θλίψεις των λαών. (Ιωάν. 8:44) Αλλά ο Ιησούς προεγνώριζε ότι προτού ο Ιεχωβά επιφέρη τελικά ένα τέρμα στην απάτη και την αναταραχή του Σατανά, θα εδίδετο μια προειδοποίησις και θα καθίστατο σαφής η πραγματική θέσις του Ιεχωβά ως ενός Θεού ελέους. Ενός Θεού ο οποίος θα φέρη ευλογίες στο λαό του μέσω της Βασιλείας του υπό την διακυβέρνησι του Χριστού Ιησού. Γι’ αυτό τον σκοπό έχει συγκεντρώσει ανθρώπους πίστεως ως μάρτυράς του σε μια παγκόσμιο οργάνωσι για να κηρύξουν «τούτο το ευαγγέλιον της βασιλείας.» Συμμετοχή σ’ αυτό το διωρισμένο από τον Θεό έργο τώρα οδηγεί σε σωτηρία.—Ρωμ. 10:9-11.
22. Ποια τύχη αναμένει εκείνους οι οποίοι πίπτουν στην παγίδα του Σατανά;
22 Στη διάρκεια αυτής της μεταβατικής περιόδου προτού έλθη η τελική συντριπτική θλίψις επάνω στην οργάνωσι του Σατανά πολλοί έχουν την ευκαιρία ν’ ακούσουν το άγγελμα της Βασιλείας κι επαναλαμβάνουν στην πραγματικότητα την προσευχή του Δαβίδ: «Δείξόν μοι, Ιεχωβά, τας οδούς σου· δίδαξόν με τα βήματά σου.» (Ψαλμ. 25:4, ΜΝΚ) Φθάνουν στο σημείο να γνωρίσουν τον Ιεχωβά ως ένα Θεόν ο οποίος δείχνει παρ’ αξίαν αγαθότητα στους «φυλάττοντας την διαθήκην αυτού και τα μαρτύρια αυτού.» Δεν πίπτουν πια στην παγίδα της ελλείψεως πίστεως που έχει στήσει ο Σατανάς, με το να επαναλαμβάνη τις βάρβαρες πράξεις των πολέμων των προσφάτων ετών και ν’ αποδίδη αυτά τα πράγματα στον Θεό. (Ιάκ. 4:1, 2) Εν τούτοις, ο «Χριστιανικός κόσμος» γενικά, όπως ο αρχαίος Ισραήλ, δείχνει έλεος το οποίον χάνεται σε καιρό θλίψεως όπως η πρωινή δρόσος στον θερμό ήλιο, και διασκορπίζεται γρήγορα μη έχοντας πραγματική πίστι στον Ιεχωβά, τον Λόγο του και τη Βασιλεία του. Αν αυτοί δεν επιστρέψουν στον Ιεχωβά και δεν στραφούν στη γνώσι του Θεού, θα κατακοπούν όπως σ’ ένα θερισμό, όταν ο Ιεχωβά καθαρίση τη γη από κάθε πονηρία στη μάχη του Αρμαγεδδώνος. Όπως επροφήτευσε ο Ησαΐας, άνθρωποι πίστεως «θέλουσιν εξέλθει και ιδεί τα κώλα των ανθρώπων, οίτινες εστάθησαν παραβάται εναντίον μου.»—Ησ. 66:24.
23. (α) Πώς δείχνουν οι Γραφές τη δικαιοσύνη του Ιεχωβά; (β) Πώς ακόμη και η αυστηρότης του Ιεχωβά αποδεικνύεται ότι είναι έλεος;
23 Έτσι ο Ιεχωβά με τις δίκαιες κρίσεις του δείχνει έλεος καθώς και αυστηρότητα—αυστηρότητα που αξίζει σ’ όσους εναντιώνονται στους πρέσβεις της Βασιλείας του και το άγγελμά των και οι οποίοι στρέφουν τα νώτα των στους δικαίους σκοπούς του, αλλά έλεος σε ανθρώπους πίστεως με την προοπτική αιωνίου ζωής. (Λουκ. 20:9-18) Ακόμη και στη διάρκεια αυτού του «εσχάτου καιρού» ο Ιεχωβά εξακολουθεί να δείχνη την υπομονή του, μη επιθυμώντας να χαθή κανείς. (2 Πέτρ. 3:9) Ο καθένας με την πορεία της ενεργείας του θα καθορίση αν θα λάβη το έλεος ή την αυστηρότητα του Θεού. Ο Ιεχωβά θα δείξη πραγματικά έλεος σε όλους εκείνους οι οποίοι θέτουν πίστι σ’ αυτόν όταν θα καθαρίση πλήρως τη γη από κάθε πονηρία. (Εβρ. 10:26-29) Τότε όπως ποτέ πριν ‘η χάρις θα βασιλεύση δια της δικαιοσύνης εις ζωήν αιώνιον, δια Ιησού Χριστού του Κυρίου ημών.’—Ρωμ. 5:21· Ψαλμ. 107:15.
[Εικόνα στη σελίδα 363]
Ο φιλάγαθος Σαμαρείτης